"O ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΓΥΦΤΟΥ"
Κ.
Παλαμά
Η θέση του Αναδείχτηκε σε
ηγετική μορφή της λεγόμενης «Γενιάς του '80», παρέμεινε στο προσκήνιο των
γραμμάτων πάνω από πενήντα χρόνια κή λογοτεχνία και επηρέασε άμεσα ή έμμεσα τους
περισσότερους λογοτέχνες στα χρόνια αυτά.
«Ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου»
είναι ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση συνθετικά ποιήματα του Παλαμά. Αφορμή για
τη συγγραφή του υπήρξε η οδυνηρή ήττα από τους Τούρκους κατά το 1897, αιτία
όμως ήταν το γενικότερο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο στην Ελλάδα κατά την
τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα που προσδιορίζεται από ανησυχητικά πολιτικά,
κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Ο πολιτικός φανατισμός, οι παρεμβάσεις του
βασιλιά, η γενικότερη πολιτική αστάθεια, το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η
οικονομική κρίση του 1893-1894 και τα εκκρεμή εθνικά θέματα της Κρήτης, της
Ηπείρου και της Μακεδονίας σε συνδυασμό με τη ντροπιαστική ήττα του 1897
απειλούσαν και αυτήν ακόμη την ύπαρξη του ελληνικού κράτους. Η αποσύνθεση και
η ηττοπάθεια είχαν κυριεύσει όλους τους Έλληνες και απέτρεπαν κάθε αισιόδοξη
σκέψη. Αυτό το κλίμα έρχεται να ανατρέψει ο Παλαμάς με το «Δωδεκάλογο». Δεν
είναι, όμως, μοναδικός του στόχος η τόνωση του εθνικού φρονήματος- αποσκοπεί
και στη διάδοση ενός μηνύματος πανανθρώπινου, καθολικού.
ΔΟΜΗ Το ποίημα διαρθρώνεται
σε δώδεκα Λόγους, τους ακόλουθους:
Πρώτος Λόγος: Ο ερχομός. Ο Γύφτος εμφανίζεται
στη βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, όπου κυριαρχεί η παρακμή.
Δεύτερος Λόγος: Δουλευτής. Ο Γύφτος αλλάζει
συνεχώς επαγγέλματα, χωρίς να βρει αυτό που τον εκφράζει.
Τρίτος Λόγος: Αγάπη. Αναζητά την ευτυχία στον
έρωτα χωρίς αποτέλεσμα.
Τέταρτος Λόγος: Ο θάνατος των Θεών. Αρχίζει να
απαρνιέται τις αξίες και τα ιδανικά του ξεκινώντας από τους Θεούς.
Πέμπτος Λόγος: Ο θάνατος των αρχαίων.
Απορρίπτει την αυθεντία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού.
Έκτος Λόγος: Γύρω σε μια φωτιά. Η καύση των
βιβλίων του Πλήθωνα, εισηγητή μιας νέας, παγκόσμιας θρησκείας, που συνδυάζει
τον νεοπλατωνισμό με παγανιστικά στοιχεία.
Έβδομος λόγος: Το πανηγύρι της Κακαβάς. Στη
διάρκεια ενός πανηγυριού των γύφτων, έρχεται εντολή για μόνιμη εγκατάσταση
τους, που για ένα νομαδικό λαό σημαίνει υποδούλωση. Όμως μόνο ο Γύφτος το
συνειδητοποιεί.
Όγδοος Λόγος. Προφητικός.
Ένατος λόγος: Το βιολί. Η μουσική λυτρώνει το
Γύφτο.
Δέκατος Λόγος: Αναστάσιμος. Αποκαθίστανται οι
αξίες που γκρεμίστηκαν προηγουμένως.
Ενδέκατος Λόγος: Το παραμύθι του Αδάκρυτου.
Δωδέκατος Λόγος: Κόσμος. Ο Γύφτος εγκαθίσταται
μόνιμα στη Θράκη και σχεδιάζει το μέλλον του σύμφωνα με τις επιστημονικές
ανακαλύψεις.
Ο πρωταγωνιστής του
ποιήματος, ο Γύφτος, συμβολίζει την άρνηση της παρακμής και την πορεία προς το
καινούριο και το αληθινό, που θα ανανεώσει την εθνική ζωή και θα οδηγήσει το
λαό στο δρόμο της προόδου και στην εκπλήρωση των ιδανικών του.
Πολλοί μελετητές
θεωρούν ότι ο Γύφτος είναι προσωπείο του ποιητή, μια που του δίνει τη
δυνατότητα να καταδικάσει την κατάσταση της σύγχρονης του ελληνικής κοινωνίας
και να τονώσει την εθνική συνείδηση. Ειδικά στον «Προφητικό», τον όγδοο Λόγο,
που όμως γράφτηκε πρώτος, ο Παλαμάς χρησιμοποιεί το προσωπείο του Προφήτη, επειδή
του παρέχει τη δυνατότητα να μιλά με άνεση για πολλά ζητήματα, χωρίς να
δεσμεύεται από συμβάσεις, και να κινείται στις τρεις διαστάσεις του χρόνου
(παρελθόν, παρόν και μέλλον), ώστε να λειτουργεί ταυτόχρονα και ως κριτής και
ως οδηγός.
Δομή Το κείμενο του σχολικού βιβλίου
αποτελείται από δύο αποσπάσματα.
Το πρώτο (στ. 1-24) προέρχεται από την αρχή
του Λόγου και το δεύτερο από το τέλος (στ. 25-41).
Πρώτη ενότητα (α' απόσπασμα, στ.
1-24): Η προφητεία για την πτώση της χώρας.
Δεύτερη ενότητα (β' απόσπασμα,
στ. 25-41): Η προφητεία για την αναγέννηση της.
Θέμα Η προφητεία για
την πτώση και την αναγέννηση του Ελληνισμού (Η αναφορά στο Βυζάντιο είναι
αλληγορική).
Περίληψη Ο Προφήτης οραματίζεται τη
σταδιακή κατάρρευση της Ελλάδας,
που κάποτε
κυριαρχούσε και μετέδιδε τα φώτα του πολιτισμού σε όλο τον κόσμο, και την
ατίμωση της. Προβλέπει, όμως, ότι ο Θεός θα συγχωρέσει τις αμαρτίες της και θα
της επιτρέψει να αναγεννηθεί και να αποκτήσει και πάλι την παλιά της δύναμη και
ακτινοβολία.
Στο «Δωδεκάλογο του
Γύφτου» ο Παλαμάς ακολουθεί την τεχνοτροπία του συμβολισμού, με κυρίαρχα
στοιχεία την υποβλητική ατμόσφαιρα, τη μουσικότητα και τη χρήση συμβόλων, για
να γράψει ένα ποίημα λυρικό.
Πρώτη Στην πρώτη ενότητα ο ποιητής προαναγγέλλει την πτώση της «Χώρας»,
ενότητα δηλαδή της πανίσχυρης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, σύμφωνα
(στ. 1-24) με τα όσα έχει διηγηθεί σε προηγούμενους
Λόγους. Στην πραγματικότητα όμως υπονοεί την παρακμασμένη Ελλάδα του τέλους του
19ου αιώνα, που κινδύνευε να καταρρεύσει κάτω από το βάρος της ήττας στον
πόλεμο του 1897.
1-10 Η δύναμη και η
ακτινοβολία του Βυζαντίου
Η προσφώνηση των
στίχων 1-2 («Μες στις παινεμένες χώρες,
Χώρα / παινεμένη») στόχο έχει, σε συνδυασμό με το κεφαλαίο Χ, να υπογραμμίσει τη δύναμη και
την ακτινοβολία του Βυζαντίου. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται το χιαστό («παινεμένες χώρες» - «χώρα
παινεμένη») και η προσωποποίηση της
Χώρας. Η προφητεία κλιμακώνεται σε τρία στάδια-αναβαθμούς. Στο πρώτο
περιλαμβάνεται η είδηση για την πτώση (στ. 3-10). Την είδηση διαδίδει η Φήμη,
θεότητα των αρχαίων Ελλήνων και Ρωμαίων, με τη σάλπιγγα της σε όλο τον κόσμο.
Στον τρίτο στίχο ο
ποιητής-προφήτης διατυπώνει την πρόβλεψη του για τη συντριβή του πανίσχυρου
κράτους σε β' ενικό πρόσωπο ώστε να επιτείνει τον οραματικό χαρακτήρα του ποιήματος. Παρόμοια λειτουργία έχουν
και τα ρήματα σε μελλοντικό χρόνο («θα 'ρθει», στ. 2, 7, «θα πέσεις», στ. 3,
«θα σαλπίσει», στ. 4, «θα γυρίσει» στ. 10), καθώς τοποθετούν την προφητεία στο
μακρινό μέλλον. Επιπλέον, το ρήμα «θα πέσεις», που συμπυκνώνει την είδηση,
παραπέμπει σε άλωση πολιορκημένης πόλης και προδιαγράφει την τύχη της
Κωνσταντινούπολης. Οραματικό χαρακτήρα έχει και η προσωποποίηση της Φήμης, και πολύ περισσότερο το σάλπισμα της,
εφόσον ανακαλεί το βιβλικό προφήτη Ιεζεκιήλ και τη ρήση του για την καταστροφή
της Ιερουσαλήμ. Η οπτικοακουστική εικόνα της σάλπιγγας που διαλαλεί το
δυσάρεστο νέο «σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση» (στ. 5) υπογραμμίζει τόσο
την κοσμοϊστορική σημασία της πτώσης όσο και τη δύναμη που είχε η χώρα στο
παρελθόν.
Τέλος, στο στίχο 6 κυριαρχούν
μια αντίθεση («'ψήλος / συντρίμμι») ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον και δύο
μεταφορές («'ψήλος», «συντρίμμι»), ώστε η προφητεία να πάρει διαστάσεις
βιβλικής καταστροφής και ο αναγνώστης να βιώσει το μέγεθος της απώλειας.
Στους στίχους 7-10 δυο
επαναλήψεις, μια αντίθεση και μια παρομοίωση δίνουν μια νέα διάσταση στην
κατάρρευση της «Χώρας». Η πρώτη επανάληψη («Θα
'ρθει κι η ώρα», στ. 7) επιτείνει το οραματικό ύφος, ενώ η δεύτερη («σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση», στ. 8)
επαναφέρει το θέμα του μεγέθους και της δύναμης της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Αν μάλιστα συνδεθεί με την παρομοίωση («σαν
το δρόμο του ήλιου», στ. 9), αποκαλύπτει μια άλλη έκφανση της χιλιετούς
παρουσίας του Βυζαντίου: τη μετάδοση του πολιτισμού στα πέρατα της οικουμένης,
ενός έργου ανάλογου με εκείνο του ήλιου που φωτίζει τη γη. Τέλος, η αντίθεση ανάμεσα στους στίχους 7-9 και 10
(«εσένα ήταν ο δρόμος/σε βοριά κι ανατολή, νοτιά και δύση,/σαν το δρόμο του
ήλιου / το πρωί για σε δε θα γυρίσει»), το λαμπρό παρελθόν και το σκοτεινό
μέλλον, μεγιστοποιεί το μέγεθος της καταστροφής.
11-24 Θρήνος για την
πόλη
Ακολουθεί (στ.
11-16) το δεύτερο στάδιο της προφητείας, ο θρήνος για την
πτώση. Ο ποιητής-προφήτης, που απευθύνεται στη «Χώρα»,
πάντα σε β' πρόσωπο, προβλέπει πως την κατάρρευση θα ακολουθήσει η εξαφάνιση.
Η ίδια ιδέα που διατρέχει τους στίχους 3-10, η παρακμή και ο ξεπεσμός της
«Χώρας» (σύμβολο της Ελλάδας στα τέλη του 19ου αιώνα), κινεί και τους στίχους
11-16» Ο τόνος, όμως, γίνεται πιο λυρικός και οι εικόνες πιο υποβλητικές. Το ρήμα «θα σβήσεις», η παρομοίωση (« καθώς σβήνουνε λιβάδια
/ από μάισσες φυτρωμένα με γητειές», στ. 11-12, δηλαδή όπως χάνονται τα λιβάδια
που δημιουργούν οι μάγισσες με τα τεχνάσματα τους), η σύγκριση («πιο αλαφρά του περασμού σου τα σημάδια / κι από τις
δροσοσταλαματιές», στ. 13-14) και οι
προσωποποιήσεις των πουλιών (στ. 15) και των δέντρων (στ. 16), που αισθητοποιούν την προφητική ρήση, φιλοτεχνούν
μια ατμόσφαιρα απόκοσμη με χαρακτήρα θρηνητικό.
Το
ελεγειακό στοιχείο επιτείνουν επίσης οι σύνθετες λέξεις που ο ίδιος ο
ποιητής δημιουργεί («δροσοσταλαματιές», στ. 14· «κλαψοπούλια», στ. 15' «κλωνόγυρτες»,
στ. 16), η παρήχηση του σ, που υποβάλλει τη σιωπή, και το πένθιμο σκηνικό («μνήματα», στ. 16).
Ο ποιητής-προφήτης είναι σαφής και κατηγορηματικός: η κάποτε πανίσχυρη «Χώρα»
θα αφανιστεί ολοκληρωτικά μαζί με τα τελευταία ίχνη του πολιτισμού της. Κανένας
άνθρωπος δε θα τη θυμάται, παρά μόνο τα «κλαψοπούλια» και οι «ιτιές» που
φυτρώνουν στα νεκροταφεία.
7-24 Η πίκρα για τον
ξεπεσμό της χώρας του
Στην τρίτη προφητική ρήση (στ.
17-24)
η πίκρα και η
αγανάκτηση του ποιητή για τον ξεπεσμό της χώρας του
κορυφώνονται, καθώς προαναγγέλλει την κορύφωση του δράματος της διεφθαρμένης χώρας,
και πιο συγκεκριμένα την εξευτελιστική τιμωρία που την περιμένει. Το πτώμα της
θα παραμείνει άταφο, τροφή για «τα σκυλιά και τα ερπετά». Αντίθετα, η ψυχή που
τόσο βασανίστηκε από τις αμαρτίες του σώματος («κρίμα», στ. 18) θα
απομακρυνθεί, για να χαράξει μια νέα πορεία. Ο οραματικός τόνος, παρών στις δύο
προηγούμενες ρήσεις, κορυφώνεται για να εναρμονιστεί με το περιεχόμενο. Η
χρήση του πολυσύνθετου με το «και», οι προσωποποιήσεις αφηρημένων εννοιών
(«Ψυχή», «Καιρός»), οι εντυπωσιακές λέξεις που αποδίδουν με παραστατικότητα τη
Θλιβερή τύχη του άλλοτε ισχυρού κράτους («ψοφίμι», στ. 21, «σκέλεθρου
πανάθλιου», στ. 24), η υπερβολή («δε θα 'βρει το κορμί μια σπιθαμή / μες στη
γη», στ. 19-20) και, κυρίως, οι μακάβριες εικόνες του πτώματος (η εικόνα του
άθαφτου πτώματος, στ. 19-20 και η εικόνα όπου το κομματιάζουν τα σκυλιά και τα
ερπετά, στ. 22) ανακαλούν τα προφητικά κείμενα της Παλαιάς Διαθήκης και
παράλληλα αισθητοποιούν τη σήψη της ελληνικής κοινωνίας στα τέλη του 19ου
αιώνα.
ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΝΟΤΗΤΑ
24-41 Αγάπη για την πατρίδα και ελπίδα για εθνική αποκατάσταση
(στ.
25-41)Στην ενότητα αυτή τα συναισθήματα του
ποιητή-προφήτη αλλάζουν:
Την πίκρα και την
αγανάκτηση διαδέχονται η αγάπη για την πατρίδα και η ελπίδα για εθνική
αποκατάσταση.
Ο οραματιστής όμως
συνδέει την αναγέννηση του τόπου του με την αγάπη και τη φιλευσπλαχνία του Θεού
(« Όσο να σε λυπηθεί /της αγάπης ο Θεός», στ. 25-26)· αποφεύγει, με άλλα
λόγια, να την προσδιορίσει χρονικά και να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα
υλοποιηθεί, ώστε να παραμείνει αόριστη και να διατηρήσει τον προφητικό της
χαρακτήρα. Η παντοδυναμία του Θεού αισθητοποιείται με τη χρήση της υποτακτικής,
της έγκλισης που δηλώνει το προσδοκώμενο («να σε λυπηθεί», στ. 25, «να ξημερώσει»,
στ. 27, «να σε καλέσει», στ. 28).
Οι πρώτοι στίχοι της δεύτερης ενότητας (στ. 25-29), από τη
μια πλευρά, παραπέμπουν στις λαϊκές παραδόσεις που δημιουργήθηκαν μετά την
Άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι οποίες στηρίζονταν στην αντίληψη ότι η πτώση
ήταν η τιμωρία του Βυζαντίου από το Θεό για τις ανομίες και τη διαφθορά τους,
καθώς και στην πεποίθηση ότι στο μέλλον το Βυζάντιο θα αναγεννηθεί. Από την
άλλη, αντανακλούν το μεγαλοϊδεατισμό που κυριαρχούσε στην Ελλάδα στα τέλη του
19ου αιώνα. Παράλληλα, ο ποιητής-προφήτης παρουσιάζει τη λύτρωση ως ώριμο
αίτημα («να ξημερώσει μιαν αυγή», στ. 27, «και να σε καλέσει ο λυτρωμός», στ.
28) και υποβάλλει τα συναισθήματα της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Έτσι, ο
στίχος 29 («ω Ψυχή, παραδαρμένη από το κρίμα»), που ως προς το περιεχόμενο
ταυτίζεται με το στίχο 18, δεν εκφράζει επιτίμηση, αλλά συμπάθεια και προσδοκία
για ένα καλύτερο μέλλον. Με την παρουσία του πρόβαλε την αρχή της τιμωρίας (στ.
18), ενώ τώρα δηλώνει το τέλος της, την ολοκλήρωση της κάθαρσης. Τέλος, η αναγγελία
της ανόρθωσης του Βυζαντίου (και έμμεσα του νέου ελληνικού κράτους)
υποστηρίζεται και στιχουργικά: οι συλλαβές των στίχων 25-29 αυξάνονται
κλιμακωτά.
Στους
στίχους 30-34 η αποκαθαρμένη «Ψυχή» επανέρχεται σταδιακά
στη ζωή με εντολή του Θεού («Και θ' ακούσεις τη φωνή του λυτρωτή», στ. 30).
Απαλλάσσεται από την αμαρτία και, στηριγμένη στις δικές της δυνάμεις,
ετοιμάζεται να αρχίσει μια νέα πορεία. Ο ποιητής αισθητοποιεί την «ανάσταση»
του Ελληνισμού με την τεχνική της κλιμάκωσης και με εντυπωσιακά εκφραστικά
μέσα υπογραμμίζοντας το λυρικό χαρακτήρα του έργου του. Τα ρήματα («θ' ακούσεις», στ. 30, «θα γδυθείς», στ.
31, «θα σαλέψεις», στ. 33) τοποθετούνται σε φυσική χρονική σειρά, για να
δηλώσουν τη σταδιακή ανόρθωση της Χώρας, ενώ οι τέσσερις αλλεπάλληλες
παρομοιώσεις των στίχων 33-34 («θα σαλέψεις σαν τη χλόη, σαν το πουλί, / σαν
τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα») αποδίδουν με τρυφερότητα τα στάδια της
ανάστασης της Ψυχής από το πρώτο σκίρτημα («σαν τη χλόη») μέχρι την ορμητική
κίνηση («σαν το κύμα»).
Στο σημείο αυτό θα
πρέπει να επισημάνουμε το ιδεολογικό υπόβαθρο
των στίχων 30-34. Σύμφωνα με τον Παλαμά, η ανόρθωση του Ελληνισμού της
εποχής του είναι ανάγκη να στηριχτεί στις δικές της δυνάμεις και να αποκτήσει
στιβαρή κυβέρνηση («κυβερνημένη»), απαλλαγμένη από την ηθική σήψη και διαφθορά
(«αλαφρή»).
Η ρήση του ποιητή-προφήτη ολοκληρώνεται στους στίχους
35-41. Εδώ κυριαρχεί η εικόνα της ψυχής με τα
ανοιγμένα φτερά, η προσδοκία δηλαδή της ανάστασης του ελληνικού έθνους και της
αποκατάστασης της δύναμης που είχε στο παρελθόν. Ο Παλαμάς, για να αισθητοποιήσει
τη θριαμβική μελλοντική ανάσταση του Ελληνισμού, αλλά και να υπενθυμίσει τον
ξεπεσμό της εποχής του, καταφεύγει στο σχήμα της αντίθεσης και σε πλήθος
εκφραστικών μέσων.
Η αντίθεση διατυπώνεται με τους στίχους 35-37 (στοιχείο
βάθους = πτώση) από τη μια και τους στίχους 38-41 από την άλλη (στοιχείο ύψους = άνοδος). Η
πορεία της πτώσης της ψυχής υποβάλλεται με μεταφορές («σκαλί», στ. 35,
«κατρακυλήσεις», στ. 36) και προσωποποίηση («Κακού»), ενώ το «ανέβασμα» με
μεταφορές («να φυτρώσουν», στ. 39, «φτερά», στ. 40, 41), αναφώνηση («ω χαρά!»,
στ. 39), αναδίπλωση («να σου φυτρώσουν / τα φτερά / τα φτερά τα πρωτινά σον τα
μεγάλα!», στ. 39-41) και παρήχηση του φ και του ρ (στ. 39-41).
Στους στίχους 35-41 κυριαρχεί το συναίσθημα. Η χαρά και η αισιοδοξία είναι διάχυτες («ω χαρά!», «φτερά»). Ο
ποιητής-προφήτης προλέγει την ανάσταση του Ελληνισμού και ένα μέλλον λαμπρό,
ισάξιο του ένδοξου παρελθόντος. Μάλιστα με το επίρρημα «πρωτινά» συνδέει
συνειρμικά την προσδοκία για αναγέννηση της «Χώρας» με την ανόρθωση της Ελλάδας
της εποχής του, προετοιμάζει όμως ταυτόχρονα το έδαφος για τη διαιώνιση του
μεγαλοϊδεατισμού που οδήγησε τη χώρα μας στη συντριβή του 1897.
ΤΕΧΝΙΚΗ ΤΟΥ
ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ
Το ποίημα
εντάσσεται στο λογοτεχνικό ρεύμα του
συμβολισμού, καθώς συνδυάζει μουσικότητα, υποβλητικότητα (βλ.
τις εικόνες στους στ. 15-16, 20-21, 22, 33-34, 38-41) και χρήση συμβόλων
(«Χώρα», «Ψυχή», «Κακό»).
Χρησιμοποιείται
επίσης η τεχνική της προφητείας. Ο οραματιστής-ποιητής
στην πρώτη ενότητα τοποθετείται στο παρελθόν και παρουσιάζει γεγονότα που έχουν
ήδη συμβεί σαν να πρόκειται να συμβούν στο μέλλον. Πραγματική προφητική ρήση
έχουμε στη δεύτερη ενότητα, όπου ο ποιητής εκφράζει την πεποίθηση πως η Ελλάδα
θα αναγεννηθεί.
Στιχουργία
Το μέτρο είναι τροχαϊκό (υ - υ), οι στίχοι ανισοσύλλαβοι και οι στροφές
έχουν διαφορετικό αριθμό στίχων. Η
ομοιοκαταληξία είναι άλλοτε πλεχτή (π.χ. στ. 7-10, 11-16 κτλ.) και άλλοτε ζευγαροπλεκτή (στ. 1-6), ενώ δεν υπάρχουν χασμωδίες.
Εκφραστικά μέσα
Τα αποσπάσματα από
τον «Προφητικό» είναι πλούσια σε εκφραστικά μέσα.
Σημειώνουμε:
α) τις μεταφορές: «θα πέσεις» (στ. 3), «το -ψήλος σου» (στ. 6), «το χτίσμα σου» (στ. 6),
«το δρόμο του ήλιου» (στ. 9), «γέρνεις» (στ. 9), «θα σβήσεις» (στ. 11),
«σβήνουνε» (στ. 11), «αλαφρά σημάδια» (στ. 13), «παραδαρμένη» (στ. 18), «κορμί»
(στ. 19), «ψοφίμι» (στ. 21), «σκαλί» (στ. 35), «να κατρακυλήσεις» (στ. 36), «να
φυτρώσουν» (στ. 39), «φτερά» (στ. 40,41)·
β) τις
προσωποποιήσεις: «Χώρα» (στ. 1), «Φήμη» (στ. 3), «κλα-ψο-πούλια»
(στ. 15), «ιτιές» (στ. 16), «Ψυχή» (στ. 18, 29), «Καιρός» (στ. 23), «Κακού»
(στ. 37)·
γ) τις παρομοιώσεις: «σαν το δρόμο του ήλιου» (στ. 9), «καθώς σβήνουνε λιβάδια...» (στ.
11), «σαν τη χλόη, σαν το πουλί, / σαν τον κόρφο το γυναικείο, σαν το κύμα»
(στ. 33-34)·
δ) τις εικόνες: της σάλπιγγας (οπτικοακουστική, στ. 4), του κτιρίου που συντρίβεται
(οπτική, στ. 6), της πορείας του ήλιου (οπτική, στ. 9), των λιβαδιών (οπτική,
στ. 11-12), του νεκροταφείου (οπτικοακουστική, στ. 15-16), του άθαφτου
πτώματος (οπτικές εικόνες, στ. 19-20 και 21-22), της Ψυχής που ξαναζωντανεύει
(οπτικοακουστική, στ. 33-34), της Ψυχής με τα ανοιγμένα φτερά (οπτική, στ.
40-41)·
ε) την αναδίπλωση: «να σον φυτρώσουν τα φτερά... τα φτερά, τα
φτερά τα πρωτινά σον
τα μεγάλα» (στ. 40-41)· στ) την επανάληψη: «θα 'ρθει» (στ. 2 και 7), «σε βοριά
και ανατολή, νοτιά και δύση» (στ. 5 και 8), «Ω Ψυχή, παραδαρμένη από το κρίμα»
(στ. 18 και 29)·
ζ) την υπερβολή: «Δε θα 'βρει το κορμί μια σπιθαμή μες στη γη» (στ. 19)·
η) το χιαστό: «Μες
στις παινεμένες χώρες, Χώρα παινεμένη» (στ. 1-2). Στη φράση αυτή
χρησιμοποιούνται ακόμη η επαναφορά και ο κύκλος·
θ) τη συνεκδοχή: «Κρίμα» (= κρίματα) (στ. 18,29)·
ι) το πολυσύνδετο: σε όλη την έκταση του ποιήματος.
Γλώσσα Η γλώσσα είναι δημοτική, πλούσια, με αρκετές λεκτικές επινοήσεις του
ποιητή («δροσοσταλαματιές», στ. 14' «κλαψοπούλια», στ. 15· «κλωνόγυρτες», στ.
16). Η σύνταξη είναι παρατακτική.
Σαν των Φαιάκων το καράβι η Φαντασία
χωρίς να την βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει...κι είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία
Πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγει η απελπισία
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι
Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα και με των πόλων
χωρίς να την βοηθάν πανιά και λαμνοκόποι
κυλάει...κι είναι στα βάθη της ψυχής μου τόποι
πανάρχαιοι κι ασάλευτοι σαν την Ασία
Πεντάγνωμοι κι απόκοτοι σαν την Ευρώπη
σα μαύρη γη Αφρική με σφίγγει η απελπισία
κρατώ μιαν άγρια μέσα μου Πολυνησία
και πάντα ένα Κολόμβο παίρνω το κατόπι
Και τα τεράστια της ζωής και τα λιοπύρια
των τροπικών τα γνώρισα και με των πόλων
τυλίχτηκα τα σάβανα
και χίλια μύρια
ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμο όλο
και τί είμαι; χόρτο ριζωμένο σ' ένα σβόλο
απάνω που ξεφεύγει κι απ' τα κλαδευτήρια.
ταξίδια εμπρός μου ξάνοιξαν τον κόσμο όλο
και τί είμαι; χόρτο ριζωμένο σ' ένα σβόλο
απάνω που ξεφεύγει κι απ' τα κλαδευτήρια.
[Πατρίδες! Αέρας, γη...] Κ. Παλαμά
Πατρίδες! Αέρας, γη, νερό, φωτιά! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξαναβρώ, πρώτη και στερνή ευτυχία!
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξαναβρώ, πρώτη και στερνή ευτυχία!
Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων
στον αέρα θα πάει· θα πάει στην αιωνία
φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία
των παθών μου θα πάρ' η λύσσα των κυμάτων.
στον αέρα θα πάει· θα πάει στην αιωνία
φωτιά, φωτιά κι ο λογισμός μου, τη μανία
των παθών μου θα πάρ' η λύσσα των κυμάτων.
Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ' των ονείρων τον αέρα, κι απ' την πύρα
αέρας, γη, νερό, φωτιά θα ξαναγίνω,
κι απ' των ονείρων τον αέρα, κι απ' την πύρα
του λογισμού, κι από τη σάρκα τη λιωμένη,
κι απ' των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει
ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.
κι απ' των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει
ήχου πνοή, παράπονο, σαν από λύρα.
Είδος: Σονέτο.
Μέτρο: ιαμβικό.
Στίχος: Δεκατρισύλλαβος
Η συλλογή, «Πατρίδες», αποτελούνται από δώδεκα σονέτα.
Πρόθεση: Ο ποιητής αναπτύσσει στη συλλογή αυτή την έννοια
της «πατρίδας» και αποτυπώνει τις φυσικές και πνευματικές του πατρίδες, όχι
μόνο τη γενέθλια γη (π.χ. Πάτρα) ή τις πόλεις όπου έζησε (π.χ. Μεσολόγγι,
Αθήνα) ή αυτές με τις οποίες συνδέθηκε ψυχικά ή πνευματικά χωρίς να έχει ζήσει
εκεί (π.χ. Κέρκυρα, Αίγυπτος, Άγιο Όρος, Ασία κ.ά.), αλλά και τόπους απρόσιτους
(πλανήτες) ή χώρους του παρελθόντος (αρχαία Ελλάδα, Βυζάντιο) και περιοχές του
πνεύματος και της ψυχής, τόπους όπου ενδιέτριψε, δοκιμάστηκε και πλουτίστηκε ως
άνθρωπος.
Ποιητικό ρεύμα: Παρνασσισμός.
Γνωρίσματα:
αρχαίες
επιδράσεις
πλούσια
ομοιοκαταληξία (του τύπου αββα βα- αβ γγδ εεδ),
πλήθος
εκφραστικών σχημάτων (μεταφορές, άψογη μορφή και στιχουργική, σχήμα του κύκλου,
διασκελισμούς, παρηχήσεις κ.ά.), ,
ελεγχόμενα συναισθήματα,
πυκνά
νοήματα
Θέμα του σονέτου: Το σονέτο «[Πατρίδες! Αέρας, γη...]» είναι το
δωδέκατο και τελευταίο των «Πατρίδων» και θεωρείται το πιο αριστουργηματικό και
έχει ως θέμα του τα πανανθρώπινα μεταφυσικά ερωτήματα σχετικά με τη γένεση και
τη φθορά του ανθρώπου αλλά και τη μεταθανάτια ζωή:
Όταν όλα τα «επίγεια» στοιχεία που
συνθέτουν τη ζωή και την προσωπικότητα του ποιητή θα διαλυθούν και θα τα πάρει
ο άνεμος, το τραγούδι του ποιητή θα αντηχεί σαν λύρα μέσα στην αιωνιότητα.
Ο πυρήνας του σονέτου είναι πανθεϊστικός και στηρίζεται στην αρχαία φιλοσοφική
θεωρία του Εμπεδοκλή σχετικά με την πρωταρχική ουσία των όντων και των κοσμικών φαινομένων. Ο
Εμπεδοκλής ορίζει ως πρωταρχική αιτία γέννησης όλων των όντων την κίνηση
τεσσάρων στοιχείων, τα οποία ονομάζει ριζώματα:
της φωτιάς,
του νερού,
της γης και
του αέρα.
Η κίνηση αυτών των στοιχείων οφείλεται σε δυο αντίθετες δυνάμεις που τις
ονομάζει Φιλότητα και Νείκος.
Η Φιλότητα είναι η θετική δύναμη της αγάπης που ενώνει τα
πράγματα.
Το Νείκος η αρνητική δύναμη που τα διαχωρίζει.
Η σχέση αυτών των αντίρροπων
δυνάμεων είναι αυτή που διατηρεί την ισορροπία στο σύμπαν.
Η γένεση και ο θάνατος, η Φιλότητα και το Νείκος είναι για τον Εμπεδοκλή
ένας αιώνιος κύκλος, μια εναλλαγή που εξασφαλίζει τη διαιώνιση του κόσμου.
Σ' αυτά τα αιώνια, «αχάλαστα» στοιχεία απευθύνεται ο ποιητής, με τα οποία
αναμένει να συναντηθεί μετά το θάνατο. Το ενδεχόμενο αυτό δεν του προκαλεί φόβο
ή θλίψη αλλά ευτυχία: «θα σας ξανάβρω,
πρώτη και στερνή ευτυχία».
Στην αρχή των «Πατρίδων» γράφει: «αυτού πρωτάνοιξα τα μάτια μου στη μέρα»
και στο τελευταίο σονέτο μιλάει για τη «γαλήνη των μνημάτων». Ανάμεσα στα δύο
άκρα, τη γέννηση και το θάνατο, κλείνεται όλη η ζωή του ποιητή, που δεν είναι
τίποτα άλλο:
από αέρας (φαντασία, όνειρα, οράματα),
φωτιά (σπίθα του νου, πλούσια συναισθήματα),
γη («χους εις χουν...»)
και νερό (ζωή, δροσιά, ανανέωση, αλλά και τρικυμία).
Μετά το θάνατο και τη διάλυση, όλα θα σβήσουν και θα μείνει μόνο αθάνατη η
ποίηση του. Έτσι, ο ποιητής ελπίζει ότι θα δικαιωθεί στη μεταθανάτια ζωή μέσω
της τέχνης του
«Ἀρχόντισσα Ροδίτισσα, πῶς μπῆκες;
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·
Γυναῖκες διώχνει μιὰ συνήθεια ἀρχαία
ἐδῶθε.» «Ἔχω ἕνα ἀνίψι, τὸν Εὐκλέα,
τρία ἀδέρφια, γιό, πατέρα, Ὀλυμπιονίκες·
νὰ μὲ ἀφήσετε πρέπει, Ἑλλανοδίκες,
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.
κι ἐγὼ νὰ καμαρώσω μὲς τὰ ὡραῖα
κορμιά, ποὺ γιὰ τὸ ἀγρίλι τοῦ Ἡρακλέα
παλεύουν, θαυμαστὲς ψυχὲς ἀντρίκειες.
Μὲ τὲς ἄλλες γυναῖκες δὲν εἶμ᾿ ὅμοια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·
στὸν αἰῶνα τὸ σόι μου θὰ φαντάζει
μὲ τῆς ἀντρειᾶς τ᾿ ἀμάραντα προνόμια·
μὲ μάλαμα γραμμένο τὸ δοξάζει
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»
σὲ ἀστραφτερὸ κατεβατὸ μαρμάρου
ὕμνος χρυσός, τοῦ ἀθάνατου Πινδάρου.»
Είδος: Σονέτο
Θέμα: Το θέμα του στηρίζεται σε μια
παράδοση, σύμφωνα με την οποία η Καλλιπάτειρα, κόρη του Διαγόρα, μεταμφιέστηκε
σε άντρα, για να παρακολουθήσει το γιο της Πεισίδωρο να αγωνίζεται στο στάδιο
της Ολυμπίας. Όταν αποκαλύφτηκε, υποστήριξε αυτό το δικαίωμά της με το
επιχείρημα ότι προερχόταν από οικογένεια Ολυμπιονικών και δικαιώθηκε. Το ποίημα
εστιάζει στο διάλογο Ελλανοδικών-Καλλιπάτειρας. Με τόνο αυστηρό και με λέξεις
μετρημένες, με σεβασμό προς την αρχόντισσα από τη Ρόδο, οι αξιωματούχοι των αγώνων
υπενθυμίζουν στην Καλλιπάτειρα το εθιμικό δίκαιο. Η Καλλιπάτειρα απαντά με
θάρρος και αυτοπεποίηθηση υποστηρίζοντας την ενέργειά της, λόγω της δοξασμένης
γενιάς της. Με κλιμακούμενη σειρά (από τον πιο μακρινό στον πιο κοντινό)
επικαλείται τους έξι συγγενείς που θριάμβευσαν στους Ολυμπιακούς αγώνες και με
ύφος αποφασιστικό διατυπώνει το αίτημά της να παρακολουθήσει τους αγώνες ως
παράκληση και ηθική επιταγή: να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες, κι εγώ να
καμαρώσω μες στα ωραία κορμιά, που για το αγρίλι τον Ηρακλέα παλεύουν, θαυμαστές
ψυχές αντρίκιες.
Τα λόγια της αποτυπώνουν το
πνεύμα της ευγενικής άμιλλας, με το οποίο αγωνίζονταν οι αρχαίοι αθλητές, και
το αρχαιοελληνικό ιδανικό της ισόρροπης ανάπτυξης σώματος και πνεύματος. Στα
επιχειρήματά της η Καλλιπάτειρα προσθέτει την υπεροχή της σε σχέση με τις άλλες
γυναίκες, λόγω του κύρους της οικογένειας της και του Πινδάρου, που τους είχε
αφιερώσει ύμνογραμμένο «με μάλαμα». Η Καλλιπάτειρα έχει αίσθηση της
ανωτερότητάς της, η οποία πηγάζει από την πεποίθηση ότι «της αντρειάς τα
αμάραντα προνόμια» αγκαλιάζουν και όλη την οικογένεια.
Ποιητικό ρεύμα. Παρνασσιστής.
Το
σονέτο είναι χαρακτηριστικό της παρνασσικής τεχνοτροπίας.
Είναι
εμπνευσμένο από την αρχαιότητα και
Διακρίνεται
για τη
μεγαλοπρέπεια του ύφους του,
τα πυκνά νοήματά
του,
την άψογη
τεχνική του (η ομοιοκαταληξία έχει τη
μορφή αββα, αββα, γδγ, δεε)
και τον πλούτο των εκφραστικών του μέσων:
Περιέχει μεταφορές (π.χ. «Με μάλαμα
γραμμένος το δοξάζει / σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου / ύμνος χρυσός του
αθάνατου / Πινδάρου»), όπου υπάρχει και σχήμα υπαλλαγής και υπερβατό, εικόνες,
υπερβολές («στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει / με της αντρείας τα αμάραντα
προνόμια»), όπου είναι αισθητή η παρήχηση του άλφα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου