Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΦΑΚΟ ΤΟΥ ΦΡΕΝΤ ΜΠΟΥΑΣΟΝΑ
Μπουασονά Φρεντ – Frederic Boissonnas (1858 - 1946)
.
O Φιλέλληνας Ελβετός Fred Boissonnas είναι ο πρώτος ξένος φωτογράφος που περιηγήθηκε τόσο πολύ στον ελληνικό χώρο, από το 1903 και για περίπου τρεις δεκαετίες. Ταξίδεψε από την Πελοπόννησο ως την Κρήτη και τον Όλυμπο και από την Ιθάκη ως το Άγιον Όρος. Περιηγήθηκε, φωτογράφισε, έγραψε. Το έργο του, πρωτοποριακό αλλά και καθοριστικό για την εξέλιξη της ελληνικής φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα. Μέσα από τις φωτογραφίες και τα λευκώματά του παρουσιάζει ένα πανόραμα της Ελλάδας του Mεσοπολέμου, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης για την Ελλάδα την ίδια περίοδο.
.
Πρόβατα κάτω από την Ακρόπολη, 1903.
Η
οικογένεια των Boissonnas κατάγεται από το Livron, ένα χωριό κοντά στη
Μασσαλία. Όταν στη Γαλλία το κλίμα για τους προτεστάντες έγινε εχθρικό
οι πρόγονοι του Fred, μαζί με πολλές άλλες οικογένειες, αναγκάστηκαν να
καταφύγουν στη Γενεύη. Η καταγωγή της οικογένειας έκανε τον Fred να
πιστεύει πως ήταν απόγονος γενναίων Ελλήνων θαλασσοπόρων που είχαν
εγκατασταθεί εκεί, κοντά στις εκβολές του Ροδανού.
Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του όμως ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη, που την κληρονόμησαν οι γιοι του, ήταν η αιτία που αργότερα άνοιξε στούντιο στη Γενεύη.
Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1858. Πολύπλευρο ταλέντο, κατάφερνε να συνδυάζει τον αθλητισμό με τις σπουδές και τη μουσική. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του στη Γερμανία και την Ουγγαρία, από όπου επέστρεψε το 1880.
Γρήγορα μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά κέρδισε πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 αγόρασε ατελιέ στη Μόσχα, όπου κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης.
Τον ίδιο καιρό φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλε (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου.
.Ο Henri-Antoine Boissonnas, ο πατέρας του Fred, ιδρυτής της φωτογραφικής δυναστείας, άσκησε στην αρχή το επάγγελμα του χαράκτη στο ωρολογοποιείο του πατέρα του, η αδυναμία του όμως ήταν η φωτογραφία. Αυτή η αγάπη, που την κληρονόμησαν οι γιοι του, ήταν η αιτία που αργότερα άνοιξε στούντιο στη Γενεύη.
Ο Fred(eric) Boissonnas γεννήθηκε στις 18 Ιουνίου 1858. Πολύπλευρο ταλέντο, κατάφερνε να συνδυάζει τον αθλητισμό με τις σπουδές και τη μουσική. Μια καρδιακή κρίση του πατέρα του τον υποχρέωσε, πριν τελειώσει το γυμνάσιο, να αναλάβει για μερικούς μήνες το εργαστήριο. Παρά την απειρία του κατάφερε να τα βγάλει πέρα. Μετά από αυτό, ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει να βελτιώσει τις γνώσεις του στη Γερμανία και την Ουγγαρία, από όπου επέστρεψε το 1880.
Γρήγορα μεταμόρφωσε το ατελιέ του πατέρα του σε μαγικό σκηνικό, χρησιμοποιώντας έπιπλα, διακοσμητικές συνθέσεις και σκηνογραφικά υπόβαθρα με απόλυτα νεωτεριστικό πνεύμα και ιδιαίτερα ελκυστικό αποτέλεσμα. Οι φωτογραφίες του χαρακτηρίζονταν για τη ζωντάνια τους και χάρισαν στον Fred διεθνή αναγνώριση. Το ατελιέ του ήταν διαρκώς γεμάτο. Από το 1896 και μετά κέρδισε πολλά βραβεία στη Γενεύη, το Παρίσι, τη Βέρνη, τη Βιέννη, το Σικάγο. Στην Παγκόσμια Έκθεση του Παρισιού του 1900 κέρδισε το πρώτο βραβείο. Μετά και από αυτό το θρίαμβό του, ο Fred άρχισε να εγκαινιάζει ατελιέ στο Παρίσι, τη Λυών και τη Μασσαλία. Το 1902 αγόρασε ατελιέ στη Μόσχα, όπου κατάφερε γρήγορα να προσελκύσει όλη την καλή κοινωνία της πόλης.
Τον ίδιο καιρό φωτογράφησε από μακριά το Mont-Blanc, με τηλεφακό που κατασκευάστηκε στην Αγγλία. Για πρώτη φορά στην ιστορία της φωτογραφίας ξεχώρισε το μπλε (ουρανός) από το άσπρο (χιόνι). Η κορυφή από μόνη της κάλυψε μία πλάκα 15×16 εκ. Η φωτογραφία αυτή έκανε το γύρο του κόσμου.
Φωτογραφίζοντας τη ζωφόρο του ναού της Απτέρου Νίκης στην Ακρόπολη των Αθηνών
.
Ο Fred Boissonnas στην Ελλάδα
.
Το 1902 ο Fred πήρε ένα τηλεγράφημα από το Σκωτσέζο λόρδο Nappier, που του παρήγγειλε: «Πηγαίνετε να κάνετε για μένα στον Παρνασσό αυτό που κάνατε στο Mont-Blanc».
Μαζί με το τηλεγράφημα, ο Nappier έστειλε και 1000 λίρες, ποσό που
μπορούσε να καλύψει τα έξοδα της αποστολής. Επικαλούμενος φόρτο
εργασίας, αρνήθηκε. Επέστρεψε τα χρήματα και πρόσθεσε: «…αν σε ένα χρόνο έχετε την ίδια διάθεση…».
Ένα χρόνο αργότερα (1903) βρήκε στο γραμματοκιβώτιο του νέο τηλεγράφημα
με το ίδιο λακωνικό περιεχόμενο. Αυτή τη φορά αποδέχτηκε την πρόταση.
Πήρε μαζί του το φίλο του Daniel Baud-Bovy και μαζί με τις συζύγους τους
αναχώρησαν για την Ελλάδα.
.Γαστούρι Κέρκυρας, στην πηγή της αυτοκράτειρας Ελισάβετ, 1903.Πρώτος σταθμός τους στην Ελλάδα η Κέρκυρα. Η παρέα θαμπώθηκε από τον πολιτισμό των Ιονίων. Εντυπωσιάστηκε πιο πολύ από τα πασχαλιάτικα έθιμα του νησιού. Έφτασαν τελικά στην Αθήνα και από εκεί στον Παρνασσό. Σχεδόν δυο μήνες πήρε η προσπάθεια του Fred να τραβήξει ένα πλάνο αυτού του τιμημένου βουνού, που να τον ικανοποιεί. Τελικά, ο Fred κι ο Daniel εγκαταστάθηκαν στο Ζεμενό Κορινθίας απ’ όπου μπορούσαν να έχουν πανοραμική άποψη του Παρνασσού. Στο χωριό, που δεν είχε ξαναφανεί φωτογράφος, διοργανώθηκε γιορτή. Ο παπάς του χωριού τούς παραχώρησε το δωμάτιό του. Ο ίδιος αρκέστηκε στο στάβλο που έβαζε το γάιδαρό του. Όταν ο καιρός δεν επέτρεπε τη φωτογράφηση του Παρνασσού, φωτογράφιζε τους χωρικούς στις καθημερινές ασχολίες τους.
.
Βοσκοί στην κορυφή του Παρνασσού, 1903
.Από το πρώτο κιόλας ταξίδι του στην Ελλάδα, σκέφτηκε να συνδέσει τη δουλειά του με την τουριστική προβολή της χώρας. Με διαδοχικά υπομνήματά του πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τη χρηματοδότησή του για τη φωτογράφηση της Ελλάδας, αλλά και των περιοχών που επρόκειτο να ενσωματωθούν σ‘ αυτήν (Κρήτη, Μικρασιατικά παράλια, Ήπειρος, Μακεδονία). Έθεσε τις υπηρεσίες του στην προβολή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό με τη δύναμη της φωτογραφικής εικόνας.
.
Παρθενώνας, 1908
.
Τον Οκτώβριο του 1907, γυρίζοντας από την Αίγυπτο, βρέθηκε στην Ακρόπολη. Είχε πολλά να κάνει εκεί: χρειαζόταν πλάνα για το βιβλίο που ετοίμαζε με τον Daniel καθώς και για την καταγραφή των μνημείων της Αθήνας που του είχε ζητήσει ο εκδότης Eggimann από την Ευρώπη. Ο φωτισμός ήταν αξιοθαύμαστος, η θέα καταπληκτική, ο Παρθενώνας αποκλειστικότητά του: «…πραγματοποιώ ένα όνειρο, είμαι ολομόναχος… Είναι ωραίο να απολαμβάνω τέτοιο θαύμα…», έγραφε ο ίδιος. Αργότερα, ανεβασμένος στην κορυφή μιας σκάλας 12 μέτρων που είχε παραγγείλει σε ένα ντόπιο ξυλουργό, φωτογράφισε την ζωφόρο του Παρθενώνα. Κάποιοι θεώρησαν βλασφημία αυτή τη φωτογράφηση. Τα γλυπτά, έλεγαν, είχαν φτιαχτεί για να τα βλέπει κανείς από το έδαφος. Όλοι όμως επαίνεσαν τις φωτογραφίες που τράβηξε στον Παρθενώνα μετά από μια δυνατή νεροποντή.
.
.
Το
1908 ταξίδεψε και πάλι στην Ελλάδα. Αποβιβάστηκαν στην Αίγινα από όπου
πέρασαν στην Επίδαυρο, στην Αττική και κατέληξαν στα Μετέωρα. Τον
Αύγουστο του 1910 κυκλοφόρησε το λεύκωμα «En Grèce par monts et par
vaux» (Στην Ελλάδα μέσα από τα βουνά και τα λαγκάδια), με τις υπογραφές
των Fred και Daniel. Παρά το γεγονός ότι ήταν πανάκριβο, το λεύκωμα,
σύντομα εξαντλήθηκε. Οι κριτικές ήταν διθυραμβικές. Ο Daniel έγραψε:
«εκεί όπου οι άλλοι δεν ψάχνουν παρά μόνο για ερείπια εμείς ανακαλύψαμε
μια φύση και ένα λαό». Από παντού έφθαναν συγχαρητήρια γράμματα. Όλοι,
από τον πιο ασήμαντο νεαρό Έλληνα φοιτητή ως τον Ελευθέριο Βενιζέλο,
έγραφαν για να εκφράσουν το θαυμασμό τους.
.
.
Τον
Οκτώβριο του 1911 ο Fred και ο Daniel ξανάρθαν στην Ελλάδα. Αυτή τη
φορά προορισμός τους ήταν τα νησιά του Αιγαίου. Περιόδευσαν στη Σκύρο,
την Τήνο, τη Μύκονο, τη Δήλο, τη Νάξο, την Αμοργό, τη Σαντορίνη, τη
Σίκινο, τη Σίφνο, την Πάρο και την Ίο και κατέληξαν στην Κρήτη. Ο
Βενιζέλος τους άνοιξε όλες τις πόρτες.
.
.
.
Το
1912 ο Fred συνόδεψε στο σκάφος «Καληδονία» τον ελληνιστή Victor Berard
στο ταξίδι αναζήτησης της πορείας του ομηρικού ήρωα Οδυσσέα σ’ όλη τη
Μεσόγειο. Η «Καληδονία», πέρασε και από την Πάργα. Οι τουρκικές αρχές
δεν επέτρεψαν τη φωτογράφηση κι έτσι ο Fred αρκέστηκε να τη φωτογραφίσει
από τη θάλασσα. Λίγο καιρό μετά, όταν ελευθερώθηκε η Πάργα, ο Fred
πανηγύριζε που θα μπορούσε, επιτέλους, να τη φωτογραφίσει από κοντά.
Καρπός αυτής της προσπάθειας υπήρξε το βιβλίο «Dans le sillage d’
Ulysse», που εκδόθηκε στο Παρίσι στα 1932, με κείμενα του Victor Berard
και φωτογραφίες του Fred.
.
.
.
Τον
Ιούνιο του 1913 επέστρεψε στην Ελλάδα με τον Daniel. Αυτή τη φορά ήρθαν
«να περιηγηθούν στο Βορρά», με σκοπό τη δημιουργία ενός άλμπουμ. Η
ελληνική κυβέρνηση ανταποκρίθηκε, τελικά, στο αίτημα του Fred να
χρηματοδοτήσει τη φωτογραφική αποτύπωση των περιοχών της Ηπείρου και της
Μακεδονίας, που είχαν περιέλθει στο ελληνικό κράτος με τις νίκες στους
βαλκανικούς πολέμους. Από αυτή την περιπλάνηση στην Ήπειρο προέκυψε το
λεύκωμα «L’ Épire berceau des Grècs» (Ήπειρος, το λίκνο της Ελλάδας),
ενταγμένη στη σειρά «L’ image de la Grècs». Με το λεύκωμα γινόταν φανερό
πως , παρά τη μακραίωνη δουλεία της, η περιοχή είχε ακατάλυτους δεσμούς
με την αρχαία Ελλάδα. Έντονη ήταν η παρουσία και του βυζαντινού
παρελθόντος, συνυφασμένου με τη θρησκευτική συνείδηση των κατοίκων της
περιοχής.
.
.
Η
παρουσία του ελληνικού στρατού στα πλάνα ήταν διακριτική. Τέλος, η
έξοχη ιδέα να επιλεγεί για το εξώφυλλο η φωτογραφία της Δωδώνης με τις
ιερές βελανιδιές σφράγισε την έκδοση αυτή, που αποτέλεσε τον πιο
αυθεντικό εκφραστή των ελληνικών θέσεων στο εξωτερικό! Μετά την Ήπειρο, ο
Fred και ο Daniel ακολούθησαν τα βήματα του νικηφόρου ελληνικού στρατού
και έφτασαν ως τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα φωτογραφίζοντας τις «νέες
χώρες» που απελευθερώθηκαν.
.
.
.
Στις
2 Αυγούστου 1913, με οδηγό το Χρήστο Κάκκαλο, κατέκτησαν την ψηλότερη
κορυφή του Ολύμπου το Μύτικα (2918μ.), που μέχρι τότε παρέμενε απάτητη.
Στις 23 Αυγούστου ο Fred και ο Daniel απέστειλαν μακροσκελή επιστολή στο
Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στη Γενεύη Πέτρο Καψαμπέλη, στην οποία
πρότειναν την ίδρυση εκδοτικού καλλιτεχνικού οίκου για την εκτύπωση
εικονογραφικών λευκωμάτων και «…εν γένει επιχείρησιν πάσης
καλλιτεχνικής εργασίας, ήτις θα ηδύνατο να αναπαραστήση φωτογραφικώς και
καταστήσει γνωστάς τας καλλονάς των ελληνικών χωρών ανά την υφήλιον…».
Αποκαλυπτική για τις προθέσεις της ελληνικής πλευράς, αλλά και των
προθέσεων του Fred είναι η επιστολή του Καψαμπέλη προς τον Υπουργό των
Εξωτερικών: «…ότι η επιχείρησις αύτη καλώς οργανουμένη ηδύνατο να
αποδώση ημίν ανεκτιμήτους υπηρεσίας από πολιτικής, οικονομικής και πάσης
άλλης απόψεως, είνε αναμφισβήτητον. Οι αναλαμβάνοντες ταύτην δεν
αποβλέπουσι κυρίως εις αυτήν ως εις κερδοσκοπικήν επιχείρησιν.
Αναμφιβόλως δεν ρίπτονται εις αυτήν εξ απλής μόνον αισθηματολογίας αλλά
κυρίως επιθυμούσι να συμπληρώσωσιν έργον, εις ό αφιερώθησαν ήδη από
15ετίας…».
.
Κόνιτσα, Μεσογέφυρα, 1913.
Στις 14 Δεκεμβρίου 1918 υπογράφτηκε συμφωνία μεταξύ του Fred και του υπουργού των Εξωτερικών Νικολάου Πολίτη για τη διοργάνωση μιας έκθεσης στο Παρίσι με θέμα την Ελλάδα. Το οριστικό συμβόλαιο, που υπογράφτηκε στις 27 Μαρτίου 1919, προέβλεπε την έκδοση μιας σειράς λευκωμάτων (Smyrne, La Thrace, Constantinople και L’ Hellénisme d’ Asie Mineure).
.
.
Οι
εκδόσεις που θα ακολουθήσουν πιστοποιούν την ελληνική παρουσία στην
ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και ταυτόχρονα προλειαίνουν το έδαφος και
για τα επόμενα βήματα στην πραγματοποίηση της «Μεγάλης Ιδέας». Με την
αμέριστη αρωγή του Ελευθέριου Βενιζέλου, ο οποίος γνώριζε και θαύμαζε το
έργο του Fred Boissonnas, ο «προπαγανδιστικός μηχανισμός της εικόνας»
έφθασε στο απόγειο του μέσα από εκδόσεις και εκθέσεις.
.
.
Το
Μάιο του 1919, λίγες μέρες μετά την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων,
ο Fred στέλνει στη Σμύρνη τον πρωτότοκο γιο του Edmond να φωτογραφίσει
την πόλη για την έκδοση του ομώνυμου λευκώματος. Ο ίδιος, μαζί με τον
τρίτο του γιο τον Henri πήγε στη Θεσσαλονίκη και τις υπόλοιπες περιοχές
της Μακεδονίας, να εξασφαλίσει υλικό για την έκδοση των άλλων
λευκωμάτων. (…Συγκροτούν το ιδεολογικό και το εικονογραφικό έρεισμα της
«προβολής των ελληνικών θέσεων» και το τεκμήριο της ελληνικότητας των
περιοχών μέσω της φωτογραφίας και των επιλεγμένων κειμένων…γράφει
εύστοχα η Ειρήνη Μπουντούρη ο.π. σ. 37.) Μέσα στο 1919 κυκλοφόρησαν τα
λευκώματα «Smyrne» και «Salonique, la ville des belles églises». Το
1920-21 εκδόθηκαν δύο τόμοι για την εκστρατεία στη Μακεδονία, «La
campagne de Macédoine, 1916-17» και «La campagne de Macédoine, 1917-18».
Οι εκδόσεις αυτές στάλθηκαν σε όλες τις ελληνικές πρεσβείες και σε κάθε
σημαντικό πολιτικό πρόσωπο της εποχής.
.
.
.
Στις
5 Ιουνίου του 1921 κατέφθασε στη Σμύρνη ο Henri-Paul με σκοπό να
καλύψει ως φωτορεπόρτερ την εκστρατεία του ελληνικού στρατού μαζί με τον
έμπειρο συνταγματάρχη Fernand Feyler, που θα έγραφε τις ανταποκρίσεις
από το μέτωπο. Ο Fred είχε καταφέρει να πείσει τη νέα ελληνική κυβέρνηση
να συνεχίσει την πολιτική του Βενιζέλου ως προς το έργο που είχε
αναλάβει, και την ομαλή ροή των συμφωνηθέντων ποσών. Η Μικρασιατική
Καταστροφή σηματοδότησε την οικονομική κατάρρευση των εκδόσεων
Boissonnas. Λίγο μετά το 1922 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου αγόρασε το
ατελιέ Cherry-Rousseau. Στην πελατεία συγκαταλέγονταν εκλεκτά ονόματα
της διανόησης και των τεχνών αλλά οι καλές εποχές είχαν περάσει
ανεπιστρεπτί.
.
.
.
Ο
ακούραστος Fred όμως, συνέχισε τα ταξίδια με τον ενθουσιασμό ενός
εφήβου. Μαζί με τον μηχανικό Paul Trembley επισκέφτηκε την Αίγυπτο
(1929) και τον επόμενο χρόνο το Φθινόπωρο φωτογράφισε το Άγιον Όρος. Ένα
χρόνο αργότερα εξέδωσε το βιβλίο «Le Tourisme en Grèce» με πλούσιο
φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη δουλειά του στην Ελλάδα και δικά του
κείμενα.
.
.
Τα
οικονομικά του προβλήματα τον οδήγησαν στην πώληση, ανάμεσα στα άλλα,
του ιστορικού ατελιέ της Γενεύης στο Quai de la Poste καθώς και του
σπιτιού του. Από δω και στο εξής ο Fred ζούσε με τις οικογένειες των
παιδιών του. Η Augusta, η γυναίκα του Fred, δεν άντεξε τον ανεξήγητο
θάνατο της κόρης τους Lilette. Έπαθε σοβαρό νευρικό κλονισμό και πέθανε,
το 1940. Ο Fred την ακολούθησε έξι χρόνια αργότερα. Τις τελευταίες
μέρες της ζωής του τις πέρασε σε ένα μικρό δωμάτιο κοντά στη μικρή του
κόρη Daniele. Από τα γραπτά των δύο τελευταίων χρόνων της ζωής του, που
περιγράφουν παράξενα γεγονότα, φαίνεται ότι ο Fred έφτασε στα όρια
μεταξύ διαυγούς διάνοιας και τρέλας: πίστευε ότι βρισκόταν σε ένα
πορφυρένιο παλάτι, άκουγε παράξενες μουσικές και τραγουδούσε αποσπάσματα
από το Μαγεμένο Αυλό…
.
.
.
Το
έργο του Φρεντ Μπουασονά, αν και γνωστό στην Ευρώπη των αρχών του 20ου
αιώνα, αξίζει σήμερα μια δεύτερη ανάγνωση. Η πρόοδος σε τεχνικά θέματα, η
ανακάλυψη του χρώματος, η ευχρηστία των μηχανών και οι ανέσεις του
ταξιδιού, μπορεί σήμερα να καθιστούν το έργο του απαρχαιωμένο, αλλά η
ιστορική ματιά αποκαλύπτει τον μοντερνισμό του σε σύγκριση με άλλους
φωτογράφους που περιπλανήθηκαν στην Ελλάδα. Ο καλλιτέχνης, πέρα από το
καταγραφικό ενδιαφέρον του για όλα όσα εξαφανίζονται, μας δίνει μια
εικόνα της Ελλάδας που εκτείνεται πέρα από την εθνογραφική μαρτυρία. Η
μεγάλη πίστη και ο θαυμασμός του για τη χώρα αυτή μεταδίδονται μέσα από
το έργο του με μια τρυφερότητα και μια αγάπη που η δύναμη τους ακόμη και
σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, δίνει ψυχή σ’ αυτά τα κομμάτια χαρτιού,
τα οποία θα μπορούσαν να είχαν παραμείνει απλές φωτογραφίες...
.
.
Το κείμενο είναι περίληψη ανάρτησης στο ιστολόγιο Thesprotia News,
όπου μπορείτε να βρείτε ολόκληρο το αφιέρωμα στο Φρεντ Μπουασονά και
περισσότερες φωτογραφίες του. Ακολουθούν οι φωτογραφίες που τράβηξε σε
περιοχές της Πελοποννήσου.
.
Ζεμενό Κορινθίας, ο Fred και ο Daniel τσουγκρίζουν τα ποτήρια με τους οδηγούς των ζώων τους, 1903.
.
.
.
.
.
.
Άνδρες στο δρόμο της Ανδρίτσαινας 1903
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου