Χρονολόγιο
1910
Γεννιέται στις 11 Ιανουαρίου στο παραποτάμιο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας, δευτερότοκος γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή (Ευγενία-Τζένια) και δυο μικρότερους αδερφούς (Δημήτρη-Μίκια και Αργύρη). Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών, με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
Γεννιέται στις 11 Ιανουαρίου στο παραποτάμιο Νικόλσκι Ουσουρίσκι, μια μικρή επαρχιακή πόλη του Χαρμπίν της Μαντζουρίας, ο Νίκος (Κόλιας) Καββαδίας, δευτερότοκος γιος του μεγαλέμπορου Χαρίλαου Καββαδία και της Δωροθέας το γένος Αγγελάτου που κατάγονταν από την Κεφαλονιά. Είχε μια μεγαλύτερη αδελφή (Ευγενία-Τζένια) και δυο μικρότερους αδερφούς (Δημήτρη-Μίκια και Αργύρη). Ο πατέρας του διατηρούσε γραφείο επιχείρηση εισαγωγών-εξαγωγών, με κύριο πελάτη τον τσαρικό στρατό.
1914
Εξαιτίας της επανάστασης στο Σετσουάν, η οικογένεια Καββαδία εγκαταλείπει την χώρα και με τον υπερσιβηρικό φτάνει μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Περνώντας από την Αθήνα θα καταλύσουν στο ξενοδοχείο «Διάνα» και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά θα παρακολουθήσουν για πρώτη φορά θέατρο, τα Παναθήναια με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Στο Αργοστόλι θα γραφτούν στο νηπιαγωγείο της σχολής Ελένης Μαζαράκη «Παρθεναγωγείον αι Μούσαι».
Ο πατέρας επιστρέφει στη Ρωσία, τα ίχνη του χάνονται λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται αλλά τελικά διαφεύγει ακολουθώντας τα υπολείμματα του αντιμπολσεβίκου στρατηγού Βράνκελ. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920 οικονομικά κατεστραμμένος και ψυχικά απροσάρμοστος. Αργότερα θα ανοίξει συνεταιρικά ένα μικρό εμπορικό κατάστημα στο Πασαλιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν ρώσοι εμιγκρέδες: «Ο πατέρας μου... ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίχτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα...», θα γράψει στη Βάρδια.
Εξαιτίας της επανάστασης στο Σετσουάν, η οικογένεια Καββαδία εγκαταλείπει την χώρα και με τον υπερσιβηρικό φτάνει μέσω Τουρκίας στην Ελλάδα για να εγκατασταθεί στο Αργοστόλι. Περνώντας από την Αθήνα θα καταλύσουν στο ξενοδοχείο «Διάνα» και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά θα παρακολουθήσουν για πρώτη φορά θέατρο, τα Παναθήναια με την Μαρίκα Κοτοπούλη. Στο Αργοστόλι θα γραφτούν στο νηπιαγωγείο της σχολής Ελένης Μαζαράκη «Παρθεναγωγείον αι Μούσαι».
Ο πατέρας επιστρέφει στη Ρωσία, τα ίχνη του χάνονται λόγω της Οκτωβριανής Επανάστασης, φυλακίζεται αλλά τελικά διαφεύγει ακολουθώντας τα υπολείμματα του αντιμπολσεβίκου στρατηγού Βράνκελ. Θα επιστρέψει στην Ελλάδα τον Νοέμβριο του 1920 οικονομικά κατεστραμμένος και ψυχικά απροσάρμοστος. Αργότερα θα ανοίξει συνεταιρικά ένα μικρό εμπορικό κατάστημα στο Πασαλιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν ρώσοι εμιγκρέδες: «Ο πατέρας μου... ο λαθρέμπορος του Λάο Γιαν, ο χαρτοπαίχτης του Τιεν Τσιν, ο μπακάλης του Πασαλιμανιού στα στερνά του, ο πιο ανελέητος άνθρωπος που γνώρισα...», θα γράψει στη Βάρδια.
1921
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει τον Μάρτιο στον Πειραιά, αρχικά στην οδό Φραγκιαδών (Φρεαττύδα) κι έπειτα στην οδό Βούλγαρη 118 (Πασαλιμάνι), όπου ο Νίκος θα τελειώσει το δημοτικό στη σχολή Saint Paul με συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον π. Γιώργη Πηρουνάκη, και το Γυμνάσιο στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Στο γυμνάσιο συμμαθητής του ήταν και ο γιος του Παύλου Νιρβάνα, Κώστας Αποστολίδης, ο οποίος θα τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του που θα του συμπεριφερθεί σαν ισότιμος φίλος και θα τον ενθαρρύνει στα πρώτα του βήματα. Κατ’ αναλογία προς το ψευδώνυμο του Νιρβάνα θα υιοθετήσει αργότερα και ο ίδιος το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Στα μαθητικά του χρόνια ασκείται στην πυγμαχία στο παλιό Γυμναστήριο του Πειραιά, που βρισκόταν απέναντι απ’ το μπακάλικο του πατέρα του, με τον πρωταθλητή Νίκο Μενεξή.
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει τον Μάρτιο στον Πειραιά, αρχικά στην οδό Φραγκιαδών (Φρεαττύδα) κι έπειτα στην οδό Βούλγαρη 118 (Πασαλιμάνι), όπου ο Νίκος θα τελειώσει το δημοτικό στη σχολή Saint Paul με συμμαθητές τον Γιάννη Τσαρούχη και τον π. Γιώργη Πηρουνάκη, και το Γυμνάσιο στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Μπάρδη. Στο γυμνάσιο συμμαθητής του ήταν και ο γιος του Παύλου Νιρβάνα, Κώστας Αποστολίδης, ο οποίος θα τον φέρει σε επαφή με τον πατέρα του που θα του συμπεριφερθεί σαν ισότιμος φίλος και θα τον ενθαρρύνει στα πρώτα του βήματα. Κατ’ αναλογία προς το ψευδώνυμο του Νιρβάνα θα υιοθετήσει αργότερα και ο ίδιος το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας. Στα μαθητικά του χρόνια ασκείται στην πυγμαχία στο παλιό Γυμναστήριο του Πειραιά, που βρισκόταν απέναντι απ’ το μπακάλικο του πατέρα του, με τον πρωταθλητή Νίκο Μενεξή.
1922
Εκδίδει το μαθητικό τετρασέλιδο φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος (τρία τεύχη), με έμμετρα κείμενα γραμμένα από τον ίδιο. Συνεργάζεται με τη Διάπλαση των παίδων χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».
Εκδίδει το μαθητικό τετρασέλιδο φυλλάδιο Σχολικός Σάτυρος (τρία τεύχη), με έμμετρα κείμενα γραμμένα από τον ίδιο. Συνεργάζεται με τη Διάπλαση των παίδων χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ο μικρός ποιητής».
1927
Δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας, ψευδώνυμο που θα κρατήσει ώς το 1930.
1928Δημοσιεύει τους πρώτους στίχους του στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας με το ψευδώνυμο Πέτρος Βαλχάλλας, ψευδώνυμο που θα κρατήσει ώς το 1930.
Τελειώνει το γυμνάσιο και δίνει εξετάσεις για την Ιατρική Σχολή. Την ίδια χρονιά, όμως, ο πατέρας του αρρωσταίνει βαριά, γεγονός που τον υποχρεώνει ν’ αναλάβει τις οικονομικές ευθύνες της οικογένειας. Θα εργαστεί στο ναυτικό γραφείο Ζωγράφου που πρακτόρευε και τα βαπόρια των θείων του Γιαννουλάτων, αδελφών της μητέρας του, συνεχίζοντας, παράλληλα με τις «αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία», τη συνεργασία του με λογοτεχνικά περιοδικά. Γνωρίζεται με τους πνευματικούς ανθρώπους του Πειραιά και δημοσιεύει συνεργασίες στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, στον Διανοούμενο, στον Ρυθμό και στην εφημερίδα Πειραϊκό Βήμα.
1929
Τον Οκτώβριο πεθαίνει ο πατέρας του. Μπαρκάρει ναύτης στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος»: «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω. Εκείνοι που μαζί πρωτομπαρκάραμε, σε τέσσερα χρόνια πήρανε το χαρτί τους, εσύ το ίδιο. Εμένα μ’ άρεσε η πλώρη. Η ξενοιασιά. Πιάσανε πολλοί πατριώτες μας καπετάνιοι να με συμβουλέψουνε. Άλλοι με κοροϊδεύανε και με δαχτυλοδείχνανε. Με πήρε το φιλότιμο. Ετοιμάστηκα να πάρω του τρίτου. Τότε συνάντησα έναν εφοπλιστή, ξάδελφο της μάνας μου. Ο μόνος άνθρωπος που με καταλάβαινε και με συγχωρούσε. Μου ʼδινε πάντα δουλειά, χωρίς να με ρωτάει γιατί ταξιδεύω. Του τα ʼπα. Να γίνεις μαρκονιστής, μου ʼπε. Απο να σπάσουμε μια πλώρη, καλύτερα να τσακίσουμε έναν ασύρματο. Έπινα... καταλαβαίνεις...» (Βάρδια).
1930
Απ’ τη χρονιά αυτή ξεκινάει μια περίοδος διαρκών ταξιδιών ώς το 1936. Ο κόσμος της θάλασσας γίνεται η κύρια πηγή έμπνευσής του. Ταξιδεύει με το ατμόπλοιο «Πολικός» και στη συνέχεια με τα φορτηγά «Νίκη» (1931), «Ιόνιον» (1934), «Αντζουλέτα» (1934) και «Χαράλαμπος» (1936).
1932
Δημοσιεύεται το πρώτο πεζογράφημά του, «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» στο Πειραϊκόν Βήμα (φύλλα 1 και 2, στις 31 Ιανουαρίου και 7 Φεβρουαρίου αντίστοιχα), κείμενο τεχνικά άρτιο, στο οποίο εντοπίζονται πολλά βασικά θέματα της κατοπινής μυθολογίας του Καββαδία.
1933
Η οικογένεια Καββαδία εγκαθίσταται στην Αθήνα, σε μια διώροφη κατοικία στην οδό Κιμώλου 18 (Κυψέλη). Εκδίδεται σε 245 αντίτυπα από τις εκδόσεις «Κύκλος» η ποιητική συλλογή Μαραμπού, με εισαγωγικό σημείωμα του ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ. Η θετική παρουσίασή της στην πρώτη σελίδα της Πρωίας (15/12/1933) από τον δύσκολο στους επαίνους Φώτο Πολίτη θα κάνει ιδιαίτερη εντύπωση: «Ο νέος αυτός ποιητής έχει πραγματικήν ανθρωπιά μέσα του. Και ξέρει να μεταδίδει και σ’ εμάς τις συγκινήσεις του. Μπορεί να εξελιχτεί ποιητικά, μπορεί να δώσει κι άλλη τροπή στο πνεύμα του. Αυτά δεν έχουν σημασία. Σημασία έχει η παρατήρησή του, η λαχτάρα του για γνώση και ευρύτερη ζωή. Τέτοιοι νέοι είναι τα πρώτα θεμέλια ενός πολιτισμού μελλοντικού, που θ’ ανανεώσει τις ηθικές ανθρώπινες αξίες», θα γράψει μεταξύ άλλων. Η κριτική (Ν. Καλαμάρης, Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Άλκης Θρύλος, Κλ. Παράσχος, Γ. Κοτζιούλας, κ.ά.) θα επισημάνει το νεαρό της ηλικίας του ποιητή, την ιδιότυπη θεματική του και τον αγνό ανθρωπισμό που κρύβει κάτω από μια φαινομενική κυνικότητα. Χαρακτηριστική η αποστροφή του Ν. Καλαμάρη: «Τα ποιήματα της συλλογής Μαραμπού είναι τα μόνα φετινά ποιήματα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον. Δεν τα θεωρώ τέλεια ποιήματα, κάθε άλλο, πρέπει όμως να έχουμε υπ’ όψη μας πως αυτός που τα ʼγραψε είναι μόλις είκοσι χρονών» (Νέοι Πρωτοπόροι, τχ. 8-9/1933, σ. 279).
1938
Ως προστάτης οικογένειας, δεν υπηρετεί κανονική στρατιωτική θητεία αλλά καλείται για στρατιωτική εκπαίδευση δύο μηνών στην Ξάνθη.
1939
Καταλαβαίνοντας ότι λόγω των συνεχών περιπλανήσεών του δεν μπορεί να πραγματοποιήσει το αρχικό του όνειρο να γίνει πλοίαρχος, επιλέγει τη συντομότερη λύση: παίρνει δίπλωμα ραδιοτηλεγραφητή Β΄τάξεως, ειδικότητα με την οποία θα ναυτολογείται σε όλα του τα ταξίδια μετά το 1945. Η οικογένειά του μετακομίζει στην οδό Αγίου Μελετίου 10, όπου θα συγκατοικήσουν όλοι για 23 χρόνια.
1940-1945
Στρατεύεται και πολεμάει στην Αλβανία, όπου υπηρετεί αρχικά ως ημιονηγός τραυματιοφορέας και αργότερα, λόγω της ειδικότητάς που είχε ως ασυρματιστής, χρησιμοποιείται στο σταθμό υποκλοπής της ΙΙΙ Μεραρχίας. Συνεργάζεται με το περιοδικό Η λόγχη που κυκλοφορούσαν οι συμπολεμιστές του στο χωριό Κούδεσι. Οι πολεμικές του εμπειρίες θα μεταφερθούν στα μικρά αφηγήματα «Στο άλογό μου» (1941) και «Του πολέμου» (1969). Μετά την κατάρρευση του μετώπου θα επιστρέψει, όπως και όλοι οι συμπολεμιστές του, πεζός στην Αθήνα. Στη διάρκεια της Κατοχής μένει ξέμπαρκος και συμμετέχει στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ ναυτικών στην αρχή κι έπειτα του ΕΑΜ λογοτεχνών. Κατά την περίοδο 1945-46 είναι επικεφαλής του ΕΑΜ Λογοτεχνών-Ποιητών, θέση για την οποία τον πρότεινε ο έως τότε Γραμματέας της Εταιρείας Λογοτεχνών Θέμος Κορνάρος, ο οποίος είχε φυλακιστεί για το βιβλίο του «Αγύρτες και Κλέφτες στην Εξουσία». Σε αυτή τη θέση, τον Νίκο Καββαδία διαδέχθηκε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, καθώς ο Καββαδίας μπάρκαρε με το πλοίο «Κορινθία» στις 6 Οκτωβρίου 1945.
Μεταφράζει μαζί με τον Βασ. Νικολόπουλο τρία μονόπρακτα του Ευγένιου Ο’ Νηλ, με ήρωες ναυτικούς και ανθρώπους του λιμανιού (Γιουτζίν Ο' Νηλ, Το ταξίδι του γυρισμού κι άλλα μονόπραχτα, εκδ. Καραβία, Αθήνα, χ.χ. ‒ εκδόθηκε το 1944). Αυτή την περίοδο θα δημοσιεύσει και τρία πολιτικά ποιήματα που δεν θα ενταχθούν στις μετέπειτα ποιητικές του συλλογές. Πρόκειται για τα ακόλουθα: «Αθήνα 1943» (Πρωτοπόροι, Δεκέμβριος 1943, με το ψευδώνυμο Α. Ταπεινός), «Στον τάφο του Επονίτη» (Νέα Γενιά, τχ. 51/1945, σ. 2) και «Αντίσταση» (Ελεύθερα Γράμματα, τχ. 14/1945). Στον τόμο Το θαύμα της Αλβανίας απ’ τη σκοπιά της ΙΙΙ Μεραρχίας του Ξένου Ξενίτα δημοσιεύεται και το αφήγημα Στο άλογό μου (Αθήνα 1945, σσ. 136-137).
1947
Κυκλοφορεί το Πούσι και σε δεύτερη έκδοση το Μαραμπού εμπλουτισμένο με τρία ακόμη ποιήματα («Καφάρ», «Coaliers», «Μαύρη λίστα»), και τα δύο από τις εκδόσεις του στενού του φίλου Α. Καραβία. Το Πούσι κοσμείται από ξυλογραφίες επτά χαρακτών, φίλων του ποιητή ( Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσαρίδη, Δ. Γιαννουκάκη, Γ. Μόραλη, Γ. Μόσχου, Α. Τάσου, Α. Κορογιαννάκη). Ο Αιμ. Χουρμούζιος, αν και κατά τ’ άλλα θετικός, θα τον κατηγορήσει από τις σελίδες της Νέας Εστίας (τ. 483/1947, σσ. 1018-1019) για «έλλειψη ήθους» γιατί στα ποιήματά του, αν και πολλά από αυτά γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής, δεν υπάρχει «μια νύξη, κάποια θύμηση της τραγωδίας της φυλής του, πουθενά... Ή μάλλον δυο στίχοι υπομνηστικοί των εκτελέσεων στην Καισαριανή και της τραγωδίας του Διστόμου, μα κι αυτοί για χάρη του Γκαρθία Λόρκα...». Με την εξαίρεση του «Federico García Lorca», ο Καββαδίας δεν είχε συμπεριλάβει τα προαναφερθέντα πολιτικά ποιήματα της εποχής στη συλλογή, τα οποία φαίνεται μ’ αυτόν τον τρόπο να αποκηρύσσει, όχι για το ιδεολογικό τους περιεχόμενο αλλά για την ποιητική τους αξία.
1949
Υπεύθυνος ασυρματιστής στο επιβατικό «Κυρήνεια», το οποίο αναφέρεται και στο ποίημά του «Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia».
1953
Δίπλωμα Ασυρματιστή Α΄. Ταξιδεύει με τα ατμόπλοια «Ιωνία», «Κορινθία» (Απρίλιος-Αύγουστος), με το φορτηγό «Πρωτεύς» (Σεπτέμβριος-Νοέμβριος) και πάλι με το ατμόπλοιο «Κορινθία» (Δεκέμβριος).
1954
Κυκλοφορεί το πεζό Βάρδια (εκδ. Α. Καραβία), σημαντικό ερμηνευτικό κλειδί για την κατανόηση της ποίησής του. «Ο καθοριστικός και καθοδηγητικός ρόλος της μνήμης, οι αντιθέσεις ανάμεσα στη ζωή και το όνειρο, τη φαντασίωση και την πραγματικότητα, η πολλαπλότητα των προσώπων –περισσότερο σκίτσων παρά χαρακτήρων– η αναγνώριση του έρωτα και του θανάτου ως κυρίαρχων θεμάτων στη Βάρδια, η ιδιόμορφη κι ελεύθερη γλώσσα των ναυτικών, ο έκδηλος και ειλικρινής ανθρωπισμός του, η ασθματική καταγραφή των εντυπώσεων ή αλλιώς η παραληρηματική γραφή, είναι ζητήματα που με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο επανέρχονται στα κριτικά κείμενα που υποδέχτηκαν τη Βάρδια», παρατηρεί η Μαίρη Μικέ.
1957
Στο Κόμπε της Ιαπωνίας αυτοκτονεί μέσα στην καμπίνα του ο μικρότερος αδελφός του, πρώτος πλοίαρχος σε φορτηγά πλοία, γεγονός που συγκλονίζει τον ποιητή, βυθίζοντάς τον στη σιωπή. Θα ξαναγράψει ποίημα μόλις το 1967 (το αυτοβιογραφικό «Κοσμά του Ινδικοπλεύστη»).
1961
Με τη μεσολάβηση του Χουρμούζιου, κυκλοφορούν οι συλλογές Μαραμπού και Πούσι σε κοινή έκδοση από τον «Γαλαξία» της Ελένης Βλάχου.
1964
Μετακομίζει με τη μητέρα του και την αδελφή του στην οδό Γέλωνος 4, στους Αμπελοκήπους.
1965
Τον Μάιο πεθαίνει η μητέρα του. Ο ποιητής και η αδελφή του μετακομίζουν στην οδό Δεινοκράτους 5 (Κολωνάκι), στην ίδια πολυκατοικία που έμενε η αγαπημένη ανιψιά του Έλγκα. Στον γιο της Φίλιππο, που θα γεννηθεί την επόμενη χρονιά, θα αφιερώσει «Τα παραμύθια του Φίλιππου» της συλλογής Τραβέρσο.
1968
Επισκέπτεται με την αδελφή του την Κεφαλονιά μετά από τριάντα πέντε χρόνια απουσίας. Εκεί γράφει και το πεζό Λι (Χριστούγεννα). Θα ξαναεπισκεφτεί το νησί ακόμα δύο φορές, το 1970 και το 1972.
1969
Στις 3 Ιανουαρίου γράφει το μικρό πεζό Του πολέμου. Κυκλοφορεί η Βάρδια στα γαλλικά (N. Kavvadias, En bourlinguant, trad. Michel Saunier, ed. Stock, Paris 1969).
1973
Τα βιβλία του Μαραμπού και Πούσι επανεκδίδονται από τον Κέδρο. Τον Νοέμβριο προσκαλείται από τον καθηγητή Κ. Μητσάκη για να παραστεί σε εκδήλωση προς τιμήν του στο Λογοτεχνικό Εργαστήρι του Σπουδαστηρίου της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας του Α.Π.Θ.
1974
Τον Δεκέμβριο υπογράφει την αντιμοναρχική διακήρυξη ενόψει του σχετικού δημοψηφίσματος (8 Δεκεμβρίου). Η υγεία του έχει κλονιστεί και προαισθάνεται το τέλος του.
1975
Την Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου πεθαίνει στην αθηναϊκή κλινική «Άγιοι Απόστολοι» από εγκεφαλικό επεισόδιο. Δεν θα προλάβει να δει τυπωμένη την ποιητική συλλογή Τραβέρσο που ετοίμαζε. Θα κυκλοφορήσει δύο μήνες μετά τον θάνατό του, με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη (εκδ. Κέδρος). Στο σημειωματάριό του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να τους προτάξει στο «Τραβέρσο», κάτι που τελικά δεν έγινε...
«Μα ο ήλιος αβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη
και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε».
«Έζησα, φίλος του κι εγώ», θα γράψει ο Κόρφης για το Τραβέρσο, «την ιστορία των τελευταίων αυτών ποιημάτων του και ξέρω με τι ένταση γραφήκανε. Αυτός που χρόνια είχε κόψει το σπίρτο και τον καπνό και μπορούσε να περάσει χρόνο ολόκληρο χωρίς να συνθέσει ένα ποίημα, που κι όταν έγραφε τυραννικά τον βασάνιζε η αμφιβολία, μέσα σε λίγα χρόνια συμπλήρωσε τη συλλογή του και την έδωσε στον εκδότη. Ποιήματα καυτά, άμεσα, πάνω στ’ αχνάρια βέβαια του Πούσι, αλλά τόσο διαφορετικά. Ο στίχος κερδίζει σε σκληρότητα, σε δύναμη. Τα περιγραφικά, τα διακοσμητικά στοιχεία λιγοστεύουν».
Την ίδια χρονιά το περιοδικό Αντί αφιερώνει σελίδες στο έργο του (τχ. 18, 3/5/1975, σσ. 49-51). Στην κυριακάτικη Αυγή της 26ης Οκτωβρίου 1975 δημοσιεύεται το αφήγημα Του Πολέμου.
1976
Επανεκδίδεται η Βάρδια από τον Κέδρο.
1977
Κυκλοφορεί δίσκος της Μαρίζας Κωχ με τίτλο το όνομά της, με οχτώ μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία. Με αφορμή τη σειρά της ΕΡΤ «Πορεία 090» για τη ζωή των ναυτικών σ’ ένα καράβι που πήγαινε προς Ινδίες και Κίνα, ο Θάνος Μικρούτσικος ετοιμάζει έναν κύκλο τραγουδιών που θα κυκλοφορήσει την επόμενη χρονιά με τίτλο Ο Σταυρός του Νότου (ερμηνευτές: Γιάννης Κούτρας, Αιμιλία Σαρρή, Βασίλης Παπακωνσταντίνου) και θα σημειώσει τεράστια επιτυχία. Το Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας απονέμει για πρώτη φορά τα βραβεία «Ν. Καββαδία» στη μνήμη του.
1978
Αφιέρωμα στον ποιητή από το περιοδικό Τομές, τχ. 32. Κυκλοφορεί το βιβλίο του Τάσου Κόρφη Νίκος Καββαδίας. Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του (εκδ. Κέδρος).
1981
Αφιέρωμα στη διμηνιαία ναυτική επιθεώρηση Κανάλι 14 (τομ. 1, τχ. 2).
1982
Κυκλοφορεί σε επιμέλεια Άντειας Φραντζή το βιβλίο Επτά κείμενα για τον Ν. Καββαδία (εκδ. Πολύτυπο), με κείμενα των Αλέξανδρου Αργυρίου, Γιώργου Ιωάννου, Στρατή Τσίρκα και Ντίνου Χριστιανόπουλου, στην πλειοψηφία τους δημοσιευμένα προηγουμένως στο περιοδικό Αντί. Αφιέρωμα στην Καινούρια Εποχή, τχ. 23-24-25 (Άνοιξη - Καλοκαίρι - Φθινόπωρο 1982). Ο Σταύρος Τορνές σκηνοθετεί ταινία για τον ποιητή που προβάλλεται από την εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο».
1983
Αφιέρωμα στο έργο του ποιητή από το περιοδικό Η Λέξη τχ. 27 (Σεπτέμβριος 1983).
Κυκλοφορεί η Βιβλιογραφία (1928-1982) Καββαδία από τον Κυριάκο Ντελόπουλο (εκδ. Ε.Λ.Ι.Α.).
1986
Κυκλοφορεί ο δίσκος S/S «IONION» 1934 των Ηλία Αριώτη και Νότη Χασάπη (υπογράφουν ως «Οι Ξέμπαρκοι») με έντεκα μελοποιημένα ποιήματα του Καββαδία.
1987
Κυκλοφορούν σε ένα βιβλίο τα μικρά αφηγήματα Λι και Του πολέμου/Στο άλογό μου από τις εκδόσεις «Άγρα» που αναλαμβάνουν πλέον την επανέκδοση όλου του έργου του.
1988
Κυκλοφορεί το Μαραμπού στα ολλανδικά, σε μετάφραση Hero Hokweda (εκδ. Het Griekse Eiland).
1990
Επανεκδίδεται η γαλλική μετάφραση της Βάρδιας με νέο τίτλο (Le quart) και περιλαμβάνεται στα 100 καλύτερα βιβλία της χρονιάς, σύμφωνα με τον κατάλογο που παρουσιάζει η Libération. O A. de Gaudemar, παρουσιάζοντας το βιβλίο, θα χαρακτηρίσει την γραφή του Καββαδία ως «ένα μείγμα μεταξύ Κόνραντ, Μπρεχτ, Σαντράρ, Ζενέ και Ντυράς». Την ίδια χρονιά κυκλοφορούν στα γαλλικά, σε έναν τόμο, τα αφηγήματα Λι – Του πολέμου – Στο άλογό μου, σε μετάφραση της Michelle Barbe (εκδ. Climats).
1991
Κυκλοφορεί ο δίσκος του Θάνου Μικρούτσικου Γραμμές των Οριζόντων με όλα τα τραγούδια από τον Σταυρό του Νότου σε νέες εκτελέσεις και με την προσθήκη έξι ακόμα μελοποιημένων ποιημάτων (ερμηνευτές: Γιώργος Νταλάρας, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Θάνος Μικρούτσικος).
Η Michelle Barbe εκπονεί διδακτορική διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης (Paris IV) για το έργο του (Nikos Kavvadias, poète de la separation).
1992
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Άγρα» το βιβλίο του Γ. Τράπαλη Γλωσσάρι στο έργο του Ν. Καββαδία.
1993
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα ολλανδικά, σε μετάφραση Hero Hokwerda (εκδ. Meulenhoff)..
1994
Βιογραφική ταινία για τον ποιητή από τον γάλλο Olivier Guitton. Η Βάρδια κυκλοφορεί στα ισπανικά, σε μετάφραση της Natividad Gálvez (Ediciones del Oriente y del Mediterráneo).
1995
Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου. Εισαγωγή και ανθολόγηση: Δημήτρης Καλοκύρης. Αθήνα, Ερμής, 1995.
Το Λι γίνεται ταινία με τον τίτλο «Between the Devil and the Deep Blue Sea» από την Βελγίδα Marion Hansen, σε μουσική Wim Mertens. Παρουσιάστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών.
1997
Αφιέρωμα στο περ. Νέο Επίπεδο (τχ. 27).
Κυκλοφορεί επιλογή από το έργο του στα σερβικά, σε μετάφραση Zoran Mutić.
1998
Αφιέρωμα στο περιοδικό Νέα Εστία (τχ. 1702).
Κυκλοφορεί επιλογή ποιημάτων του στα αγγλικά, σε μετάφραση Simon Darragh (Wireless operator, London Magazine).
1999
Αφιέρωμα στις Επτά ημέρες της Καθημερινής (28/2), σε επιμέλεια Κωστή Γιούργου και στο περιοδικό Ίβυκος, τ. 3 (21).
2001
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα γερμανικά, σε μετάφραση της Maria Petersen (εκδ. Alexander Fest Verlag).
2002
Για τη σειρά της ΕΡΤ «Εποχές και κείμενα» ετοιμάζεται ντοκιμαντέρ για τον Νίκο Καββαδία, σε σκηνοθεσία Τάσου Ψαρρά. «Ο ποιητής Νίκος Καββαδίας», τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ του Ηλία Γιαννακάκη για τη σειρά της ΕΤ 1 «Παρασκήνιο».
2003
Αφιέρωμα του περ. Διαβάζω (τχ. 437) στο έργο του.
Κυκλοφορεί η Βάρδια στα αγγλικά, σε μετάφραση Simon Darragh (First dog, Shoestring Press).
2005
Κυκλοφορεί σε επιμέλεια Guy (Michel) Saunier το βιβλίο Νίκος Καββαδίας, Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη. Αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα(εκδ. Άγρα).
Κυκλοφορεί το λεύκωμα του Γιώργου Κόρδη Λένε για μένα οι ναυτικοί... Εικαστικές αναφορές στην ποίηση του Νίκου Καββαδία (εκδ. Αρμός).
2006
Κυκλοφορούν στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε δίγλωσση έκδοση (ελληνικά αγγλικά), τα ποιήματά του, σε μετάφραση Gail Holst-Warhaft. Η Βάρδια κυκλοφορεί στην Εσθονία, σε μετάφραση Kalle Kasemaa.
2007
Επιλογή ποιημάτων του κυκλοφορεί στα ισπανικά, σε δίγλωσση έκδοση, και μετάφραση του Alfonso Lozano.
2010
Κυκλοφορεί αφιέρωμα της Λέξης (τχ. 202/2009). Συνοδεύεται από cd, στο οποίο ο Θάνος Μικρούτσικος διαβάζει 20 ποιήματα του Καββαδία.
Πηγές:
-Αρχείο συγγραφέων Ε.ΚΕ.ΒΙ
- Τάσος Κόρφης, «Βιοχρονολόγιο Νίκου Καββαδία», Νέα Εστία τ. 1702/1998, σσ. 738-740.
- Φίλιππος Φιλίππου, «Νίκος Καββαδίας. «Ταξίδεψε όλη τη ζωή – ως το θάνατο...», Η Καθημερινή/Επτά ημέρες, Κυριακή 28 Φεβρ. 1999, σσ. 2-5.
Χρήσιμοι σύνδεσμοι:
http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_nikos_kavvadias.html#ergogarfia
Βιβλιογραφία (ενδεικτική)
-Αργυρίου Αλεξ., «Καββαδίας Νίκος», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό4. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1985.
-Βάρναλης Κώστας, «Ο Μαραμπού», Η Πρωία, 10/9/1943, σ.1.
-Βογασάρης Άγγελος, Νίκος Καββαδίας (Μαραμπού) - Ο ποιητής των μακρινών θαλασσινών δρόμων. Αθήνα, Σαμουράι, 1979.
-Γαλανάκη Ρέα, «Προτάσεις για την ανάγνωση του Νίκου Καββαδία», Ο Πολίτης18, 4/1978, σ.94-99.
-Γιαλουράκης Μανώλης, «Νίκος Καββαδίας - Ένας λυρικός της θάλασσας», Νέα Σκέψη120, 1/1979, σ.17-18.
-Επτά κείμενα για το Νίκο Καββαδία - Αλέξανδρος Αργυρίου, Γιώργος Ιωάννου, Στρατής Τσίρκας, Ντίνος Χριστιανόπουλος - Επιμέλεια Άντεια Φραντζή. Αθήνα, Πολύτυπο, 1982.
-Θρύλος Άλκης, Κριτική για το Μαραμπού, Σήμερα6, 6/1933, σ.191.
-Ιωάννου Γιώργος, «Μαδέρια στο πέλαγος», Αντί142, 4/1/1980, σ.12-13.
-Καββαδία Τζένια, «Αναμνήσεις από την παιδική ζωή του αδελφού μου», Η λέξη27, 9/1983, σ.750-751.
-Καββαδίας Νίκος, «Αδελφέ μου Δημήτρη (γράμμα στον Μ.Καραγάτση)», Η λέξη27, 9/1983, σ.739-741.
-Καραγάτσης Μ., «Στη γοργόνα πόρνη (γράμμα στον Νίκο Καββαδία)», Η λέξη27, 9/1983, σ.737-738.
-Καραντώνης Αντρέας, «Νίκος Καββαδίας», Φυσιογνωμίες· Τόμος δεύτερος, σ.333-342. Αθήνα, Παπαδήμας, 1977.
-Κόρφης Τάσος, Νίκος Καββαδίας-Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του. Αθήνα, Κέδρος, 1978 (και νέα έκδοση Πρόσπερος, 1991).
-Κούρτοβικ Δημοσθένης, «Νίκος Καββαδίας», Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς· Ένας οδηγός, σ.101-102. Αθήνα, Πατάκης, 1995.
-Λυκιαρδόπουλος Γεράσιμος, Μύθος και ποιητική του «Ταξιδιού». Αθήνα, Έρασμος, 1990.
-Μενδράκος Τάκης, «Νίκος Καββαδίας (Ο Μαραμπού)», Κριτικά Φύλλα, Άνοιξη 1976 (τώρα και στον τόμο Μικρές δοκιμές· Κριτικά σημειώματα & άρθρα, σ. 94-103. Αθήνα, Σοκόλης, 1990).
-Μικέ Μαίρη, Η "Βάρδια" του Νίκου Καββαδία - Εικονο-γραφήσεις και μεταμορφώσεις. Αθήνα, Άγρα, 1994.
-Μικρούτσικος Θάνος, «Κοιτώντας μουσικά την ποίηση του Καββαδία», Η λέξη27, 9/1983, σ.742-745.
-Νιάρχος Θανάσης, «Η αθωότητα της αμαρτίας», Η λέξη27, 9/1983, σ.747-749.
-Νικορέτζος, Δημήτρης. Νίκος Καββαδίας: Ο τελευταίος αμαρτωλός. Αθήνα, Εντός, 2001.
-Ντελόπουλος Κυριάκος, Νίκος Καββαδίας - Βιβλιογραφία 1928-1982. Αθήνα, Ε.Λ.Ι.Α., 1983.
-Πανσέληνος Ασημάκης, Κριτική για το Πούσι, Ελεύθερα Γράμματα61, 1/3/1947, σ.61.
-Παπαγεωργίου Κώστας Γ., «Για το αφήγημα Του πολέμου του Νίκου Καββαδία, Νέα Εστία143, 1/6/1998, ετ.ΟΒ΄, αρ.1702, σ.770-773.
-Παράσχος Κλέων, «Νίκου Καββαδία: Μαραμπού», Νέα Εστία14, ετ.Ζ΄, 15/8/1933, αρ.160, σ.899-900.. Ποταμιάνος Δ.Π., Κριτική για τη Βάρδια, Διαβάζω3-4, 10/1976, σ.100-102.
-Στεργιόπουλος Κώστας (επιμέλεια), «Νίκος Καββαδίας», Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία - Γραμματολογία, σ. 514-517. Αθήνα, Σοκόλης, 1980.
-Τράπαλης Γιώργος, Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία. Αθήνα, Άγρα, 1992.
-Τσίρκας Στρατής, «Νίκος Καββαδίας: Ο ποιητής της αδελφοσύνης και των μεγάλων οριζόντων», Το Βήμα, 12/2/1975, σ.4.
-Τσίρκας Στρατής, «Ο φίλος μου ο Μαραμπού», Αντί122, 31/3/1979, σ.10-11.
-Τσίρκας Στρατής, «Ο Κόλιας κι ο Αλεξανδρινός κριτικός», Αντί140, 7/12/1979, σ.10-11.
-Τσίρκας Στρατής, «Όχι δα και μαφιόζος», Αντί130, 21/7/1979, σ.12.
-Φιλίππου Φίλιππος, Ο πολιτικός Νίκος Καββαδίας. Αθήνα, Άγρα, 1996.
-Χαλκούση Ελένη, «Ο φίλος, ο στοχαστής, ο ευαίσθητος "Μαραμπού" · Ο ποιητής της θάλασσας και του θανάτου · Η Ελένη Χαλκούση γράφει για το Νίκο Καββαδία», Η Απογευματινή, 15/2/1975.
-Χάρης Πέτρος, Μικρή πινακοθήκη. Σειρά δεύτερη, σ.140. Αθήνα, Κριτικά Φύλλα, 1975.
-Χατζοπούλου - Καραβία Λεία, «Νίκος Καββαδίας, ο Μαραμπού», Τομές3, 3/1975, σ.49.
-Χ[ουρμούζιος] Αιμ[ίλιος], Κριτική για το Πούσι, Νέα ΕστίαΜΒ΄, 15/8/1947, αρ.483, σ.1018.
Αφιερώματα περιοδικών
-ΑντίΒ΄, 3/5/1975, αρ.18, σ.49-51.
-Καινούρια Εποχή, 23-24-25, Άνοιξη - Καλοκαίρι - Φθινόπωρο 1983, σ.3-18.
-Τομές32, ετ.Δ΄, 1/1978.
-Νέα Εστία143, 1/6/1998, ετ.ΟΒ΄, αρ.1702.
Παρακολουθείστε τα βίντεο που αναφέρονται στη ζωή και στο έργο του ποιητή.
Κείμενα από το TVXS
Με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η οικογένεια εγκαταλείπει
την Άπω Ανατολή και επιστρέφει στην Ελλάδα – εκτός από τον Χαρίλαο
Καββαδία ο οποίος επιστρέφει στην Ρωσία, όπου διατηρεί επιχειρήσεις
γενικού εμπορίου με κύριο πελάτη το τσαρικό στρατό. Με το ξέσπασμα την
Οκτωβριανής Επανάστασης, ο Χαρίλαος Καββαδίας φυλακίζεται ενώ οι
επιχειρήσεις του έχουν καταστραφεί.
Το 1921 ο πατέρας της οικογένειας επιστρέφει στην Ελλάδα
τσακισμένος. Η οικογένεια αρχικά διαμένει στο Αργοστόλι της Κεφαλλονιάς
αλλά στην συνέχεια μετακομίζει στον Πειραιά. Ο μικρός Νίκος πηγαίνει στο
δημοτικό εκεί, συμμαθητής με τον Γιάννη Τσαρούχη
ενώ στο εξατάξιο τότε Γυμνάσιο γνωρίζεται και με τον λογοτέχνη Παύλο
Νιρβάνα. Από μικρός αγαπά την ανάγνωση και διαβάζει κυρίως Ιούλιο Βερν
και περιπέτειες ενώ ήδη από το δημοτικό διαφαίνεται το συγγραφικό του
ταλέντο, όπου εκδίδει ένα σχολικό περιοδικό.
Σε ηλικία 18 ετών δημοσιεύονται τα πρώτα ποιήματά του, υπό το
ψευδώνυμο «Παύλος Βαλχάλας» στο περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής
Εγκυκλοπαίδειας. Μετά το Γυμνάσιο δίνει εξετάσεις για την Ιατρική σχολή
αλλά ο θάνατος του πατέρα του τον αναγκάζει να εγκαταλείψει τα θρανία
για να εργαστεί πλέον για την επιβίωση. Εξακολουθεί ωστόσο να γράφει και
έργα του εμφανίζονται σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής.
Ήταν Νοέμβριος του 1928 όταν εκδίδεται το πρώτο του ναυτικό φυλλάδιο
ως «ναυτοπαίς» και τον επόμενο χρόνο μπαρκάρει για πρώτη φορά, ως
ναύτης, στο φορτηγό πλοίο «Άγιος Νικόλαος». Το 1933 κάνει την επίσημη
είσοδό του στα ελληνικά γράμματα με τη δημοσίευση της ποιητικής συλλογής
του «Μαραμπού», το οποίο γίνεται δεκτό από τη λογοτεχνική κοινότητα με
σκληρά σχόλια – μόνοι ενθουσιώδεις υποστηρικτές του εμφανίζονται οι
Φώτος Πολίτης και Κώστας Βάρναλης.
Η οικογένεια Καββαδία μετακομίζει από τον Πειραιά στην Αθήνα, το 1934,
και η οικεία της γίνεται εστία συγκέντρωσης λογοτεχνών, ποιητών και
ζωγράφων της εποχής. Το 1939 παίρνει το δίπλωμα του ασυρματιστή αλλά με
το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου επιστρατεύεται στο αλβανικό
μέτωπο. Τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, παραμένει στην Αθήνα, ενώ μετά
το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου ( με τη «ρετσινιά» του «κομμουνιστή άνευ
δράσεως») μπαρκάρει ξανά, ως ασυρματιστής, και ταξιδεύει συνεχώς για τα
επόμενα τριάντα χρόνια, απαθανατίζοντας στο χαρτί τους ξένους τόπους και
τις εμπειρίες του.
Το 1947 κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή του «Πούσι» και
επανακυκλοφορεί το «Μαραμπού» με την προσθήκη τριών ανέκδοτων ποιήματα
και με αυτή τη συλλογή, ο Καββαδίας ξεφεύγει από τα πρότυπά του. Το 1954
εκδίδει τη «Βάρδια», την οποία οι φιλόλογοι, όπως και με το Μαραμπού,
δυσκολεύονται να κατατάξουν τόσο λόγω της άψογης δημοτικής και της
ιδιωματικής ναυτικής γλώσσας όσο και του γεγονότος ότι δεν μπορούσαν να
αποφασίσουν αν επρόκειτο για μυθιστόρημα, αυτοβιογραφικό διήγημα,
νουβέλα φαντασίας ή οτιδήποτε άλλο.
Όσοι τον γνώριζαν, έκαναν λόγο για έναν άνθρωπο ήπιο και γλυκομίλητο
που αγαπούσε τα αστεία, τα μπορντέλα και τα κορίτσια τους, όπως και την
ζωγραφική - στην καμπίνα του είχε κρεμασμένους τρεις πίνακες του Henri de Toulouse-Lautrec.
Διάβαζε πάντα πολύ και του άρεσε ιδιαίτερα να απαγγέλλει ποίηση άλλων -
άλλωστε γνώριζε πολλούς από τους μεγαλύτερους ποιητές της εποχής, όπως
τους Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Σικελιανό.
Ο «Κόλιας» όπως ήταν το παρατσούκλι του μεταξύ των συντρόφων του
ναυτικών, οι περισσότεροι από τους οποίους αγνοούσαν ότι ήταν ένας από
τους σπουδαιότερους ποιητές της χώρας, εγκαταλείπει τη θάλασσα μονάχα
όταν το επιβάλλει η υγεία του και με τη συμπλήρωση τριών μηνών διαμονής
του στη στεριά, στις 10 Φεβρουαρίου του 1975, πεθαίνει
ύστερα από εγκεφαλικό επεισόδιο. Λίγο καιρό μετά το θάνατό του εκδίδεται
η τρίτη ποιητική συλλογή του «Τραβέρσο», με 14 ποιήματα και 3
νανουρίσματα, και χαρακτηρίζεται από πολλούς ως το ωριμότερο έργο του,
ενώ τρία χρόνια αργότερα ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος μελοποίησε με
εξαιρετική επιτυχία 11 ποιήματα του, τα οποία κυκλοφόρησαν σε δίσκο με
τίτλο «Ο Σταυρός του Νότου». Το 1992, ο Θάνος Μικρούτσικος μελοποιεί και
άλλα ποιήματα του Καββαδία, με ερμηνευτές όπως οι Γιώργος Νταλάρας,
Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας.
Το έργο του: Ποίηση: Μαραμπού (1933) Πούσι (1947) Τραβέρσο (1975) Πεζά: Βάρδια (1954) Λι (1987): γυρίστηκε σε ταινία το 1995 με τίτλο «Between the Devil and the Deep Blue Sea» από την Marion Hansen σε μουσική Wim Mertens Του πολέμου (1987) Στο άλογό μου (1987)
Οι Προσευχές των Ναυτικών
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτώντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί Κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτώντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με την βαριά βλακώδη τους μορφή
βαστούν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
βαστούν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που έμαθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
εκστατικά προσεύχονται γιομάτοι από ικεσία
και ψάλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που έμαθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν,
το σταυρό τους κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή « Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν,
το σταυρό τους κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή « Πάτερ ημών...»
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Οι επτά νάνοι στο S/S CYRENIA
Στην Έλγκα
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μη το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Οπιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.
Μάτσο χωράνε σε κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Οπιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίττες ζυμώνει.
Απ' το ποδόσταμο πηδάν ως τη γαλέτα.
- Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγας γιος θε να την πιει σ' ένα ποτήρι.
- Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγας γιος θε να την πιει σ' ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια, κ
ατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι σωρός να πέσει,
να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
ατάφερε το σταυρωτό του Νότου αστέρι σωρός να πέσει,
να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουν οι διακόσιοι;
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουν οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ, το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με από τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
- Γιε μου, που πας; - Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
- Μ' ένα ξυστρί καθάρισέ με από τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
- Γιε μου, που πας; - Μάνα, θα πάω με τα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’ ένα αυλό με νανουρίζει.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’ ένα αυλό με νανουρίζει.
Πεζά και
ποιήματα του Ν. Καββαδία αλλά και κάποια από
τα βιβλία που έχουν γραφτεί γι΄ αυτόν και το
έργό του:
Το Τραβέρσο είναι η τρίτη ποιητική
συλλογή του Νίκου Καββαδία και
εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1975 στις εκδ.
Κέδρος (14 ανατυπώσεις μέχρι το 1989) και,
από τον Απρίλιο 1990 μέχρι τον Φεβρουάριο
1997, 9 φορές στις εκδ. Άγρα. Η συλλογή είναι αφιερωμένη στο φίλο του Φίλιππο Χατζόπουλο και περιέχει δύο ποιητικές ενότητες, το Τραβέρσο και τα Παραμύθια του Φίλιππου. Κοσμείται με προμετωπίδα του Γιάννη Μόραλη. Τα 13 ποιήματα του Τραβέρσο είναι και πάλι τετράστιχα, άλλα με πλεχτή, άλλα με ζευγαρωτή κι άλλη μ'ανάμεικτη ομοιοκαταληξία, και έχουν το χαρακτηριστικό να φέρουν, τα περισσότερα, τόπο γραφής και, όλα, ημερομηνία (1951-1975). Έχουν τίτλους: Μουσώνας, Fresco, Γυναίκα, Yara Yara, Οι εφτά νάνοι στο s/s Cyrenia, Κοσμά του Ινδικοπλεύστη, Guevara, Θεσσαλονίκη ΙΙ, Fata Morgana, Αντινομία, Cocos Islands, Σπουδή θαλάσσης, Πικρία. Τα Παραμύθια του Φίλιππου είναι τρία ποιήματα, Νανούρισμα για μωρά και για γέρους, Marco Polo, Παιδεία. |
||
Το
αφήγημα τούτο, που εκδόθηκε για πρώτη
φορά το 1987 από τις εκδόσεις Άγρα, φέρει
ημερομηνία 25.12.1968, και διηγείται τη
σύντομη συνάντηση του αφηγητή με μια
μικρή Κινεζούλα, όταν το πλοίο του
φούνταρε ανάμεσα Καουλούν και Χονγκ
Κονγκ και περμένανε να το παραδώσουν
στους καινούργιους αγοραστές και να
φύγουνε. Το βιβλίο αυτό είναι και το μόνο απ' όσο γνωρίζω δημιούργημα του Καββαδία που μεταφέρθηκε στον Κινηματογράφο το 1995 με τον τίτλο "Between the devil and the deep blue sea" Απόσπασμα […] Τότε ήρθε στην πόρτα. Το φορτηγίσιο σκαλοπάτι ψηλό για να προστατεύει από τα κύματα, την έκρυβε από τη μέση και κάτω. Με κοιτούσε κατάματα. Πάνω στη φτενή κι αδύνατη πλάτη, σ' ένα μαντίλι που οι δύο άκρες του δένονταν κόμπο κάτω απ' το λαιμό της και οι δύο άλλες στη μέση της, βρισκόταν ένα μικρό κινεζάκι, έξι μηνών. Της είπα να μπει. Δρασκέλισε το σκαλοπάτι με χάρη και χωρίς να κρατηθεί πουθενά. […] Δε μ' ακολουθούσε σα σκυλί. Πήγαινε δίπλα μου. Κοιτούσε παντού. Δεν έδειχνε σαστιμάρα ούτε θαυμασμό. Όμως καταλάβαινα και τα δύο να δουλεύουν μέσα της, όταν, ξαφνικά καθώς περπατούσε, σταματούσε ανασηκώνοντας τους ώμους σαν να την πέρναγε αλαφρό ηλεκτρικό ρεύμα. […] Θα σου πω ένα παραμύθι, ψιθύρισε. Μεγάλο όσο το ποτάμι της Πέρλας. |
||
Το Μαραμπού είναι η πρώτη ποιητική συλλογή του Νίκου Καββαδία και δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1933 στον Κύκλο. Έκτοτε εκδόθηκε 4 φορές στις εκδ. Γαλαξίας (1961-1971), 16 φορές στις εκδ. Κέδρος (1975-1989) και, από τον Απρίλιο 1990 μέχρι τον Ιούνιο 2000, 13 φορές στις εκδ. Άγρα. Περιέχει τα 22 παρακάτω τετράστιχα ποιήματα (γραμμένα μ'ένα μεθοδικό συνδυασμό εν μέρει παροξύτονης και εν μέρει πλεκτής ομοιοκαταληξίας) : Μαραμπού, Ένας δόκιμος στη γέφυρα εν ώρα κινδύνου, Οι γάτες των φορτηγών, Ένα μαχαίρι, Γράμμα στον ποιητή Καίσαρα Εμμανουήλ, Ο πιλότος Νάγκελ, Έχω μια πίπα, Η μαϊμού του ινδικού λιμανιού, Ένας νεγρός θερμαστής από το Τζιμπουτί, Gabrielle Didot, Οι προσευχές των ναυτικών, A bord de l'"Aspasia", Γράμμα από τη Μαρσίλια, Ο πλοίαρχος Φλέτσερ, Γράμμα ενός αρρώστου, Mal du depart, Η πλώρη μας, William George Allum, Καφάρ, Coaliers, Μαύρη λίστα, Παραλληλισμοί. Η συλλογή είναι αφιερωμένη στο φίλο του Μέμα Γαλιατσάτο. Κοσμείται με προμετωπίδα του Γιάννη Τσαρούχη."μαραμπού : εξωτικό πουλί, συγγενές προς τον πελαργό, με φτέρωμα άσπρο και γκρίζο, γυμνό ροζ λαιμό και κεφάλι, και με χαρακτηριστικό φουσκωτό θύλακο στη βάση του λαιμού του, ισχυρό και χοντρό ράμφος και πολύ λεπτά και μακριά πόδια. Ζει στην αφρική και τη ΝΑ Ασία. Η λέξη προέρχεται από τα αραβικά, όπου σημαίνει ασκητής, ερημίτης." |
||
Το Πούσι είναι η
δεύτερη ποιητική συλλογή του Νίκου
Καββαδία και εκδόθηκε για πρώτη φορά το
1947 από τον Α. Καραβία. Έκτοτε εκδόθηκε 4
φορές στις εκδ. Γαλαξίας (1961-1971), 16 φορές
στις εκδ. Κέδρος (1975-1989) και, από τον
Οκτώβριο 1989 μέχρι τον Δεκέμβριο 2000, 13
φορές στις εκδ. Άγρα.
Περιέχει τα 14 παρακάτω ποιήματα : Πούσι, Kuro Siwo, Στεριανή ζάλη, Cambay's Water, Αρμίδα, Black and White, Εσμεράλδα, Καραντί, Θαλάσσια Πανίς, Federico Garcia Lorca, Θεσσαλονίκη, Σταυρός του Νότου, Μάρεα, Λύχνος του Αλαδδινού. Πρόκειται για τετράστιχα ποιήματα σε σταυρωτή ή ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία. Η συλλογή είναι αφιερωμένη στην Έλγκα Καββαδία, και κάθε ποίημα χωριστά και σε ένα διαφορετικό πρόσωπο, συγγραφείς, ηθοποιούς, ζωγράφους, δικούς κι ανώνυμους. Κοσμείται με προμετωπίδα του Γιάννη Τσαρούχη. |
||
Μια πλατιά και διεισδυτική φιλολογική, ιστορική και κριτική εποπτεία στο έργο του Νίκου Καββαδία επιχειρεί ο δοκιμογράφος και ποιητής Δημήτρης Νικορέτζος. Προβάλλοντας ακόμη και τις ελάχιστα μέχρι σήμερα φωτισμένες δημιουργίες του ποιητή της θάλασσας, ο συγγραφέας αναλύει τη γενική πνευματική φυσιογνωμία και τις ανθρώπινες πτυχές του χαρακτήρα του Ν. Καββαδία, ανακαλύπτοντας τον ποιητή πίσω από την αχλή του μύθου. | ||
Αν αυτό το βιβλίο έχει, κάποια ξεχωριστή αξία και διαφέρει από πολλά που έχουν δει το φως, ως την ώρα, για τον Καββαδία, είναι γιατί σ' αυτό μιλάει ο ίδιος ο Καββαδίας. Σώζεται ο ίδιος ο προφορικός μαγικός του λόγος και πολλές από τις ιστορίες του γύρω από την «αμαρτωλή» και «αθώα» ζωή του. Ιστορίες που συχνά τις διηγιόταν σε φίλους του μαγεύοντάς τους. Ιστορίες αξεχώριστα πραγματικές και φανταστικές. Κι αυτές τις αφηγήθηκε, πενήντα μέρες πριν φύγει απ' τον κόσμο. Και έχει αξία που μιλάει σ' αυτό ο ίδιος για τις γυναίκες. Τις πολλές γυναίκες. Τη μία: Ως μάνα. Ως αδελφή. Ως ερωμένη. Ως πόρνη. Έχει αξία που μιλάει και προφορικά για τη θάλασσα. Τις πολλές θάλασσες. Τη μία, που την αγάπησε και την τραγούδησε ερωτικά, εξωτικά, μαγευτικά, πικρά, συγχρόνως ρεαλιστικά και διαχρονικά όσο κανείς άλλος από τους ποιητές μας. Έχει αξία που μιλάει για τη ζωή του. Τις πολλές ζωές του. Τη μία ζωή του και ζωή μας, με ευλάβεια γι' αυτήν και το βαθύ μυστήριό της.. |
Οι προσευχές των ναυτικών
στο Θανάση Καραβία
στο Θανάση Καραβία
Οι Γιαπωνέζοι ναυτικοί, προτού να κοιμηθούν,
βρίσκουν στην πλώρη μια γωνιά που δεν πηγαίνουν άλλοι
κι ώρα πολλή προσεύχονται, βουβοί, γονατιστοί
μπρος σ' ένα Βούδα κίτρινο που σκύβει το κεφάλι.
Κάτι μακριά ως τα πόδια τους φορώντας νυχτικά,
μασώντας οι ωχροκίτρινοι μικροί κινέζοι ρύζι,
προφέρουνε με την ψιλή φωνή τους προσευχές
κοιτάζοντας μια χάλκινη παγόδα που καπνίζει.
Οι Κούληδες με τη βαριά ωχροκίτρινη μορφή
βαστάν σκυφτοί τα γόνατα κοιτώντας πάντα κάτου,
κι οι Αράπηδες σιγοκουνάν το σώμα ρυθμικά,
κατάρες μουρμουρίζοντας ενάντια του θανάτου.
Οι Ευρωπαίοι τα χέρια τους κρατώντας ανοιχτά,
εκστατικά προσεύχονται γεμάτοι από ικεσία,
και ψάλλουνε καθολικές ωδές μουρμουριστά,
που εμάθαν όταν πήγαιναν μικροί στην εκκλησία.
Και οι Έλληνες, με τη μορφή τη βασανιστική,
από συνήθεια κάνουνε, πριν πέσουν , το σταυρό τους
κι αρχίζοντας με σιγανή φωνή «Πάτερ ημών»...
το μακρουλό σταυρώνουνε λερό προσκέφαλό τους.
Καφάρ
Στο Γιώργο Παπά
Να ζεις στην ίδια πολιτεία παντοτινά
και να 'χεις των αναχωρήσεων τη μανία,
μα φεύγοντας απ' το γραφείο τα βραδινά
να κάνεις οφθαλμοπορνεία στα καφενεία.
Άλλοτες είχαμε τα πλοία κρυφό σκοπό,
μα ο κόσμος έγινε σαν αδειανή φυλλάδα,
είναι τι ίδιο πια να μένεις στην Ελλάδα
με το να ταξιδεύεις στο Fernando Po.
Τα φορτηγά είναι κακοτάξιδα κι αργούν,
μες στα ποστάλια πλήττεις βλέποντας τουρίστες,
το να φορτώνεις μήνες ρύζια στο Ραγκούν
είν' ένα πράγμα που σκοτώνει τους αρτίστες.
Οι πόλοι γίνανε σε μας πολύ γνωστοί,
θαυμάσαμε πολλές φορές το Βόρειο Σέλας
κι έχουν οι πάγοι χρόνια τώρα σκεπαστεί
από αδειανά κουτιά σπανιόλικης σαρδέλας.
Στην Ταϊτή έζησε μήνες κι ο Λοτί,
αν πας λιγάκι παρακάτου, στις Μαρκίζες,
που άλλοτες τρώγανε μπανάνες κι άγριες ρίζες,
καλλυντικά τώρα πουλάνε του Coty.
Οι Γιαπωνέζες, τα κορίτσια στη Χιλή,
κι οι μαύρες του Μαρόκου που πουλάνε μέλι,
έχουν σαν όλες τις γυναίκες τα ίδια σκέλη
και δίνουν με τον ίδιο τρόπο το φιλί.
Η αυτοκτονία, προνόμιο πια στα θηλυκά-
κάποτε κάναμε κι εμείς αυτή τη σκέψη.
Πεθαίνεις πιο σιγά με τα ναρκωτικά,
μα τελευταία κι αυτά τα 'χουν νοθέψει.
Πούσι
Στην Ελένη Χαλκιούση
Έπεσε το πούσι αποβραδίς
- το καραβοφάναρο χαμένο -
κ' έφτασες χωρίς να σε προσμένω
μες στην τιμονιέρα να με δεις.
Κάτασπρα φοράς κι έχεις βραχεί,
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου.
Κάτου στα νερά του Port Pegassu
βρέχει πάντα τέτοιαν εποχή.
Μας παραμονεύει ο θερμαστής
με τα δυο του πόδια στις καδένες.
Μη κοιτάς ποτέ σου τις αντένες
με την τρικυμία, θα ζαλιστείς.
Βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ' είν' αλάργα τόσο η Τορπίλα.
Από να φοβάμαι και να καρτερώ,
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλα.
Φύγε! Εσέ σου πρέπει στέρεα γη.
Ήρθες να με δεις κι όμως δε μ' είδες
έχω απ' τα μεσάνυχτα πνιγεί
χίλια μίλια πέρ' απ' τις Εβρίδες.
Cambay's water
Στον Π.Π.Παναγιώτου
Φουντάραμε καραμοσόλι στο ποτάμι.
Είχε ο πιλότος μας το κούτελο βαμμένo
Πάτερ ημών κι αν λείψεις χίλια χρόνια θα σε περιμένω
ωστόσο οι κάβοι σου σκληρύναν την παλάμη.
Θολά νερά και μίλια τέσσερα το ρέμα,
οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρυ,
ο καπετάνιος μας κοιτάζει το φεγγάρι,
που 'ναι θολό και κατακόκκινο σαν αίμα.
Το ρυμουλκό σφύριξε τρεις και πάει για πέρα,
σαράντα μέρες όλο εμέτραγες τα μίλια,
μ' απόψε-λέω- φαρμάκι κόμπρα είχες στα χείλια,
την ώρα που είπες με θυμό: «θα βγω άλλη μέρα»...
Τη νύχτα σου 'πα στο καμπούνι μια ιστορία,
την ίδια που όλοι οι ναυτικοί λένε στη ράδα,
τα μάτια σου τα κυβερνούσε σοροκάδα
κι όλο μουρμούριζες βραχνά : «Φάλτσο η πορεία»...
Ξημέρωσε κι ήρθε ο φακίρης με τα φίδια,
η μαχαράνα του Μυζόρ δε φάνηκε όμως!...
Μ' αισχρές κουβέντες τον επείραζε ο λοστρόμος
και του πετούσε απά στα φίδια του σκουπίδια.
Σαλπάραμε! Μας περιμένουν στο Μπραζίλι.
Το πρόσωπό σου θα το μούσκεψε τ' αγιάζι.
Ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι,
μα ούτε φουστάνι στη στεριά κι ούτε μαντήλι.
Καραντί
Στο κορίτσι από το Βόλο
Μπάσες στεριές, ήλιος πυρρός και φοινικιές,
ένα πουλί που ακροβατεί στα παταράτσα.
Γνέφουνε δυο στιγματισμένα μαύρα μπράτσα,
που αρρώστιες τα 'χουνε τσακίσει τροπικές.
Παντιέρα κίτρινη- σημάδι του νερού.
Φούντο τις δύο και πρίμα βρέξε το πινέλο.
Τα δυο φανάρια της νυχτός. Κι ο Pisanello
ξεθωριασμένος απ' το κύμα του καιρού.
Το καταντί... Το καραντί θα μας μπατάρει.
Σάπια βρεχάμενα, τσιμέντα και σκουριά.
Από νωρίς, δεξιά στη μάσκα την πλωριά,
κοιμήθηκεν ο καρχαρίας που πιλοτάρει.
Όρντινα δίνει ο παπαγάλος στον ιστό,
όπως και τότε απ' του Κολόμπου την κουκέτα.
Χρόνια προσμένω να τυλίξεις τη μπαρκέτα,
χρόνια προσμένω τη στεριά να ζαλιστώ.
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
κι αχός μας φτάνει καθώς παίζουν τα όργανά τους.
Της θάλασσας κατανικώντας τους θανάτους
στην ανεμόσκαλα σε θέλω να φανείς.
Φύκια μπλεγμένα στα μαλλιά, στο στόμα φύκια.
Έτσι ως κοιμήθηκες για πάντα στα βαθιά
κατάστιχτη, πελεκημένη από σπαθιά,
διπλά φορώντας των Ινκάς τα σκουλαρίκια.
Σταυρός του Νότου
στο Γιώργο Θεοτοκά
Έβραζε το κύμα του γαρμπή.
Ήμαστε σκυφτοί κι οι δυο στο χάρτη,
γύρισες και μου 'πες πως το Μάρτη
σ' άλλους παραλλήλους θα 'χεις μπει.
Κούλικο στο στήθος σου τατού,
που όσο κι αν το καις δε λέει να σβήσει.
Είπαν πως την είχες αγαπήσει
σε μια κρίση μαύρου πυρετού.
Βάρδια πλάι σε κάβο φαλακρό
κι ο Σταυρός του Νότου με τα στράλια.
Κομπολόι κρατάς από κοράλλια
κι άκοπο μασάς καφέ πικρό.
Το Άλφα του Κενταύρου μια νυχτιά
με το παλινώριο πήρα κάτου.
Μου 'πες με φωνή ετοιμοθανάτου:
«Να φοβάσαι τ' άστρα του Νοτιά».
Άλλοτε απ' τον ίδιο ουρανό
έπαιρνες, τρεις μήνες στην αράδα,
με του καπετάνιου τη μιγάδα,
μάθημα πορείας νυχτερινό.
Σ' ένα μαγαζί του Nossi Be
πήρες το μαχαίρι, δυο σελίνια,
μέρα μεσημέρι απά στη λίνια
ξάστραψε σα φάρου αναλαμπή.
Κάτου στις αχτές της Αφρικής
πάνε χρόνια τώρα που κοιμάσαι.
Τα φανάρια πια δεν τα θυμάσαι
και τ' ωραίο γλυκό της Κυριακής.
Mουσώνας
Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.
Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
Παρακαλώ σε κάθισε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρω, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
Ακόμη ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μήνυσε πως κάποιος άλλος σ' τα 'πε
κάποιος, που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.
Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί,φτερό,κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θα 'δινα - «Πάψε, Σεβάχ» - για να 'μουνα παιδί!
Αυγή, ποιος δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και 'μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.
Ινδικός Ωκεανός 1951
GUEVARA
στον Θ. Καραβία
Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: «Καμάρι μου, κοιμήσου».
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.
Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδελφός. Που μ' είδες και που σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.
Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει;
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.
Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.
Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.
Τ' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.
Χοσέ Μαρτί, (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ' ένα αλώνι.)
απόψε οι δύο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.
Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.
Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.
Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.
Θεσσαλονίκη ΙΙ
στη Μυρτώ Κουμβακάλη
Τράνταζε σαν από σεισμό συθέμελα ο Χορτιάτης
κι ακόντιζε μηνύματα με κόκκινη βαφή.
Γραφή από τρεις και μου γινες μορτάρι και καρφί.
Μα έριχνε η Τούμπα, σε διπλό κρεβάτι, τα χαρτιά της.
Τη μάκινα για τον καπνό και το τσιγαροχάρτι
την έχασες, την ξέχασες, τη χάρισες αλλού.
Ητανε τότε που έσπασε το μεσιανό κατάρτι.
Τα ψέματα του βουτηχτή, του ναύτη, του λωλού.
Και τι δεν έχω υποσχεθεί και τι δεν έχω τάξει,
με τα σαράντα κύματα μου φταίνε και ξεχνώ
- της Άγρας τα μακριά σαριά, του Σάντουν το μετάξι -
και τα θυμάμαι μόλις δω αναθρώσκοντα καπνό.
Το δαχτυλίδι που 'φερνα μου το 'κλεψε η Οράγια.
Τον παπαγάλο - μάδησε κι έπαψε να μιλεί.
Ας εκατέβαινε έστω μια στο βίρα, στα μουράγια,
κι ας κοίταζε την άγκυρα μονάχα, που καλεί.
Τίποτα στα χεράκια μου, μάνα μου, δε φτουράει -
έρωτας, μαλαματικά, ξόμπλια και φυλαχτά.
Σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά.
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουράει.
Της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι.
Να μην τολμήσεις να τη δεις ποτέ από τη στεριά.
Κι αν κάποια στην Καλαμαριά πουκάμισο μου ράβει,
μπορεί να 'ρθω απ' τα πέλαγα με τη φυρονεριά.
Πικρία
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Αμόι
και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Τενερίφα
τον έρωτα, που αποτιμάει σε ξύλινο χαμώι,
και τη γριά που μέτραγε με πόντους την ταρίφα.
Το βυσσινί του Τισιανού και του περμαγγανάτου,
και τα κρεβάτια ξέχασα τα σαραβαλιασμένα
με τα λερά σεντόνια τους τα πολυκαιριασμένα,
για το κορμί σου, που έδιωχνε το φόβο του θανάτου.
Ό,τι αγαπούσα αρνήθηκα για το πικρό σου αχείλι:
τον τρόμο που δοκίμαζα πηδώντας το κατάρτι,
το μπούσουλα, τη βάρδια μου και την πορεία στο χάρτη,
για ένα δυσεύρετο μικρό θαλασσινό κοχύλι.
Τον πυρετό στους τροπικούς, του Rio τη μαλαφράντζα,
την πυρκαγιά που ανάψαμε μιά νύχτα στο Μανάο.
Τη μαχαιριά που μου 'δωσε ο Μαγιάρος στην Κωστάντζα
και «σε πονάει με τη νοτιά;» - Όχι, απ' αλλού πονάω.
Του τρατολόγου τον καημό, του ναύτη την ορφάνια,
του καραβιού που κάθισε την πλώρη τη σπασμένη.
Τις ξεβαμμένες στάμπες μου, που 'χα για περηφάνια,
για σένα, που σαλπάρισες, γολέτα αρματωμένη.
Τι να σου τάξω, ατίθασο παιδί, να σε κρατήσω;
Παρηγοριά μου ο σάκος μου, σ' Αμερική κι Ασία.
Σύρμα που εκόπηκε στα δυο και πως να το ματίσω;
Κατακαημένε, η θάλασσα μισάει την προδοσία.
Κατέβηκε ο Πολύγυρος και γίνηκε λιμάνι.
Λιμάνι κατασκότεινο, στενό, χωρίς φανάρια,
απόψε που αγκαλιάστηκαν Εβραίοι και Μουσουλμάνοι
και ταξιδέψαν τα νησιά στον πόντο, τα Κανάρια.
Γέρο, σου πρέπει μοναχά το σίδερο στα πόδια,
δυο μέτρα καραβόπανο, και αριστερά τιμόνι.
Μια μέδουσα σ' αντίκρισε γαλάζια και σιμώνει
κι ένας βυθός που βόσκουνε σαλάχια και χταπόδια.
Νανούρισμα για μωρά και για γέρους
Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.
Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.
Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μια χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.
Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ' τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.
Καβατζάρει το Σχινάρι,
τόνε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.
Όξω απ' τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ' αχαμνά του.
Τόνε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.
Αριβάρει στο Μακάο
μ' ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ' αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.
Αφού το μοσκοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και πάει για τη Μπομπάη.
Τόνε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.
Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.
Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το 'σκασε νύχτα με μουσώνα
μ' όλο το βιός σε μια κασόνα.
Το μωρό μας με κλωτσάει.
''Τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πια το βασιλιά!''
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά γουλιά.
ΑΘΗΝΑ 1943
Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορινός απ' τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.
Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους «εν κινδύνω»
ως τις εφτά που θ' ακουστεί «Σιστάς Μοσκβά»
και στις οχτώ (βαλ' το σιγά) «Εδώ Λονδίνο».
Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ' την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη , κακορίζικη σημαία.
Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ'ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.
Α. Ταπεινός (Ν. Καββαδίας) Δεκέμβρης 1943
ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΟΙΗΤΗ ΚΑΙΣΑΡΑ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
«Φαίνεται πια πως τίποτα – τίποτα δεν μας σώζει…»
ΚΑΙΣΑΡ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ
Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
Κάτι που πάντα βρίσκεται σ’ αιώνια εναλλαγή,
κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
Κάτι που θα 'κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
που αβρές μαθήτριες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ… Σκεφτείτε… Εγώ.
Ένα καράβι… Να σας πάρει, Καίσαρ… Να μας πάρει…
Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ’ οδηγώ.
Μια μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
-Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
κ' οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
κι’ εγώ σ’ αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
για τους αστερισμούς ή για τα κύματα
για τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουίσκυ.
Και μια γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
- μια γριά σ' ένα πολύβουο καφενείο -
μια αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
κι ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
Και μια βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
στα μάτια μιας Ινδής που θα χορέψει
γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
θα δείτε – ίσως – τη Γκρέτα να επιστρέψει.
Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικότερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;
Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτίρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθείτε.
Νίκος Καββαδίας, Μαραμπού, Κέδρος 1982
(πρώτη έκδοση, Περιοδικό «Ο Κύκλος» 1933)
ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικον ατσάλινο μαχαίρι
-- όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες --
που από ένα γέρον έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα να 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μιαν παλιάν ελαιογραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μια βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια :
«Ετούτο το μαχαίρι εδώ που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος το 'χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά το 'χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό τη Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μια βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι' άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν' αλαφρύ, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις.»
-- Πόσο έχει; -- Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ' το.
Ένα στιλέτο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που ιδιοτροπία μ' έκανε και το 'καμα δικό μου·
κι αφού κανένα δε μισώ στο κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μη καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
KURO SIWO
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ιντίας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε, με το πρώτο.
Περ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σού 'πανε μια κούφιαν ώρα στην Αθήνα.
Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μεσ' στο μυαλό σου να σφυρίζει,
«ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;
Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.
Η λαμαρίνα!... η λαμαρίνα όλα τα σβήνει!
Μας έσφιξε το Kuro Siwo σα μια ζώνη
κ' εσύ κοιτάς ακόμη πάνω απ' το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.
MAL DU DEPART
Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά, σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Για το Μαδράς, τη Σιγγαπούρ, τ' Αλγέρι και το Σφαξ
θ' αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ, σκυφτός σ' ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
Θα πάψω πιά για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα 'χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου, χαρούμενη, θα λέει σ' όποιον ρωτά :
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει . . .»
Μα ο εαυτός μου μια βραδιάν εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο, ως ένας δικαστής στυγνός, θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει, κι άφοβα το φταίστη θα χτυπήσει.
Κι εγώ, που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθιά στις μακρινές Ινδίες,
θα 'χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
A BORD DE L' «ASPASIA»
Ταξίδευες κυνηγημένη από τη μοίρα σου
για την κατάλευκη μα πένθιμη Ελβετία,
πάντα στο deck, σε μια σαιζ-λογκ πεσμένη, κάτωχρη
απ' τη γνωστή και θλιβερώτατην αιτία.
Πάντοτε ανήσυχα οι δικοί σου σε τριγύριζαν,
μα εσύ κοιτάζοντας τα μάκρη αδιαφορούσες.
Σ' ότι σούλεγαν πικρογέλαγες, γιατί ένοιωθες
πως για τη χώρα του θανάτου οδοιπορούσες.
Κάποια βαρδιά, που από το Στρόμπολι περνούσαμε,
είπες σε κάποιον γελαστή, σε τόνο αστείου:
«Πώς μοιάζει τ' άρρωστο κορμί μου, καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!»
Ύστερα σ' είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κ' εγώ, που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω: πως εσένα θα μπορούσα ν' αγαπήσω.
Υπεροχο αφιερωμα.ευχαριστουμε!
ΑπάντησηΔιαγραφή