xsteam
tvxs.gr/node/121096
Ένα ενδιαφέρον ιστορικό ερώτημα είναι το γιατί οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση μετέβαλαν τόσο γρήγορα τη στάση τους και, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, έγιναν ξαφνικά από σύμμαχοι αντίπαλοι. Το 1942 Αμερικανοί, Σοβιετικοί και Βρετανοί πολεμούσαν από κοινού στην Ευρώπη το «φασιστικό κτήνος» και συνεργάζονταν για τη συντριβή της Γερμανίας του Χίτλερ. Οι Σοβιετικοί, που σήκωναν και το κύριο βάρος του πολέμου κατά του Χίτλερ, με τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και πόρους, ανεφοδιάζονταν με αμερικανικά όπλα και πυρομαχικά. Στη διάσκεψη της Τεχεράνης (1943) οι τρεις Σύμμαχοι υποσχέθηκαν να παραμείνουν Σύμμαχοι και κατά την περίοδο της ειρήνης καθώς και να επιλύσουν όλες τις μεταπολεμικές εκκρεμότητες (τα σύνορα και τα καθεστώτα στην Ευρώπη) με συνεννόηση. Σκιές και καχυποψία στις σχέσεις τους βέβαια υπήρχαν, αλλά κανείς δεν προέβλεψε τη μεγάλη ρήξη και τον Ψυχρό Πόλεμο που θα ακολουθούσε. Αυτό δεν ήταν μια αναγκαστική επιλογή.
Ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως τον ξέρουμε, είναι ένα μόνο ένα από τα πέντε γεωπολιτικά σενάρια που θα μπορούσαν να συμβούν μετά το 1945. Το πρώτο είναι οι τρεις νικήτριες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Μεγάλη Βρετανία) να συνεργάζονταν στενά στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών. Το δεύτερο σενάριο ήταν η ύπαρξη ενός συνεχούς ανταγωνισμού των παλιών συμμάχων, που θα μπορούσαν να μοιραστούν τον κόσμο σε τρεις ζώνες γεωπολιτικής επιρροής. Τα τρία υπόλοιπα σενάρια αφορούν στις πιθανές συμμαχίες μεταξύ δύο εκ των τριών δυνάμεων: θα μπορούσε η Σοβιετική Ένωση να συμμαχήσει με τις ΗΠΑ ενάντια στην αποικιοκρατική Μεγάλη Βρετανία ή η Σοβιετική Ένωση με την Μεγάλη Βρετανία ενάντια στην αμερικανική οικονομική και νεοιμπεριαλιστική δύναμη.
Τελικά επιλέχθηκε η συμμαχία της Βρετανίας με τις ΗΠΑ ενάντια στον κομμουνισμό, και αυτό ήταν που οδήγησε στον Ψυχρό Πόλεμο.
Γιατί έγινε ο Ψυχρός Πόλεμος;
Η αιτία για την τελευταία επιλογή ίσως θα έπρεπε να αναζητηθεί στον αδιάλλακτο αντικομουνισμό του Τσόρτσιλ, που δεν άργησε να εμποτίσει και την απέναντι όχθη του Ατλαντικού ωκεανού. Έχει μείνει στην Ιστορία ο μνημειώδης λόγος του Ουίνστον Τσόρτσιλ στις 5 Μαρτίου του 1946, που έκανε για πρώτη φορά λόγο για το Σιδηρούν Παραπέτασμα: «Μια σκιά κάλυψε τα στρατόπεδα που πρόσφατα φωτίζονταν από τη νίκη των Συμμάχων… Από το Στετίνο στη Βαλτική έως την Τεργέστη στην Αδριατική, υψώνεται ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα που έχει κόψει την Ευρώπη στα δύο».
Η αντικομουνιστική παράνοια του Τσόρτσιλ δεν είναι εντελώς παράνοια, καθώς ο Στάλιν, αφού σύντριψε τον Χίτλερ κατακτώντας το Βερολίνο, φρόντισε να θέσει όλη την Ανατολική Ευρώπη υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της Μόσχας. Οι Αμερικανοί απάντησαν το 1947 στην «κομουνιστική επέλαση» στην Ανατολική Ευρώπη και στην «κομουνιστική εξέγερση» στην Ελλάδα, με το Σχέδιο Μάρσαλ, που ήταν μια γενναιόδωρη παροχή δωρεάν οικονομικής βοήθειας με στόχο την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Δυτικής Ευρώπης. Οι Σοβιετικοί απάντησαν στο Σχέδιο Μάρσαλ με το Δόγμα Jdanov, που παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 1947 στα πλαίσια της ίδρυσης της Kominforn ως η διακήρυξη ενός ιδεολογικού πολέμου: «Δύο στρατόπεδα δημιουργήθηκαν στον κόσμο: από τη μια το ιμπεριαλιστικό και αντιδημοκρατικό, που έχει ως κύριο στόχο την παγκόσμια κυριαρχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και την κατάρρευση της δημοκρατίας, κι από την άλλη το αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό που στοχεύει ουσιαστικά στην εξουδετέρωση του ιμπεριαλισμού, στην ενίσχυση της δημοκρατίας και στην εκκαθάριση των υπολειμμάτων του φασισμού».
Αμερική και Σοβιετική Ένωση, δύο χώρες που δεν είχαν ποτέ πολεμήσει μεταξύ τους, έγιναν έτσι ακήρυχτοι εχθροί. Η επίσημη πολιτική των ΗΠΑ ήταν πλέον εκείνη της «ανάσχεσης», που ευαγγελίστηκε ο George Kennan: «Είναι σαφές πως το κυρίαρχο στοιχείο της αμερικανικής πολιτικής έναντι της ΕΣΣΔ πρέπει να είναι η μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά αυστηρή και άγρυπνη ανάσχεση των επεκτατικών τάσεων της Ρωσίας...».
Η αμερικανική κοινή γνώμη άρχισε να γίνεται όλο και πιο επικριτική απέναντι στο Σοβιετικό κομμουνισμό. Η αμερικανική κομμουνιστοφοβία πυροδότησε τη λεγόμενη «Θεωρία του Ντόμινο», σύμφωνα με την οποία οι Δυτικές χώρες θα γίνουν όλο και πιο ευάλωτες στην κομμουνιστική επιρροή και διείσδυση. Το έδαφος ήταν πλέον έτοιμο για την ανάπτυξη μιας νέας συνωμοσίας στο εσωτερικό των ΗΠΑ, εκείνης του γερουσιαστή Μακάρθι.
H αντικομουνιστική υστερία και ο Μακαρθισμός στις ΗΠΑ
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1950 ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής του Ουισκόνσιν Τζόζεφ Ρ. Μακάρθι αποκάλυψε, όπως ισχυρίστηκε, μια «μαζική κομουνιστική συνωμοσία». Όπως αποκάλυψε στη Λέσχη Ρεπουμπλικάνων Γυναικών του Wheeling της Δυτικής Βιργινίας, είχε στα χέρια του μια «λίστα» 205 προσώπων που φέρουν «κάρτα μέλους ή είναι πιστοί στο κομουνιστικό κόμμα», και εργάζονται, οι περισσότεροι από αυτούς, στο State Department. Στις δύο εβδομάδες που ακολούθησαν ο αριθμός των ατόμων της «μαύρης λίστας» του Μακάρθι έπεσε κατακόρυφα στους 57 για να αυξηθεί στη συνέχεια στα 81 άτομα, όταν ο γερουσιαστής του Ουισκόνσιν ισχυρίστηκε πως η κυβέρνηση Τρούμαν είχε «διαβρωθεί» από τους κομουνιστές!
Βέβαια ο Μακάρθι δεν ανέφερε ποτέ πως αυτή τη «λίστα» την είχε καταρτίσει η ίδια η κυβέρνηση Τρούμαν για να καταγράψει τους υποτιθέμενους «κομμουνιστές» που βρίσκονταν ήδη στις δημόσιες υπηρεσίες και δεν ήταν αποτέλεσμα έρευνας του ίδιου του αντικομουνιστή γερουσιαστή. Κι όμως στις 14 Ιουνίου του 1951 ο Μακάρθι κατηγόρησε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου George C. Marshall και τον Dean Acheson ότι «προχωρούν βήμα-βήμα με τον Στάλιν», βοηθώντας τους κομουνιστές να κατακτήσουν τον κόσμο μέσω «μιας γιγαντιαίας συνωμοσίας», κι ενός «παγκόσμιου δικτύου κατασκόπων που καθοδηγείται από τη Μόσχα», και που έχει «αιχμαλωτίσει» ακόμη και τον ίδιο τον Τρούμαν. Αυτοί οι ισχυρισμοί του Μακάρθι ήταν εντελώς εξωφρενικοί και ανυπόστατοι, κι όμως οι Αμερικανοί τους πίστεψαν!
Υπήρχαν βέβαια αρκετές παγκόσμιες εξελίξεις που έκαναν τους Αμερικανούς ν’ ανησυχούν. Ο Στάλιν είχε ήδη προσπαθήσει να επιβάλει αποκλεισμό στο Δυτικό Βερολίνο. Η Ανατολική Ευρώπη και η Κίνα είχαν γίνει κομμουνιστικές. Ακόμη και η Ελλάδα, η οποία στη Συμφωνία της Γιάλτας αποδόθηκε κατά 90% στη σφαίρα της Δύσης, λίγο έλειψε να περάσει στον κομουνιστικό έλεγχο λόγω της εξέγερσης του ΕΑΜ, η οποία οδήγησε σε Εμφύλιο Πόλεμο. Οι Βορειοκορεάτες, υποστηριζόμενοι από τους Κινέζους και τους Σοβιετικούς, επιτέθηκαν στα Αμερικανικά στρατεύματα στη χερσόνησο της Κορέας. Κι επιπλέον, αυτό που τους ανησυχούσε περισσότερο, ήταν το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση είχε κατασκευάσει την ατομική βόμβα, χάρη και στη μυστική υποστήριξη των Αμερικανών επιστημόνων Julius και Ethel Rosenberg, που αργότερα εκτελέστηκαν ως «κατάσκοποι», μολονότι συνέχισαν μέχρι το τέλος ν’ αρνούνται τις κατηγορίες εναντίον τους.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα μια αμερικανική επιτροπή για την αποκάλυψη των «αντιαμερικανικών δραστηριοτήτων» (HUAC –House of Representatives Un-American Activities), προσπάθησε να εκδιώξει τους λεγόμενους «κόκκινους» από τα σχολεία, τα κολέγια, τις βιβλιοθήκες, τις εκκλησίες ακόμη κι από το Χόλιγουντ. Αυτή η αντικομουνιστική υστερία είχε ως αποτέλεσμα να προπηλακιστούν, να μπουν στη «μαύρη λίστα», και να χάσουν τις δουλειές τους χιλιάδες ευυπόληπτοι καθηγητές, ορισμένοι εκ των οποίων έφτασαν στο σημείο ν’ αυτοκτονήσουν.
Η Κυβερνητική Επιτροπή, που συγκροτήθηκε υπό τον Μακάρθι, υποστηριζόμενη από τον διευθυντή του FBI Έντγκαρ Χούβερ (Edgar J. Hoover), γνωστό ως «κυνηγό των κόκκινων», έθεσε στους δημοσίους υπαλλήλους των ΗΠΑ το δίλημμα να κατονομάσουν κομουνιστές συναδέλφους τους, διαφορετικά θα έχαναν τις δουλειές τους.
Ορισμένοι Αμερικανοί γερουσιαστές, κυρίως Δημοκρατικοί, που άσκησαν κριτική στον Μακάρθι, κατηγορήθηκαν ότι υπέθαλπαν τους κομουνιστές και, φοβούμενοι ότι δεν θα επανεκλεγούν, επέλεξαν τη σιωπή. Σύμφωνα μάλιστα με τον Αμερικανό Ιστορικό Elmo Richardson «οι Αμερικανοί πίστεψαν τους ισχυρισμούς ότι οι Δημοκράτες επέτρεπαν στους κομουνιστές να αναλαμβάνουν υψηλές κυβερνητικές θέσεις».
Στις εκλογές του 1952 ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, είχε ως κύριο θέμα της προεκλογικής του εκστρατείας το τρίπτυχο «Πόλεμος της Κορέας – Κομμουνισμός – Διαφθορά» και μ’ αυτό το σύνθημα νίκησε τον Δημοκρατικό αντίπαλό του. Αν και ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ δεν ασπάζονταν τη φλογερή επιθυμία του Μακάρθι να κάψει όλα τα «κομμουνιστικά βιβλία», εντούτοις δεν άσκησε ποτέ κριτική στη δράση του. Αυτή η πικρή και σκοτεινή εποχή της σύγχρονης Αμερικής πέρασε στην Ιστορία ως «εποχή του Μακαρθισμού». Εν τέλει ο Μακάρθι δεν έδωσε ποτέ στη δημοσιότητα την περιβόητη «λίστα» του και κατηγόρησε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους ως «κομμουνιστές», χωρίς ποτέ ούτε ένας να παραδεχθεί δημοσίως ότι ήταν κομουνιστής!
Η πραγματική συνωμοσία ήταν εκείνη του Μακάρθι…
Σήμερα είναι γνωστό πως δεν υπήρξε στο εσωτερικό των ΗΠΑκάποια «κομμουνιστική συνωμοσία» για την κατάλυση της δημοκρατίας και την κυριαρχία της κόκκινης Μόσχας. Η πραγματική συνωμοσία ήταν εκείνη του Μακάρθι. Πριν από τις εκλογές του 1950, σ’ ένα δείπνο του με τους Συμμάχους, ο γερουσιαστής αυτός ανησυχούσε για την αχνή και ανάξια λόγου καριέρα του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του «ο Μακάρθι μιλούσε με τους καλεσμένους του για λίγο προτού τους ενημερώσει για το ζήτημα της ανάγκης μιας διεξόδου. Οι καλεσμένοι του σκέφτηκαν λίγο προτού επιλέξουν τον Κομμουνισμό, που προτάθηκε από τον Edmund Walsh, έναν αμετανόητο αντικομουνιστή. ‘’Αυτό είναι!’’ είπε ο Μάκαρθι: ‘’Η κυβέρνηση είναι γεμάτη κομουνιστές. Πρέπει να τους σφυροκοπήσουμε’’».
Μόνον όταν ο Μακάρθι έκανε το λάθος να κατηγορήσει τον Αμερικανικό Στρατό ότι «υπέθαλπε κομουνιστές», μόνο τότε η λαϊκή υποστήριξη που είχε εξατμίστηκε και η Γερουσία άρπαξε την ευκαιρία να τον καταψηφίσει. Όταν πέθανε, τρία χρόνια αργότερα, ένας νεαρός γερουσιαστής, είπε ότι κι εκείνος θα είχε καταψηφίσει τον Μακάρθι αν δεν ήταν «άρρωστος» εκείνη τη μέρα. Το όνομα του ήταν Τζον Φ. Κένεντι.
Το στρατιωτικο-βιομηχανικό κατεστημένο των ΗΠΑ;
Πως όμως η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατάφερε να πείσει και να εξαναγκάσει έναν μεγάλο λαό, τον αμερικανικό, που φημίζονταν για τις απομονωτιστικές και φιλειρηνικές του τάσεις, να συρθεί σ’ έναν Ψυχρό Πόλεμο, με τεράστιο οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό κόστος; Μόλις τελείωσε ο αιματηρός Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος οι ΗΠΑ, ως ένας από τους μεγάλους νικητές του πολέμου, έπρεπε ν’ αποφασίσουν αν θα επέστρεφαν στον πατροπαράδοτο απομονωτισμό τους ή αν θα αναλάμβαναν έναν «παγκόσμιο ρόλο». Ως γνωστόν, με πρόφαση την αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής απειλής», οι ΗΠΑ διάλεξαν το δεύτερο και η κυβέρνηση Τρούμαν αντικατέστησε στην κυριολεξία εν μία νυκτί την κλασική αμερικανική δημοκρατία μ’ ένα Κράτος Εθνικής Ασφάλειας, που εξελίχτηκε στη συνέχεια στη σημερινή «Παγκόσμια Αμερικανική Αυτοκρατορία».
Σύμφωνα μάλιστα με τον γνωστό Αμερικανό συγγραφέα Γκορ Βιντάλ: «Στο όνομα της λύτρωσης του κόσμου από τον κομμουνισμό οι ηγέτες των ΗΠΑ δημιούργησαν ένα Κράτος Εθνικής Ασφάλειας, που αναμείχθηκε σε πάνω από 100 κρυφούς και φανερούς πολέμους…». Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε το ΝΑΤΟ, η πανίσχυρη ΝSA (Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας) και δόθηκαν τεράστια κονδύλια και υπερεξουσίες στη CIA, προκειμένου να διεξάγει όσες ανορθόδοξες επιχειρήσεις και πειράματα χρειαζόταν και μάλιστα σε βάρος των ίδιων των Αμερικανών, οι οποίοι είχαν υποστεί μια τέτοια «πλύση εγκεφάλου» ώστε, στο άκουσμα και μόνον της λέξης «κομμουνισμός», αντιδρούσαν αντανακλαστικά όπως τα σκυλιά του Παβλόφ! Αυτό ήταν σχετικά εύκολο να γίνει σε «μια κοινωνία υπάκουων εργατών, ενθουσιωδών καταναλωτών και πειθήνιων στρατιωτών» (Γκορ Βιντάλ). Σε μια κοινωνία όπου ο μέσος πολίτης αφιέρωνε καθημερινά μόλις δέκα λεπτά για «να διαβάσει, να ακούσει και να επιχειρηματολογήσει σχετικά με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, έξω από τη χώρα του...» (Ντην Άτσεσον).
Το Κράτος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ αποφάσισε λοιπόν την παράταση του πολέμου και προώθησε την ιδέα του Ψυχρού Πολέμου δαιμονοποιώντας τους Σοβιετικούς. «Έρχονται οι Ρώσοι!», φώναζαν απειλητικά οι Αμερικανοί πολιτικοί, αποσιωπώντας το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε προλάβει να μαζέψει τα ερείπια από τις ερειπωμένες πόλεις της και να θάψει τα 30 εκατομμύρια των νεκρών της. Οι σχέσεις των δύο χωρών ψυχράθηκαν ραγδαία. Κι όμως οι πολεμικές βιομηχανίες των ΗΠΑ, που είχαν τρομοκρατηθεί με την ιδέα ότι ο πόλεμος τελείωσε, έτριβαν τα χέρια τους γεμάτες ικανοποίηση... Και ξαφνικά οι Αμερικανοί άρχισαν να πληρώνουν ολοένα και περισσότερους φόρους. Τα χρήματα αυτά πήγαιναν στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της χώρας, το οποίο κατασκεύαζε και συντηρούσε τη φονικότερη στρατιωτική μηχανή που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Μια πολεμική μηχανή που είχε ως αιχμή του δόρατός της στα πυρηνικά όπλα και τους βαλλιστικούς πυραύλους.
Η «Ισορροπία του τρόμου» και ο πυρηνικός πόλεμος που δεν έγινε πότε
Όταν το 1949 η Σοβιετική Ένωση απέκτησε την πρώτη της ατομική βόμβα η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ πέρασε και στο πεδίο των πυρηνικών όπλων, τοποθετώντας πάνω από την ανθρωπότητα τη δαμόκλειο σπάθη ενός ενδεχόμενου πυρηνικού ολέθρου. Κι όμως ο αυτός πυρηνικός πόλεμος, που οι πάντες έτρεμαν, δεν έγινε ποτέ. Η επίσημη εξήγηση είναι ότι δεν πραγματοποιήθηκε πυρηνικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ διότι φαίνεται πως λειτούργησε πετυχημένα η «ισορροπία του τρόμου» και ειδικότερα το δόγμα της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής (Nuclear Deterrence), που αδρανοποιούσε τους δύο αντιπάλους.
Το δόγμα αυτό πέρασε από διάφορες φάσεις. Στην αρχή (1950-1962), που οι ΗΠΑ είχαν ακόμη ένα μεγάλο προβάδισμα στην πυρηνική τεχνολογία και το έδαφος τους θεωρούνταν «άτρωτο» από τα πρωτόγονα βαλλιστικά πυρηνικά όπλα των Σοβιετικών, εφάρμοζαν το δόγμα των Μαζικών Αντιποίνων (Massive Retaliation), σύμφωνα με το οποίο η Ουάσιγκτον απειλούσε με μαζικά πυρηνικά αντίποινα τη Μόσχα σε περίπτωση που τα σοβιετικά στρατεύματα, που υπερτερούσαν σε αριθμό και εξοπλισμό στη γηραιά ήπειρο, περνούσαν τις διαχωριστικές γραμμές στην Ευρώπη και προωθούνταν προς τον Ατλαντικό. Το δόγμα αυτό εγκαταλείφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όταν η ραγδαία εξέλιξη των σοβιετικών ICBMs (Intercontinental Ballistic Missiles), κάλυψε το «πυραυλικό χάσμα» με τις ΗΠΑ, που ήταν πλέον ένας εύκολος στόχος για τα σοβιετικά πυρηνικά συστήματα.
Το γεγονός ότι και οι δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις κατείχαν πλέον ισχυρά πυρηνικά συστήματα, η χρησιμοποίηση των οποίων εξασφάλιζε την αμοιβαία τους καταστροφή, οδήγησε στην υιοθέτηση του δόγματος της Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής (Mutual Assured Destruction), γνωστό με τα αρχικά MAD («τρελός»). Το δόγμα ΜΑD, που κράτησε ουσιαστικά από το 1962 ως το 1967 (αν και συνέχισε να ρίχνει τη «σκιά» του μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου), βασίζονταν στην προϋπόθεση ότι και οι δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις είχαν την ικανότητα ανταποδοτικού πυρηνικού πλήγματος (Second Strike Capability) σε περίπτωση που δέχονταν πρώτες πυρηνική επίθεση. Αυτό επιτυγχάνονταν π.χ. με το να περιπολούν συνεχώς τα πυρηνικά τους υποβρύχια εν καταδύσει στους ωκεανούς, έτσι ώστε ακόμη κι ένα-δύο να επιβίωναν, θα μπορούσαν με τους 12 βαλλιστικούς πυραύλους (SLBMs–Submarine Launched Ballistic Missiles), που μετέφεραν στα σιλό τους, να καταστρέψουν τις σημαντικότερες πόλεις του αντιπάλου. Με άλλα λόγια το μόνο που χώριζε την ανθρωπότητα από εκατοντάδες εκατομμύρια απανθρακωμένα πτώματα και ραδιενεργά ερείπια πόλεων και ίσως από την ολοκληρωτική εξάλειψη του είδους μας, ήταν η απλή υποψία ότι εχθρικοί πυρηνικοί πύραυλοι είχαν εκτοξευθεί, πράγμα που θα οδηγούσε στα μαζικά αντίποινα. Επρόκειτο για μια τρομακτική κατάσταση, εφόσον το Τέλος του Κόσμου θα μπορούσε να έλθει απλώς από έναν «λανθασμένο συναγερμό». Ακόμη και σήμερα δεν ξέρουμε πόσες φορές φθάσαμε στο χείλος της ολοκληρωτικής καταστροφής...
Το επόμενο πυρηνικό δόγμα που υιοθετήθηκε πρώτα από τις ΗΠΑ κατά την περίοδο από το 1967 ως το 1980 ήταν εκείνο της Ευλύγιστης Απόκρισης ή Κλιμακωτής Ανταπόδοσης (Flexible Response), σύμφωνα με το οποίο τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα δεν ήταν η πρώτη επιλογή σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση. Στην αρχή θα χρησιμοποιούσαν μόνο συμβατικά όπλα, στη συνέχεια, αν υπήρχε κλιμάκωση, Τακτικά Πυρηνικά Όπλα (σημείο πυρηνικοποποίησης της σύγκρουσης), που ήταν μικρής εμβέλειας και στο τελικό στάδιο μόνον, όταν δεν υπήρχε πλέον σημείο επιστροφής, θα έμπαιναν στο θανάσιμο χορό τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα, που θα κατέστρεφαν τα πάντα. Στην ουσία όμως το δόγμα αυτό προϋπόθετε, ως ένα βαθμό, την ισχύ του δόγματος ΜΑD.
Η ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον νεοσυντηριτικό και βαθιά αντικομουνιστή Ρόναλντ Ρέιγκαν, πρώην ηθοποιό ταινιών γουέστερν, οδήγησε στην άμεση μεταβολή του δόγματος πυρηνικής αποτροπής των ΗΠΑ και την εγκατάλειψη του δόγματος MAD, προς χάριν μιας πιο επιθετικής πυρηνικής στρατηγικής. Έτσι υιοθετήθηκε το δόγμα της Δύναμης Αντίκρουσης ή Ικανότητας Πρώτου Πλήγματος (First Strike Capability), που διήρκεσε μόλις τρία χρόνια (1980-1983). Επρόκειτο για ένα «δόγμα», που αποτελούσε στην ουσία μια στρατηγική εξαπόλυσης πυρηνικού πολέμου: εάν ξεσπούσε πυρηνικός πόλεμος τότε, σύμφωνα με το δόγμα αυτό, τα αμερικανικά πυρηνικά συστήματα ακριβείας (η ακρίβεια στόχευσης των Peacekeeper MX είχε ήδη φθάσει σε αξιοζήλευτα επίπεδα) θα έπρεπε να εκτοξευθούν πρώτα και να επιφέρουν καθοριστικό κτύπημα στους «σκληρούς στόχους» των Σοβιετικών (υπόγεια σιλό, στρατιωτικές βάσεις κ.α.), έτσι ώστε αυτοί να μην είναι σε θέση να ανταπαντήσουν επαρκώς, άρα να αποδεχθούν την ήττα τους. Αναμφίβολα ήταν μια ηλίθια επιθετική και ριψοκίνδυνη στρατηγική γι’ αυτό κι εγκαταλείφθηκε σύντομα.
Στις 23 Μαρτίου του 1983 ο Ρέιγκαν αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα κι ανακοίνωσε στον αμερικανικό λαό ένα πρόγραμμα κι ένα (αντι)πυρηνικό δόγμα «που θα άλλαζε το ρου της παγκόσμιας ιστορίας». Το σχέδιο αυτό ονομάζονταν Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας (Strategic Defence Initiative –SDI) αλλά έγινε ευρύτερα γνωστό ως «Πόλεμος των Άστρων». Στόχος του ήταν η δημιουργία μιας απόρθητης αντιπυραυλικής ασπίδας με την εγκατάσταση αμυντικών συστημάτων και νέων όπλων υψηλής τεχνολογίας ακόμη και στο διάστημα. Θεμελιώνοντας για πρώτη φορά ένα στρατηγικό αποτρεπτικό δόγμα βασιζόμενο σε αμυντικά και όχι σε επιθετικά όπλα, ο Πρόεδρος Ρέιγκαν στρίμωξε την, τεχνολογικά απαρχαιωμένη και οικονομικά σαθρή, Σοβιετική Ένωση στη γωνία. Αν και το πρόγραμμα αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ –παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια που ξοδεύτηκαν στις σχετικές έρευνες– εντούτοις η Μόσχα έπεσε στην «μπλόφα» των Αμερικανών και μπήκε σε διαπραγματεύσεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό (SALT I και ΙΙ), αναγκάστηκε να αποσύρει τους πυραύλους ενδιάμεσου βεληνεκούς από την Ευρώπη, να περιορίσει τις πυρηνικές φιλοδοξίες της και, εν τέλει, να αποδεχθεί την ήττα της!
Ενδιαφέρον έχει πως όλο αυτό το διάστημα το Κρεμλίνο δεν απάντησε με αντίστοιχα στρατηγικά δόγματα, αλλά διατήρησε την άποψη πως ένας πυρηνικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ήταν «αδιανόητος» γιατί θα ήταν αμοιβαία καταστροφικός. Γι’ αυτό και το Κρεμλίνο έδωσε το βάρος στη συμβατική υπεροπλία. Το 1957 ο Σοβιετικός ηγέτης Νικήτα Χρουτσώφ είχε δηλώσει πως «δεν έχουμε την πρόθεση να καταργήσουμε τον καπιταλιστικό κόσμο με βόμβες», αλλά «να τον ξεπεράσουμε στην παραγωγή τροφίμων και αγαθών». Επίσης στα πρακτικά του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης είχε γραφτεί το 1980: «Στα ιμπεριαλιστικά χέρια οι πυρηνικοί πύραυλοι είναι φοβερά πυρηνικά όπλα. Στα χέρια όμως των σοσιαλιστικών κρατών είναι ασπίδες ειρήνης». Βέβαια και οι Σοβιετικοί προετοιμάζονταν για πυρηνικό πόλεμο κατασκευάζοντας εξελιγμένους βαλλιστικούς πυραύλους και 1.500 υπερθωρακισμένα καταφύγια για την προστασία της Σοβιετικής ελίτ. Δεν είχαν όμως ποτέ κάποιο σχέδιο εξαπόλυσης ενός «νικηφόρου πυρηνικού πολέμου», όπως είχε η Ουάσιγκτον επί προεδρίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Το πυραυλικό χάσμα και ο φόβος του «κόκκινου φεγγαριού»
Ένα πράγμα που άγχωνε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ήταν η εκπληκτική πρόοδος των Σοβιετικών στην πυραυλική τεχνολογία και στην κατάκτηση του διαστήματος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1957, με την εκτόξευση του σοβιετικού δορυφόρου Σπούτνικ, η Μόσχα βρέθηκε αναπάντεχα στην πρωτοπορία της κατάκτησης του διαστήματος, κάνοντας του φοβικούς Αμερικανούς να μιλούν για «πυραυλικό χάσμα» (missile gap). Στις 12 Απριλίου του 1961 ο Ρώσος ταγματάρχης Γιούρι Γκαγκάριν, με το διαστημόπλοιο Vostok (Ανατολή), γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που βγαίνει στο διάστημα και κάνει μια πλήρη περιφορά γύρω από τη Γη. Ο Γκαγκάριν είναι ο πρώτος ήρωας της εποποιίας του διαστήματος και το όνομα του γίνεται θρύλος. Στις ΗΠΑ όμως η μεγάλη επιτυχία του Γκαγκάριν άφησε συναισθήματα πικρίας και απογοήτευσης, όπως φαίνεται κι από τα λόγια ενός Αμερικανού γερουσιαστή: «Όλοι θυμούνται τον Λίνμπεργκ, αλλά ποιος θυμάται τον δεύτερο άνθρωπο που πέταξε πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό;».
Για να καλύψουν την καθυστέρηση στην εξερεύνηση του διαστήματος, οι Αμερικανοί ρίχτηκαν σ’ έναν πολυδάπανο αγώνα δρόμου (κόστισε πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια της δεκαετίας του 1960) για την κατάκτηση της Σελήνης, που πυροδοτήθηκε κι από τη σαφή εντολή που έδωσε το 1961 ο πρόεδρος Τζ. Φ. Κένεντι: «Το έθνος μας πρέπει να συσπειρωθεί στην επίτευξη αυτού του σκοπού. Πριν τελειώσει αυτή η δεκαετία ο άνθρωπος θα προσεδαφιστεί στο φεγγάρι και θα επιστρέψει ασφαλής στη Γη…»
Η ιδέα και μόνο ότι μια μέρα θα ξυπνούσε υπό τη σκιά ενός «κομουνιστικού φεγγαριού», πανικόβαλε το μέσο Αμερικανό και γι’ αυτό το σχέδιο της κατάκτησης της Σελήνης είχε μεγάλη υποστήριξη από την κοινή γνώμη των ΗΠΑ. Τελικά ο πολυπόθητος στόχος επιτεύχθηκε, χάρη στην επιτυχία του προγράμματος Απόλλων, και η αμερικανική σημαία τοποθετήθηκε στη σεληνιακή Θάλασσα της Γαλήνης στις 20 Ιουλίου του 1969. Για τους Αμερικανούς ήταν πάνω απ’ όλα μια επίδειξη δύναμης και γοήτρου, αναπτέρωσε την αυτοπεποίθησή τους.
Κανονικά οι Σοβιετικοί θα έπρεπε να απαντήσουν στην πρόκληση της αμερικανικής κατάκτησης της Σελήνης μ’ ένα ακόμη μεγαλύτερο εγχείρημα: με την κατάκτηση του «Κόκκινου Πλανήτη», του Άρη. Όμως οι Σοβιετικοί δεν είχαν τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους αλλά ούτε και τη διάθεση για να κατακτήσουν με θεαματικό τρόπο τον Άρη. Γι’ αυτό και επέλεξαν πιο ρεαλιστικά και οικονομικά βήματα προς την κατεύθυνση της εξερεύνησης του διαστήματος. Μια συνεπής διαστημική πολιτική που ακολουθείται κι από τη σημερινή Ρωσία.
Θερμά επεισόδια και το «μακιαβελικό χέρι» του Κρεμλίνου
Πρέπει να σημειωθεί πως ο Ψυχρός Πόλεμος (1947-1991) δεν ήταν πάντοτε ψυχρός. Θερμά επεισόδια και οξυμένες αντιπαραθέσεις έφεραν ορισμένες φορές τις δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις στο χείλος της πολεμικής αντιπαράθεσης. Το 1960 ένα αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροσκάφος τύπου U-2 καταρρίφθηκε πάνω από το σοβιετικό εναέριο χώρο. Το 1961 ο Νικήτα Χρουτσώφ απαίτησε τα αμερικανικά στρατεύματα να αποσυρθούν από το Δυτικό Βερολίνο και κατόπιν η ανατολικογερμανική κυβέρνηση έκτισε το Τείχος του Βερολίνου, που έμεινε στην Ιστορία ως «Τείχος του Αίσχους». Το 1963 μια ακόμη κρίση εξελίχθηκε στην Κούβα με αφορμή την εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων σ’ αυτό το νησί της Καραϊβικής που απέχει μόλις 240 χλμ. από τις ακτές της Φλόριντα. Η κρίση αυτή έφερε την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα σε τροχιά πυρηνικού πολέμου, αλλά εκτονώθηκε την τελευταία στιγμή με την απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων και την υπόσχεση των ΗΠΑ ότι δεν θα ανέτρεπε το φιλοσοβιετικό καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο (μια υπόσχεση που φαίνεται ότι έχει κρατήσει ως τις μέρες μας).
Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ (1962-1975) οι Σοβιετικοί ενίσχυαν τους κόκκινους Βιετκόνγκ, ενώ κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εισβολής και κατοχής του Αφγανιστάν (1979-1988) οι Αμερικανοί ενίσχυαν και υποστήριζαν τους Μουτζαχεντίν. Παρ’ όλα αυτά Αμερικανοί και Σοβιετικοί στρατιώτες δεν βρέθηκαν πότε να πολεμούν ανοικτά ο ένας τον άλλο.
Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Αμερικανοί αναλυτές έβλεπαν να απλώνεται παντού το «μακιαβελικό χέρι» του Κρεμλίνου και μιλούσαν για «κόκκινο ιμπεριαλισμό» λες και το καθήκον της κομουνιστικής Μόσχας ήταν η εδαφική της επέκταση και όχι η ιδεολογική. Οι γεωπολιτικοί της Δύσης υποστήριζαν πως το «Μεγάλο Παιχνίδι» του 19ου αιώνα, δηλαδή ο ανταγωνισμός της ηπειρωτικής «ρωσικής αρκούδας» που επιθυμούσε να κατέλθει στις θερμές θάλασσες με τη ναυτική και θαλασσοκράτειρα Βρετανία –τη «λευκή φάλαινα»–, αναβίωσε με τη μορφή του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Το περίφημο «Μεγάλο παιχνίδι» του 19ου αιώνα, δηλαδή η γεωπολιτική αντιπαλότητα της χερσαίας Ρωσίας, η οποία κατείχε την περίφημη Κεντροχώρα (Heartland), με τη ναυτική Βρετανία έδωσε τη θέση της σε μια ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ένωσης και της καπιταλιστικής Αμερικής. Υπήρξε εκ μέρους των Δυτικών μια πραγματική γεωπολιτική Ψύχωση περί «σοβιετικής απειλής», η οποία οδήγησε σε υπερβολές. Στη φαντασία των Δυτικών η Ρωσία μετασχηματίστηκε σε ένα γιγαντιαίο φρούριο περιβεβλημένο και προστατευμένο με τις επάλξεις ενός Σταλινικού Σιδηρούν Παραπετάσματος. Στο κέντρο αυτού του «φρουρίου» ήταν το μυστικοπαθές Κρεμλίνο, που ήταν και η επιτομή του «Σιωπηλού Κάστρου», που «διαγράφονταν απειλητικά στις σκοτεινές γωνιές του νου» (Walters, 1974).
Όλα έδειχναν πως ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια νέα αδυσώπητη μάχη για την κυριαρχία του κόσμου. Μόνο που αυτή η «μάχη» ήταν κατασκευασμένη από διάφορα κέντρα των ΗΠΑ με σκοπό όχι απλά να ανασχέσουν την «κομμουνιστική απειλή», αλλά με πρόσχημα την ανάσχεση της, να επεκτείνουν την Αμερικανική Αυτοκρατορία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας.
Μια συνωμοσία του αμερικανικού Νότου;
Σήμερα είναι πλέον γνωστό πως οι Σοβιετικοί «ηττήθηκαν» στον Ψυχρό Πόλεμο, δηλαδή σ’ έναν πόλεμο που δεν έγινε ποτέ. Ποιος όμως μπορεί να κρυβόταν πίσω από την δημιουργία του και την ψύχωση «Ψυχρού Πολέμου»; Αν υπάρχει όντως κάποιος υπεύθυνος αυτός θα πρέπει να αναζητηθεί στον Αμερικανικό Νότο!
Ο αμερικανικός Νότος ήταν πάντα όχι μόνον πιο συντηρητικός και ρατσιστικός, αλλά και πιο ψυχροπολεμικός και «αντικομουνιστικός». Υπάρχει μια προφανής εξήγηση γι’ αυτό: Στο Νότο βρίσκονταν η μεγάλη πλειοψηφία των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων και του προσωπικού (αλλά και των αμυντικών βιομηχανιών), που υποστήριζαν ένθερμα τη συμμετοχή στον πόλεμο του Βιετνάμ και τον Ψυχρό Πόλεμο γενικότερα. Ειδικά ο πόλεμος στο Βιετνάμ (1962-1975) οδήγησε σ’ ένα σχίσμα Βορρά-Νότου στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, με τον προοδευτικό Βορρά να υποστηρίζει το αντιπολεμικό κίνημα και την απαγκίστρωση από το Βιετνάμ και το συντηρητικό Νότο να υποστηρίζει ένθερμα τις στρατιωτικές επεμβάσεις και την ανάσχεση της «κομμουνιστικής απειλής». Ακόμη και σήμερα στις ΗΠΑ οι βόρειες πολιτείες της χώρας π.χ. η Νέα Υόρκη, αντιτίθεται στις στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ιράκ και αλλού, ενώ οι νότιες πολιτείες, από τις οποίες προέρχεται και η «Δυναστεία Μπους», υποστηρίζει επίμονα τις στρατιωτικές επεμβάσεις, επειδή η οικονομία των πολιτειών αυτών ωφελείται από τα υψηλά επίπεδα αμυντικών δαπανών που ξεκίνησαν από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Τελικά υπήρχε η περιβόητη «σοβιετική απειλή» ή ήταν μια αμερικανική κατασκευή; Την απάντηση ίσως να τη δίνει η ταινία Ο Καθοδηγητής (The Good Shepherd, 2007), που ουσιαστικά αφηγείται την ιστορία της CIA από την ίδρυση της την επαύριο της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την κρίση της Κούβας (1962): «Το σοβιετικό σύστημα είναι σάπιο και μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, αν το θελήσετε. Δεν υπάρχει σοβιετική απειλή! Την έχετε κατασκευάσει εσείς για να πουλάτε τα όπλα σας και την κυριαρχία σας στον κόσμο…» Μήπως τελικά και η σημερινή κατασκευή της τρομοϋστερίας εκ μέρους των ΗΠΑ είναι απλώς η συνέχεια του ίδιου μηχανισμού «κατασκευής απειλών», που εγκαινιάστηκε με την κατασκευή του Ψυχρού Πολέμου;
Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και δημιουργός του εναλλακτικού περιοδικού Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com).
Τα γεγονότα είναι λίγο-πολύ γνωστά: Επί μισό σχεδόν αιώνα οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ενεπλάκησαν σ’ έναν Ψυχρό Πόλεμο (Cold War) απέναντι σε μια δύναμη, που ο πρόεδρος Ρέιγκαν είχε αποκαλέσει «Αυτοκρατορία του Κακού», δηλαδή απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και στους δορυφόρους της. Αυτή η ψυχρή αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο πρώην συμμάχους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που ξεκίνησε αμέσως μετά το τέλος του μεγάλου πολέμου, εκτείνονταν από τα παγοπέδια των πόλων ως τις τροπικές ζούγκλες της Ασίας (Βιετνάμ), από τα πυρηνικά υποβρύχια, που καταδύονταν σιωπηλά στους βυθούς των ωκεανών, ως τους δορυφόρους στο διάστημα, κι από το Τείχος του Βερολίνου μέχρι στις αίθουσες του κινηματογράφου, όπου και προβάλλονταν προπαγανδιστικές ταινίες, που δαιμονοποιούσαν κομμουνιστές και καπιταλιστές. Ήταν πράγματι μια κολοσσιαίων διαστάσεων αντιπαράθεση, που όμοια της δεν είχε γνωρίσει ποτέ ως τότε η ανθρωπότητα. Ήταν όμως αληθινή; Μήπως ήταν μια καλοστημένη συνωμοσία από διάφορα κέντρα που δημιούργησαν και καπηλεύτηκαν τον Ψυχρό Πόλεμο;Από Φίλοι Εχθροί
Ένα ενδιαφέρον ιστορικό ερώτημα είναι το γιατί οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση μετέβαλαν τόσο γρήγορα τη στάση τους και, αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, έγιναν ξαφνικά από σύμμαχοι αντίπαλοι. Το 1942 Αμερικανοί, Σοβιετικοί και Βρετανοί πολεμούσαν από κοινού στην Ευρώπη το «φασιστικό κτήνος» και συνεργάζονταν για τη συντριβή της Γερμανίας του Χίτλερ. Οι Σοβιετικοί, που σήκωναν και το κύριο βάρος του πολέμου κατά του Χίτλερ, με τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινο δυναμικό και πόρους, ανεφοδιάζονταν με αμερικανικά όπλα και πυρομαχικά. Στη διάσκεψη της Τεχεράνης (1943) οι τρεις Σύμμαχοι υποσχέθηκαν να παραμείνουν Σύμμαχοι και κατά την περίοδο της ειρήνης καθώς και να επιλύσουν όλες τις μεταπολεμικές εκκρεμότητες (τα σύνορα και τα καθεστώτα στην Ευρώπη) με συνεννόηση. Σκιές και καχυποψία στις σχέσεις τους βέβαια υπήρχαν, αλλά κανείς δεν προέβλεψε τη μεγάλη ρήξη και τον Ψυχρό Πόλεμο που θα ακολουθούσε. Αυτό δεν ήταν μια αναγκαστική επιλογή.
Ο Ψυχρός Πόλεμος, όπως τον ξέρουμε, είναι ένα μόνο ένα από τα πέντε γεωπολιτικά σενάρια που θα μπορούσαν να συμβούν μετά το 1945. Το πρώτο είναι οι τρεις νικήτριες δυνάμεις (ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Μεγάλη Βρετανία) να συνεργάζονταν στενά στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών. Το δεύτερο σενάριο ήταν η ύπαρξη ενός συνεχούς ανταγωνισμού των παλιών συμμάχων, που θα μπορούσαν να μοιραστούν τον κόσμο σε τρεις ζώνες γεωπολιτικής επιρροής. Τα τρία υπόλοιπα σενάρια αφορούν στις πιθανές συμμαχίες μεταξύ δύο εκ των τριών δυνάμεων: θα μπορούσε η Σοβιετική Ένωση να συμμαχήσει με τις ΗΠΑ ενάντια στην αποικιοκρατική Μεγάλη Βρετανία ή η Σοβιετική Ένωση με την Μεγάλη Βρετανία ενάντια στην αμερικανική οικονομική και νεοιμπεριαλιστική δύναμη.
Τελικά επιλέχθηκε η συμμαχία της Βρετανίας με τις ΗΠΑ ενάντια στον κομμουνισμό, και αυτό ήταν που οδήγησε στον Ψυχρό Πόλεμο.
Γιατί έγινε ο Ψυχρός Πόλεμος;
Η αιτία για την τελευταία επιλογή ίσως θα έπρεπε να αναζητηθεί στον αδιάλλακτο αντικομουνισμό του Τσόρτσιλ, που δεν άργησε να εμποτίσει και την απέναντι όχθη του Ατλαντικού ωκεανού. Έχει μείνει στην Ιστορία ο μνημειώδης λόγος του Ουίνστον Τσόρτσιλ στις 5 Μαρτίου του 1946, που έκανε για πρώτη φορά λόγο για το Σιδηρούν Παραπέτασμα: «Μια σκιά κάλυψε τα στρατόπεδα που πρόσφατα φωτίζονταν από τη νίκη των Συμμάχων… Από το Στετίνο στη Βαλτική έως την Τεργέστη στην Αδριατική, υψώνεται ένα Σιδηρούν Παραπέτασμα που έχει κόψει την Ευρώπη στα δύο».
Η αντικομουνιστική παράνοια του Τσόρτσιλ δεν είναι εντελώς παράνοια, καθώς ο Στάλιν, αφού σύντριψε τον Χίτλερ κατακτώντας το Βερολίνο, φρόντισε να θέσει όλη την Ανατολική Ευρώπη υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της Μόσχας. Οι Αμερικανοί απάντησαν το 1947 στην «κομουνιστική επέλαση» στην Ανατολική Ευρώπη και στην «κομουνιστική εξέγερση» στην Ελλάδα, με το Σχέδιο Μάρσαλ, που ήταν μια γενναιόδωρη παροχή δωρεάν οικονομικής βοήθειας με στόχο την ανασυγκρότηση της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Δυτικής Ευρώπης. Οι Σοβιετικοί απάντησαν στο Σχέδιο Μάρσαλ με το Δόγμα Jdanov, που παρουσιάστηκε τον Οκτώβριο του 1947 στα πλαίσια της ίδρυσης της Kominforn ως η διακήρυξη ενός ιδεολογικού πολέμου: «Δύο στρατόπεδα δημιουργήθηκαν στον κόσμο: από τη μια το ιμπεριαλιστικό και αντιδημοκρατικό, που έχει ως κύριο στόχο την παγκόσμια κυριαρχία του αμερικανικού ιμπεριαλισμού και την κατάρρευση της δημοκρατίας, κι από την άλλη το αντιιμπεριαλιστικό και δημοκρατικό που στοχεύει ουσιαστικά στην εξουδετέρωση του ιμπεριαλισμού, στην ενίσχυση της δημοκρατίας και στην εκκαθάριση των υπολειμμάτων του φασισμού».
Αμερική και Σοβιετική Ένωση, δύο χώρες που δεν είχαν ποτέ πολεμήσει μεταξύ τους, έγιναν έτσι ακήρυχτοι εχθροί. Η επίσημη πολιτική των ΗΠΑ ήταν πλέον εκείνη της «ανάσχεσης», που ευαγγελίστηκε ο George Kennan: «Είναι σαφές πως το κυρίαρχο στοιχείο της αμερικανικής πολιτικής έναντι της ΕΣΣΔ πρέπει να είναι η μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά αυστηρή και άγρυπνη ανάσχεση των επεκτατικών τάσεων της Ρωσίας...».
Η αμερικανική κοινή γνώμη άρχισε να γίνεται όλο και πιο επικριτική απέναντι στο Σοβιετικό κομμουνισμό. Η αμερικανική κομμουνιστοφοβία πυροδότησε τη λεγόμενη «Θεωρία του Ντόμινο», σύμφωνα με την οποία οι Δυτικές χώρες θα γίνουν όλο και πιο ευάλωτες στην κομμουνιστική επιρροή και διείσδυση. Το έδαφος ήταν πλέον έτοιμο για την ανάπτυξη μιας νέας συνωμοσίας στο εσωτερικό των ΗΠΑ, εκείνης του γερουσιαστή Μακάρθι.
H αντικομουνιστική υστερία και ο Μακαρθισμός στις ΗΠΑ
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1950 ο ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής του Ουισκόνσιν Τζόζεφ Ρ. Μακάρθι αποκάλυψε, όπως ισχυρίστηκε, μια «μαζική κομουνιστική συνωμοσία». Όπως αποκάλυψε στη Λέσχη Ρεπουμπλικάνων Γυναικών του Wheeling της Δυτικής Βιργινίας, είχε στα χέρια του μια «λίστα» 205 προσώπων που φέρουν «κάρτα μέλους ή είναι πιστοί στο κομουνιστικό κόμμα», και εργάζονται, οι περισσότεροι από αυτούς, στο State Department. Στις δύο εβδομάδες που ακολούθησαν ο αριθμός των ατόμων της «μαύρης λίστας» του Μακάρθι έπεσε κατακόρυφα στους 57 για να αυξηθεί στη συνέχεια στα 81 άτομα, όταν ο γερουσιαστής του Ουισκόνσιν ισχυρίστηκε πως η κυβέρνηση Τρούμαν είχε «διαβρωθεί» από τους κομουνιστές!
Βέβαια ο Μακάρθι δεν ανέφερε ποτέ πως αυτή τη «λίστα» την είχε καταρτίσει η ίδια η κυβέρνηση Τρούμαν για να καταγράψει τους υποτιθέμενους «κομμουνιστές» που βρίσκονταν ήδη στις δημόσιες υπηρεσίες και δεν ήταν αποτέλεσμα έρευνας του ίδιου του αντικομουνιστή γερουσιαστή. Κι όμως στις 14 Ιουνίου του 1951 ο Μακάρθι κατηγόρησε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου George C. Marshall και τον Dean Acheson ότι «προχωρούν βήμα-βήμα με τον Στάλιν», βοηθώντας τους κομουνιστές να κατακτήσουν τον κόσμο μέσω «μιας γιγαντιαίας συνωμοσίας», κι ενός «παγκόσμιου δικτύου κατασκόπων που καθοδηγείται από τη Μόσχα», και που έχει «αιχμαλωτίσει» ακόμη και τον ίδιο τον Τρούμαν. Αυτοί οι ισχυρισμοί του Μακάρθι ήταν εντελώς εξωφρενικοί και ανυπόστατοι, κι όμως οι Αμερικανοί τους πίστεψαν!
Υπήρχαν βέβαια αρκετές παγκόσμιες εξελίξεις που έκαναν τους Αμερικανούς ν’ ανησυχούν. Ο Στάλιν είχε ήδη προσπαθήσει να επιβάλει αποκλεισμό στο Δυτικό Βερολίνο. Η Ανατολική Ευρώπη και η Κίνα είχαν γίνει κομμουνιστικές. Ακόμη και η Ελλάδα, η οποία στη Συμφωνία της Γιάλτας αποδόθηκε κατά 90% στη σφαίρα της Δύσης, λίγο έλειψε να περάσει στον κομουνιστικό έλεγχο λόγω της εξέγερσης του ΕΑΜ, η οποία οδήγησε σε Εμφύλιο Πόλεμο. Οι Βορειοκορεάτες, υποστηριζόμενοι από τους Κινέζους και τους Σοβιετικούς, επιτέθηκαν στα Αμερικανικά στρατεύματα στη χερσόνησο της Κορέας. Κι επιπλέον, αυτό που τους ανησυχούσε περισσότερο, ήταν το γεγονός ότι η Σοβιετική Ένωση είχε κατασκευάσει την ατομική βόμβα, χάρη και στη μυστική υποστήριξη των Αμερικανών επιστημόνων Julius και Ethel Rosenberg, που αργότερα εκτελέστηκαν ως «κατάσκοποι», μολονότι συνέχισαν μέχρι το τέλος ν’ αρνούνται τις κατηγορίες εναντίον τους.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα μια αμερικανική επιτροπή για την αποκάλυψη των «αντιαμερικανικών δραστηριοτήτων» (HUAC –House of Representatives Un-American Activities), προσπάθησε να εκδιώξει τους λεγόμενους «κόκκινους» από τα σχολεία, τα κολέγια, τις βιβλιοθήκες, τις εκκλησίες ακόμη κι από το Χόλιγουντ. Αυτή η αντικομουνιστική υστερία είχε ως αποτέλεσμα να προπηλακιστούν, να μπουν στη «μαύρη λίστα», και να χάσουν τις δουλειές τους χιλιάδες ευυπόληπτοι καθηγητές, ορισμένοι εκ των οποίων έφτασαν στο σημείο ν’ αυτοκτονήσουν.
Η Κυβερνητική Επιτροπή, που συγκροτήθηκε υπό τον Μακάρθι, υποστηριζόμενη από τον διευθυντή του FBI Έντγκαρ Χούβερ (Edgar J. Hoover), γνωστό ως «κυνηγό των κόκκινων», έθεσε στους δημοσίους υπαλλήλους των ΗΠΑ το δίλημμα να κατονομάσουν κομουνιστές συναδέλφους τους, διαφορετικά θα έχαναν τις δουλειές τους.
Ορισμένοι Αμερικανοί γερουσιαστές, κυρίως Δημοκρατικοί, που άσκησαν κριτική στον Μακάρθι, κατηγορήθηκαν ότι υπέθαλπαν τους κομουνιστές και, φοβούμενοι ότι δεν θα επανεκλεγούν, επέλεξαν τη σιωπή. Σύμφωνα μάλιστα με τον Αμερικανό Ιστορικό Elmo Richardson «οι Αμερικανοί πίστεψαν τους ισχυρισμούς ότι οι Δημοκράτες επέτρεπαν στους κομουνιστές να αναλαμβάνουν υψηλές κυβερνητικές θέσεις».
Στις εκλογές του 1952 ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων για την προεδρία των ΗΠΑ, Ντουάιτ Αϊζενχάουερ, είχε ως κύριο θέμα της προεκλογικής του εκστρατείας το τρίπτυχο «Πόλεμος της Κορέας – Κομμουνισμός – Διαφθορά» και μ’ αυτό το σύνθημα νίκησε τον Δημοκρατικό αντίπαλό του. Αν και ο πρόεδρος Αϊζενχάουερ δεν ασπάζονταν τη φλογερή επιθυμία του Μακάρθι να κάψει όλα τα «κομμουνιστικά βιβλία», εντούτοις δεν άσκησε ποτέ κριτική στη δράση του. Αυτή η πικρή και σκοτεινή εποχή της σύγχρονης Αμερικής πέρασε στην Ιστορία ως «εποχή του Μακαρθισμού». Εν τέλει ο Μακάρθι δεν έδωσε ποτέ στη δημοσιότητα την περιβόητη «λίστα» του και κατηγόρησε χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους ως «κομμουνιστές», χωρίς ποτέ ούτε ένας να παραδεχθεί δημοσίως ότι ήταν κομουνιστής!
Η πραγματική συνωμοσία ήταν εκείνη του Μακάρθι…
Σήμερα είναι γνωστό πως δεν υπήρξε στο εσωτερικό των ΗΠΑκάποια «κομμουνιστική συνωμοσία» για την κατάλυση της δημοκρατίας και την κυριαρχία της κόκκινης Μόσχας. Η πραγματική συνωμοσία ήταν εκείνη του Μακάρθι. Πριν από τις εκλογές του 1950, σ’ ένα δείπνο του με τους Συμμάχους, ο γερουσιαστής αυτός ανησυχούσε για την αχνή και ανάξια λόγου καριέρα του. Σύμφωνα με τον βιογράφο του «ο Μακάρθι μιλούσε με τους καλεσμένους του για λίγο προτού τους ενημερώσει για το ζήτημα της ανάγκης μιας διεξόδου. Οι καλεσμένοι του σκέφτηκαν λίγο προτού επιλέξουν τον Κομμουνισμό, που προτάθηκε από τον Edmund Walsh, έναν αμετανόητο αντικομουνιστή. ‘’Αυτό είναι!’’ είπε ο Μάκαρθι: ‘’Η κυβέρνηση είναι γεμάτη κομουνιστές. Πρέπει να τους σφυροκοπήσουμε’’».
Μόνον όταν ο Μακάρθι έκανε το λάθος να κατηγορήσει τον Αμερικανικό Στρατό ότι «υπέθαλπε κομουνιστές», μόνο τότε η λαϊκή υποστήριξη που είχε εξατμίστηκε και η Γερουσία άρπαξε την ευκαιρία να τον καταψηφίσει. Όταν πέθανε, τρία χρόνια αργότερα, ένας νεαρός γερουσιαστής, είπε ότι κι εκείνος θα είχε καταψηφίσει τον Μακάρθι αν δεν ήταν «άρρωστος» εκείνη τη μέρα. Το όνομα του ήταν Τζον Φ. Κένεντι.
Το στρατιωτικο-βιομηχανικό κατεστημένο των ΗΠΑ;
Πως όμως η κυβέρνηση των ΗΠΑ κατάφερε να πείσει και να εξαναγκάσει έναν μεγάλο λαό, τον αμερικανικό, που φημίζονταν για τις απομονωτιστικές και φιλειρηνικές του τάσεις, να συρθεί σ’ έναν Ψυχρό Πόλεμο, με τεράστιο οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό κόστος; Μόλις τελείωσε ο αιματηρός Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος οι ΗΠΑ, ως ένας από τους μεγάλους νικητές του πολέμου, έπρεπε ν’ αποφασίσουν αν θα επέστρεφαν στον πατροπαράδοτο απομονωτισμό τους ή αν θα αναλάμβαναν έναν «παγκόσμιο ρόλο». Ως γνωστόν, με πρόφαση την αντιμετώπιση της «κομμουνιστικής απειλής», οι ΗΠΑ διάλεξαν το δεύτερο και η κυβέρνηση Τρούμαν αντικατέστησε στην κυριολεξία εν μία νυκτί την κλασική αμερικανική δημοκρατία μ’ ένα Κράτος Εθνικής Ασφάλειας, που εξελίχτηκε στη συνέχεια στη σημερινή «Παγκόσμια Αμερικανική Αυτοκρατορία».
Σύμφωνα μάλιστα με τον γνωστό Αμερικανό συγγραφέα Γκορ Βιντάλ: «Στο όνομα της λύτρωσης του κόσμου από τον κομμουνισμό οι ηγέτες των ΗΠΑ δημιούργησαν ένα Κράτος Εθνικής Ασφάλειας, που αναμείχθηκε σε πάνω από 100 κρυφούς και φανερούς πολέμους…». Για το σκοπό αυτό δημιουργήθηκε το ΝΑΤΟ, η πανίσχυρη ΝSA (Υπηρεσία Εθνικής Ασφάλειας) και δόθηκαν τεράστια κονδύλια και υπερεξουσίες στη CIA, προκειμένου να διεξάγει όσες ανορθόδοξες επιχειρήσεις και πειράματα χρειαζόταν και μάλιστα σε βάρος των ίδιων των Αμερικανών, οι οποίοι είχαν υποστεί μια τέτοια «πλύση εγκεφάλου» ώστε, στο άκουσμα και μόνον της λέξης «κομμουνισμός», αντιδρούσαν αντανακλαστικά όπως τα σκυλιά του Παβλόφ! Αυτό ήταν σχετικά εύκολο να γίνει σε «μια κοινωνία υπάκουων εργατών, ενθουσιωδών καταναλωτών και πειθήνιων στρατιωτών» (Γκορ Βιντάλ). Σε μια κοινωνία όπου ο μέσος πολίτης αφιέρωνε καθημερινά μόλις δέκα λεπτά για «να διαβάσει, να ακούσει και να επιχειρηματολογήσει σχετικά με αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο, έξω από τη χώρα του...» (Ντην Άτσεσον).
Το Κράτος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ αποφάσισε λοιπόν την παράταση του πολέμου και προώθησε την ιδέα του Ψυχρού Πολέμου δαιμονοποιώντας τους Σοβιετικούς. «Έρχονται οι Ρώσοι!», φώναζαν απειλητικά οι Αμερικανοί πολιτικοί, αποσιωπώντας το γεγονός ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε προλάβει να μαζέψει τα ερείπια από τις ερειπωμένες πόλεις της και να θάψει τα 30 εκατομμύρια των νεκρών της. Οι σχέσεις των δύο χωρών ψυχράθηκαν ραγδαία. Κι όμως οι πολεμικές βιομηχανίες των ΗΠΑ, που είχαν τρομοκρατηθεί με την ιδέα ότι ο πόλεμος τελείωσε, έτριβαν τα χέρια τους γεμάτες ικανοποίηση... Και ξαφνικά οι Αμερικανοί άρχισαν να πληρώνουν ολοένα και περισσότερους φόρους. Τα χρήματα αυτά πήγαιναν στο στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα της χώρας, το οποίο κατασκεύαζε και συντηρούσε τη φονικότερη στρατιωτική μηχανή που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Μια πολεμική μηχανή που είχε ως αιχμή του δόρατός της στα πυρηνικά όπλα και τους βαλλιστικούς πυραύλους.
Η «Ισορροπία του τρόμου» και ο πυρηνικός πόλεμος που δεν έγινε πότε
Όταν το 1949 η Σοβιετική Ένωση απέκτησε την πρώτη της ατομική βόμβα η αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ πέρασε και στο πεδίο των πυρηνικών όπλων, τοποθετώντας πάνω από την ανθρωπότητα τη δαμόκλειο σπάθη ενός ενδεχόμενου πυρηνικού ολέθρου. Κι όμως ο αυτός πυρηνικός πόλεμος, που οι πάντες έτρεμαν, δεν έγινε ποτέ. Η επίσημη εξήγηση είναι ότι δεν πραγματοποιήθηκε πυρηνικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ διότι φαίνεται πως λειτούργησε πετυχημένα η «ισορροπία του τρόμου» και ειδικότερα το δόγμα της αμοιβαίας πυρηνικής αποτροπής (Nuclear Deterrence), που αδρανοποιούσε τους δύο αντιπάλους.
Το δόγμα αυτό πέρασε από διάφορες φάσεις. Στην αρχή (1950-1962), που οι ΗΠΑ είχαν ακόμη ένα μεγάλο προβάδισμα στην πυρηνική τεχνολογία και το έδαφος τους θεωρούνταν «άτρωτο» από τα πρωτόγονα βαλλιστικά πυρηνικά όπλα των Σοβιετικών, εφάρμοζαν το δόγμα των Μαζικών Αντιποίνων (Massive Retaliation), σύμφωνα με το οποίο η Ουάσιγκτον απειλούσε με μαζικά πυρηνικά αντίποινα τη Μόσχα σε περίπτωση που τα σοβιετικά στρατεύματα, που υπερτερούσαν σε αριθμό και εξοπλισμό στη γηραιά ήπειρο, περνούσαν τις διαχωριστικές γραμμές στην Ευρώπη και προωθούνταν προς τον Ατλαντικό. Το δόγμα αυτό εγκαταλείφθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 όταν η ραγδαία εξέλιξη των σοβιετικών ICBMs (Intercontinental Ballistic Missiles), κάλυψε το «πυραυλικό χάσμα» με τις ΗΠΑ, που ήταν πλέον ένας εύκολος στόχος για τα σοβιετικά πυρηνικά συστήματα.
Το γεγονός ότι και οι δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις κατείχαν πλέον ισχυρά πυρηνικά συστήματα, η χρησιμοποίηση των οποίων εξασφάλιζε την αμοιβαία τους καταστροφή, οδήγησε στην υιοθέτηση του δόγματος της Αμοιβαίας Εξασφαλισμένης Καταστροφής (Mutual Assured Destruction), γνωστό με τα αρχικά MAD («τρελός»). Το δόγμα ΜΑD, που κράτησε ουσιαστικά από το 1962 ως το 1967 (αν και συνέχισε να ρίχνει τη «σκιά» του μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου), βασίζονταν στην προϋπόθεση ότι και οι δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις είχαν την ικανότητα ανταποδοτικού πυρηνικού πλήγματος (Second Strike Capability) σε περίπτωση που δέχονταν πρώτες πυρηνική επίθεση. Αυτό επιτυγχάνονταν π.χ. με το να περιπολούν συνεχώς τα πυρηνικά τους υποβρύχια εν καταδύσει στους ωκεανούς, έτσι ώστε ακόμη κι ένα-δύο να επιβίωναν, θα μπορούσαν με τους 12 βαλλιστικούς πυραύλους (SLBMs–Submarine Launched Ballistic Missiles), που μετέφεραν στα σιλό τους, να καταστρέψουν τις σημαντικότερες πόλεις του αντιπάλου. Με άλλα λόγια το μόνο που χώριζε την ανθρωπότητα από εκατοντάδες εκατομμύρια απανθρακωμένα πτώματα και ραδιενεργά ερείπια πόλεων και ίσως από την ολοκληρωτική εξάλειψη του είδους μας, ήταν η απλή υποψία ότι εχθρικοί πυρηνικοί πύραυλοι είχαν εκτοξευθεί, πράγμα που θα οδηγούσε στα μαζικά αντίποινα. Επρόκειτο για μια τρομακτική κατάσταση, εφόσον το Τέλος του Κόσμου θα μπορούσε να έλθει απλώς από έναν «λανθασμένο συναγερμό». Ακόμη και σήμερα δεν ξέρουμε πόσες φορές φθάσαμε στο χείλος της ολοκληρωτικής καταστροφής...
Το επόμενο πυρηνικό δόγμα που υιοθετήθηκε πρώτα από τις ΗΠΑ κατά την περίοδο από το 1967 ως το 1980 ήταν εκείνο της Ευλύγιστης Απόκρισης ή Κλιμακωτής Ανταπόδοσης (Flexible Response), σύμφωνα με το οποίο τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα δεν ήταν η πρώτη επιλογή σε μια ενδεχόμενη σύγκρουση. Στην αρχή θα χρησιμοποιούσαν μόνο συμβατικά όπλα, στη συνέχεια, αν υπήρχε κλιμάκωση, Τακτικά Πυρηνικά Όπλα (σημείο πυρηνικοποποίησης της σύγκρουσης), που ήταν μικρής εμβέλειας και στο τελικό στάδιο μόνον, όταν δεν υπήρχε πλέον σημείο επιστροφής, θα έμπαιναν στο θανάσιμο χορό τα στρατηγικά πυρηνικά όπλα, που θα κατέστρεφαν τα πάντα. Στην ουσία όμως το δόγμα αυτό προϋπόθετε, ως ένα βαθμό, την ισχύ του δόγματος ΜΑD.
Η ανάληψη της αμερικανικής προεδρίας από τον νεοσυντηριτικό και βαθιά αντικομουνιστή Ρόναλντ Ρέιγκαν, πρώην ηθοποιό ταινιών γουέστερν, οδήγησε στην άμεση μεταβολή του δόγματος πυρηνικής αποτροπής των ΗΠΑ και την εγκατάλειψη του δόγματος MAD, προς χάριν μιας πιο επιθετικής πυρηνικής στρατηγικής. Έτσι υιοθετήθηκε το δόγμα της Δύναμης Αντίκρουσης ή Ικανότητας Πρώτου Πλήγματος (First Strike Capability), που διήρκεσε μόλις τρία χρόνια (1980-1983). Επρόκειτο για ένα «δόγμα», που αποτελούσε στην ουσία μια στρατηγική εξαπόλυσης πυρηνικού πολέμου: εάν ξεσπούσε πυρηνικός πόλεμος τότε, σύμφωνα με το δόγμα αυτό, τα αμερικανικά πυρηνικά συστήματα ακριβείας (η ακρίβεια στόχευσης των Peacekeeper MX είχε ήδη φθάσει σε αξιοζήλευτα επίπεδα) θα έπρεπε να εκτοξευθούν πρώτα και να επιφέρουν καθοριστικό κτύπημα στους «σκληρούς στόχους» των Σοβιετικών (υπόγεια σιλό, στρατιωτικές βάσεις κ.α.), έτσι ώστε αυτοί να μην είναι σε θέση να ανταπαντήσουν επαρκώς, άρα να αποδεχθούν την ήττα τους. Αναμφίβολα ήταν μια ηλίθια επιθετική και ριψοκίνδυνη στρατηγική γι’ αυτό κι εγκαταλείφθηκε σύντομα.
Στις 23 Μαρτίου του 1983 ο Ρέιγκαν αποφάσισε να προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα κι ανακοίνωσε στον αμερικανικό λαό ένα πρόγραμμα κι ένα (αντι)πυρηνικό δόγμα «που θα άλλαζε το ρου της παγκόσμιας ιστορίας». Το σχέδιο αυτό ονομάζονταν Πρωτοβουλία Στρατηγικής Άμυνας (Strategic Defence Initiative –SDI) αλλά έγινε ευρύτερα γνωστό ως «Πόλεμος των Άστρων». Στόχος του ήταν η δημιουργία μιας απόρθητης αντιπυραυλικής ασπίδας με την εγκατάσταση αμυντικών συστημάτων και νέων όπλων υψηλής τεχνολογίας ακόμη και στο διάστημα. Θεμελιώνοντας για πρώτη φορά ένα στρατηγικό αποτρεπτικό δόγμα βασιζόμενο σε αμυντικά και όχι σε επιθετικά όπλα, ο Πρόεδρος Ρέιγκαν στρίμωξε την, τεχνολογικά απαρχαιωμένη και οικονομικά σαθρή, Σοβιετική Ένωση στη γωνία. Αν και το πρόγραμμα αυτό δεν υλοποιήθηκε ποτέ –παρά τα δισεκατομμύρια δολάρια που ξοδεύτηκαν στις σχετικές έρευνες– εντούτοις η Μόσχα έπεσε στην «μπλόφα» των Αμερικανών και μπήκε σε διαπραγματεύσεις για τον πυρηνικό αφοπλισμό (SALT I και ΙΙ), αναγκάστηκε να αποσύρει τους πυραύλους ενδιάμεσου βεληνεκούς από την Ευρώπη, να περιορίσει τις πυρηνικές φιλοδοξίες της και, εν τέλει, να αποδεχθεί την ήττα της!
Ενδιαφέρον έχει πως όλο αυτό το διάστημα το Κρεμλίνο δεν απάντησε με αντίστοιχα στρατηγικά δόγματα, αλλά διατήρησε την άποψη πως ένας πυρηνικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ ήταν «αδιανόητος» γιατί θα ήταν αμοιβαία καταστροφικός. Γι’ αυτό και το Κρεμλίνο έδωσε το βάρος στη συμβατική υπεροπλία. Το 1957 ο Σοβιετικός ηγέτης Νικήτα Χρουτσώφ είχε δηλώσει πως «δεν έχουμε την πρόθεση να καταργήσουμε τον καπιταλιστικό κόσμο με βόμβες», αλλά «να τον ξεπεράσουμε στην παραγωγή τροφίμων και αγαθών». Επίσης στα πρακτικά του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης είχε γραφτεί το 1980: «Στα ιμπεριαλιστικά χέρια οι πυρηνικοί πύραυλοι είναι φοβερά πυρηνικά όπλα. Στα χέρια όμως των σοσιαλιστικών κρατών είναι ασπίδες ειρήνης». Βέβαια και οι Σοβιετικοί προετοιμάζονταν για πυρηνικό πόλεμο κατασκευάζοντας εξελιγμένους βαλλιστικούς πυραύλους και 1.500 υπερθωρακισμένα καταφύγια για την προστασία της Σοβιετικής ελίτ. Δεν είχαν όμως ποτέ κάποιο σχέδιο εξαπόλυσης ενός «νικηφόρου πυρηνικού πολέμου», όπως είχε η Ουάσιγκτον επί προεδρίας του Ρόναλντ Ρέιγκαν.
Το πυραυλικό χάσμα και ο φόβος του «κόκκινου φεγγαριού»
Ένα πράγμα που άγχωνε ιδιαίτερα τους Αμερικανούς στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ήταν η εκπληκτική πρόοδος των Σοβιετικών στην πυραυλική τεχνολογία και στην κατάκτηση του διαστήματος. Στις 4 Οκτωβρίου του 1957, με την εκτόξευση του σοβιετικού δορυφόρου Σπούτνικ, η Μόσχα βρέθηκε αναπάντεχα στην πρωτοπορία της κατάκτησης του διαστήματος, κάνοντας του φοβικούς Αμερικανούς να μιλούν για «πυραυλικό χάσμα» (missile gap). Στις 12 Απριλίου του 1961 ο Ρώσος ταγματάρχης Γιούρι Γκαγκάριν, με το διαστημόπλοιο Vostok (Ανατολή), γίνεται ο πρώτος άνθρωπος που βγαίνει στο διάστημα και κάνει μια πλήρη περιφορά γύρω από τη Γη. Ο Γκαγκάριν είναι ο πρώτος ήρωας της εποποιίας του διαστήματος και το όνομα του γίνεται θρύλος. Στις ΗΠΑ όμως η μεγάλη επιτυχία του Γκαγκάριν άφησε συναισθήματα πικρίας και απογοήτευσης, όπως φαίνεται κι από τα λόγια ενός Αμερικανού γερουσιαστή: «Όλοι θυμούνται τον Λίνμπεργκ, αλλά ποιος θυμάται τον δεύτερο άνθρωπο που πέταξε πάνω από τον Ατλαντικό Ωκεανό;».
Για να καλύψουν την καθυστέρηση στην εξερεύνηση του διαστήματος, οι Αμερικανοί ρίχτηκαν σ’ έναν πολυδάπανο αγώνα δρόμου (κόστισε πάνω από 100 δισεκατομμύρια δολάρια της δεκαετίας του 1960) για την κατάκτηση της Σελήνης, που πυροδοτήθηκε κι από τη σαφή εντολή που έδωσε το 1961 ο πρόεδρος Τζ. Φ. Κένεντι: «Το έθνος μας πρέπει να συσπειρωθεί στην επίτευξη αυτού του σκοπού. Πριν τελειώσει αυτή η δεκαετία ο άνθρωπος θα προσεδαφιστεί στο φεγγάρι και θα επιστρέψει ασφαλής στη Γη…»
Η ιδέα και μόνο ότι μια μέρα θα ξυπνούσε υπό τη σκιά ενός «κομουνιστικού φεγγαριού», πανικόβαλε το μέσο Αμερικανό και γι’ αυτό το σχέδιο της κατάκτησης της Σελήνης είχε μεγάλη υποστήριξη από την κοινή γνώμη των ΗΠΑ. Τελικά ο πολυπόθητος στόχος επιτεύχθηκε, χάρη στην επιτυχία του προγράμματος Απόλλων, και η αμερικανική σημαία τοποθετήθηκε στη σεληνιακή Θάλασσα της Γαλήνης στις 20 Ιουλίου του 1969. Για τους Αμερικανούς ήταν πάνω απ’ όλα μια επίδειξη δύναμης και γοήτρου, αναπτέρωσε την αυτοπεποίθησή τους.
Κανονικά οι Σοβιετικοί θα έπρεπε να απαντήσουν στην πρόκληση της αμερικανικής κατάκτησης της Σελήνης μ’ ένα ακόμη μεγαλύτερο εγχείρημα: με την κατάκτηση του «Κόκκινου Πλανήτη», του Άρη. Όμως οι Σοβιετικοί δεν είχαν τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους αλλά ούτε και τη διάθεση για να κατακτήσουν με θεαματικό τρόπο τον Άρη. Γι’ αυτό και επέλεξαν πιο ρεαλιστικά και οικονομικά βήματα προς την κατεύθυνση της εξερεύνησης του διαστήματος. Μια συνεπής διαστημική πολιτική που ακολουθείται κι από τη σημερινή Ρωσία.
Θερμά επεισόδια και το «μακιαβελικό χέρι» του Κρεμλίνου
Πρέπει να σημειωθεί πως ο Ψυχρός Πόλεμος (1947-1991) δεν ήταν πάντοτε ψυχρός. Θερμά επεισόδια και οξυμένες αντιπαραθέσεις έφεραν ορισμένες φορές τις δύο αντίπαλες υπερδυνάμεις στο χείλος της πολεμικής αντιπαράθεσης. Το 1960 ένα αμερικανικό κατασκοπευτικό αεροσκάφος τύπου U-2 καταρρίφθηκε πάνω από το σοβιετικό εναέριο χώρο. Το 1961 ο Νικήτα Χρουτσώφ απαίτησε τα αμερικανικά στρατεύματα να αποσυρθούν από το Δυτικό Βερολίνο και κατόπιν η ανατολικογερμανική κυβέρνηση έκτισε το Τείχος του Βερολίνου, που έμεινε στην Ιστορία ως «Τείχος του Αίσχους». Το 1963 μια ακόμη κρίση εξελίχθηκε στην Κούβα με αφορμή την εγκατάσταση σοβιετικών πυραύλων σ’ αυτό το νησί της Καραϊβικής που απέχει μόλις 240 χλμ. από τις ακτές της Φλόριντα. Η κρίση αυτή έφερε την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα σε τροχιά πυρηνικού πολέμου, αλλά εκτονώθηκε την τελευταία στιγμή με την απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων και την υπόσχεση των ΗΠΑ ότι δεν θα ανέτρεπε το φιλοσοβιετικό καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο (μια υπόσχεση που φαίνεται ότι έχει κρατήσει ως τις μέρες μας).
Κατά τη διάρκεια του Πολέμου του Βιετνάμ (1962-1975) οι Σοβιετικοί ενίσχυαν τους κόκκινους Βιετκόνγκ, ενώ κατά τη διάρκεια της σοβιετικής εισβολής και κατοχής του Αφγανιστάν (1979-1988) οι Αμερικανοί ενίσχυαν και υποστήριζαν τους Μουτζαχεντίν. Παρ’ όλα αυτά Αμερικανοί και Σοβιετικοί στρατιώτες δεν βρέθηκαν πότε να πολεμούν ανοικτά ο ένας τον άλλο.
Σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι Αμερικανοί αναλυτές έβλεπαν να απλώνεται παντού το «μακιαβελικό χέρι» του Κρεμλίνου και μιλούσαν για «κόκκινο ιμπεριαλισμό» λες και το καθήκον της κομουνιστικής Μόσχας ήταν η εδαφική της επέκταση και όχι η ιδεολογική. Οι γεωπολιτικοί της Δύσης υποστήριζαν πως το «Μεγάλο Παιχνίδι» του 19ου αιώνα, δηλαδή ο ανταγωνισμός της ηπειρωτικής «ρωσικής αρκούδας» που επιθυμούσε να κατέλθει στις θερμές θάλασσες με τη ναυτική και θαλασσοκράτειρα Βρετανία –τη «λευκή φάλαινα»–, αναβίωσε με τη μορφή του Ψυχρού Πολέμου ανάμεσα στις δύο υπερδυνάμεις, τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Το περίφημο «Μεγάλο παιχνίδι» του 19ου αιώνα, δηλαδή η γεωπολιτική αντιπαλότητα της χερσαίας Ρωσίας, η οποία κατείχε την περίφημη Κεντροχώρα (Heartland), με τη ναυτική Βρετανία έδωσε τη θέση της σε μια ιδεολογική αντιπαράθεση μεταξύ της κομμουνιστικής Σοβιετικής Ένωσης και της καπιταλιστικής Αμερικής. Υπήρξε εκ μέρους των Δυτικών μια πραγματική γεωπολιτική Ψύχωση περί «σοβιετικής απειλής», η οποία οδήγησε σε υπερβολές. Στη φαντασία των Δυτικών η Ρωσία μετασχηματίστηκε σε ένα γιγαντιαίο φρούριο περιβεβλημένο και προστατευμένο με τις επάλξεις ενός Σταλινικού Σιδηρούν Παραπετάσματος. Στο κέντρο αυτού του «φρουρίου» ήταν το μυστικοπαθές Κρεμλίνο, που ήταν και η επιτομή του «Σιωπηλού Κάστρου», που «διαγράφονταν απειλητικά στις σκοτεινές γωνιές του νου» (Walters, 1974).
Όλα έδειχναν πως ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια νέα αδυσώπητη μάχη για την κυριαρχία του κόσμου. Μόνο που αυτή η «μάχη» ήταν κατασκευασμένη από διάφορα κέντρα των ΗΠΑ με σκοπό όχι απλά να ανασχέσουν την «κομμουνιστική απειλή», αλλά με πρόσχημα την ανάσχεση της, να επεκτείνουν την Αμερικανική Αυτοκρατορία σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας.
Μια συνωμοσία του αμερικανικού Νότου;
Σήμερα είναι πλέον γνωστό πως οι Σοβιετικοί «ηττήθηκαν» στον Ψυχρό Πόλεμο, δηλαδή σ’ έναν πόλεμο που δεν έγινε ποτέ. Ποιος όμως μπορεί να κρυβόταν πίσω από την δημιουργία του και την ψύχωση «Ψυχρού Πολέμου»; Αν υπάρχει όντως κάποιος υπεύθυνος αυτός θα πρέπει να αναζητηθεί στον Αμερικανικό Νότο!
Ο αμερικανικός Νότος ήταν πάντα όχι μόνον πιο συντηρητικός και ρατσιστικός, αλλά και πιο ψυχροπολεμικός και «αντικομουνιστικός». Υπάρχει μια προφανής εξήγηση γι’ αυτό: Στο Νότο βρίσκονταν η μεγάλη πλειοψηφία των αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων και του προσωπικού (αλλά και των αμυντικών βιομηχανιών), που υποστήριζαν ένθερμα τη συμμετοχή στον πόλεμο του Βιετνάμ και τον Ψυχρό Πόλεμο γενικότερα. Ειδικά ο πόλεμος στο Βιετνάμ (1962-1975) οδήγησε σ’ ένα σχίσμα Βορρά-Νότου στην αμερικανική εξωτερική πολιτική, με τον προοδευτικό Βορρά να υποστηρίζει το αντιπολεμικό κίνημα και την απαγκίστρωση από το Βιετνάμ και το συντηρητικό Νότο να υποστηρίζει ένθερμα τις στρατιωτικές επεμβάσεις και την ανάσχεση της «κομμουνιστικής απειλής». Ακόμη και σήμερα στις ΗΠΑ οι βόρειες πολιτείες της χώρας π.χ. η Νέα Υόρκη, αντιτίθεται στις στρατιωτικές επεμβάσεις στο Ιράκ και αλλού, ενώ οι νότιες πολιτείες, από τις οποίες προέρχεται και η «Δυναστεία Μπους», υποστηρίζει επίμονα τις στρατιωτικές επεμβάσεις, επειδή η οικονομία των πολιτειών αυτών ωφελείται από τα υψηλά επίπεδα αμυντικών δαπανών που ξεκίνησαν από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου.
Τελικά υπήρχε η περιβόητη «σοβιετική απειλή» ή ήταν μια αμερικανική κατασκευή; Την απάντηση ίσως να τη δίνει η ταινία Ο Καθοδηγητής (The Good Shepherd, 2007), που ουσιαστικά αφηγείται την ιστορία της CIA από την ίδρυση της την επαύριο της λήξης του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι την κρίση της Κούβας (1962): «Το σοβιετικό σύστημα είναι σάπιο και μπορεί να καταρρεύσει ανά πάσα στιγμή, αν το θελήσετε. Δεν υπάρχει σοβιετική απειλή! Την έχετε κατασκευάσει εσείς για να πουλάτε τα όπλα σας και την κυριαρχία σας στον κόσμο…» Μήπως τελικά και η σημερινή κατασκευή της τρομοϋστερίας εκ μέρους των ΗΠΑ είναι απλώς η συνέχεια του ίδιου μηχανισμού «κατασκευής απειλών», που εγκαινιάστηκε με την κατασκευή του Ψυχρού Πολέμου;
Ο Γιώργος Στάμκος (stamkos@post.com) είναι συγγραφέας και δημιουργός του εναλλακτικού περιοδικού Ζενίθ (www.zenithmag.wordpress.com).