Σαν σήμερα, στις 11 Μαρτίου του 1921, γεννήθηκε ο
σημαντικότερος συνθέτης τάνγκο και μπαντονεονίστας, Άστορ Πιατσόλα. Το
έργο του θεωρείται ότι έφερε την επανάσταση στο παραδοσιακό τάνγκο και
δημιούργησε το nuevo tango, ενσωματώνοντας στοιχεία τζαζ και κλασικής
μουσικής.
Γεννήθηκε το 1921 στην Αργεντινή από γονείς Ιταλούς μετανάστες, το
μεγαλύτερο μέρος των παιδικών του χρόνων, ωστόσο, έζησε στη Νέα Υόρκη,
όπου και ξεχώρισε ως παιδί θαύμα για τις επιδόσεις του στο μπαντονεόν.
Όταν το 1937 επέστρεψε στην Αργεντινή, μαθήτευσε κοντά στον Αργεντινό
συνθέτη Αλμπέρτο Χιναστέρα.
Η επιρροή των μουσικών των Στραβίνσκι, Μπάρτοκ, Ραβέλ και άλλων, τον
οδήγησε στο να εγκαταλείψει για ορισμένο διάστημα το τάνγκο και να
ασχοληθεί με τη σύνθεση της σύγχρονης κλασικής μουσικής.Για δύο χρόνια μεταβαίνει στη Γαλλία, όπου λόγω υποτροφίας που κέρδισε από τη γαλλική κυβέρνηση, μαθητεύει κοντά στη Γαλλίδα συνθέτρια και μαέστρο Νάντια Μπουλανζέ.
Επιστρέφει μόνιμα στο Μπουένος Άιρες το 1955, όπου και σχηματίζει το Octeto Buenos Aires. Η νέα του προσέγγιση στο τάνγκο του χάρισε τον χαρακτηρισμό της αμφιλεγόμενης προσωπικότητας μεταξύ Αργεντίνων μουσικών και πολιτικών. Στην πατρίδα του συνάντησε σημαντική αντίσταση, καθώς η πεποίθηση που επικρατούσε στη χώρα ήταν ότι «Στην Αργεντινή όλα αλλάζουν, εκτός από το τάνγκο».
Η μουσική του όμως έγινε ευρύτερα αποδεκτή σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική, ενώ αγκαλιάστηκε παράλληλα από μέρος της κοινωνίας της Αργεντινής που ζητούσε την πολιτική αλλαγή σε συνδυασμό με τη μουσική του επανάσταση.
Το τάνγκο, «η θλιμμένη σκέψη που χορεύει», υπήρξε η μεγάλη μούσα δυο προικισμένων δημιουργών του 20ου αιώνα.
Ο ένας (Piazzolla) γεννημένος στο
Μαρ ντελ Πλάτα της Αργεντινής, το 1921, θεωρείται ο πιο σημαντικός
συνθέτης του τάνγκο κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα, καθώς
δημιούργησε το λεγόμενο nuevo Tango (νέο τάνγκο) εισάγοντας μουσικά όργανα που δεν χρησιμοποιούνταν στο παραδοσιακό, όπως φλάουτο, σαξόφωνο, ηλεκτρική κιθάρα, βιμπράφωνο και ντραμς και προσθέτονας στοιχεία τζαζ και κλασσικής μουσικής στις συνθέσεις του.
O Astor Piazzolla |
Ο άλλος (Borges) γεννημένος τον
Αύγουστο του 1899 στο Μπουένος Άιρες της Αργεντικής, είναι μία από τις
σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα, ξεχωριστός για τα
πεζά του στα οποία το φανταστικό με το πραγματικό αναμειγνύονται με τον
«μπορχικό» του τρόπο, αλλά και γνωστός για την ενασχόλησή του με πολλά
άλλα είδη του λόγου (ποίηση, μεταφράσεις, φιλοσοφικά κείμενα,
ενθολογικές μελέτες κ.ά.).
O Jorge Luis Borges |
Οι δυο αυτές ξεχωριστές προσωπικότητες της τέχνης
εκτός από την κοινή τους καταγωγή μοιράζονταν και την αγάπη τους για το
τάνγκο (πώς να γινόταν αλλιώς άλλωστε...). Ο Piazzolla ως συνθέτης αυτού
του μουσικού είδους και ο Borges ως δημιουργός και εθνολόγος -έγραψε
μεταξύ των άλλων και το βιβλίο «Ιστορία του τάνγκο» αλλά και έναν ύμνο σε αυτό (1):
Το τάνγκο [El Tango]
Πού να βρίσκονται; ρωτά η ελεγεία
για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.
για κείνους που πια δεν υπάρχουν, μαθές,
σα να υπήρχε ένα μέρος όπου το Χθες
είναι το Σήμερα, το Ακόμα ή το Επιπλέον μία.
Πού να βρίσκονται (επαναλαμβάνω) από απάχηδες τόσες γενιές
που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;
που πήγαν κι έστησαν μια τρομερή νύχτα
σε σκονισμένους χωματόδρομους ή σε χαμένες γειτονιές
του στιλέτου και της μαγκιάς τη σέχτα;
Πού να βρίσκονται εκείνοι που πέρασαν;
Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;
Στην εποποιία ένα επεισόδιο κόμισαν χορηγία
κι ένα θρύλο στο χρόνο. Που δίχως καμία κακία,
όφελος ή ερωτικό πάθος ο ένας τον άλλον μαχαίρωσαν;
Τους ψάχνω μέσα στους θρύλους τους, στην τελευταία
θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.
θράκα που, όπως ένα αναπάντεχο τριαντάφυλλο,
κρατάει κάτι από εκείνον τον ψυχωμένο όχλο
στο Κοράλες και στην Μπαλβανέρα την ωραία.
Σε ποια σκοτεινά στενοσόκακα ή τόπο έρμο
του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
η σκιά εκείνου του Μουράνια,
του μαχαιροβγάλτη απ’ το Παλέρμο;
του άλλου κόσμου θα κατοικεί η γρανιτένια
η σκιά εκείνου του Μουράνια,
του μαχαιροβγάλτη απ’ το Παλέρμο;
Κι εκείνος ο μόρσιμος Ιμπέρα (που κι οι άγιοι
τον λυπούνται) σ’ ένα γιοφύρι του δρόμου, του Νιάτου,
του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
Στα φονικά τον ξεπερνούσε κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.
τον λυπούνται) σ’ ένα γιοφύρι του δρόμου, του Νιάτου,
του αδερφού του, έδωσε χτύπημα θανάτου.
Στα φονικά τον ξεπερνούσε κι έγιναν οι φόνοι πάγιοι.
Μια μυθολογία κοφτερών εγχειριδίων
σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.
σβήνει αργά μέσα στη λήθη.
Ένα τραγούδι για άθλους ελήφθη
μέσα στο θόρυβο των αστυνομικών δελτίων.
Μα υπάρχει κι άλλη θράκα, κι άλλου πυρακτωμένου ρόδου,
από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.
από τη στάχτη που τους φυλάει ακέραιους.
Εκεί βρίσκεις μαχαιροβγάλτες αγέρωχους
και το βάρος του αθόρυβου μαχαιριού ενός βάρδου.
Αν κι αυτό το εχθρικό στιλέτο ή τ’ άλλο στιλέτο,
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ’ του τάνγκο το σώμα.
ο Χρόνος, τους έστειλε κάτω απ’ το χώμα,
σήμερα, έξω απ’ του χρόνου το παραπέτο,
το θάνατο, εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μεσ’ του τάνγκο το σώμα.
Μεσ’ στις χορδές της μουσικής βρίσκονται,
στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
και λέει μια μιλόνγκα μ’ αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.
στης κιθάρας το αργό το παίξιμο,
και λέει μια μιλόνγκα μ’ αλέγρου ρυθμού πλέξιμο
για το γιορτάσι και την αθωότητα σαν πέτονται.
Γυρίζει ο κίτρινος τροχός πάνω απ’ το κενό
μ’ άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,
μ’ άλογα και με λιοντάρια. Ακούω την ηχώ
και με του Αρόλας και του Γκρέκο τα τάνγκο ξεψυχώ
που είδα κάποτε να χορεύουν στο στενό,
κάποια στιγμή που αναδύεται απ’ το πουθενά,
δίχως πριν ούτε μετά, ενάντια στη λήθη,
που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
το χαμό και το ανακτημένο ξανά.
δίχως πριν ούτε μετά, ενάντια στη λήθη,
που θυμίζει της ίδιας της απώλειας τα ήθη,
το χαμό και το ανακτημένο ξανά.
Στ’ ακόρντα υπάρχουν πράγματα παλιά, στους στίχους:
στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
(Πίσω απ’ τους καχύποπτους τοίχους
ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).
στο άλλο πάτιο και στης κληματαριάς τους γρίφους.
(Πίσω απ’ τους καχύποπτους τοίχους
ο Νότος κρατάει την κιθάρα και τη λαβή του ξίφους).
Εκείνο το ξέσπασμα, το τάνγκο, εκείνη η διαβολιά,της ζωής
τα μεστά χρόνια προκαλεί.
Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, ο άνθρωπος διαρκεί λιγότερο
κι απ’ του μεσημεριού την αντηλιά.
τα μεστά χρόνια προκαλεί.
Φτιαγμένος από σκόνη και χρόνο, ο άνθρωπος διαρκεί λιγότερο
κι απ’ του μεσημεριού την αντηλιά.
Ο Άστορ Πιατσόλα έφυγε από τη ζωή σις 4 Ιουλίου του 1992.
Εξαιρετική ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή