Ο Τσαρλς Ντίκενς |
Ο Τσαρλς Ντίκενς - γεννήθηκε σαν σήμερα 7 Φεβρουαρίου του 1812 στο Λάντπορτ του Πόρτσμουθ και πέθανε το 1870 στο Ρότσεστερ, χωρίς να προλάβει να φτάσει τα εξήντα. Σήμερα το έργο του μοιάζει περισσότερο επίκαιρο από ποτέ.
Σε μια εποχή κατά τη διάρκεια της οποίας όχι μόνο η Ελλάδα, αλλά και
ολόκληρη η Ευρώπη, μαζί με την Αμερική, αντιμετωπίζουν μια πρωτοφανή
κρίση, με την ανεργία και τις απολύσεις να ανεβαίνουν στα ύψη και τα
εισοδήματα των μεσαίων και των κατώτερων τάξεων να συρρικνώνονται με
ασυγκράτητο ρυθμό, η ρημαγμένη από την οικονομική εξαθλίωση βικτωριανή
Αγγλία, που κυριαρχεί σε όλο το μήκος της μυθιστορηματικής παραγωγής του
Ντίκενς, επανακάμπτει εντυπωσιακά στο προσκήνιο, για να υπενθυμίσει
μιαν ανυπόφορα βαριά κοινωνική συνθήκη: μια συνθήκη που η ευμάρεια του
δεύτερου μισού του 20ου αιώνα έδειχνε μέχρι και πριν από λίγα μόλις
χρόνια πως είχε μπει οριστικά στα αζήτητα της Ιστορίας.
Δουλεύοντας σε εργοστάσιο βερνικιών
Το τέκνο μιας καταχρεωμένης δημοσιοϋπαλληλικής οικογένειας, που σταμάτησε το σχολείο για να δουλέψει σε εργοστάσιο βερνικιών και γνώρισε στο πετσί του τη σκληρότητα της παιδικής εργασίας, υπήρξε ένας από τους σφοδρότερους επικριτές τόσο των κάθετων ταξικών διαιρέσεων της αγγλικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όσο και της τεράστιας φτώχειας την οποία σήμανε για εξαιρετικά μεγάλα τμήματα του πληθυσμού η Βιομηχανική Επανάσταση.
Η φτώχεια καθόρισε τον κόσμο των μυθιστορημάτων του Ντίκενς και
αποτυπώθηκε με τον πιο παραστατικό τρόπο στους διάσημους χαρακτήρες του.
Από τον Όλιβερ Τουίστ και τον Νίκολας Νίκλεμπι (αμφότερα
το 1839), όπου θα αποκαλυφθεί με τα μελανότερα χρώματα η μαύρη
καθημερινότητα του Λονδίνου και του Γιορκσάιρ, με ένα σύμπαν βυθισμένο
στο έγκλημα και την πορνεία - μολονότι η εικόνα της πόρνης θα απαλλαγεί
σε εντυπωσιακό βαθμό από την ηθική και την κοινωνική της απαξίωση -
μέχρι τον Ζοφερό Οίκο (1853) και τη Μικρή Ντόρριτ
(1857), που θα αποτελέσουν ένα ανάθεμα για τους βικτωριανούς θεσμούς
και τη βικτωριανή οικονομία, η μυθιστοριογραφία του Ντίκενς θα είναι η
μυθιστοριογραφία των φτωχών, των ανήμπορων και των ξεγυμνωμένων.
Οι εικόνες της αδυναμίας, του ξεπεσμού και του στυγνού προσώπου της εργοδοσίας δεν θα λείψουν και από το κορυφαίο έργο του Ντίκενς, τον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ (1850), μια σαφώς αυτοβιογραφική σύνθεση, όπως και τα περισσότερα έργα του, με την οποία θα ανακαλέσει πικρά στιγμιότυπα από τη ζωή του στο εργοστάσιο βερνικιών.
Η φτώχεια ως ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος
Πανταχού παρούσα και βασισμένη στην προσωπική του η εμπειρία, η φτώχεια θα απασχολήσει τον Ντίκενς από τη μια ως υλικό ζήτημα και από την άλλη ως καθαρώς ηθικό και ψυχολογικό μέγεθος. Από τη «Χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843) μέχρι και τα «Δύσκολα χρόνια» (1854) ή τις «Μεγάλες προσδοκίες» (1861), ο Ντίκενς θα μιλήσει για τη φτώχεια μέσω της ανάπτυξης ενός στιβαρού προβληματισμού για τη σημασία και το βάρος του χρήματος στον βίο των ανθρώπων. Θα μιλήσει όχι μόνο για όσους υποφέρουν από την έλλειψή του, αλλά και για όσους το κατέχουν και το διακινούν, καταδικάζοντας τους υπόλοιπου στην περιθωριοποίηση και την απόγνωση.
Στη νουβέλα της «Χριστουγεννιάτικης ιστορίας», που γνώρισε άπειρες εκδοχές στον κινηματογράφο και είναι το γνωστότερο βιβλίο του Ντίκενς, όπως και ένα από τα πλέον αναγνωρίσιμα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ο σπαγγοραμμένος Εμπενίζερ Σκρουτζ, που θα μετατραπεί σε συνώνυμο της εξοντωτικής απροθυμίας και της ολοκληρωτικής μιζέριας, θα δείξει τις βλαβερές συνέπειες του πλούτου σε εύπορους και φτωχούς. Φτωχοί και εύποροι θα βρουν τη χαρά τους μόνο όταν το χρήμα θα βγει από το σφιχτοδεμένο πουγκί, για να φέρει την ευτυχία στο τραπέζι όλων.
Στα «Δύσκολα χρόνια», ο Ντίκενς δεν θα κρύψει την απογοήτευσή του για το όραμα της βιομηχανικής τεχνολογίας, που αντί να διευκολύνει το άνοιγμα του δρόμου για έναν νέο τρόπο ζωής, ικανό να συμπεριλάβει στους κόλπους του τις χειμαζόμενες μάζες, θα μαζέψει το χρήμα στα χέρια των λίγων, χαντακώνοντας κάθε προοπτική και ελπίδα για τα εργατικά στρώματα. Ακόμα και στις Μεγάλες προσδοκίες, που μάλλον ξεφεύγουν από τα όρια του κοινωνικού μυθιστορήματος, ο συγγραφέας θα χτίσει τον κεντρικό του χαρακτήρα με βάση τις επιταγές του χρήματος, όπως τις επιβάλλει η βικτωριανή Αγγλία. Ένας φτωχός νέος, έχει ένα και μοναδικό στόχο: να πλουτίσει σε μια κοινωνία, της οποίας το σύστημα τον αποκλείει.
Ο Ντίκενς μέσα από το έργο του προσπαθεί να κάνει σαφές ότι η φτώχεια δεν αποτελεί προϊόν προσωπικής ανικανότητας, αλλά το χαρακτηριστικό ενός ταξικού καθεστώτος, που οδηγεί συντεταγμένα στην ανισότητα.
Η ιστορία δύο πόλεων
Η πλοκή της "Ιστορίας δύο πόλεων" διαδραματίζεται ανάμεσα στο Λονδίνο
και το Παρίσι μεταξύ 1775 και 1793, και περιστρέφεται γύρω από τις
περιπέτειες μιας σειράς ανθρώπων, στιγματισμένων από ένοχα οικογενειακά
μυστικά κι από άδικες κατηγορίες κατασκοπίας ή προδοσίας. Κεντρικοί
χαρακτήρες του μυθιστορήματος είναι η νεαρή, μεγαλωμένη ως ορφανή στο
Λονδίνο Λούσι Μανέτ, ο γιατρός πατέρας της που εμφανίζεται ξαφνικά στη
ζωή της λίγο πριν συμπληρώσει τα 18 της χρόνια -όλα αυτά τα χρόνια ήταν
έγκλειστος στις φυλακές της Βαστίλης, για ένα έγκλημα που δεν διέπραξε-,
ο σύζυγός της Τσαρλς Ντάρνι, Γάλλος αριστοκρατικής καταγωγής, αποστάτης
της τάξης του και αυτοεξόριστος στην Αγγλία, κι ένας χαραμοφάης
Βρετανός, ο δικηγόρος Σίντνεϊ Κάρτον, μάταια ερωτευμένος μαζί της.
Παρακολουθώντας τους να διασχίζουν τη Μάγχη και να παρασύρονται
αναπόφευκτα στη δίνη των πολιτικών γεγονότων που συγκλονίζουν τη Γαλλία
και πλαισιώνοντάς τους με ένα πλήθος από δευτερεύοντα πρόσωπα, ο Ντίκενς
αποτυπώνει τα αίτια της επανάστασης, αλλά και τις εκτροπές της,
δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
και στην απληστία των αριστοκρατών, στην ανέχεια, τη φτώχεια, την οργή
αλλά και τον φανατισμό του λαού, όπως και στη διαφθορά των συνειδήσεων
και στη δίψα για αίμα που οδήγησαν την εξέγερση στην ανεξέλεγκτη βία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου