§1 Κάτω από τον κρημνόν, οπού βρέχουν τα κύματα, όπου κατέρχεται το μονοπάτι, το αρχίζον από τον ανεμόμυλον του Μαμογιάννη, οπού αντικρίζει τα Μνημούρια, και δυτικώς, δίπλα εις την χαμηλήν προεξοχήν του γιαλού, την οποίαν τα μαγκόπαιδα του χωρίου, οπού δεν παύουν από πρωίας μέχρις εσπέρας, όλον το θέρος, να κολυμβούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι —φαίνεται να έχη τοιούτον σχήμα— κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γρια-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν,* δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να τα ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν, το Γλυφονέρι, οπού δακρύζει από τον βράχον του σχιστολίθου, και χύνεται ηρέμα εις τα κύματα. Κατέβαινε σιγά τον κατήφορον, το μονοπάτι, και με ψίθυρον φωνήν έμελπεν εν πένθιμον βαθύ μοιρολόγι, φέρουσα άμα την παλάμην εις το μέτωπόν της, δια να σκεπάση τα όμματα από το θάμβος του ηλίου, οπού εβασίλευεν εις το βουνόν αντικρύ, κι αι ακτίνες του εθώπευον κατέναντί της τον μικρόν περίβολον και τα μνήματα των νεκρών, πάλλευκα, ασβεστωμένα, λάμποντα εις τας τελευταίας του ακτίνας. §2 Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος. §3 Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα· ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών· αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει· ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. Της είχε μείνει και μία κόρη, υπανδρευμένη τώρα, με μισήν δωδεκάδα παιδιά. §4 Πλησίον αυτής, η γρια-Λούκαινα εθήτευε τώρα, εις το γήρας της, και δι' αυτήν επήγαινε τον κατήφορον, το μονοπάτι, δια να πλύνη τα χράμια* και άλλα διάφορα σκουτιά* εις το κύμα το αλμυρόν, και να τα ξεγλυκάνη στο Γλυφονέρι. §5 Η γραία έκυψεν εις την άκρην χθαμαλού, θαλασσοφαγωμένου βράχου, και ήρχισε να πλύνη τα ρούχα. Δεξιά της κατήρχετο ομαλώτερος, πλαγιαστός, ο κρημνός του γηλόφου, εφ' ου* ήτο το Κοιμητήριον, και εις τα κλίτη* του οποίου εκυλίοντο αενάως προς την θάλασσαν την πανδέγμονα* τεμάχια σαπρών ξύλων από ξεχώματα, ήτοι ανακομιδάς ανθρωπίνων σκελετών, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα υποκάμισα νεαρών γυναικών, συνταφέντα ποτέ μαζί των, βόστρυχοι από κόμας ξανθάς, και άλλα του θανάτου λάφυρα. §6 Υπεράνω της κεφαλής της, ολίγον προς τα δεξιά, εντός μικράς κρυπτής λάκκας, παραπλεύρως του Κοιμητηρίου, είχε καθίσει νεαρός βοσκός, επιστρέφων με το μικρόν κοπάδι του από τους αγρούς, και, χωρίς ν' αναλογισθή το πένθιμον του τόπου, είχε βγάλει το σουραύλι από το μαρσίπιόν του, και ήρχισε να μέλπη φαιδρόν ποιμενικόν άσμα. Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν εις τον θόρυβον του αυλού, και οι επιστρέφοντες από τους αγρούς την ώραν εκείνην —είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος— ήκουον μόνον την φλογέραν, κι εκοίταζον να ιδώσι πού ήτο ο αυλητής, όστις δεν εφαίνετο, κρυμμένος μεταξύ των θάμνων, μέσα εις το βαθύ κοίλωμα του κρημνού. |
Ενότητα 1η
Περιγραφή
χώρου, προσδιορισμός χρόνου, περιγραφή από την καθημερινή
ζωή της γριάς Λούκενας και ενός
νεαρού βοσκού.
Η πρώτη
παράγραφος είναι μια οπτική εικόνα του φυσικού τοπίου.
Λυρικά
στοιχεία:
αι ακτίνες του εθώπευον τον μικρόν περίβολον… θάμβος του ηλίου… το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον
κήπον εκείνον της φθοράς…
Ηθογραφικά στοιχεία: Κάτω από τον κρημνόν,.. μαγκόπαιδα του χωρίου,…μία αβασταγήν, …δια να
πλύνη τα μάλλινα σινδόνιά της… δύο υιοί, ξενιτευμένοι
Αναδρομική αφήγηση
§3 Προσήμανση Χρήση παρατατικού για να τονίσει τη συνέχεια των ενεργειών της γριάς Λούκαινας Δεύτερο πρόσωπο. Ο νεαρός βοσκός. Αντίδραση Λούκενας από το «φαιδρόν ποιμενικόν άσμα» του νεαρού βοσκού: «Το μοιρολόγι της γραίας εκόπασεν». Τραγική ειρωνεία.
Προσδιορισμός
χρόνου …είχε δύσει εν τω μεταξύ ο ήλιος:
|
||||||||||
Ενότητα 2η
§7 Μία γολέτα ήτο σηκωμένη στα πανιά, κι έκαμνε βόλτες εντός του λιμένος. Αλλά δεν έπαιρναν τα πανιά της, και δεν έκαμπτε ποτέ τον κάβον τον δυτικόν. Μία φώκη, βοσκούσα εκεί πλησίον, εις τα βαθιά νερά, ήκουσεν ίσως το σιγανόν μοιρολόγι της γραίας, εθέλχθη* από τον θορυβώδη αυλόν του μικρού βοσκού, και ήλθε παραέξω, εις τα ρηχά, κι ετέρπετο εις τον ήχον, κι ελικνίζετο εις κύματα. Μία μικρά κόρη, ήτο η μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας, η Ακριβούλα, εννέα ετών, ίσως την είχε στείλει η μάνα της, ή μάλλον είχε ξεκλεφθή από την άγρυπνον επιτήρησίν της, και μαθούσα ότι η μάμμη* ευρίσκετο εις το Κοχύλι, πλύνουσα εις τον αιγιαλόν, ήλθε να την εύρη, δια να παίξη ολίγον εις τα κύματα. Αλλά δεν ήξευρεν όμως πόθεν ήρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη τον μύλον, αντικρύ στα Μνημούρια, και άμα ήκουσε την φλογέραν, επήγε προς τα εκεί και ανεκάλυψε τον κρυμμένον αυλητήν και αφού εχόρτασε ν' ακούη το όργανόν του και να καμαρώνη τον μικρόν βοσκόν, είδεν εκεί που, εις την αμφιλύκην* του νυκτώματος, εν μικρόν μονοπάτι, πολύ απότομον, πολύ κατηφορικόν, κι ενόμισεν ότι αυτό ήτο το μονοπάτι, και ότι εκείθεν είχε κατέλθει η γραία η μάμμη της· κι επήρε το κατηφορικόν απότομον μονοπάτι δια να φθάση εις τον αιγιαλόν να την ανταμώση. Και είχε νυκτώσει ήδη.
§8 Η μικρά
κατέβη ολίγα βήματα κάτω, είτα είδεν ότι ο δρομίσκος εγίνετο ακόμη πλέον
απόκρημνος. Έβαλε μίαν φωνήν, κι επροσπάθει ν' αναβή, να επιστρέψη οπίσω.
Ευρίσκετο επάνω εις την οφρύν ενός προεξέχοντος βράχου, ως δύο αναστήματα
ανδρός υπεράνω της θαλάσσης. Ο ουρανός εσκοτείνιαζε, σύννεφα έκρυπταν τα
άστρα, και ήτον στην χάσιν του φεγγαριού. Επροσπάθησε και δεν εύρισκε πλέον
τον δρόμον πόθεν είχε κατέλθει. Εγύρισε πάλιν προς τα κάτω, κι εδοκίμασε να
καταβή. Εγλίστρησε
κι έπεσε, μπλουμ! εις το κύμα. Ήτο τόσον βαθύ
όσον και ο βράχος υψηλός. Δύο οργυιές ως
έγγιστα.* Ο θόρυβος του αυλού έκαμε να μη ακουσθή η κραυγή. Ο
βοσκός ήκουσεν ένα πλαταγισμόν, αλλά εκείθεν όπου ήτο, δεν έβλεπε την βάσιν
του βράχου και την άκρην του γιαλού. Άλλως δεν είχε προσέξει εις
την μικράν κόρην και σχεδόν δεν είχεν αισθανθή την
παρουσίαν της.
|
Ενότητα 2η
Η δεύτερη
ενότητα ξεκινά με περιγραφή του φυσικού χώρου όπου εκτυλίσσεται η δράση.
Η περιπλάνηση της Ακριβούλας και ο πνιγμός της.
Τρίτο πρόσωπο:
Η Ακριβούλα,
μία μικρά κόρη, ήτο η
μεγαλυτέρα εγγονή της γραίας…
Περιγραφή.Στην
περιγραφή επιδιώκει την ακρίβεια. Περιγράφει επίμονα, φαινομενικά ψυχρα, τις
πλάνες του αθώου θύματος και παρουσιάζει απροσδόκητα το ατύχημα: «Εγλίστρησε κι
έπεσε, μπλουμ!
|
||||||||||
§9 Καθώς είχε
νυκτώσει ήδη, η γραία Λούκαινα
είχε κάμει την αβασταγήν της, και ήρχισε ν' ανέρχεται το μονοπάτι,
επιστρέφουσα κατ' οίκον. Εις την μέσην του δρομίσκου ήκουσε τον πλαταγισμόν,
εστράφη κι εκοίταξεν εις το σκότος, προς το μέρος όπου ήτο ο αυλητής.
§10 — Κείνος ο Σουραυλής θα είναι, είπε, διότι τον
εγνώριζε. Δεν του φτάνει να ξυπνά τους πεθαμένους με τη
φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στο γιαλό για να χαζεύη... Σημαδιακός κι
αταίριαστος είναι.
§11 Κι
εξηκολούθησε τον δρόμον της.
§12 Κι η γολέτα εξηκολούθει ακόμη να
βολταντζάρη εις τον λιμένα. Κι ο μικρός βοσκός εξηκολούθει να φυσά τον αυλόν
του εις την σιγήν της νυκτός.
§13 Κι η φώκη,
καθώς είχεν έλθει έξω εις τα ρηχά, ηύρε το μικρόν πνιγμένον σώμα της πτωχής
Ακριβούλας, και ήρχισε να το περιτριγυρίζη και να το μοιρολογά, πριν αρχίση
τον εσπερινόν δείπνον της.
§14 Το
μοιρολόγι της φώκης, το οποίον μετέφρασεν εις ανθρώπινα λόγια εις γέρων
ψαράς, εντριβής* εις την άφωνον γλώσσαν των φωκών,
έλεγε περίπου τα εξής:
Αυτή ήτον η
Ακριβούλα
η εγγόνα της γρια-Λούκαινας. Φύκια 'ναι τα στεφάνια της, κοχύλια τα προικιά της... κι η γριά ακόμη μοιρολογά τα γεννοβόλια της τα παλιά. Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου. Η αφήγηση, ο αφηγητής και οι αφηγηματικοί τρόποι
αβασταγή: μπόγος.
έμελπεν: ρ. μέλπω, τραγουδώ. χράμια: υφαντά, στρωσίδια. σκουτιά: ρούχα. εφ' ου: πάνω στο(ν) οποίο. κλίτη, τα: οι πλαγιές. πανδέγμων: αυτός που δέχεται τα πάντα. μαρσίπιον: (υποκορ. του μάρσιπος)· δερμάτινος σάκος, τορβάς. εθέλχθη: ρ. θέλγομαι· γοητεύομαι. μάμμη: γιαγιά. αμφιλύκη: το βραδινό φως, το μούχρωμα. ως έγγιστα: περίπου. εντριβής: βαθύς γνώστης.
1. Σημείωσε λέξεις –εκφράσεις που δηλώνουν το χώρο και το
χρόνο στο διήγημα.
2. Στο διήγημα υπάρχουν πολλά μερικότερα θέματα (σκηνές,
εικόνες, αναφορές) που σχετίζονται είτε με τη ζωή είτε με το θάνατο. Να τα
επισημάνετε. Ποια σημασία νομίζετε ότι έχει η αντιπαράθεσή τους για το διήγημα;
3.
Με ποια επιμέρους περιστατικά προετοιμάζεται ο πνιγμός
της Ακριβούλας, ώστε να μη συμβεί κατά τρόπο αυθαίρετο;
4. Το διήγημα αρχίζει με μοιρολόγι (της γριάς Λούκαινας)
και τελειώνει με μοιρολόγι (της φώκιας). Ποιο μεταδίδει ισχυρότερη συγκίνηση;
Μπορείτε να εξηγήσετε γιατί;
5.
Στο διήγημα, προς το τέλος, μετά τον πνιγμό της
Ακριβούλας, παρατηρούμε την επανάληψη του ρήματος «εξηκολούθει» που
αναφέρεται κατά σειρά στη γριά Λούκαινα, στη γολέτα, στο βοσκό. Ποιο νομίζετε
ότι είναι το νόημα αυτής της επανάληψης;
6.
Πώς διαγράφεται η μορφή της γριάς Λούκαινας μέσα στο
διήγημα;
7. Η γριά Λούκαινα ως το τέλος του διηγήματος δεν
αντιλαμβάνεται τον πνιγμό. Νομίζετε ότι αυτό είναι αρετή ή αδυναμία του
διηγήματος;
8. Το διήγημα
τελειώνει με τρόπο όχι ρεαλιστικό, αλλά ποιητικό. Στο διήγημα προϋπάρχουν
ποιητικά στοιχεία που κορυφώνονται στο τέλος. Ποια
είναι αυτά;
Ερωτήσεις
1. Η
γλώσσα του Παπαδιαμάντη.
…Θα
έλεγα μάλλον πως υπάρχουν στη γλώσσα του τρεις (ή τέσσερις) αναβαθμοί: Στους
διαλόγους του χρησιμοποιεί, σχεδόν φωτογραφικά αποτυπωμένη, την ομιλουμένη λαϊκή γλώσσα, πολλές
φορές και με τους σκιαθίτικους
ιδιωματισμούς. Υπάρχει και μια άλλη
γλώσσα για την αφήγηση, με βάση βέβαια την καθαρεύουσα, μια καθαρεύουσα
όμως αρκετά χαλαρή και καθόλου ψυχρή, και με πρόσμειξη (όχι μόνο στο λεξιλόγιο,
αλλά και στο τυπικό και στη σύνταξη) πολλών στοιχείων της δημοτικής, αυτό είναι
ίσως το πιο προσωπικό του ύφος. Και τέλος
υπάρχει και μια προσεγμένη και αμιγής καθαρεύουσα, η κληρονομημένη, θα
έλεγα, από την παλαιότερη πεζογραφία του Π. Καλλιγά ή του Α. Ρ. Ραγκαβή, που ο
Παπαδιαμάντης την επιφυλάσσει στις περιγραφές, καθώς και στις λυρικές του
παρεκβάσεις. Τέλλος Άγρας, «Πώς βλέπουμε σήμερα τον
Παπαδιαμάντη» [1936]:
Εντόπισε μέσα στο κείμενο αυτούς τους τρεις
αναβαθμούς της γλώσσας του Παπαδιαμάντη, δίνοντας και από ένα παράδειγμα.
2. Τα ηθογραφικά
στοιχειά σε ένα λογοτεχνικό κείμενο έχουν σχέση με τη ζωή των προσώπων-τις ασχολίες τους, την κοινωνική τους κατάσταση,
με την λαϊκή παράδοση, με την ύπαιθρο, αλλά και με το χώρο που κινούνται. Εντόπισε στο παραπάνω κείμενο τέτοια στοιχεία.
3. Ποια
συναισθήματα βιώνει ο αναγνώστης διαβάζοντας το διήγημα;
4. Η γριά Λούκενα
είναι ο βασικός χαρακτήρας του διηγήματος. Πώς παρουσιάζεται μέσα στο κείμενο;
Τι συμβολίζει; Είναι ένα τραγικό πρόσωπο; Πώς οι κοινωνικές συνθήκες επηρεάζουν
τη συμπεριφορά και τις επιλογές των ανθρώπων; Ποιος είναι ο σκοπός του
συγγραφέα;
5. Σχολίασε τον
τίτλο του διηγήματος. Πώς συνδέεται με το θάνατο της Ακριβούλας;
|
Ενότητα 3η
Κορυφώνεται η τραγικότητα. Τα πρόσωπα, γριά Λούκενα και
μικρός βοσκός, αγνοούν το φοβερό τέλος της Ακριβούλας.
Η φύση με το τραγούδι της φώκιας μετέχει στο ανθρώπινο
πάθος, δίνοντας στο διήγημα ένα ποιητικό –λυρικό χαρακτήρα.
Τραγική ειρωνεία
Προσήμανση
Προοικονομία
|
||||||||||
Ο χρόνος αφήγησης συμπίπτει με το χρόνο της ιστορίας.
Γραμμική χρονική σειρά. Εξαίρεση η §3
Αφηγηματικές τεχνικές. Προσήμανση §5 ( η ψυχολογική προετοιμασία του αναγνώστη με κάποιο υπαινιγμό του συγγραφέα, για όσα θα ακολουθήσουν). Προοικονομία. Η φροντίδα του συγγραφέα να προετοιμάσει την εξέλιξη της πλοκής, να δημιουργήσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε εκείνα που θα ακολουθήσουν να φαίνονται ως λογικά επακόλουθα όσων προηγήθηκαν. |
Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2012
Το μοιρολόγι της φώκιας
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου