Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2013

Τα μόρια της αρχαίας ελληνικής



ἄν  xρησιμοποιείται ως:

α) δυνητικό και συντάσσεται με:
οριστική ιστορικού χρόνου (παρατατικού, αόριστου, υπερσυντέλικου).
Μεταφράζεται με το θα + παρατατικό ή υπερσυντέλικο και δηλώνει το δυνατόν στο παρελθόν ή το αντίθετο του πραγματικού.    Ἁριστα μὲν οὖν ἀυτὸς ἂν ὑπὲρ αὑτοῦ ἀπελογεῖτο

ευκτική κάθε χρόνου, εκτός του μέλλοντα (δυνητική ευκτική). Μεταφράζεται με τα "είναι δυνατόν να", "μπορεί να", "θα + παρατατικό" και δηλώνει το δυνατόν στο παρόν ή στο μέλλον.
Καὶ τὰ μὲν ἄλλα μακρότερος ἂν εἴη λόγος περὶ τοῦ δείπνου


απαρέμφατο κάθε χρόνου, εκτός του μέλλοντα (δυνητικό απαρέμφατο):
Ἡγήσατο τἀληθῆ κατειπὼν διὰ τοῦτο σωθῆναι ἂν.
μετοχή, εκτός της τελικής:
Τὰ μὲν ἄλλα σιωπῶ, πόλλ' ἂν ἔχων εἰπεῖν.
Παρατήρηση: Το ἂν με οριστική παρατατικού ή αορίστου είναι δυνατόν να δηλώνει κάτι που γινόταν κατ' επανάληψη στο παρελθόν
Ἀναλαμβάνων οὖν αὐτῶν τὰ ποιήματα διηρώτων ἂν αὐτοὺς τί λέγοιεν.

β) αοριστολογικό· συντάσσεται με υποτακτική και μεταφράζεται "τυχόν", "ίσως" ή μένει αμετάφραστο.

Το συναντάμε σε δευτερεύουσες:
πλάγιες ερωτηματικές,
αναφορικές παραβολικές,
αναφορικές υποθετικές,
χρονικές υποθετικές και
τελικές προτάσεις.

Τοῦτο ἐξήτασεν, ὅπως ἂν ἡ πρᾶξις γένηται > πλάγια ερωτηματική

Μηδένα φίλον ποιοῦ, πρὶν ἂν ἐξετάσῃς πῶς κέχρηται τοῖς προτέροις φίλοις. > χρονική υποθετική

Τῆς ὑγιείας πλείστην ἐπιμέλειαν ἔχομεν, ὅταν τὰς λύπας τὰς ἐκ τῆς ἀρρωστίας ἀναμνησθῶμεν > χρονική υποθετική


Παρατήρηση: Στις χρονικές υποθετικές προτάσεις που εισάγονται με τους χρονικούς υποθετικούς συνδέσμους ὅταν, ὁπόταν, ἐπάν, και ἐπειδάν το ἂν είναι ενωμένο σε μία λέξη με τους χρονικούς συνδέσμους, ὅτε, ὁπότε, ἐπεί, ἐπειδή.


γ) υποθετικό· συντάσσεται με υποτακτική και εισάγει δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις, οι οποίες μαζί με την απόδοση σχηματίζουν υποθετικό λόγο που δηλώνει:
 το προσδοκώμενο,  Μή μοι ἄχθεσθε, ἂν ὑμᾶς πολλάκις ταὐτὰ διδάξω > προσδοκώμενο
  την αόριστη επανάληψη στο παρόν και στο μέλλον. Άξιῶ δ' ὑμᾶς, ἂν μετὰ παρρησίας ποιῶμαι τοὺς λόγους ὑπομένειν > αόριστη επανάληψη στο παρόν ή στο μέλλον

δ) ερωτηματικό· εισάγει δευτερεύουσες πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις ολικής άγνοιας οι οποίες εκφέρονται με υποτακτική.   Σκέψασθαι ἂν ἀρέσκῃ τὸ λεχθέν.


ἄρα: Χρησιμοποιείται ως παρατακτικός  συμπερασματικός σύνδεσμος και ως:

α) βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του "πράγματι", "βέβαια". Αντίθετα, εκφράζει αμφισβήτηση σε δευτερεύουσες ειδικές προτάσεις που εισάγονται με τον ειδικό σύνδεσμο ὡς και μεταφράζεται ΄"τάχα", "δήθεν": Καὶ ἐνενόησα τότε ἄρα καταγέλαστος ὤν.

β) πιθανολογικό μόριο με τη σημασία του "ίσως" σε δευτερεύουσες υποθετικές προτάσεις που δηλώνουν κάτι σχετικά απίθανο:  Ἤν δέ τι ἄρα προσδέωμαι, ὁ πάππος με ἐπιδιδάξει.


ἆρα:  
 Εισάγει ευθείες ερωτηματικές προτάσεις και μεταφράζεται "άραγε", "μήπως". Το  συναντάμε συνήθως στις εκφράσεις ἆρά γε και ἆρ΄' οὖν

Ἆρά γε τοῦδε ἐπιθυμεῖτε;
Ἆρ' οὖν οὐ καὶ τὸ λέγειν μία τις τῶν πράξεών ἐστιν;
Ἆρα καὶ τοῖς μὴ πολεμοῦσιν ὁ δίκαιος ἄχρηστος; Οὐ πάνυ μοι δοκεῖ τοῦτο. || Άρα λοιπόν ο δίκαιος δεν είναι άχρηστος και σε αυτούς που δεν πολεμούν; Δεν το πιστεύω αυτό.

Αὖ:
(πβ. το επικό αὖτε, το ιωνικό αὖθις). Με τοπική σημασία (“πίσω”) και χρονική σημασία (“πάλι”), αποκτά ως μόριο τη σημασία του "επιπροσθέτως" ή "αντιθέτως"
πρὸς δὲ τούτοις σκέψαι, ὦ Σώκρατες, ἄλλο αὖ εἶδος λόγων περὶ δικαιοσύνης τε καὶ ἀδικίας ἰδίᾳ τε λεγόμενον καὶ ὑπὸ ποιητῶν. || Εκτός από αυτά, σκέψου, Σωκράτη, κάποιο άλλο είδος λόγων για τη δικαιοσύνη και την αδικία που λέγεται και ιδιωτικά και από τους ποιητές. ΠΛ Πολ 363e 


γάρ: 
Χρησιμοποιείται ως παρατακτικός αιτιολογικός σύνδεσμος και με τη σημασία του "βέβαια", "πράγματι".
Συναντιέται μαζί με τον ἀλλά: ἀλλά γὰρ (= αλλά βέβαια, πράγματι). Σε ζωηρό διάλογο έχει τη σημασία του "βέβαια", "αλήθεια", "αναμφίβολα":

Ἀλλὰ γὰρ οὔτε ὑμεῖς τούτῳ τὴν αὐτὴν ἔχετε γνώμην, οὔθ' οὗτος ὑμῖν.
- Ἀλλὰ μὴν καὶ τοῦτό γ' ἐφάνη. - Ἐφάνη γάρ.


γέ: Μόριο, το οποίο λειτουργεί ως προβολέας πάνω σε μια λέξη, την οποία εντείνει και υπογραμμίζει με επιμονή. Είναι εγκλιτικό στοιχείο, που εμφανίζεται στη δεύτερη ή την τρίτη θέση της πρότασης και γενικότερα μετά από τη λέξη την οποία ενισχύει.
Χρησιμοποιείται ως:

α) βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του "βέβαια".
Αρκετά συχνά το συναντάμε ενωμένο με τις προσωπικές αντωνυμίες α' και β' προσώπου (ἔγωγε, ἐμοῦγε, ἔμοιγε, σύγε...)
Φασὶ δὲ τό γε ἀποκτείνειν μέγα κακούργημα εἶναι.
Περὶ τούτων ἔγωγε τὰς κατηγορίας ποιήσομαι.

β) επιτατικό μόριο με τη σημασία του "μάλιστα", κυρίως σε διαλόγους. Υπάρχει πιθανότητα να έχει και τη σημασία του "τουλάχιστον":
Αὐτὸ νῦν ἀκούοντες πραΰνονται; - Καὶ πολύ γε. (= και πολύ μάλιστα)
Οἶμαί τινας ὑμῶν ἑωρακένα ἅ λέγω, εἰ δὲ μή, ἀλλ' ἀκηκοέναι γε. (= τουλάχιστον)

καί τοιγε αὐτὸν ἀκούω λέξειν ὡς οὐ περὶ αὐτοῦ μόνον ἡ δοκιμασία ἐστίν, ἀλλὰ περὶ πάντων τῶν ἐν ἄστει μεινάντων. || Και όμως πληροφορούμαι ότι αυτός θα πει ότι η δοκιμασία δεν είναι μόνο γι’ αυτόν αλλά για όσους έμειναν στην πόλη.

καὶ μὲν δὴ τοῦτό γε ἐπίστασθε πάντες, ὅτι ἐσώθην καὶ ἐγὼ καὶ ὁ ἐμὸς πατήρ || Και βέβαια αυτό τουλάχιστον το γνωρίζετε όλοι, ότι δηλαδή σώθηκα και εγώ και ο πατέρας μου.
δεῦρο: Λειτουργεί ως προτρεπτικό μόριο με τη σημασία του "εμπρός λοιπόν" και συντάσσεται με προστακτική:  
Καί μοι δεῦρο, ὦ Μέλητε, εἰπέ.

δή: χρησιμοποιείται ως παρατακτικός συμπερασματικός σύνδεσμος και ως:
α) βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του "βέβαια", "πράγματι":
Ἀλέξανδρος τὴν στρατιὰν ἐς Ἀορνόν τε ἦγε καὶ Βάκτρα, αἵ δὴ μέγισταί εἰσι πόλεις ἐν τῇ Βακτρίων χώρᾳ.

β) επιτατικό μόριο με τη σημασία του "μάλιστα", ειδικά στη φράση καὶ δὴ (= και μάλιστα):
Καὶ δὴ καὶ περὶ τῆς εἰς Πύλας στρατείας εἶπον.
γ) προτρεπτικό μόριο με προστακτική ή βουλητική υποτακτική· δηλώνει έντονη προτροπή και μεταφράζεται με το "εμπρός λοιπόν".
Λέγε δή, τί φῂς εἶναι τὸ ὅσιον καὶ τί τὸ ἀνόσιον;
Χρῶμεν δὴ πάντες. (= Εμπρός λοιπόν, ας φύγουμε όλοι)

Συναντιέται και μαζί με τις προστακτικές ἄγε, ἔα, ἴθι, φέρε, που χρησιμοποιούνται επιρρηματικά και δηλώνουν προτροπή:
Φέρε δὴ πρὸς θεῶν κἀκεῖνο σκέψασθε.

δ) χρονικό μόριο με τη σημασία του "ήδη", "έως τώρα":
Πολλάκις δὴ αὐτὸ πέπονθα. (= Πολλές φορές ως τώρα το έχω πάθει.)

δῆτα, δήπου: ο δῆτα χρησιμοποιείται με τη σημασία του "βέβαια", "αναμφίβολα", είναι ισχυρότερο από το δὴ και, όταν συναντιέται σε ερωτήσεις [τί δῆτα; (τι λοιπόν;)] εκφράζει ανυπομονησία του ερωτώντος.

Καὶ δῆτα καὶ τεθαύμακα τὴν ἀναισχυντίαςν τὴν τούτου.
Τί δῆτα οἰόμεθα;

Το δήπου, αντίθετα, είναι ασθενέστερο και καμιά φορά χρησιμοποιείται με την πιθανολογική χροιά του "ίσως", "αν δεν απατώμαι":
Ἴστε γὰρ δήπου τοῦτο

εἶεν: Σημαίνει "πολύ καλά", "έχει καλώς

 Τιμᾶται δ' οὖν μοι ὁ ἀνὴρ θανάτου· εἶεν.
 - Ἀληθέστατα λέγεις. - Εἶεν

ἔτι: Στις καταφατικές προτάσεις σημαίνει "ακόμη", ενώ σε αρνητικές έχει τη σημασία του "πλέον", "πια":
Καὶ ἔτι καὶ νῦν τοῦθ' οὕτως ἔχει.
Ὲνδίδου δ' οὐδεὶς ἔτι οὐδέν.

Το οὐκέτι σημαίνει "όχι πλέον"
Νῦν οὐκέτι περὶ τῆς Ἑλλήνων ἡγεμονίας ἀγωνίζεται.


ἦ: Στοιχείο με σκοτεινή προέλευση, που αποτελεί ίσως λείψανο μιας πτώσεως δεικτικού θέματος, συσχετιζόμενο ίσως και με το ε της ρηματικής αύξησης, η οποία, σύμφωνα με μια θεωρία, δεν εξέφραζε αρχικά το παρελθόν αλλά διαβεβαίωση αναφερόμενη στην πραγματικότητα. Τίθεται στην πρώτη θέση της πρότασης. Ενώ τα περισσότερα επιτατικά/ βεβαιωτικά στοιχεία επιβάλλουν την πεποίθηση του ομιλητή στους συνομιλητές, αυτό το στοιχείο εκφράζει μια υποκειμενική κατάφαση που γίνεται για λογαριασμό του ίδιου του ομιλητή:
 Χρησιμοποιείται με σημασία:
α) βεβαιωτική· μεταφράζεται "βέβαια", "πράγματι" και απαντά συνήθως με άλλα μόρια: ἦ ἄρα, ἦ δὴ (που), ἦ μήν, ἦ πού γε. Στην περίπτωση που στην πρόταση εκφράζεται υπόσχεση ή όρκος, συναντιέται το ἦ μὴν με ισχυρή επιβεβαιωτική σημασία:
Ἦ καὶ ὁμολογοῦσιν ἀδικεῖν;
Καὶ πάντας ὑμῖν ὄμνυμι τοὺς θεοὺς ἦ μὴν ἐρεῖν τἀληθῆ.

β) ερωτηματική· εισάγει ευθείες ερωτηματικές προτάσεις με τη σημασία του "αλήθεια" ή του "έτσι δεν είναι;" και συναντιέται συνήθως με άλλα μόρια, όπως ἦ γάρ, ἦ καί, ἦ που:
- Μανίαν γάρ τινα ἐφήσαμεν εἶναι τὸν ἔρωτα. Ἦ γάρ;
- Ναί.
Ὦ Σώκρατες, ἦ καὶ ταῦτα ὼμολόγητο ἡμῖν τε καὶ σοί;
Ἦ καλῶς οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτος ὁ ἔπαινος ἔχει. || Καλά λοιπόν, είπα εγώ, αυτός ο έπαινος είναι σωστός.


μά, νή: Είναι ισχυρά βεβαιωτικά μόρια, τα οποία επειδή χρησιμοποιούνται σε όρκους ονομάζονται ομοτικά. Χρησιμοποιούνται ως καταχρηστικές προθέσεις που συντάσσονται με αιτιατική και σχηματίζουν εμπρόθετους προσδιορισμούς που δηλώνουν επίκληση:
Οὐ γὰρ δὴ μὰ τὸν Ἠρακλέα τοῦτό γε ὑμῶν οὐδεὶς φοβήσεται.
Ναὶ μὰ τὸν Δία, ἀληθῆ λέγεις.
Νὴ τὸν Ποσειδῶ καλῶς ἄρα τὴν πόλιν οἰκήσομεν.


μή: Χρησιμοποιείται ως ισχυρό βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του "αλήθεια", "βέβαια", η οποία είναι και η αρχική σημασία του.
Καὶ μὴν καὶ τῶν Ἠρακλέους παίδων σωτῆρες ὠνομάσθησαν.

μήν  Χρησιμοποιείται ως ισχυρό βεβαιωτικό μόριο με τη σημασία του "αλήθεια", "βέβαια", η οποία είναι και η αρχική σημασία του.
Καὶ μὴν καὶ τῶν Ἠρακλέους παίδων σωτῆρες ὠνομάσθησαν.

ναί μόριο καταφατικό - βεβαιωτικό

- Πάντα δὲ τὰ μέρη ὑπὸ τοῦ ὅλου περιέχεται;
- Ναί.
Ἀλλά ναὶ μὰ τὸν Δία, ὦ Σώκρατες, καλῶς λέγεις.

νυν: (και νυ), εγκλιτικός τύπος του νῦν. Η χρονική σημασία του επιρρήματος υποχωρεί σταδιακά και λειτουργεί ως εισαγωγικό μιας αντικειμενικής κατάστασης, με τη σημασία του "τώρα, λοιπόν", ιδιαίτερα σε προτροπές και ερωτήσεις. Το βρίσκουμε σε συνδυασμούς με άλλα μόρια (ὥς νυ περ, ἐπεί νυ τοι, ἦ ῥά νυ κ.λπ.)

Καὶ μάλα, ἔφη, οὕτω συμβαίνει. ἀλλὰ μεταθώμεθα• κινδυνεύομεν γὰρ οὐκ ὀρθῶς τὸν φίλον καὶ ἐχθρὸν θέσθαι. Πῶς θέμενοι, ὦ Πολέμαρχε; Τὸν δοκοῦντα χρηστόν, τοῦτον φίλον εἶναι. Νῦν δὲ πῶς, ἦν δ᾽ ἐγώ, μεταθώμεθα; Τὸν δοκοῦντά τε, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ τὸν ὄντα χρηστὸν φίλον• || Και βέβαια, είπε, έτσι συμβαίνει. Αλλά ας το ξανασκεφτούμε· κινδυνεύουμε να μην έχουμε ορίσει ορθά τον φίλο και τον εχθρό. Πώς τον ορίσαμε, Πολέμαρχε; Αυτόν που θεωρούμε χρηστό τον θεωρούμε και φίλο. Τώρα λοιπόν, είπα εγώ, πώς θα μετακινηθούμε από αυτή τη θέση; Αυτόν που θεωρούμε χρηστό, είπα εγώ, και που είναι χρηστός θα είναι ο φίλος μας. ΠΛ Πολ 334e 
  
οὐ (οὐκ, οὐχ) Το μὴ και το οὐ είναι τα δύο αρνητικά μόρια της αρχαίας ελληνικής.
Το οὐ χρησιμοποιείται όταν ο ομιλητής αρνείται ένα γεγονός ή έναν ισχυρισμό.
 Άρνηση οὐ παίρνουν:
 α) οι κύριες προτάσεις κρίσης: Φωκεῖς οὐ παραδεδώκασιν αὐτῷ τὰ χωρία.

β) Οι δευτερεύουσες προτάσεις κρίσης, δηλαδή
οι ειδικές,
οι πλάγιες ερωτηματικές (εκτός από αυτές που εκφέρονται με απορρηματική υποτακτική),
οι ενδοιαστικές,
οι αιτιολογικές (εκτός από αυτές που δηλώνουν υποθετική αιτιολογία και εισάγονται με το εἰ), οι συμπερασματικές (εκτός από αυτές που εκφέρονται με απαρέμφατο),
 οι χρονικές που προσδιορίζουν χρονικά κάτι πραγματικό και
 οι αναφορικές που δηλώνουν κρίση:

Ἀπετόλμα δὲ λέγειν ὡς οὐ κινηθήσεται ἐκ Μακεδονίας. > ειδική
Λάρισαν τὴν Αἰγυπτίαν καλουμένην, ἐπεὶ οὐκ ἐπείθετο, ἐπολιόρκει. > αιτιολογική
Συνείθισθε ἤδη τἀδικήματα τὰ τούτου ἀκούειν, ὥστε οὐ θαυμάζετε. > συμπερασματική

γ) ειδικό απαρέμφατο.  
 Ἐγὼ δέ φημι ταῦτα μὲν οὐ λέγειν αὐτόν.

δ) Η επιθετική μετοχή, η κατηγορηματική, η χρονική, η αιτιολογική, η εναντιωματική, η παραχωρητική και η τροπική:

Νῦν δὲ φανεροὶ γεγόνασιν οὐ τοῦτο διαπράξασθαι βουληθέντες. > κατηγορηματική
Περινθίους οὐ βουλομένους ὑπηκόους εἶναι Δαρείου κατεστρέψαντο. > αιτιολογική

οὖν Χρησιμοποιείται ως παρατακτικός συμπερασματικός σύνδεσμος και ως βεβαιωτικό μόριο· μεταφράζεται "πράγματι", "βέβαια".
Με την ίδια σημασία συναντιέται και στην έκφραση μὲν οὖν:
Συνέφασαν οὖν καὶ οἱ ἄλλοι ταὐτὰ ταῦτα τῷ Χαιρεφῶντι.
Ἐγωγε ἡγοῦμαι μὲν οὖν, ἔφη.


πέρ:. Είναι εγκλιτικό, που συνάπτεται στην προηγούμενη λέξη. Δηλώνει ότι η λέξη την οποία υπογραμμίζει πρέπει να λαμβάνεται με μεγάλη ακρίβεια. Χρησιμοποιείται ως βεβαιωτικό μόριο· συναντιέται συνήθως ενωμένο με αναφορικές αντωνυμίες και επιρρήματα ή άλλα μόρια, επιτείνοντας τη σημασία τους. Μεταφράζεται "ακριβώς", "μάλιστα":

καὶ Πέλλαν, ἥπερ μεγίστη τῶν ἐν Μακεδονίᾳ πόλεων.
 || Και την Πέλλα, η οποία ακριβώς είναι πάρα πολύ σημαντική ανάμεσα στις μακεδονικές πόλεις. ΞΕΝ Ελλ 5.2.13

καθάπερ γὰρ Παυσανίας ὑμῖν παρέδωκεν, αὐτοί τε αὐτονομεῖσθε καὶ τοὺς ἄλλους ξυνελευθεροῦτε. || Όπως λοιπόν ο Παυσανίας σάς όρισε, οι ίδιοι να είστε αυτόνομοι και τους άλλους να τους ελευθερώνετε. ΘΟΥΚ 2.72.1

καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν μεγάλην δύναμιν τῆς πόλεως καίπερ πεπτωκυῖαν ἐπανορθώσοντες || Και οι Αθηναίοι τη μεγάλη δύναμη της πόλης, παρόλο που έχει κάμψη, θα την αποκαταστήσουνε.

Πάντα λέγει οἷά περ ἄν γένοιτο.

Ἀγησίλαος ἐστρατοπεδεύσατο ἔνθαπερ τοὺς πολεμίους εἶδε παρατεταγμένους.

Ἐπείπερ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀγαθὸν ὑμῖν ἔδοξεν εἶναι Λακεδαιμονίους φίλους ποιεῖσθαι...
ἀξιῶ δέ, ὦ ἄνδρες δικασταί,

Δεῖ γὰρ τοὺς εὐτυχοῦντας περὶ τῶν ἀτυχούντων ἀεὶ φαίνεσθαι τὰ βέλτιστα βουλευομένους, ἐπειδή περ ἄδηλον τὸ μέλλον ἅπασιν ἀνθρώποις.


ποτέ:  Χρησιμοποιείται ως:
α) χρονικό επίρρημα και μεταφράζεται "κάποτε": Ταύτην ποτὲ τὴν χώραν κατῴκησαν Κιρραῖοι.

β) σε ερωτηματικές προτάσεις με τη σημασία του "άραγε", "τάχα", "τέλος πάντων":
Φέρη δή, ἴδωμεν τί ποτε καὶ λέγομεν περὶ τῆς ῥητορικῆς.

Που / ποι / πως: αόριστο και άτονο επίρρημα. Εκφράζει αβεβαιότητα, άλλοτε ανυπόκριτη και άλλοτε προσποιητή ή ειρωνική:

Καὶ εἰ μὲν ἀφανεῖς που ὄντες ἠδίκουν τὴν Ἑλλάδα, διδασκαλίας ἂν ὡς οὐκ εἰδόσι προσέδει. || Και αν βέβαια αδικούσαν την Ελλάδα κάπως χωρίς να φαίνονται, θα ήταν ανάγκη να σας διαφωτίσουμε. ΘΟΥΚ 1.68.3

πᾶσαν γὰρ δὴ ἰδέαν ἐπενόουν, εἴ πως σφίσιν ἄνευ δαπάνης καὶ πολιορκίας προσαχθείη. || Σκέφτονταν λοιπόν κάθε ιδέα, πώς να κατακτήσουν με κάποιο τρόπο χωρίς δαπάνη και πολιορκία ΘΟΥΚ 2.77.2.

πώ: Συναντιέται σε αρνητικές προτάσεις με τη σημασία του "ακόμη", "έως τώρα". Συχνά συναντιέται σε σύνθεση με άλλα μόρια, όπως συμβαίνει στις λέξεις μήπω, οὔπω (= όχι ακόμη), πώποτε (= ποτέ ως τώρα) κ.ά.:

Οὐ γάρ πω οὗτοι ἱκανοί εἰσιν ἀγωνισταί. (= ακόμη)

Οὐδεὶς μέ πω ἠρώτηκεν καινὸν οὐδέν. (= ως τώρα)

Ὁ μὲν οὖν Ἀγησίλαος ἐκ τῆς ἀσθενείας οὔπω ἴσχυεν (= δεν ήταν ακόμη πλήρης δυνάμεων)

Οὐδένα πώποτε τῶν πολιτῶν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὔτε γραφὴν γραψάμενος οὔτ’ ἐν εὐθύναις λυπήσας.
εἰ δὲ μήπω δῆλον τὸ λεγόμενον, ἔτι μᾶλλον αὐτὸ προαγαγοῦσιν ἔσται φανερόν.

τάχα: Δηλώνει πιθανότητα και μεταφράζεται "ίσως". Κάποτε λειτουργεί και ως επίρρημα με τη σημασία του "γρήγορα", όπως το επίρρημα ταχέως:

Τάχα δ' ἄν τινες, ὦ ἄριστε, καὶ τούτων ἀγνοοῖεν. (ίσως)
Νομοθέται γὰρ γιγνόμεθα ἀλλ' οὺκ ἐσμέν πω, τάχα δὲ ἴσως ἂν γενοίμεθα. (γρήγορα)


τοί:    Εγκλιτικό βεβαιωτικό μόριο που μπαίνει κυρίως κοντά σε άλλα μόρια, όπως το γέ, ή κοντά σε υποθετικούς και αιτιολογικούς συνδέσμους.

Μεταφράζεται "βέβαια", "αναμφίβολα".

Συναντιέται και σύνθετο με άλλες λέξεις: τοίνυν, μέντοι, καίτοι, τοιγάρτοι, τοιγαροῦν:


Ἑαυτοῦ τοι κήδεται ὁ προνοῶν ἀδελφοῦ.

Ἀλλ' ἤ γέ τοι σοφία, ὦ Σώκρατες, ἀναμφισβητήτως ἀγαθόν ἐστι.

Ἀληθῆ λέγεις, ὦ Σώκρατες· ἐπεί τοι καὶ ὀρθῶς αὐτὸ ὁ θεός εἶπεν.

Καὶ γάρ τοι πεποιήκατε τοὺς ῥήτορας φιλοσοφεῖν.

Τοιγάρτοι διὰ ταῦτα μετὰ τοσαύτης ἀσφαλείας διῆγον.

Τοιγαροῦν οἱ καταβαίνοντες αὐτῶν ἐπὶ θάλατταν, οὓς καλοῦσι σατράπας, οὐ καταισχύνουσι τὴν ἐκεῖ παίδευσιν

"Ἆρά γε σὲ οἵδε περιμένουσι; χρὴ μέντοι μὴ ἀπωθεῖσθαι τοιούτους φίλους."

Καίτοι τάχ’ ἂν σφαλείην, ἃ ἐκεῖνος ὀρθῶς ἔργῳ ἔπραξε, ταῦτ’ ἐγὼ λόγῳ μὴ ὀρθῶς εἰπών.

καίτοι ἐλέγεσθε ἀσφαλεῖς εἶναι, ὧν ἄρα ὁ λόγος τοῦ ἔργου ἐκράτει. || Παρόλο που θεωρούσασταν σίγουροι, η φήμη ξεπερνά την πραγματικότητα. ΘΟΥΚ 1.69.5

Τοιγάρτοι, ὦ μῆτερ, ἐπεὰν ἐγὼ γένωμαι ἀνήρ, Αἰγύπτου τὰ μὲν ἄνω κάτω θήσω, τὰ δὲ κάτω ἄνω. || Λοιπόν, μητέρα, όταν μεγαλώσω, στην Αίγυπτο τα πάνω θα φέρω κάτω και τα κάτω επάνω. ΗΡ 3.3

οἶμαι μέντοι ἔγωγε τοῦτο νυνὶ καλῶς λέγεσθαι. || Νομίζω λοιπόν εγώ τουλάχιστον ότι αυτό καλώς έχει λεχθεί. ΠΛ Ευθυφ 9e

Καὶ ἐγώ τοι, ὦ φίλε ἑταῖρε, ταῦτα γιγνώσκων μαθητὴς ἐπιθυμῶ γενέσθαι σός. || Και εγώ, που λες, φίλε μου, γνωρίζοντας αυτά επιθυμώ να γίνω



ὡς,  χρησιμοποιείται ως:

α) Εισάγει ως υποτακτικός σύνδεσμος δευτερεύουσες προτάσεις:

  • ειδικές,
  • πλάγιες ερωτηματικές,
  • αιτιολογικές,
  • χρονικές,
  • τελικές,
  • συμπερασματικές,
  • αναφορικές παραβολικές:



Λέγει γὰρ ὡς οὐδέν ἐστιν ἀδικώτερον φήμης > ειδική



 Ἐμὸν δ' ἐγέλασσε φίλον κῆρ, ὡς ὄνομ' ἐξαπάτησεν ἐμὸν καὶ 
μῆτις ἀμύμων. > αιτιολογική



 Ὡς δὲ ὁ Διόνυσος ἀνιστάμενος συνανέστησε μεθ' ἑαυτοῦ 
τὴν Ἀριάδνην, ἐκ τούτου δὴ φιλούντων τε
 καὶ ἀσπαζομένων ἀλλήλους σχήματα παρῆν θεάσασθαι >
 χρονική



Ἔδει τὰ ἐνέχυρα τότε λαβεῖν ἡμᾶς, ὡς μὴ ἐδύνατο Σεύθης 
ἐξαπατᾶν. > τελική



Νῦν οὕτω διάκειμαι ὑφ' ὑμῶν, ὡς οὐδὲ δεῖπνον ἔχω 
ἐν τῇ ἐμαυτοῦ χώρᾳ. > συμπερασματική



β) Μπαίνει στην αρχή κύριων προτάσεων κρίσης ως αιτιολογικός 
παρατακτικός σύνδεσμος ή στην αρχή επιφωνηματικών
 προτάσεων ως εμφαντικό επιφώνημα:


Δέομαι οὖν σου παραμεῖναι ἡμῖν· ὡς ἐγὼ οὐδ' ἂν ἑνὸς ἥδιον 
ἀκούσαιμι ἤ σοῦ τε καὶ Πρωταγόρου διαλεγομένων. (= διότι εγώ...)


Ὡς υπερδέδοικά σου. (= πόσο πολύ φοβάμαι για σένα.)


γ) Συνάπτεται με:
1) αιτολογική ή τελική μετοχή:

Ἕτεροι δ' αἰτοῦσι δωρεὰς ὡς σωτῆρες τῆς πόλεως ὄντες. > 
αιτιολογική

Ἱπποκράτης ἐκ τῆς πόλεως ἐξήγαγε τοὺς στρατιώτας, 
ὡς μαχούμενος. > τελική

2) απόλυτο απαρέμφατο:

Τοιαῦτ' ἦν ἅ ἔλεγε παρόντων τῶν πρέσβεων ὡς ἔπος εἰπεῖν
 ἐξ ἁπάσης τῆς Ἑλλάδος.

3) Κατηγορούμενο του αντικειμένου:
Ἐμὲ δ' οὐχ ὡς πρεσβευτὴν κρίνουσιν, ἀλλ' ὡς ἐγγυητὴν Φιλίππου 
καὶ τῆς εἰρήνης.

4) Προσδιορισμό του σκοπού:
Ἐπὶ τῷ λιμένι παρετάξαντο ὡς εἰς ναυμαχίαν.

5) Αριθμητικό ή αιτιατική προσώπου ως καταχρηστική πρόθεση, 
σχηματίζοντας εμπρόθετο προσδιορισμό που δηλώνει ποσό κατά
 προσέγγιση ή κατεύθυνση σε πρόσωπο αντίστοιχα:

Ἀσπίδας ἔλαβον ὡς διακοσίας. (= περίπου διακόσιες)
Γράμματα ἔπεμψε ὡς Ἀλέξανδρον. (= προς τον Αλέξανδρο)

6) Επίθετο ή επίρρημα θετικού ή υπερθετικού βαθμού ως
 επιτατικό μόριο με τη σημασία του "όσο γίνεται",
 "όσο το δυνατόν":

 Σκέψασθε δὴ ὡς καλῶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι.
Καὶ στρατεύονται δὲ πάντες, ἵνα ὁ βίος αὐτοῖς ὡς βέλτιστος ᾖ.

δ) Τονισμένο (ὥς) αποτελεί δεικτικό επίρρημα και μεταφράζεται 
έτσι:

ὥσπερ οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων 
ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι οὕτω τὸ γραμματεῖον διδόασιν
καὶ ἀναγκάζουσι γράφειν κατὰ τὴν ὑφήγησιν τῶν γραμμῶν, ὣς δὲ 
καὶ ἡ πόλις νόμους ὑπογράψασα, ἀγαθῶν καὶ παλαιῶν νομοθετῶν
 εὑρήματα, κατὰ τούτους ἀναγκάζει καὶ ἄρχειν
καὶ ἄρχεσθαι


 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου