Το μεγαλύτερο διατροφικό σκάνδαλο: ο Βενιζέλος αντικατέστησε το ψωμί των αρχαίων με ζωοτροφή (που τρώμε κι εμείς σήμερα)
Ο Τάσος (ΤΑΖ) Θεοδωρόπουλος θυμάται μια ελάχιστα γνωστή ιστορία
οικονομικών και όχι μόνο διατροφικών συμφερόντων, με πρωτεργάτη και
πέτρα του σκανδάλου έναν εθνάρχη στο απυρόβλητο και στόχο (;) την
αποβλάκωση των Ελλήνων.
Ό,τι και να νομίζεις πως ξέρεις για τα οφέλη του σιταριού, ή μάλλον
του αλευριού από σιτάρι που δημιουργεί το βασικό προϊόν της διατροφής
σου, δηλαδή το ψωμί, είναι ένα μεγάλο ψέμα. Για έναν πολύ απλό λόγο:
Ναι μεν το ευλογημένο αρτοποίημα είναι από τα αρχαία χρόνια κυρίαρχο
στοιχείο του τραπεζιού. Όμως το ψωμί που τρως σήμερα, είναι αυτό που
στην αρχαία Ελλάδα τρώγανε τα ζώα.
Το ψωμί των αρχαίων προερχόταν από το συγγενικό με το στάρι, αλλά καμία σχέση ως προς τις ποιότητες του και τα οφέλη του στον ανθρώπινο οργασμό, δημητριακό Ζέα (ή Ζεία). Το στάρι ήταν τροφή των ζώων. Γιατί η Ζέα δεν περιέχει γλουτένη, έχει άμεση απορροφητικότητα, εντελώς μεγαλύτερη περιεκτικότητα θρεπτικών συστατικών, και δεν κολλάει τα κύτταρα και πάνω από όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα. Σε απλά ελληνικά δε σε χαζεύει. Ενώ το στάρι μπορεί.
Ακούγεται συνωμοσιολογικό ανέκδοτο, όμως η καλλιέργεια της Ζέας απαγορεύθηκε στη δεκαετία του 30 με νόμο από τον εθνάρχη Βενιζέλο. Μετά από χιλιάδες ετών στο ελληνικό έδαφος. Υποβιβάζοντας τη Ζέα στο επίπεδο της ζωοτροφής. Το γιατί και το πώς πάρθηκε αυτή η απόφαση έχει πιθανότατα πολλαπλές εξηγήσεις. Μερικές εκ των οποίων ανήκουν στη σφαίρα των οικονομικών, άλλες όμως και ιδιαίτερα εμπεριστατωμένες, στη σφαίρα του «οργουελικού» ελέγχου του βιοτικού επιπέδου και επομένως της ικανότητας σκέψης των ανθρώπων.
Υπάρχουν άπειρες μελέτες για την δύναμη της Ζέας έναντι του σιταριού και για αυτό που προαναφέρω ως προς τη διατροφή των αρχαίων Ελλήνων. Μελέτες που καλό θα ήταν να τις τσεκάρεις πριν αρχίσεις πάλι τα αστειάκια για το αν «μας ψεκάζουνε» και πριν αγοράσεις φετούλες για τοστ από καθαρό ατόφιο πλαστικό. Δεν υπάρχει λόγος ψεκασμού για έλεγχο των μαζών αν αυτός επιτυγχάνεται μέσω της διατροφικής δικτατορίας. Κάτι που αποδεικνύεται και σήμερα από τις άδειες καλλιέργειας μεταλλαγμένων και αμφιβόλου ποιότητας τροφίμων, κατά το δοκούν της άρχουσας τάξης για κατανάλωση και τέρψη των «πληβείων».
Πώς λέγεται σήμερα η Ζέα και πως ακριβοπληρώνεται; «Dinkel». Αυτό ήταν το ψωμί των αρχαίων Ελλήνων. Με αναφορές σε αυτό από τον Όμηρο ως τον Ηρόδοτο, το Θεόφραστο αλλά και τον Αισχύλο στον ύμνο του προς τη Δήμητρα. Με το άλευρο σιταριού να κατηγορείται ως υπεύθυνο για ποικιλία νόσων και περιορισμένης εγκεφαλικής λειτουργίας, και τη Ζέα να προκύπτει βάσει σύγχρονων μελετών, ως απελευθερωτική στις διανοητικές διαδικασίες, τη φαντασία και την εγρήγορση.
Μέσα σε 4 χρόνια μετά από αυτό που έμεινε (ή μάλλον ξεχάστηκε) στην ιστορία, ως «Σκάνδαλο των Αλεύρων» από τον Βενιζέλο στη δεκαετία του 30, με τη βοήθεια επιτηδευμένα διαστρεβλωμένων μεταφράσεων αρχαίων κειμένων και παραπληροφόρησης, η Ζέα ξεχάστηκε εντελώς και απαγορεύτηκε ως βασικό συστατικό του διαιτολογίου των Ελλήνων. Σήμερα ως Dinkel, εισάγεται κυρίως από τη Γερμανία, σε πολλαπλάσια τιμή από αυτή του σιταριού ενώ στην Ελλάδα μόλις πρόσφατα ξεκίνησε η ελεγχόμενη καλλιέργεια του και διάθεση ευτυχώς σε λογικές τιμές, από αρτοποιεία (όπως η αλυσίδα Σπύρου με υπέροχο και γευστικό ποιοτικό αποτέλεσμα) πάλι ως Dinκel. Αναφέρω την συγκεκριμένη αρτοποιεία γιατί είναι και η μόνη που στην είσοδο των μαγαζιών της έχει αναρτήσει κατατοπιστικότατο ενημερωτικό άρθρο για το θέμα Dinkel – Zέα.
Σαν προσωπική εμπειρία μπορώ να καταθέσω καταναλώνοντας το ότι μόλις τώρα κατάλαβα γιατί το ψωμί αυτό θεωρείται ολοκληρωμένη τροφή. Συμπαγές σαν σύσταση «δέκα» φορές περισσότερο από το παραφουσκωμένο με χημικά σταρένιο ψωμί των φούρνων και με μια γεύση που από μόνη της καθιστά μια φέτα του, ένα πλήρες γεύμα. Τα υπόλοιπα συμπεράσματα δικά σας. Περί ορέξεως ουδείς λόγος και περί ενημέρωσης μιας ακόμα σκοτεινής πλευράς της ελληνικής ιστορίας, η μπουκιά είναι στο χέρι σας. Και η επιλογή της ζωής που θέλετε να ζήσετε. Όπως σε όλα τα θέματα.
Το ψωμί των αρχαίων προερχόταν από το συγγενικό με το στάρι, αλλά καμία σχέση ως προς τις ποιότητες του και τα οφέλη του στον ανθρώπινο οργασμό, δημητριακό Ζέα (ή Ζεία). Το στάρι ήταν τροφή των ζώων. Γιατί η Ζέα δεν περιέχει γλουτένη, έχει άμεση απορροφητικότητα, εντελώς μεγαλύτερη περιεκτικότητα θρεπτικών συστατικών, και δεν κολλάει τα κύτταρα και πάνω από όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα. Σε απλά ελληνικά δε σε χαζεύει. Ενώ το στάρι μπορεί.
Ακούγεται συνωμοσιολογικό ανέκδοτο, όμως η καλλιέργεια της Ζέας απαγορεύθηκε στη δεκαετία του 30 με νόμο από τον εθνάρχη Βενιζέλο. Μετά από χιλιάδες ετών στο ελληνικό έδαφος. Υποβιβάζοντας τη Ζέα στο επίπεδο της ζωοτροφής. Το γιατί και το πώς πάρθηκε αυτή η απόφαση έχει πιθανότατα πολλαπλές εξηγήσεις. Μερικές εκ των οποίων ανήκουν στη σφαίρα των οικονομικών, άλλες όμως και ιδιαίτερα εμπεριστατωμένες, στη σφαίρα του «οργουελικού» ελέγχου του βιοτικού επιπέδου και επομένως της ικανότητας σκέψης των ανθρώπων.
Υπάρχουν άπειρες μελέτες για την δύναμη της Ζέας έναντι του σιταριού και για αυτό που προαναφέρω ως προς τη διατροφή των αρχαίων Ελλήνων. Μελέτες που καλό θα ήταν να τις τσεκάρεις πριν αρχίσεις πάλι τα αστειάκια για το αν «μας ψεκάζουνε» και πριν αγοράσεις φετούλες για τοστ από καθαρό ατόφιο πλαστικό. Δεν υπάρχει λόγος ψεκασμού για έλεγχο των μαζών αν αυτός επιτυγχάνεται μέσω της διατροφικής δικτατορίας. Κάτι που αποδεικνύεται και σήμερα από τις άδειες καλλιέργειας μεταλλαγμένων και αμφιβόλου ποιότητας τροφίμων, κατά το δοκούν της άρχουσας τάξης για κατανάλωση και τέρψη των «πληβείων».
Πώς λέγεται σήμερα η Ζέα και πως ακριβοπληρώνεται; «Dinkel». Αυτό ήταν το ψωμί των αρχαίων Ελλήνων. Με αναφορές σε αυτό από τον Όμηρο ως τον Ηρόδοτο, το Θεόφραστο αλλά και τον Αισχύλο στον ύμνο του προς τη Δήμητρα. Με το άλευρο σιταριού να κατηγορείται ως υπεύθυνο για ποικιλία νόσων και περιορισμένης εγκεφαλικής λειτουργίας, και τη Ζέα να προκύπτει βάσει σύγχρονων μελετών, ως απελευθερωτική στις διανοητικές διαδικασίες, τη φαντασία και την εγρήγορση.
Μέσα σε 4 χρόνια μετά από αυτό που έμεινε (ή μάλλον ξεχάστηκε) στην ιστορία, ως «Σκάνδαλο των Αλεύρων» από τον Βενιζέλο στη δεκαετία του 30, με τη βοήθεια επιτηδευμένα διαστρεβλωμένων μεταφράσεων αρχαίων κειμένων και παραπληροφόρησης, η Ζέα ξεχάστηκε εντελώς και απαγορεύτηκε ως βασικό συστατικό του διαιτολογίου των Ελλήνων. Σήμερα ως Dinkel, εισάγεται κυρίως από τη Γερμανία, σε πολλαπλάσια τιμή από αυτή του σιταριού ενώ στην Ελλάδα μόλις πρόσφατα ξεκίνησε η ελεγχόμενη καλλιέργεια του και διάθεση ευτυχώς σε λογικές τιμές, από αρτοποιεία (όπως η αλυσίδα Σπύρου με υπέροχο και γευστικό ποιοτικό αποτέλεσμα) πάλι ως Dinκel. Αναφέρω την συγκεκριμένη αρτοποιεία γιατί είναι και η μόνη που στην είσοδο των μαγαζιών της έχει αναρτήσει κατατοπιστικότατο ενημερωτικό άρθρο για το θέμα Dinkel – Zέα.
Σαν προσωπική εμπειρία μπορώ να καταθέσω καταναλώνοντας το ότι μόλις τώρα κατάλαβα γιατί το ψωμί αυτό θεωρείται ολοκληρωμένη τροφή. Συμπαγές σαν σύσταση «δέκα» φορές περισσότερο από το παραφουσκωμένο με χημικά σταρένιο ψωμί των φούρνων και με μια γεύση που από μόνη της καθιστά μια φέτα του, ένα πλήρες γεύμα. Τα υπόλοιπα συμπεράσματα δικά σας. Περί ορέξεως ουδείς λόγος και περί ενημέρωσης μιας ακόμα σκοτεινής πλευράς της ελληνικής ιστορίας, η μπουκιά είναι στο χέρι σας. Και η επιλογή της ζωής που θέλετε να ζήσετε. Όπως σε όλα τα θέματα.
03.10.2013 21:28
Τι είναι η Ζέα; Το αρχαιότερο ίσως δημητριακό και βασικό συστατικό της διατροφής των αρχαίων. Αναφέρεται και ως Ζειά, βρίζα, όλυρα, Emmer και ορισμένες φορές συγχέεται με το ασπροσίτι (γερμαν. Dinkel), ή τη Σίκαλη, ή ακόμα και με το καλαμπόκι, μια και η λέξη Zea (Zea mais) είναι η επιστημονική ονομασία του αραβοσίτου.
Η θρεπτική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η ετυμολογία της λέξης “ζείδωρος” (αυτός που δωρίζει ζωή) προέρχεται απο αυτό το δημητριακό. Αυτό άλλωστε είναι και το κύριο ζητούμενο της “βελτίωσης” των σιτηρών.
Ζει (ζειαί (πληθυντικός του ζειά)) + δώρος (δώρον) [Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας/ Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998].
(Ζειά + δωρέομαι) δωρούμενος (δίδων, παράγων) ζειάς [Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης/ Ιωάννου Δρ. Σταματάκου, Αθήνα, Βιβλιοπρομηθευτική, 1994].
Μετά απο μακρόχρονη λησμονιά, οι νεότεροι επιστήμονες το “ανακάλυψαν” ξανά και κυρίως μετά τις έρευνες του Άγγλου Allen. Η ζέα είναι δημητριακό που περιέχει 40% μαγνήσιο επιπλέον των άλλων δημητριακών. Το συστατικό αυτό βοηθά στην αντιμετώπιση των κραμπών που εμφανίζονται συνήθως μετά απο πολύωρη ποδηλασία. Είναι σημαντική οχι μόνο για τις ίνες και τα μέταλλα που περιέχει αλλά κυρίως για το μαγνήσιο που ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού. Αποκαλείται μαγνήτης της Ζωής. Το ποσοστό του αμινοξέος λυσίνη (Lycin) που περιέχει είναι το συστατικό των πρωτεϊνών που αυξάνει την πεπτικότητα τους, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και είναι το βασικό στοιχείο στην βιοχημική λειτουργία του εγκεφάλου.
Βοηθάει στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών (Ca, Mg κ.α.).
Καταστέλλει τις φλεγμονές που χρονίζουν στον οργανισμό και καταστρέφουν τα υγιή κύτταρα.
Καταστέλλει τα ένζυμα του καρκινικού κυττάρου (εμποδίζει την ανάπτυξη και μετάσταση του καρκίνου).
Ο Γαληνός (γιατρός κατά τον 2ο αι. π.Χ.) αναφέρει την όλυρα ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων: η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν “κρίμνον”, και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν “πολτός” (χυλός).Η Ζέα εξαφανίστηκε “μυστηριωδώς” απο τη διατροφή μας. Το 1928 η καλλιέργειά της άρχισε να απαγορεύεται σταδιακά και μέχρι το 1932 καταργήθηκε τελείως στην Ελλάδα. Η λέξη Ζειά, Ζέα κτλ εξαφανίστηκε ακόμα και απο τα λεξικά. Η Ζέα υποβιβάστηκε σε ζωοτροφή. Οι λόγοι δεν είναι σαφείς. Το γιατί παραμένει αδιευκρίνιστο. Το σιτάρι είναι πιο ανταποδοτική καλλιέργεια, αλλά λιγότερο ωφέλιμο για τον οργανισμό. Ήταν η εισαγωγή των αλεύρων σίτου; Ήταν το οικονομικό συμφέρον ή κάτι πιο πολύπλοκο; Στα λεξικά (ελληνικά) ακόμα και σήμερα υπάρχει ως ζωοτροφή.
Αλλά ας το πάρουμε απο την αρχή.
Η ΖΕΑ ( Triticum dicoccum ) είναι ένα απο τα αρχαιότερα δημητριακά που είναι γνωστά στον άνθρωπο.
Δείγματα του βρέθηκαν σε ανασκαφές προϊστορικών οικισμών σε όλο τον Ελληνικό χώρο με παλαιότερο αυτό της Μικράς Ασίας που χρονολογείται 12000 έτη π.Χ.
Ήταν ένα απο τα πρώτα δημητριακά που “εξημέρωσε” ο άνθρωπος και βασικό καλλιεργήσιμο είδος της πρώιμης γεωργίας της Εύφορης Ημισελήνου (Fertile Crescent), δηλαδή της Παλαιστίνης, της Συρίας, του Ευφράτη και του Τίγρη ως τον Περσικό κόλπο. Δείγματα της εκμετάλλευσής του που χρονολογούνται 10.000 χρόνια πριν, έχουν βρεθεί και στην Βόρεια Αφρική.Ο Όμηρος αναφέρεται στην καλλιέργεια της ζέας στην Λακωνική πεδιάδα “πυροί τε ζειαί τ’ ήδ’ εύρυφανές κρί λευκόν”.
Δέσποζε μέχρι τις αρχές των ιστορικών χρόνων μεταξύ των δημητριακών. Με το πέρασμα του χρόνου επιλέχθηκαν πιο αποδοτικές και πιο εύκολες καλλιέργειες δημητριακών, όπως το σιτάρι και το ρύζι. Έτσι η καλλιέργεια της Ζέας είχε σχεδόν εξαφανισθεί...
Για χιλιάδες χρόνια παρέμενε το κυριότερο δημητριακό της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Μετέπειτα αντικαταστάθηκε απο το Triticum turgidum (Durum) το οποίο πιθανά να δημιουργήθηκε απο το Triticum dicoccum με μετάλλαξη. Οι αγρότες προτίμησαν το νέο αυτό δημητριακό λόγω του ότι ο σπόρος αποχωριζόταν απο το φλοιό με μεγαλύτερη ευκολία. Το δημητριακό Triticum dicoccum ή αλλιώς Emmer ή aja όπως ονομάζεται στην Αφρική, έφτασε στην Αιθιοπία πριν απο 5.000 ή και περισσότερα χρόνια και έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας. Έχει επιζήσει επίσης σε μικρής κλίμακας παραγωγή και στην (πάλαι ποτέ) Γιουγκοσλαβία, Ινδία, Τουρκία, Γερμανία (Βαυαρία), Γαλλία και αλλού.
Αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη: “31 Εκτυπήθησαν δέ το λινάριον και η κρίθη διότι η κρίθη ήτο σταχυωμένη, και το λινάριον καλαμωμένον 32 ο σίτος όμως και η ζέα δεν εκτυπήθησαν, διότι ήσαν όψιμα”. [Έξοδος 9: 31, 32].
Απο βρίζα (όλυρα στο αρχαίο κείμενο) παρασκευαζόταν ψωμί, σε μέρες πείνας, καθώς ήταν είδος σιτηρού δεύτερης σειράς. Αυτό συνέβη κατά την έβδομη πληγή της Αιγύπτου. [Ησαΐας 28:25] Χρησίμευε και ως τροφή των αλόγων, όταν ακόμα δεν είχε ωριμάσει.
Μπορεί την ζέα να την χρησιμοποιούσαν ως τροφή για τα άλογα, αλλά για τους Ρωμαίους ήταν τροφή εκστρατείας. Κατά την Ομηρική εποχή πιθανολογείται ότι η Ζέα χρησιμοποιείτο ως ζωοτροφή. Ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.) αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν ψωμί αποκλειστικά απο ζέα και περιφρονούσαν το σιτάρι και το κριθάρι. Ο Θεόφραστος (4ος αι. π.Χ.) διακρίνει σαφώς τη ζέα απο την όλυρα, χαρακτηρίζοντας την πρώτη ως το πλέον αποδοτικότερο μεταξύ πολλών άλλων δημητριακών. Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά (όλυρα) είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό απο τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται και απο τη χρησιμοποίηση τους σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους.
Τι είναι η Ζέα; Το αρχαιότερο ίσως δημητριακό και βασικό συστατικό της διατροφής των αρχαίων. Αναφέρεται και ως Ζειά, βρίζα, όλυρα, Emmer και ορισμένες φορές συγχέεται με το ασπροσίτι (γερμαν. Dinkel), ή τη Σίκαλη, ή ακόμα και με το καλαμπόκι, μια και η λέξη Zea (Zea mais) είναι η επιστημονική ονομασία του αραβοσίτου.
Η θρεπτική του αξία είναι αδιαμφισβήτητη, άλλωστε δεν είναι τυχαίο που η ετυμολογία της λέξης “ζείδωρος” (αυτός που δωρίζει ζωή) προέρχεται απο αυτό το δημητριακό. Αυτό άλλωστε είναι και το κύριο ζητούμενο της “βελτίωσης” των σιτηρών.
Ζει (ζειαί (πληθυντικός του ζειά)) + δώρος (δώρον) [Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας/ Γεώργιος Δ. Μπαμπινιώτης, Αθήνα, Κέντρο Λεξικολογίας, 1998].
(Ζειά + δωρέομαι) δωρούμενος (δίδων, παράγων) ζειάς [Λεξικόν Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσης/ Ιωάννου Δρ. Σταματάκου, Αθήνα, Βιβλιοπρομηθευτική, 1994].
Μετά απο μακρόχρονη λησμονιά, οι νεότεροι επιστήμονες το “ανακάλυψαν” ξανά και κυρίως μετά τις έρευνες του Άγγλου Allen. Η ζέα είναι δημητριακό που περιέχει 40% μαγνήσιο επιπλέον των άλλων δημητριακών. Το συστατικό αυτό βοηθά στην αντιμετώπιση των κραμπών που εμφανίζονται συνήθως μετά απο πολύωρη ποδηλασία. Είναι σημαντική οχι μόνο για τις ίνες και τα μέταλλα που περιέχει αλλά κυρίως για το μαγνήσιο που ενεργοποιεί τις ενζυματικές διαδικασίες του μεταβολισμού. Αποκαλείται μαγνήτης της Ζωής. Το ποσοστό του αμινοξέος λυσίνη (Lycin) που περιέχει είναι το συστατικό των πρωτεϊνών που αυξάνει την πεπτικότητα τους, ενισχύει το ανοσοποιητικό σύστημα και είναι το βασικό στοιχείο στην βιοχημική λειτουργία του εγκεφάλου.
Βοηθάει στην απορρόφηση θρεπτικών συστατικών (Ca, Mg κ.α.).
Καταστέλλει τις φλεγμονές που χρονίζουν στον οργανισμό και καταστρέφουν τα υγιή κύτταρα.
Καταστέλλει τα ένζυμα του καρκινικού κυττάρου (εμποδίζει την ανάπτυξη και μετάσταση του καρκίνου).
Ο Γαληνός (γιατρός κατά τον 2ο αι. π.Χ.) αναφέρει την όλυρα ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.Χ.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων: η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν “κρίμνον”, και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν “πολτός” (χυλός).Η Ζέα εξαφανίστηκε “μυστηριωδώς” απο τη διατροφή μας. Το 1928 η καλλιέργειά της άρχισε να απαγορεύεται σταδιακά και μέχρι το 1932 καταργήθηκε τελείως στην Ελλάδα. Η λέξη Ζειά, Ζέα κτλ εξαφανίστηκε ακόμα και απο τα λεξικά. Η Ζέα υποβιβάστηκε σε ζωοτροφή. Οι λόγοι δεν είναι σαφείς. Το γιατί παραμένει αδιευκρίνιστο. Το σιτάρι είναι πιο ανταποδοτική καλλιέργεια, αλλά λιγότερο ωφέλιμο για τον οργανισμό. Ήταν η εισαγωγή των αλεύρων σίτου; Ήταν το οικονομικό συμφέρον ή κάτι πιο πολύπλοκο; Στα λεξικά (ελληνικά) ακόμα και σήμερα υπάρχει ως ζωοτροφή.
Αλλά ας το πάρουμε απο την αρχή.
Η ΖΕΑ ( Triticum dicoccum ) είναι ένα απο τα αρχαιότερα δημητριακά που είναι γνωστά στον άνθρωπο.
Δείγματα του βρέθηκαν σε ανασκαφές προϊστορικών οικισμών σε όλο τον Ελληνικό χώρο με παλαιότερο αυτό της Μικράς Ασίας που χρονολογείται 12000 έτη π.Χ.
Ήταν ένα απο τα πρώτα δημητριακά που “εξημέρωσε” ο άνθρωπος και βασικό καλλιεργήσιμο είδος της πρώιμης γεωργίας της Εύφορης Ημισελήνου (Fertile Crescent), δηλαδή της Παλαιστίνης, της Συρίας, του Ευφράτη και του Τίγρη ως τον Περσικό κόλπο. Δείγματα της εκμετάλλευσής του που χρονολογούνται 10.000 χρόνια πριν, έχουν βρεθεί και στην Βόρεια Αφρική.Ο Όμηρος αναφέρεται στην καλλιέργεια της ζέας στην Λακωνική πεδιάδα “πυροί τε ζειαί τ’ ήδ’ εύρυφανές κρί λευκόν”.
Δέσποζε μέχρι τις αρχές των ιστορικών χρόνων μεταξύ των δημητριακών. Με το πέρασμα του χρόνου επιλέχθηκαν πιο αποδοτικές και πιο εύκολες καλλιέργειες δημητριακών, όπως το σιτάρι και το ρύζι. Έτσι η καλλιέργεια της Ζέας είχε σχεδόν εξαφανισθεί...
Για χιλιάδες χρόνια παρέμενε το κυριότερο δημητριακό της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Μετέπειτα αντικαταστάθηκε απο το Triticum turgidum (Durum) το οποίο πιθανά να δημιουργήθηκε απο το Triticum dicoccum με μετάλλαξη. Οι αγρότες προτίμησαν το νέο αυτό δημητριακό λόγω του ότι ο σπόρος αποχωριζόταν απο το φλοιό με μεγαλύτερη ευκολία. Το δημητριακό Triticum dicoccum ή αλλιώς Emmer ή aja όπως ονομάζεται στην Αφρική, έφτασε στην Αιθιοπία πριν απο 5.000 ή και περισσότερα χρόνια και έχει επιζήσει μέχρι τις μέρες μας. Έχει επιζήσει επίσης σε μικρής κλίμακας παραγωγή και στην (πάλαι ποτέ) Γιουγκοσλαβία, Ινδία, Τουρκία, Γερμανία (Βαυαρία), Γαλλία και αλλού.
Αναφορά στην Παλαιά Διαθήκη: “31 Εκτυπήθησαν δέ το λινάριον και η κρίθη διότι η κρίθη ήτο σταχυωμένη, και το λινάριον καλαμωμένον 32 ο σίτος όμως και η ζέα δεν εκτυπήθησαν, διότι ήσαν όψιμα”. [Έξοδος 9: 31, 32].
Απο βρίζα (όλυρα στο αρχαίο κείμενο) παρασκευαζόταν ψωμί, σε μέρες πείνας, καθώς ήταν είδος σιτηρού δεύτερης σειράς. Αυτό συνέβη κατά την έβδομη πληγή της Αιγύπτου. [Ησαΐας 28:25] Χρησίμευε και ως τροφή των αλόγων, όταν ακόμα δεν είχε ωριμάσει.
Μπορεί την ζέα να την χρησιμοποιούσαν ως τροφή για τα άλογα, αλλά για τους Ρωμαίους ήταν τροφή εκστρατείας. Κατά την Ομηρική εποχή πιθανολογείται ότι η Ζέα χρησιμοποιείτο ως ζωοτροφή. Ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.Χ.) αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν ψωμί αποκλειστικά απο ζέα και περιφρονούσαν το σιτάρι και το κριθάρι. Ο Θεόφραστος (4ος αι. π.Χ.) διακρίνει σαφώς τη ζέα απο την όλυρα, χαρακτηρίζοντας την πρώτη ως το πλέον αποδοτικότερο μεταξύ πολλών άλλων δημητριακών. Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά (όλυρα) είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό απο τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται και απο τη χρησιμοποίηση τους σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου