Ο Αχμάντ, μετά από τέσσερα χρόνια απουσίας, επιστρέφει από το Ιράν στη Γαλλία, για να υπογράψει το διαζύγιο που θα κλείσει και επίσημα πλέον τη σχέση του με τη γαλλίδα γυναίκα του, Μαρί. Με έκπληξή του διαπιστώνει ότι εκείνη δεν του έχει κρατήσει δωμάτιο σε ξενοδοχείο, αλλά θέλει να τον φιλοξενήσει στο σπίτι της. Στο ίδιο σπίτι μένουν και οι δύο κόρες της από προηγούμενο γάμο, αλλά και ο μικρός Φουάντ, γιος του καινούργιου, άραβα φίλου της Μαρί, Σαμίρ. Η παρουσία του Αχμάντ στον ίδιο χώρο μαζί τους θα είναι καταλυτική για όλους -και γι αυτόν τον ίδιο- ειδικά σε ό,τι αφορά τη μεγάλη κόρη της Μαρί, η οποία αντιδρά στη σχέση της μητέρας της με τον Σαμίρ, γνωρίζοντας μάλιστα κι ένα μυστικό που θα μπορούσε να ανατρέψει τα πάντα, από τη μια στιγμή στην άλλη.
Ο ταλαντούχος Ασγκάρ Φαραντί στην καινούργια (και πρώτη ευρωπαϊκής παραγωγής) ταινία του, μοιάζει να ξεκινάει από εκεί που είχε τελειώσει το προπέρσινο αριστούργημά του «Ένας Χωρισμός». Γνώστης της ανθρώπινης ψυχολογίας και συμπεριφοράς, ντύνει και πάλι με απίστευτες λεπτομέρειες τα πορτρέτα των χαρακτήρων του, δίνοντάς τους σάρκα, οστά και πραγματική υπόσταση, σκιαγραφώντας τις ανθρώπινες σχέσεις και την αλληλεπίδραση μεταξύ τους, με τη δυναμική ενός αγωνιώδους θρίλερ.
Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, αθώοι και ένοχοι, άσπρο και μαύρο. Η περιγραφή τους -σε αντίθεση με τις περισσότερες ταινίες του είδους, και όχι μόνο- δεν είναι σχηματική, αλλά και δεν υποδηλώνει κάτι περισσότερο από αυτό που βλέπουμε. Η προσέγγισή του δεν κρύβει πολιτικά μηνύματα (πέρα από τα προφανή) ούτε διατυπώνει ηθικά διδάγματα. Οι γυναίκες του, είτε φορώντας τσαντόρ (μαντίλες) είτε όχι, είναι οι ίδιες γυναίκες. Δεν είναι ανατόμος, ούτε ψυχρός παρατηρητής. Αγαπάει τους ήρωές του και ξέρει να μας κάνει να τους αγαπήσουμε κι εμείς.
Η εικαστική του απλότητα κρύβει πολλές, μικρές, σημαντικές σημειολογικές λεπτομέρειες. Πάρτε τη σκηνή της αρχής, για παράδειγμα. Ο Αχμάντ εμφανίζεται στο χώρο αφίξεων του αεροδρομίου. Το τζάμι, που τον χωρίζει από τη Μαρί που τον περιμένει, δεν τους εμποδίζει να συνεννοηθούν με βουβά λόγια και γνώριμες χειρονομίες. Έξω, μια καταρρακτώδης βροχή τούς περιμένει. Από την άλλη, το σε μακροχρόνια περίοδο επισκευής, βαψίματος και ανακαίνισης σπίτι της Μαρί, αντικατοπτρίζει τέλεια τον ψυχισμό της στην παρούσα φάση.
Εξαιρετικές και οι ερμηνείες απ’ όλους τους ηθοποιούς, μικρούς και μεγάλους. Η Μπερενίς Μπεζό (“The Artist”), κέρδισε για το ρόλο της Μαρί το βραβείο γυναικείας ερμηνείας στο τελευταίο φεστιβάλ των Καννών. Αν και γαλλική παραγωγή, το Ιράν θα την προτείνει για τα επόμενα ξενόγλωσσα βραβεία όσκαρ. Κι όπως έλεγε και το tagline μιας παλιότερης, αγαπημένης ταινίας: «Εσείς μπορείτε να πιστεύετε ότι έχετε ξεμπερδέψει με το παρελθόν, όμως δεν είναι σίγουρο ότι κι εκείνο έχει ξεμπερδέψει μαζί σας».
του Asghar Farhadi. Με τους Bérénice Bejo, Tahar Rahim, Ali Mosaffa, Pauline Burlet, Elyes Aguis, Jeanne Jestin, Sabrina Ouazani
Το 2011 μου έχει αφήσει δυο ταινίες ανεξίτηλα χαραγμένες στην αισθητική μου. Η μια το The Artist, λάγνα βίντατζ και πανέξυπνα χαρισμένη στην αυτό-αναφορικότητα του παλιού Χόλυγουντ. Ο ηθικός όμως νικητής της χρονιάς, υπήρξε το A Separation, από τον άγνωστο (παρά τις 5 προηγούμενες δουλειές του ως σκηνοθέτης) μάστορη της οικογενειακής ίντριγκας, Asghar Farhadi. Άξιος νικητής στην ξενόγλωσση κατηγορία συν την υποψηφιότητα για καλύτερο πρωτότυπο σενάριο, ο Ιρανός παρέδωσε σεμινάριο οικογενειακής ανατομίας δομημένο σε ένα αστυνομικού τύπου καμβά πολιτικής αλληγορίας για ένα Ιράν που παλεύει να εκσυγχρονιστεί αιχμάλωτο σε έναν κυκεώνα θεοκρατικής αγκύλωσης και καθημερινού φανατισμού. Ίσως η έλλειψη αυτού του τελευταίου πατριδογνωστικού περιεχομένου να στοιχίζει στο εν πολλοίς sequel του Α Separation, πρώτης δουλειάς στη Γαλλία του Farhadi, The Past.
Ο Ιρανός Ahmad (Ali Mosaffa) επιστρέφει στο Παρίσι για να τακτοποιήσει τις εκκρεμότητες του συναινετικού του διαζυγίου με τη φαρμακοποιό σύζυγό του Marie Brisson (Bérénice Bejo). Εκείνη τον καλεί να διαμείνει στο σπίτι (τους) με τις δυο κόρες της από προηγούμενο γάμο (που μολαταύτα ένοιωθαν τον Ahmad σαν πατέρα τους) και το γιο του νέου μνηστήρα της Samir (Tahar Rahim) - υποψηφίου τρίτου συζύγου της (την ύπαρξη των οποίων αγνοεί ο Ahmad). Οι κραδασμοί με την έλευση του συντόμως πρώην συζύγου θα πληθύνει τους υπάρχοντες κραδασμούς, ενώ ένα μυστικό που αφορά την ευρισκόμενη μετά από απόπειρα αυτοκτονίας σε κώμα ιταλίδα σύζυγο του Samir, θα απειλήσει να τινάξει τα πάντα στον αέρα. Ο Ahmad, σα να μη πέρασε μια μέρα από τους παλιότερους καθημερινούς καβγάδες με την Marie η οποία θέλει σα τρελή μια τρίτη ευκαιρία στη ζωή της, δια του επικείμενου γάμου της με τον Samir, βρίσκεται άθελά του μπλεγμένος σε μεγάλο ψέμα που σχετίζεται με τη 16χρονη Lucie, μεγαλύτερη κόρη της Μarie.
Οι αποστάσεις μεταξύ σαπουνόπερας ή του βρετανικού kitchen sink δράμα με την υψηλώς ανατέμνουσα δραματουργία ενός Μπέργκμαν, καταφανέστατη επιρροή στην αφηγηματική σπουδή του Farhadi είναι λεπτές και παραδεδεγμένα είναι άξιο θαυμασμού πως ο Ιρανός μόνο ακροπατάει τα όριά τους. Η Bejo (εξής και ο περί The Artist πρόλογος) παρουσιάζεται καίρια και ωμά γήινη, γυναίκα που πασχίζει να βρει ολοκλήρωση μέσα από βεβιασμένες επιλογές. Όχι ιδιαίτερα συμπαθής ρόλος στις εκρήξεις του, όμως ολότελα πειστικός (αν κι όχι οσκαρικού βεληνεκούς, παρά τη βράβευση στις Κάννες), σε αντίθεση με την εκτός πλαισίου κουλαριστή ερμηνεία του Mosaffa, ο οποίος εμφανώς αποτελεί το alter ego του αφηγητή Farhadi επί της οθόνης. Οι μικρότερες ηλικίες κλέβουν την παράσταση, ειδικά ο πεντάχρονος Fouad (Elyes Aguis) και η νεαρή Pauline Burlet (Lucie) που έπαιξε την 10χρονη Edith Piaf στον οσκαρικό θρίαμβο της Marion Cotilliard La Vie En Rose. Σημειωτέον ότι η Marion ήταν η πρώτη επιλογή για το ρόλο της Marie, όμως τελικά δε μπόρεσε λόγω της προώθησης του Rust and Bone.
Για πες: Παρά την θελκτικότατη συναρμολόγηση του, το Le Passe μοιάζει με ήσσονα προέκταση του εξαιρετικού A Seperation, πιο λάιτ, εύπεπτου δράμα προς άγραν δυτικότροπου κοινού. O Asghar Farahdi έχει μια αναγνωρίσιμη σφραγίδα και πανθομολογούμενες αρετές, εστιαζόμενες στο να ξεθάβει αλήθειες μέσα από τα πιο μύχια ψέμματα. Η γοητεία της έκπληξης όμως έχει χαθεί και είναι μάλλον καιρός να επανεξετάσει τη ρουμπρίκα του.
νέα ταινία του Ασγκάρ Φαραντί, «Le Passé» («Το Παρελθόν»), ξεκινά κι αυτή μετά από έναν χωρισμό. Ο Αχμάντ έχει εγκαταλείψει, τέσσερα χρόνια νωρίτερα, τη Μαρί, τις δύο της κόρες από προηγούμενη σχέση και την κοινή τους ζωή στο Παρίσι, για να γυρίσει στην Τεχεράνη. Τώρα επιστρέφει για ένα σύντομο ταξίδι, για να υπογράψει τα χαρτιά του διαζυγίου. Μόνο που, για λίγες μέρες, θα χρειαστεί να μείνει στο σπίτι της Μαρί, μαζί με τα παιδιά, αλλά και τον τωρινό της σύντροφο, τον Σαμίρ, τον 5χρονο γιο του και την πληροφορία ότι η Μαρί είναι και πάλι έγκυος: έτοιμη να ξεφύγει από το παρελθόν και να συνεχίσει στο δικό της μέλλον.
Τίποτα δεν ξεχνιέται εύκολα σ’ αυτήν την ταινία. Ο Φαραντί το κάνει σαφές από την πρώτη, υπέροχη σκηνή του. Στο αεροδρόμιο, η Μαρί βρίσκεται από τη μια πλευρά του γυάλινου χωρίσματος, ο Αχμάντ από την απέναντι. Δεν ακούνε ο ένας τον άλλον, αλλά επικοινωνούν τέλεια, με τα μάτια, με τη γνώση χρόνων που φέρνει μια στενή σχέση ζευγαριού. Στην ταινία του, όλοι μοιάζουν να θέλουν με αγωνία να ξεφύγουν από το παρελθόν, να προχωρήσουν μπροστά κι όλοι κάνουν ό,τι μπορούν για να αγκιστρωθούν στο πριν, σ’ αυτό που γνωρίζουν, που τους έχει χαρίσει στιγμές ασφάλειας και αγάπης, κι ας ξέρουν ότι τα σκοτεινά σημεία έχουν απλώς σβηστεί στο χρόνο.
Η άφιξη του Αχμάντ σ’ ένα σπίτι που, πια, έχει γράψει τη δική του ιστορία, είναι καταλυτική. Αυτός ο άντρας που κάποια στιγμή έβαλε τελεία και προχώρησε για άλλα μέρη, βοηθά όλα τα μέλη της ευάλωτης καινούριας οικογένειας να συνειδητοποιήσουν και να εκφράσουν αυτό που θέλουν: τα πράγματα να μείνουν όπως ήταν, χωρίς ταραχές, χωρίς αλλαγές, χωρίς… χωρισμό.
Κι είναι μαγικός ο τρόπος με τον οποίο ο Φαραντί μπορεί, με μικρές, σοφές λεπτομέρειες, να βουτήξει μέσα στην ψυχοσύνθεση των ηρώων του, είτε πρόκειται για μια γυναίκα που παλεύει να ευτυχήσει, είτε για μια έφηβη που νιώθει ότι δεν ανήκει πουθενά, είτε για έναν άντρα πνιγμένο στις ενοχές, είτε για μια μετανάστρια που απλώς θέλει να κρατήσει τη δουλειά της. Γιατί ο Φαραντί γνωρίζει καλά, ότι στη ζωή τα πράγματα δεν είναι άσπρο μαύρο. Μια νέα απόφαση δεν αναιρεί το «Παρελθόν»: αντίθετα, ο καθένας μας είναι αναγκασμένος να ζει μαζί του και να χτίζει πάνω σ’ αυτό, χωρίς ποτέ να μπορέσει να το σκεπάσει ολόκληρο, σαν το σπίτι της Μαρί που όλο βάφεται με καινούρια λαδομπογιά κι όλο κάποιο κομμάτι ξεφεύγει στο χρώμα που είχε παλιά.
Στη σύγκριση με το «Ενας Χωρισμός», η νέα ταινία του Φαραντί βγαίνει σ’ ένα χαμηλότερο σκαλοπάτι, μόνο και μόνο γιατί, από την ανάγκη μάλλον του σκηνοθέτη της να απλώσει την ανθρώπινη αλήθεια σαν τα ποτάμια σε γεωφυσικό χάρτη, απλώνει και την ιστορία του σε περισσότερους ήρωες απ’ όσους χρειάζεται, σε ολοένα επεκτεινόμενες σχέσεις, αναμνήσεις, συμβάντα. Κι εκεί, από συναισθηματικό ηφαίστειο, το «Παρελθόν» αγνοεί τις αντιστάσεις και εξελίσσεται σ’ ένα απρόσμενο whodunit με ανθρώπινα στοιχήματα και αδιάφορα στοιχεία.
Αλλά όπως το μέλλον σβήνει τις αδυναμίες του παρελθόντος, έτσι κι η συγκίνηση που μένει μετά το «Παρελθόν» λειαίνει τα παράπονα και το αφήνει να μοιάζει, σίγουρα όχι με αριστούργημα, αλλά μ’ ένα συναισθηματικό φωτογραφικό άλμπουμ βιωμάτων που θα κουβαλήσουμε μαζί μας στο μέλλον.
I
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου