Σάββατο 24 Νοεμβρίου 2012

Κώστα Ταχτσή: Τα ρέστα




Κώστας Ταχτσής:  Τα ρέστα (1972).

Ενότητα 1η

- «Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!»
Δεν έφτυνε ποτέ στ' αλήθεια, μόνο με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νά χεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσει το σάλιο.
                Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της. Καμιά φορά στέγνωνε ώσπου να πεις κρεμύδι, 1.σαν πουλί πήγαινες και σαν πουλί γύριζες, μα το σάλιο είχε στεγνώσει κιόλας, κι εκείνη σε περίμενε στην πόρτα με το λουρί στο χέρι.
                Άλλοτε, γύριζες απ' το θέλημα που σ' είχε στείλει να της κάνεις και, στ' αντίκρισμα του σπιτιού απ' τη γωνιά του δρόμου, σ' έπιανε τρεμούλα, κάτι έσπαγε μέσα σου, λυνόντουσαν τα γόνατά σου, αντί να πάν' μπροστά, τα πόδια σου πήγαιναν πλάγια, πίσω, μπροστά, πλάγια, πίσω... Αναρωτιόσουνα γεμάτος αγανάκτηση με τον εαυτό σου τι σ' είχε κάνει να ξεχαστείς τόσο πολύ, ποιος ζερζεβούλης σ' είχε βάλει να σταθείς και να χαζέψεις τα παιδιά πού σερναν την κάργια απ' το ποδάρι, αν άξιζε τον κόπο να φας τόσο ξύλο για μια διασκέδαση πού’χε τύχει στο δρόμο σου, στην οποία δεν είχες λάβει καν μέρος, και που, το χειρότερο απ' όλα, ανήκε κιόλας στο παρελθόν, ενώ η ώρα της Κρίσεως, η στιγμή της πληρωμής του λογαριασμού πλησίαζε αμείλικτα με κάθε βήμα πού κανες προς την πόρτα.
                Κι όμως, συχνά οι φόβοι σου ήταν αδικαιολόγητοι. Έμπαινες στο σπίτι τρέμοντας σαν κατάδικος που πάει για εκτέλεση και, ξαφνικά, από την έκφραση του προσώπου της καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει ακόμα και το στήθος σου φούσκωνε μ' ανακούφιση, και, γεμάτος αγάπη κι ευγνωμοσύνη, γεμάτος έκσταση μπροστά σ' αυτό το θαύμα, την κοιτούσες, θα θελες να τρέξεις να τη φιλήσεις, οι τύψεις σου για το χάζεμα γινόντουσαν καπνός, και ξαφνικά λυπόσουνα που δεν είχες χαζέψει λίγο περισσότερο, τολμούσες μάλιστα και της έλεγες πως τα παιδιά στον απάνω δρόμο είχαν πιάσει μια κάργια και την έσερναν απ' το ποδάρι μ' ένα σπάγγο και την κλοτσούσαν σαν τόπι, ήταν σα να ομολογούσες καθαρά πως είχες χαζέψει, σα να την προκαλούσες να σου δείξει τα χαρτιά της, αν είχε σκοπό να σε δείρει, να σε δείρει μια ώρ' αρχήτερα να τελειώνουμε. Μα εκείνη ή δε σούδινε καθόλου σημασία, ή σούλεγε κάτι εντελώς άσχετο με το χάζεμα και την κάργια, σούλεγε: - «Ασ' το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρά-Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω».
                Καμιά φορά μάλιστα -αλλά σπάνια- όταν ήταν στα κέφια της, όταν είχε έρθει αποβραδίς ο κύριος που της είχε αγοράσει το μικροσκοπικό γραμμόφωνο από την Έκθεση, ή ο κύριος πού’φερνε πάντα τα μύδια και το κόκκινο χαβιάρι, τότε ξεχνούσε ακόμα και να φτύσει, κι όταν γύριζες από το φούρνο αγκομαχώντας από το βάρος της φραντζόλας που σού’χε πέσει τρεις φορές στο δρόμο, όχι μόνο δε σε μάλωνε, μα σ' έπαιρνε στην αγκαλιά της και σού’λεγε: - «Αχ, να χαρώ εγώ παιδί, που μεγάλωσε και μου κάνει δουλειές, τ' αγοράκι μου το καλό, που όταν γεράσω, θα με παίρνει απ' τον ίσκιο και θα με βάζει στον ήλιο!», και γελούσε με την καρδιά της.
                Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες! Το γραμμόφωνο έπαιζε συνεχώς, κι εκείνη τραγουδούσε μαζί του:



Σ' ένα ταγκό σφιχτήκαν
κι αγκαλιαστήκαν
μ' αυτή στον κάθε γύρο
κοιτάει τριγύρω...

                Τα πρωινά ερχόταν η κυρά-Ρωξάνη απ' την Τούμπα κι έπλενε τα ρούχα γιατί εκείνη σιχαινόταν το πλύσιμο, ή σφουγγάριζε το πάτωμα, έκανε το σπίτι λαμπίκο, χαιρόσουνα να το βλέπεις, ή ερχόταν μόνο και μόνο για να σου κάνει παρέα, να σου πει παραμύθια, επειδή εκείνη έπρεπε να βγει έξω, να πάει πρώτα στο δικηγόρο για το διαζύγιο, και μετά στον οδοντογιατρό, κι από κει στου Μοδιάνου να ψωνίσει. Μ' αν έμενε στο σπίτι, έβγαινε τ' απόγεμα στο παράθυρο, και φώναζε τον παγωτατζή: «Κυρ-Πρόδρομε, δος μου δυο παγωτά, καϊμάκι, κι όχι κούφιο το χωνί από μέσα, τι έγινες βρε χριστιανέ μου, σε χάσαμε τόσες μέρες».
                Έπαιρνε δυο παγωτά, ένα για την κυρά-Ρωξάνη κι ένα για σένα, εκείνη δεν έτρωγε παγωτό γιατί πήγαινε στον οδοντογιατρό, αν και καμιά φορά δεν άντεχε να σε βλέπει να το γλείφεις κι εκείνη να μην τρώει, και σούλεγε: - «Δε θα δώσεις λιγούτσ'κο της μαμάκας που στ' αγόρασε;» Κι έβαζε τις παλάμες -μπροστά στο πρόσωπο κι έκλαιγε, «α, α, α!».
                Κι αμέσως έτρεχες κοντά της, και σήκωνες ψηλά το χέρι με το χωνί, κι ας ήξερες πως έκλαιγε στα ψέματα, περήφανος που μπορούσες να κάνεις και συ κάτι για κείνην, αλλά, έλα, ομολόγησέ το, προσέχοντας με κομμένη ανάσα πόσο θα δαγκώσει, γιατί στο κάτω της γραφής το παγωτό ήταν δικό σου, να φάει κι εκείνη, αλλά να μην το φάει όλο.
                Τα βράδια ήταν ακόμα πιο ωραία όταν ήταν στις καλές της. Ο τόπος μοσκοβολούσε απ' τις μυρωδιές πoύφταναν απ' την αυλή του αντικρινού σπιτιού, γιασεμί κι αιγόκλημα, κι η ατμόσφαιρα είχε κάτι το εορταστικό, ήταν Πρωτομαγιά, σου φορούσε τη λουλουδένια σου ποδιά με το λάστιχο στα μπατζάκια και σ' έστελνε στο δρόμο να παίξεις όσο ήθελες αλλά να μη γυρίσεις πίσω μουτζούρης.
                Ύστερα έβγαζε τις γλάστρες στην εξώπορτα, την μπιγκόνια, την ορτανσία και τους δύο φίκους, και τις πότιζε, κι έχυνε και κάνα-δυο κουβάδες νερό στο πεζοδρόμιο για να δροσίσει ο τόπος, κι ύστερα καθότανε κι εκείνη στο σκαλί, πλάι στις γλάστρες, κι έπιανε κουβέντα με την κυρά Χρυσή, ή μάζευε τα μεγάλα κορίτσια και τα μεγάλ' αγόρια που πήγαιναν στην τρίτη Γυμνασίου, και τους μάθαινε τη μπερλίνα και την κολοκυθιά πινακωτή, πινακωτή, από τ' άλλο μου τ' αφτί, έμαθα πως έχεις μια κολοκυθιά που κάνει δέκα κολοκύθια... Μια φορά μάλιστα σηκώθηκε κι έπαιξε σκοινάκι, για να δείξει στα κορίτσια πώς πηδάνε, και δε βγήκε απ' το παιχνίδι επειδή έχασε, μα μόνο όταν φούσκωσε, και την έπιασαν τα γέλια, κι είπε: «Άστε με ήσυχη, βρε σατανάδες, δεν είμ' εγώ πια για τέτοια πράματα, έχω κοτζάμ γιο!»
                Μα ήταν άλλες μέρες, όλες χειμωνιάτικες, όλες γεμάτες σύννεφα, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της, και τέτοιες μέρες, όχι μόνο δεν έπρεπε να χαζέψεις στο δρόμο, μα ούτε στο σπίτι να παίξεις με τα χρυσά απ' τα τσιγάρα, ούτε να μιλήσεις. Γιατί σούλεγε: - «Πρόσεξε καλά, μη βγάλεις άχνα σήμερ' απ' το στόμα σου, γιατί θα σε σκίσω σα σαρδέλα!»
                Τέτοιες μέρες το καλύτερο ήταν να μη σε στείλει έξω για θέλημα, γιατί ήξερες πως, όσο γρήγορα κι αν γύριζες πίσω, το σάλιο είχε κιόλας στεγνώσει, κι αν δεν είχε στεγνώσει το σάλιο, είχες ξεχάσει να πάρεις αλάτι, «Τι άλλο σού’ πε η μαμά σου να πάρεις;» σού λεγ' ο μπακάλη ς, μα όσο κι αν βασάνιζες το μυαλό σου, ήταν αδύνατο να θυμηθείς, ή χάζευες στο δρόμο, ξεχνούσες εντελώς πως σήμερα είχε τα μπουρίνια της και στεκόσουνα και χάζευες τα παιδιά πού’ διναν μια δεκάρα κι έβλεπαν το Πανόραμα, ή σ' έβλεπαν να κρατάς κάτι σφιχτά μέσα στη φούχτα σου, και σού’ λεγαν: - «Έλα να παλέψουμε και θα σ' αφήσω να με νικήσεις», και σού’ κλεβαν τα ρέστα χωρίς να πάρεις είδηση, κι εκείνη, αντί να βγει να δείρει τα παιδιά, έδερν' εσένα. - «Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζες μέσα απ' τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσε ς να κρυφτείς πίσω απ' τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγες, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. - «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σού’λεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία -πες μου, θα γίνεις άντρας; Πες: «Θα γίνω άντρας! » Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου!» Κι έλεγες: - «Ναι μανούλα μου, θα γίνω». «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο». - «Και δε θα ξαναχαζέψω!» - «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» «Όχι μανούλα μου, όχι!...» - «Άντε τώρα, ξεκουμπίσου από μπροστά μου πριν μετανιώσω, τράβα να πλύνεις τα μούτρα σου, και να μην ακούσω τσιμουδιά! - που να μην έσωνα και να μην έφτανα να σ' είχα γεννήσει!...»
                Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα...
Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη
έχεις τα πιο πολλά παιδιά

                Κι εκείνη έβγαινε το βράδυ έξω χωρίς να ειδοποιήσει την κυρά-Ρωξάνη να’ ρθει να σου κάνει παρέα, σ' έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, πολλές φορές δεν ήξερε ς καν ότι έλειπε, μα θα’ σουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαρειά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο...
               
Ενότητα 2η
Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει - πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία – που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερε ς τότε, και θέλησα να. σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς;
                Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μού’ χαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξη ή εφτά δεκάρες!


 Ερωτήσεις

  1. Στο κείμενο κυριαρχεί η εικόνα της μητέρας. Ποια εντύπωση έχει αφήσει τελικά στην ψυχή του γιου, άντρα πλέον τώρα, η συμπεριφορά της; Ο αφηγητής τη δικαιώνει; Να τεκμηριώσετε την άποψή σας.

  1. Τα ρέστα» είναι η αφόρμηση για τη νοσταλγία του αφηγητή. Ποια είναι εκείνα τα περιστατικά της ζωής, στα οποία επιμένει;

  1. Πώς και πού μεταβάλλεται η οπτική γωνία του αφηγητή;

  1. Ενώ η ίδια η μάνα έχει δοκιμαστεί  σκληρά από την παρουσία του άντρα - αφέντη, χαρακτηρίζοντάς τον μάλιστα άνανδρο, εντούτοις η ίδια προτρέπει το γιό της να γίνει άντρας και μάλιστα του το ζητά επίμονα. Πώς εξηγείτε αυτή τη συμπεριφορά; Τι εννοεί με το όρους  άντρα - άνανδρος;
  2. Να σκιαγραφήσετε την εικόνα του γιού όπως παρουσιάζεται μέσα στο διήγημα.
  3. Να αναδιατυπώσετε τη δεύτερη ενότητα με τη φωνή και την οπτική της μητέρας.
  4. Ποιες χρονικές ενδείξεις εντάσσουν το το έργο σε μια συγκεκριμένη χρονική εποχή;
  5. Τι δε συγχώρησε ο αφηγητής γιός στη μάνα του;
  6. Να προσδιοριστούν τα ζεύγη:
·         αθωότητα (παιδί) – εμπειρία (ενήλικας)
·         και παιδί (ως αιτία) – ενήλικας( ως αποτέλεσμα).








Θέμα. Το πλέγμα των σχέσεων ανάμεσα σε ένα παιδί και τη μητέρα του. Σχέση αγάπης και μίσους.

Χρόνος: Απροσδιόριστος, ίσως περίοδος μεσοπολέμου. Η αφήγηση κινείται σε δύο χρονικές βαθμίδες: Στο παρελθόν (αναδρομή στα στιγμιότυπα της παιδικής ηλικίας ) και στο παρόν (όσα λέει ο αφηγητής ως ενήλικας), που λειτουργούν αντιθετικά , αλλά στην πραγματικότητα συνδέονται νοηματικά, γιατί το τότε εξακολουθεί να επηρεάζει το τώρα.  


Χώρος: Θεσσαλονίκη. της είχε αγοράσει το μικροσκοπικό γραμμόφωνο από την Έκθεση,
κι από κει στου Μοδιάνου να ψωνίσει, απ' την Τούμπα…

Αυτοβιογραφική αφήγηση. Με τη βοήθεια της μνήμης ο αφηγητής γυρίζει πίσω στα παιδικά του χρόνια. Μιλά σε δεύτερο πρόσωπο. Το δεύτερο πρόσωπο είναι ο ίδιος σε παιδική ηλικία. Ο αφηγητής, με το λόγο του, ώριμος πια πλησιάζει τα γεγονότα αυτής της περιόδου και τα σχολιάζει με άλλη ματιά. Η απόσταση και η συσσωρευμένη εμπειρία του δίνουν τη δυνατότητα να ξετυλίξει το κουβάρι της ιστορίας της ζωής του με ζωντάνια και ειλικρίνεια.

Αφηγητής
Ομοδιηγητικός (γνωρίζει από μέσα την ιστορία), αλληλοδιηγητικός
(η ιστορία αφορά άλλον).
Η  οπτική γωνία είναι η γωνία  ενός παρατηρητή που αφηγείται όσα γνώριζε τότε ο αποδέκτης της αφήγησής του , δηλαδή το μικρό παιδί.
Μετατόπιση της οπτικής γωνίας σε μερικά σημεία προς την πλευρά του ώριμου αφηγητή.
Οι σκέψεις του ήρωα, παρουσιάζονται σε πλάγιο λόγο, ενώ όταν αναφέρεται στη μητέρα χρησιμοποιεί τον ευθύ, για να αποκαλυφθεί ο χαρακτήρας και το ήθος της.

Χώρος

Τρίτη φωνή στην αφήγηση. Είναι ένα σχόλιο του συγγραφέα.

Χώρος.


 Μετατόπιση οπτικής γωνίας προς την πλευρά του ώριμου αφηγητή.



Εικόνα


Σκιαγράφηση  μητέρας. Μόνη φέρνει βόλτα τη ζωή, αφού ο ανάξιος άντρας της την έχει αφήσει. Αντιφατική απέναντι στο γιό της, άλλοτε τον επαινεί και άλλοτε τον βρίζει και τον ταπεινώνει, πολλές φορές γίνεται σκληρή, αυταρχική( ξύλο, απειλές), με ακραίες εκδηλώσεις, κυκλοθυμική, με γενναιόδωρους εραστές και πολλούς άλλους που βρίσκει στη νυχτερινή της «αναζήτηση». Επιμένει να γίνει ο γιός της άντρας - «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις»…

  «Έφτυσα! Αλίμονό σου, σύμφωνα με το κέφι της, καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει, τα βράδια ήταν ακόμα πιο ωραία όταν ήταν στις καλές της. σ' έστελνε στο δρόμο να παίξεις όσο ήθελες αλλά να μη γυρίσεις πίσω μουτζούρης, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της… «Πρόσεξε καλά, μη βγάλεις άχνα σήμερ' απ' το στόμα σου, γιατί θα σε σκίσω σα σαρδέλα!»
…σούλεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία -πες μου, θα γίνεις άντρας;



Αφηγηματική τεχνική.
Ο διάλογος ανάμεσα στη μητέρα και στο αδύναμο παιδί, όταν, για να γλιτώσει από τα χέρια και τις απειλές της, της υπόσχεται ότι θα γίνει πραγματικός άντρας. «Θα γίνω άντρας! » Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου!» Κι έλεγες: - «Ναι μανούλα μου, θα γίνω». «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο». - «Και δε θα ξαναχαζέψω!» - «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» «Όχι μανούλα μου, όχι!...»















Η ομοδιηγητική αφήγηση, περνά από την αλληλοδιηγητική ιστόρηση  σε  αυτοδιηγητική μορφή. Ο αφηγητής σχολιάζει την παιδική του ηλικία μέσα από την προοπτική του τώρα.

Το ‘ύφος στην ενότητα αυτή γίνεται εξομολογητικό

Εκφραστικά μέσα
Παρομοιώσεις («σαν το πουλί πήγαινες και σαν πουλί γύριζες», «τρέμοντας σαν κατάδικος που πάει για κατάδικος»),
 Εικόνες («γεμάτος έκσταση μπροστά σ’ αυτό το θαύμα»),
Μεταφορά («ποιος ζεβζεβούλης σ’ είχε βάλει»).
Με εικόνες δίνεται, επίσης, η αντιφατική και κυκλοθυμική συμπεριφορά της μητέρας , που παρουσιάζουν πότε την εύθυμη και πότε την άσχημη πλευρά της.


Θέματα για συζήτηση:

·         Η μονογονεϊκή οικογένεια.

·         Η καθημερινότητα των ανθρώπων, όπως παρουσιάζεται μέσα στο διήγημα.

·         Η Διεθνής Έκθεση της Θεσσαλονίκης.

·         Τα ομαδικά παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά εκείνα τα χρόνια. Σύγκριση με ομαδικά παιχνίδια που παίζουν σήμερα. Ο κοινωνικο-ποιητικός ρόλος αυτών των δραστηριοτήτων.

·         Η αγορά «του Μοδιάνου».








Μονογονεϊκή οικογένεια
Με τον όρο «μονογονεϊκή οικογένεια» εννοούμε την οικογένεια, στην οποία υπάρχουν παιδιά κάτω των 18 ετών που έχουν μόνο έναν γονέα, είτε γιατί ο άλλος γονέας απεβίωσε, είτε λόγω διαζυγίου ή γιατί ο γονέας δεν παντρεύτηκε ποτέ.
Από το 1950 και μετά, ο αριθμός των μονογονεϊκών οικογενειών διεθνώς έχει αυξηθεί σημαντικά. Το 1970, περίπου το 11% των παιδιών στον κόσμο ζούσαν σε μονογονεϊκές οικογένειες. Το 1996, το ποσοστό είχε φτάσει το 31%. Φαίνεται, επίσης, ότι με το πέρασμα του χρόνου, οι μεταβαλλόμενες κοινωνικές συνθήκες τροποποιούν και τους επικρατέστερους λόγους, για τους οποίους δημιουργούνται οι μονογονεϊκές οικογένεις.
Στα μέσα του 20ου αιώνα, οι περισσότερες μονογονεϊκές οικογένειες οφείλονταν στον θάνατο ενός συζύγου, ενώ στις δεκαετίες του 1970 και 1980, οι περισσότερες μονογονεϊκές οικογένειες ήταν αποτέλεσμα διαζυγίων. Από τις αρχές του 21ου αιώνα, ο αριθμός των γονέων που δεν παντρεύονται συνεχώς αυξάνεται.
Ο συχνότερος τύπος μονογονεϊκής οικογένειας είναι αυτή που αποτελείται από τη μητέρα και τα βιολογικά παιδιά της. Ο αριθμός των οικογενειών, που αποτελούνται από τον πατέρα και τα παιδιά αυξάνει μετά το 1980 και συνήθως αυτές οι οικογένειες προκύπτουν μετά από διαζύγιο των γονέων.
Τα συνηθέστερα προβλήματα μονογονεϊκών οικογενειών
Τα συνηθέστερα προβλήματα, που αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες, μπορούν να καταταγούν σε δύο ευρείες κατηγορίες:  
1. Οικονομικά. Είναι αυτονόητο ότι όταν μόνο ένας γονέας καλείται να καλύψει τις πρακτικές, οικονομικές και μορφωτικές ανάγκες των παιδιών, το βάρος είναι μεγαλύτερο.  
2. Κοινωνικά - Ψυχολογικά. Διάφορες κοινωνιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μονογονεϊκές οικογένειες έχουν κάποια «μειονεκτήματα» σε σχέση με τα παιδιά, που μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς (π.χ. διπλάσιες πιθανότητες να εγκαταλείψουν το σχολείο, περισσότερες συγκρούσεις με τους γονείς, λιγότερη επίβλεψη από τους γονείς, συχνότερη εμπλοκή με αλκοόλ και ουσίες, παραβατική συμπεριφορά, αυξημένη αυτοκτονικότητα και τετραπλάσιες πιθανότητες να χρειαστούν ψυχολογική βοήθεια).
Βεβαίως, πρέπει να διαχωρίσουμε τις δυσκολίες, που ανακύπτουν στα διάφορα είδη μονογονεϊκών οικογενειών.
Μονογονεϊκή οικογένεια λόγω απώλειας γονέα
Στις μονογονεϊκές οικογένειες που έχουν προκύψει μετά από τον θάνατο ενός γονέα, τόσο τα παιδιά όσο και ο/η κηδεμόνας τους καλούνται καταρχήν να αντιμετωπίσουν την πρόκληση του πένθους και τη διαδικασία του συμβιβασμού με την απώλεια. Τα μικρότερα παιδιά (μέχρι περίπου 7 ετών), μάλιστα, δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν πλήρως τον απαρέγκλητο χαρακτήρα του θανάτου και κατακλύζονται από διάφορες φαντασιώσεις επαναβίωσης του χαμένου γονέα, ενοχής κ.λπ. Η όλη διαδικασία είναι πολύ επίπονη, δεδομένου ότι ο γονέας προσπαθεί να επιστρατεύσει δυνάμεις, εν μέσω του δικού του πένθους, για να στηρίξει και να καλύψει τις ανάγκες των παιδιών του (υλικές και ψυχολογικές).
Μονογονεϊκή οικογένεια λόγω διαζυγίου
Στις μονογονεϊκές οικογένειες, που έχουν προκύψει μετά από διαζύγιο, οι ανακατατάξεις και οι διαδικασίες, που συνοδεύουν τον χωρισμό των γονέων είναι και πάλι επίπονες και δύσκολες, τόσο για τους γονείς όσο και για τα παιδιά. Μπορεί να υπάρχουν εντάσεις και διαφωνίες μεταξύ των γονέων, θυμός, αμφιθυμία και οδύνη, συναισθήματα που δεν μπορεί να αφήσουν ανεπηρέαστα τα παιδιά, τα οποία επίσης μπορεί να βιώνουν συναισθήματα θυμού και οδύνης. Μπορεί τα παιδιά να έχουν απορίες σε σχέση με τους λόγους του διαζυγίου ή να δυσκολεύονται με την αλλαγή κατοικίας, σχολείου, προσώπων φροντίδας, ρουτίνας κ.λπ. Ωστόσο, υπάρχει μια σημαντική διαφορά από την προηγούμενη κατηγορία. Εδώ, και οι δύο γονείς είναι εν ζωή, παρόντες και μπορούν να διατηρήσουν μια στενή και ουσιαστική σχέση με τα παιδιά τους, ακόμη και αν δε ζουν όλοι μαζί κάτω από την ίδια «στέγη».
Μονογονεϊκή οικογένεια με έναν ανύπαντρο γονέα
Συνηθέστερα πρόκειται για μητέρες που αποφασίζουν να μεγαλώσουν μόνες τους τα παιδιά τους. Σε αυτήν την κατηγορία, τα περισσότερα προβλήματα ανακύπτουν όταν το παιδί αντιληφθεί την «διαφορετικότητα» της δικής του οικογένειας (π.χ. όταν θα ξεκινήσει να πηγαίνει στο σχολείο). Η μητέρα καλείται τότε να εξηγήσει με τρόπο κατανοητό τους λόγους για την ανάγκη ή την επιλογή της να μεγαλώσει μόνη της το παιδί αυτό, χωρίς να του μεταφέρει οδυνηρά μηνύματα απόρριψης από τον βιολογικό πατέρα και τονίζοντας ότι η διαφορετικότητα δεν είναι κατ’ ανάγκην κάτι κακό. Άλλωστε, παρότι τα παιδιά των μονογονεϊκών οικογενειών αντιμετωπίζουν συχνά περισσότερα οικονομικά και ψυχολογικά προβλήματα, μπορεί να μεγαλώσουν με πολύ πιο υγιή τρόπο και να αποκτήσουν καλή κοινωνικοποίηση και πρότυπα συμπεριφοράς σε σχέση με τα παιδιά εκείνα που μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς, αλλά δεν υπάρχει δομή, οργάνωση και ισορροπία στην οικογένεια, οι γονείς είναι απόντες, αδιάφοροι ή και κακοποιητικοί.
Οι γονείς που μεγαλώνουν μόνοι τους τα παιδιά τους καλό είναι να θυμούνται τα παρακάτω:
  • Να εφαρμόζουν κανόνες με ξεκάθαρο τρόπο και με σταθερότητα, σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από οργάνωση.
  • Πρέπει να επιτρέψουν στο παιδί να είναι παιδί και όχι να αναλάβει καθήκοντα ενήλικα, ελλείψει ενός δεύτερου ενήλικα στην οικογένεια.
  • Να απαντούν στις ερωτήσεις του παιδιού, σε σχέση με τον άλλο γονέα, με απόλυτη ειλικρίνεια και με τρόπο ευαίσθητο και κατανοητό από το παιδί.
  • Να αποφεύγουν συμπεριφορες που μπορεί να προκαλέσουν πίεση στο παιδί, όπως το να χρειάζεται να «διαλέξει» με ποιον γονέα θα μείνει μετά από ένα διαζύγιο. Οι πιθανές συγκρούσεις μεταξύ των γονέων πρέπει να παραμένουν μεταξύ τους και να μεταφέρεται στο παιδί μια ατμόσφαιρα σταθερότητα και αγάπης, όπου και οι δύο γονείς, ανεξάρτητα από τις μεταξύ τους διαφορές, νοιάζονται για το καλό του παιδιού τους και δεν το χρησιμοποιούν με οποιονδήποτε τρόπο στις μεταξύ τους διαφορές.
  • Τα παιδιά δε μένουν συνήθως θλιμμένα για μεγάλες περιόδους και μπορεί να μοιάζουν ότι «ξεχνιούνται» κατά διαστήματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε δυσκολεύονται.
  • Τα παιδιά συχνά κρύβουν τα δάκρυα ή τον θυμό τους, προκειμένου να μη στενοχωρήσουν και να προστατεύσουν τους γονείς τους από επιπλέον θλίψη. Το να τους επιτρέπουν οι γονείς να τους δουν να κλαίνε τους δίνει κατά κάποιον τρόπο την «άδεια» να κάνουν το ίδιο και να μοιραστούν μαζί τους τα επώδυνα συναισθήματά τους. Όπως γνωρίζουν καλά οι ενήλικες, η ζωή συνεχίζεται, παρά τις τραγωδίες που προκύπτουν. Τα παιδιά μπορεί να μην κατανοούν ότι τα σχέδια ζωής αναπροσαρμόζονται ή αλλάζουν και αυτό είναι κομμάτι του πένθους, που μπορεί να χρειαστεί πολύ καιρό και αρκετή επεξεργασία.
  • Τα παιδιά κάποιες φορές ανησυχούν ότι ευθύνονται τα ίδια για τον θάνατο ενός γονέα ή για το διαζύγιο. Πρέπει να τους ειπωθεί ότι ΔΕΝ ΦΤΑΙΝΕ ΑΥΤΑ.
  • Τα παιδιά έχουν ανάγκη από τους γονείς τους να είναι ειλικρινείς μαζί τους, όσο δύσκολο κι αν είναι αυτό για τον γονέα.
  • Τα μικρότερα παιδιά, καθώς ακόμα μαθαίνουν πώς να διαχειρίζονται τα συναισθήματά τους, μπορεί να ξεσπάσουν με εκδηλώσεις οργής. Πρέπει να τους ειπωθεί ότι είναι αποδεκτό να είναι θυμωμένα και να βοηθηθούν να διοχετεύσουν κάπου τον θυμό αυτόν.
  • Να μη ρωτούν συνέχεια τα παιδιά τους «τί σκέφτονται». Τα παιδιά δεν είναι πάντα σε θέση να εκφραστούν λεκτικά, αλλά μπορεί να εκφράζονται με «εξωλεκτικούς τρόπους» (συμπεριφορές, ζωγραφική, παιχνίδι).
  • Τα παιδιά έχουν ανάγκη να μπορούν να κρατήσουν αναμνήσεις από τον εκλιπόντα γονέα. Χρειάζεται ο κηδεμόνας τους να τα διευκολύνει σε αυτή τη διαδικασία.

 
 Βασιλική Κονδύλη
Παιδοψυχίατρος - Σύμβουλος Τηλεφωνικής Γραμμής Ε.Ψ.Υ.Π.Ε.
www.tilefonikigrammi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου