Ρομαντισμός ( 1800 – 1890 ) Α΄ Μέρος
Το γύρισμα του 18ου αιώνα βρήκε
την γηραιά ήπειρο σε μια κατάσταση γενικευμένης κρίσης. Οι γρήγοροι ρυθμοί
αστικοποίησης και εκβιομηχάνισης των Ευρωπαϊκών χωρών, μετά τη διάσπαση της
φεουδαρχικής κοινωνίας, είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά ραγδαίων εξελίξεων σε
οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο. Οι έντονες οικονομικές
ανακατατάξεις οδήγησαν σε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου ενός μεγάλου
μέρους του πληθυσμού. Σο γεγονός αυτό είχε ως επακόλουθο την έκρηξη και
εξάπλωση διαφόρων επαναστατικών κινημάτων με κοινωνικά αιτήματα, με αποκορύφωμα
τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, γεγονός που θα οδηγήσει στη διάδοση των ιδεών
της ελευθερίας και της ισότητας.
O Ρομαντισμός αποτελεί καλλιτεχνικό κίνημα που αναπτύχθηκε
στα τέλη του 18ου αιώνα στη Δυτική Ευρώπη. Αναπτύχθηκε αρχικά στη Μεγάλη
Βρετανία και τη Γερμανία, για να εξαπλωθεί αργότερα κυρίως στη Γαλλία και την
Ισπανία. Καταρχήν αποτέλεσε λογοτεχνικό ρεύμα, ωστόσο επεκτάθηκε τόσο στις
εικαστικές τέχνες όσο και στη μουσική. Ακολούθησε ιστορικά την περίοδο του
διαφωτισμού και αντιτάχθηκε στην αριστοκρατία της εποχής. Συνδέθηκε μάλιστα
ισχυρά, με τις ιδέες του Ζαν Ζακ Ρουσσώ. Κύριο χαρακτηριστικό του ρομαντισμού
αποτελεί η έμφαση στην πρόκληση ισχυρής συγκίνησης μέσω της τέχνης καθώς και η
μεγαλύτερη ελευθερία στη φόρμα, σε σχέση με τις περισσότερο κλασσικές
αντιλήψεις στον ρομαντισμό, κυρίαρχο στοιχείο είναι το συναίσθημα αντί της
λογικής.
Ο Ρομαντισμός εκδηλώνεται στις
αρχές του Ι9ου αιώνα ως ένα νεωτεριστικό κίνημα ενάντια στο στείρο ακαδημαϊσμό.
Αντλεί τα θέματά του από τη σύγχρονη εποχή και το περιβάλλον με μια ιδιαίτερη
αγάπη για τα εξωτικά θέματα (από την Αλγερία για παράδειγμα), για τους αγώνες
των λαών για αποτίναξη της δουλείας και της καταπίεσης, ή θέματα πάλης ενάντια
στα στοιχεία της φύσης το Μεσαίωνα κτλ. Μέσα απ‟ αυτά
τα θέματα προβάλλει η αδύναμη αλλά ηρωική μορφή του ανθρώπου που μάχεται
ενάντια στους ποικίλους κινδύνους, σε θέματα που καθαρά ή συμβολικά,
παρουσιάζουν αυτούς τους αγώνες. Σα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιεί ο
Ρομαντισμός είναι ταιριαστά με το περιεχόμενο του έργου. Η βιαιότητα βρίσκει
την έκφρασή της στην ενεργητική κίνηση στους ανθρώπους, στα ζώα, στο νερό, στα
σύννεφα, στον καπνό κτλ.
Χαρακτηριστικά του ρομαντικού
κινήματος:
1.Σο ιδεώδες της καλλιτεχνικής έκφρασης
2.Η αμφισβήτηση της κυριαρχίας της λογικής, η αναζήτηση
ιδιωτικών τρόπων καλλιτεχνικής έκφρασης και η δημόσια προβολή ατομικών
προσωπικών συναισθημάτων
3.Οι συναισθηματικές μεταπτώσεις
4.Η διάθεση φυγής από την πραγματικότητα-στροφή στο μύθο
και τη φαντασία
5.Η νοσταλγία για το παρελθόν
6.Μια νέα
αντίληψη για το ρόλο του καλλιτέχνη ως διανοούμενου και στοχαστή στη ζωγραφική
το περίγραμμα καταργείται, η φόρμα τεμαχίζεται λίγο πολύ από αδρές πινελιές,
ενώ το χρώμα είναι εκφραστικό, έντονο αντιθετικό, οι φωτοσκιάσεις επίσης
δραματικές. Δυο από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους στη ζωγραφική είναι οι
Γάλλοι Ζερικό και Ντελακρουά.
Στη γλυπτική επίσης έχουμε θέματα
ανάλογα μ‟ αυτά στη ζωγραφική. Η πλοκή των
όγκων γίνεται ενεργητική και πολύπλοκη, οι μυώνες συσπώνται, τα βαθουλώματα και
οι προεξοχές είναι έντονες, ώστε το φως σκιά να είναι ανάλογα έντονο και να
εκφράζει βαθιές ψυχικές καταστάσεις. „Ένας από τους πιο σημαντικούς γλύπτες
είναι ο Γάλλος Ριντ. στην αρχιτεκτονική έχουμε μια στροφή προς τα κλασικά και
τα γοτθικά πρότυπα. Παρά το γεγονός ότι ο Κλασικισμός και Νεοκλασικισμός
αποτελούν μια θετική εξέλιξη στην ιστορία της τέχνης, ωστόσο κι αυτά τα ρεύματα
ακολούθησαν το δρόμο της παρακμής. „Έγινε ήδη αντιληπτό από τα τέλη του 18ου
αρχές 19ου αιώνα πως η στροφή στο παρελθόν δεν μπορούσε πια να ικανοποιήσει τις
σύγχρονες αισθητικές αντιλήψεις πολύ λιγότερο δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν σε
ακαδημαϊκές αντιλήψεις που σκλήρυναν τη δημιουργική πνοή σε μια τέχνη
κατεστημένου, σε μια πράξη δίχως σκοπό, περιεχόμενο και προοπτικές.
Μ‟ αυτά τα γενικά χαρακτηριστικά εκδηλώνεται το ρομαντικό κίνημα γύρω στο
κλείσιμο του 18ου αιώνα στη Γαλλία. Ξαπλώνεται σ‟ όλες τις χώρες της Ευρώπης και στην Αμερική και κρατά ως
τα μέσα του Ι9ου αιώνα περίπου, για να ακολουθήσει ο Ρεαλισμός στις διάφορές
του μορφές.
Ρομαντική Μουσική
Στη μουσική ο ρομαντισμός στοχεύει να προκαλέσει τη συγκίνηση και μια περισσότερο ονειρική
ατμόσφαιρα. Προς το στόχο αυτό, σημαντικό ρόλο έπαιξε η αντικατάσταση του
κλειδοκύμβαλου από το πιάνο, γεγονός που επέτρεψε στους μουσικούς της εποχής να
εναλλάσσουν έντονα τις δυναμικές στην ερμηνεία τους. Αρκετά ακόμα όργανα
τροποποιήθηκαν με τον ίδιο απώτερο σκοπό. Η ενορχήστρωση της ρομαντικής
μουσικής είναι επίσης περισσότερο τολμηρή. Σα ώριμα έργα του Λούντβιχ βαν
Μπετόβεν μπορούν να θεωρηθούν ως η αρχή του μουσικού ρομαντισμού, σε
αντιπαραβολή με τις πρώτες του δημιουργίες, που ακολουθούν το κλασσικό ύφος.
Φαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της ρομαντικής περιόδου στη μουσική είναι: Λούντβιχ
βαν Μπετόβεν, Φραντς Σούμπερτ, Νικολό Παγκανίνι, Φρεντερίκ Σοπέν, Ρόμπερτ Σούμαν.
Χαρακτηριστικά στοιχεία του
Ρομαντισμού στη μουσική:
1.καθιερώνεται το τονικό σύστημα (μείζονα, ελάσσονα)
2.τα μεγάλα μελωδικά τόξα (μουσικές φράσεις με μεγάλες,
ως επί το πλείστον, χρονικής διάρκειας νότες) που αυτό σημαίνει ροπή προς
ακινησία, παθητική συναισθηματική παρατήρηση, ονειροπόλημα, εσωστρέφεια.
3.οι χρωματικές αλλοιώσεις
4. πιο ελεύθερη χρήση των διαφόρων μουσικών μορφών, όπως
η σονάτα και η συμφωνία.
5. τα μουσικά όργανα που χρησιμοποιούνται τη περίοδο αυτή
είναι τα κρουστά, τα ξύλινα πνευστά αλλά το πιο δημοφιλές είναι το πιάνο.
6. συνεχείς μετατροπίες (αλλαγές τονικών κέντρων -
κλιμάκων)
7. πληθωρικότητα στη μελωδική έκφραση
8. πλούσιες σε ηχοχρώματα ενορχηστρώσεις και πολυπληθείς
ορχήστρες
Περίοδοι Ρομαντισμού στη
μουσική:
Πρώιμος Ρομαντισμός (1800-1830)
Πρώτη ρομαντική όπερα «Ο
ελεύθερος σκοπευτής» του Βέμπερ
(Γερμανία) και τα τραγούδια του Σούμπερτ (Αυστρία) όπως και τα όψιμα
έργα του Μπετόβεν (Γερμανία).
Ακμή του Ρομαντισμού(1830-1850)
Στη Γαλλία (Παρίσι) ο Μπερλιόζ
δημιουργεί τη Φανταστική συμφωνία (περιγραφική μουσική) και ο Γαλλοπολωνός Σοπέν
στο Παρίσι, εδραιώνεται σαν ποιητής του πιάνου με την ονειρική λυρική
μαγεία της μουσικής του. Ο βιολιστής-συνθέτης Παγκανίνι (Ιταλία) και ο
αντίστοιχός του στο πιάνο Λιστ (Αυστρία-Ουγγαρία), με πρωτοφανή
ανήκουστη για τα χρονικά δεξιοτεχνία, ξεσηκώνουν, όπου παίζουν, το κοινό.
Στη Γερμανία ο Σούμαν (ρομαντική
ποιητική μουσική), ο Μέντελσον (ρομαντικός κλασικισμός) και ο Βάγκνερ
(ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της γερμανικής όπερας).
Στην Ιταλία ο Ντονιτσέττι με
την Λουτσία ντι Λαμμερμούρ καθιερώνεται κύριος εκπρόσωπος της ρομαντικής
όπερας, ο Μπελλίνι (Νόρμα, υπνοβάτιδα) συνεχίζουν την παράδοση του
μπελκάντο (ωραίο τραγούδι) και ο Βέρντι με τις μελοδραματικές όπερες του
ενθουσιάζει το κοινό και το ενθαρρύνει στην ενοποίηση της χώρας του (Όπερα
Ναμπούκο).
Όψιμος Ρομαντισμός (1850-1890)
Ο Λιστ συνθέτει τα συμφωνικά του ποιήματα
(προγραμματική μουσική) και ο Βάγκνερ αναπτύσσει στην όπερα το μουσικό
δράμα, πιστεύοντας στην δημιουργική συνέχεια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Ο
Μπρουχ (Γερμανία) πέρασε στο πάνθεον των αθανάτων με το κοντσέρτο για
βιολί Νο 1 έργο 26.(Από τα συγκλονιστικότερα στο είδος ).
Τον Ρομαντισμό στη Ρωσία εκπροσωπεί ο Τσαϊκόφσκι
(Λίμνη των κύκνων, η όπερα Ευγένιος Ονέγκιν, Συμφωνίες κ.λ.π) και στην
Αγγλία ο Έλγκαρ (παραλλαγές Enigma).
Στο Παρίσι έχουμε τους Γκουνώ (όπερα
Υάουστ) και Σαιν Σανς -πρώτος συνθέτης βωβού κινηματογράφου- (΄0περα
αμψών και Δαλιδά,) τον Βέλγο Φρανκ (Συμφωνιστής και μαέστρος στις
παραλλαγές) και στην Βιέννη τον μεγάλο συνθέτη Συμφωνιών Βρούκνερ (Αυστρία)
με το μεγαλειώδες 1ο μέρος
και το αξέχαστο σκέρτσο της 9ης του, όπως επίσης στην ίδια πόλη και τον μεγάλο τελευταίο
των Ρομαντικών γερμανό Μπραμς (το νανούρισμά του «καλό βράδυ, καληνύχτα»
ηχεί παγκοσμίως για νεογέννητα βρέφη) . Έκτωρ Μπερλιόζ (1803-1869)
Λουί - Έκτωρ Μπερλιόζ
Είναι ο πρώτος μεγάλος γάλλος ρομαντικός συνθέτης
που άλλαξε με το έργο του τη μορφή της κλασικής συμφωνίας. Ο Λουί - Έκτωρ
Μπερλιόζ γεννήθηκε στις 11 Δεκεμβρίου του 1803 σε μια μικρή κωμόπολη κοντά στη
Λιόν, στη Γαλλία. Εκπαιδεύτηκε στο σπίτι από τον πατέρα του, Λουί - Ζοζέφ, έναν
επιτυχημένο γιατρό που του δίδαξε λογοτεχνία, επιστήμη και γλώσσες. Ο Έκτωρ
ήταν ένα ευαίσθητο παιδί που επηρεαζόταν συναισθηματικά από οτιδήποτε έβλεπε ή
άκουγε.
Όταν ήταν μόλις 12 χρονών έπαιζε ήδη καλά φλογέρα,
σύντομα όμως ασχολήθηκε με το φλάουτο. Άρχισε να σπουδάζει στην Ιατρική σχολή
του Παρισιού, τον Οκ-τώβριο του 1821, με την πεποίθηση ότι η πόλη θα του άνοιγε
νέους μουσικούς ορίζοντες. σε ηλικία 23 χρόνων εγκατέλειψε το πανεπιστήμιο,
γράφτηκε στο ωδείο και τον επόμενο χρόνο άρχισε ήδη να συνθέτει.
Σε ηλικία 27 χρόνων έγραψε το πρώτο σημαντικό του
έργο την Φανταστική Συμφωνία. Με τη φανταστική συμφωνία ο Μπερλιόζ εγκαινίασε
ένα νέο τρόπο μουσικής αφήγησης που ονομάστηκε προγραμματική μουσική – ένα
είδος περιγραφικής μουσικής. Σο 1830 του απονεμήθηκε στην Ιταλία το μεγάλο
Βραβείο της Ρώμης (Prix de Rome), αλλά η παρουσία του έγινε ιδιαίτερα αισθητή
στη Γαλλία και στη Ρωσία.
Ο Μπερλιόζ παρόλο που δεν ήξερε να παίζει κάποιο
όργανο επαγγελματικά, μπόρεσε να συλλάβει πλήρως μουσικές συνηχήσεις και
αρμονίες. στην εποχή του είχε καθιερωθεί ως σημαντικός κριτικός και μαέστρος.
Σα κύρια χαρακτηριστικά της μουσικής του είναι η δραματική της ένταση και η
ποικιλία, γεγονός που εξηγεί την άμεση έλξη ή απώθηση που δημιουργεί στον
ακροατή. Η μελωδία του είναι πλούσια και εκτεταμένη κι η αρμονία του
λειτουργική. Επίσης κάνει τολμηρές μετατροπές οι οποίες πετυχαίνονται μέσα από
μικρές επιδέξιες αντιθέσεις. Εγκαινίασε τη μοντέρνα ενορχήστρωση γράφοντας κι
ένα εγχειρίδιο για τον τρόπο χρήσης των οργάνων της ορχήστρας. Σήμερα θεωρείται
ο κορυφαίος μουσικός δραματουργός και όχι μονό εργάτης του ηχοχρώματος όπως
παλαιοτέρα.
Έργα του: Μπενβενούτο Τσελίνι (μελόδραμα), Τρώες,
Ρωμαίος και Ιουλιέτα και Καταδίκη του Φάουστ (δραματικές συμφωνίες), Η Παιδική
Ηλικία του Χριστού (ορατόριο).
Φραντς Λιστ (1811-1886)
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1811
στο Ράιντινγκ της Ουγγαρίας, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Οι γονείς του
ήταν γερμανικής καταγωγής και ο συνθέτης μεγάλωσε με μητρική γλώσσα τα
γερμανικά. Από μικρός έδειξε το ταλέντο του στο πιάνο και σύντομα η οικογένειά
του μετακόμισε στη Βιέννη για να λάβει συστηματικά μαθήματα. Εκεί πήρε μαθήματα
πιάνου από τον συνθέτη Καρλ Τσέρνυ (Carl Czerny) και σύνθεσης από τον συνθέτη Αντόνιο
Σαλιέρι. Σο 1822 έδωσε την πρώτη του συναυλία και εντυπωσίασε το κοινό. Στη
δεύτερη συναυλία του, το 1823, ανάμεσα στους ενθουσιασμένους ακροατές ήταν και
ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Τον Δεκέμβριο του 1823 η
οικογένεια Λιστ μετακόμισε στο Παρίσι, επίκεντρο τότε της καλλιτεχνικής και
πνευματικής ζωής. Εκεί ο Λιστ δεν μπόρεσε να σπουδάσει στο Κονσερβατουάρ, γιατί
δεν ήταν δυνατή η εγγραφή αλλοδαπών, αυτό όμως δεν είχε τελικά αρνητικές
επιπτώσεις στην εκπαίδευσή του: συνέχισε όμως να μελετά με δασκάλους ή αυτοδίδακτος.
Παράλληλα με τις σπουδές του έκανε πολλές περιοδείες για ρεσιτάλ στη Γαλλία και
την Αγγλία και έγινε σύντομα γνωστός και αγαπητός στα ευρωπαϊκά σαλόνια. Σο
1827, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά Ο Λιστ
έμεινε τότε χωρίς υποστήριξη και έπρεπε να φροντίσει μόνος για την συνέχιση των
σπουδών και της καριέρας του. Άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου. Λίγο καιρό
μετά ο συνθέτης πέρασε μια φάση θρησκοληψίας. Για αρκετό καιρό διέκοψε τις
δημόσιες εμφανίσεις και τα ίχνη του χάθηκαν. Σο 1833 στο σπίτι του Φρεντερίκ
Σοπέν γνωρίστηκε με την κόμισσα Μαρί ντ΄ Αγκού, η οποία τον ερωτεύτηκε και
εγκατέλειψε τον σύζυγό της για να τον ακολουθήσει. Μαζί έζησαν ως το 1844 στην
Ελβετία και την Ιταλία και απέκτησαν 3 παιδιά. Εκείνη τη χρονιά το ζευγάρι
χώρισε. Αργότερα η κόμισσα έγινε συγγραφέας με το ψευδώνυμο Daniel Stern. Ως το
1847 ο Λιστ είχε αποκτήσει τεράστια φήμη ως πιανίστας.
Από το 1848 ως το 1861 έζησε
μόνιμα στη Βαϊμάρη (όπου είχε διοριστεί αρχιμουσικός το 1844), μαζί με τη νέα
σύντροφό του Καρολίνα Ιβανόφσκα. Καθώς από το 1847 είχε εγκαταλείψει την
καριέρα του πιανίστα για να αφοσιωθεί στη σύνθεση, δραστηριοποιήθηκε πλέον ως
αρχιμουσικός δίνοντας πολλές συναυλίες και παράλληλα οργάνωσε την καλλιτεχνική
ζωή της πόλης και προσέφερε υποστήριξη σε πολλούς νέους συνθέτες, ένας από τους
οποίους ήταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Λιστ. Ο Λιστ
διηύθυνε τις πρώτες εκτελέσεις έργων του Βάγκνερ, όπως τα Ταγχώυζερ και
Ιπτάμενος Ολλανδός. Εκείνη την περίοδο ολοκλήρωσε και κάποια από τα
σπουδαιότερα έργα του όπως τα δύο κοντσέρτα για πιάνο και Σο έργο του είναι
πλούσιο: περιλαμβάνει έργα για ορχήστρα, για πιάνο και ορχήστρα, χορωδιακά και
έργα για σόλο πιάνο. Σα τελευταία είναι και τα πιο δεξιοτεχνικά, αφού ο ίδιος, με
την εκπληκτική τεχνική του, εκμεταλλεύτηκε όλες τις δυνατότητες του οργάνου.
Στα έργα του εναλλάσσονται
στιγμές υπερβολικής δεξιοτεχνίας με στιγμές λυρισμού και ποιητικότητας και
εμφανίζονται πολλές αρμονικές και μορφολογικές καινοτομίες,
Για ορχήστρα: Συμφωνία Φάουστ, Συμφωνία Δάντης, Συμφωνικά
ποιήματα
Για πιάνο και ορχήστρα: 2 κοντσέρτα για πιάνο, Χορός των
νεκρών, Φαντασία πάνω σε ουγγαρέζικους λαϊκούς σκοπούς
Θρησκευτική Μουσική: Missa choralis, Missa solemnis,
Ουγγρική λειτουργία της στέψης, Requiem
Για πιάνο: Σπουδές Παγκανίνι, Υπερβατικές σπουδές, Ουγγρικές
Ραψωδίες
Μεταγραφές έργων για πιάνο: οι 9 συμφωνίες του Λούντβιχ βαν
Μπετόβεν, η Φανταστική Συμφωνία του Εκτόρ Μπερλιόζ
Ο Φραντς Λιστ ήταν εκείνος που
επινόησε τον πιανίστα ως σταρ: τον βιρτουόζο που καταλαμβάνει το κέντρο της
σκηνής για ένα ολόκληρο βράδυ μπροστά σ‟ ένα αφοσιωμένο, λατρευτικό
κοινό. Πριν από τον Λιστ, οι πιανίστες έπαιζαν συνήθως ένα μόνο κομμάτι σε μεικτά
προγράμματα συναυλιών. Ο Ούγγρος συνθέτης, όμως, δεν επινόησε απλώς το ρεσιτάλ
πιάνου. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους συνθέτες-πιανίστες όλων των εποχών
και άσκησε την πιο σημαντική επιρροή στην εξέλιξη του οργά-νου και στο ταξίδι
του προς τη σύγχρονη μορφή του. Τείνουμε να ξεχνάμε ότι, τα παλιότερα χρόνια,
οι συνθέτες σε γενικές γραμμές είτε έπαιζαν τα δικά τους κομμάτια είτε αυτά δεν
εκτελούνταν ποτέ. Ο Λιστ όμως συνήθιζε να προγραμματίζει μουσική άλλων συνθετών
στα κοντσέρτα του. Ήταν αυτός που επινόησε επίσης την ιδέα της masterclass: τον
δάσκαλο του πιάνου σαν γκουρού που προσείλκυε σπουδαστές απ‟ όλο τον κόσμο. Ο Λιστ λάνσαρε επίσης την ιδέα του διευθυντή ορχήστρας ως περφόρμερ,
ως πρωταγωνιστή στις συναυλίες, ενώ καθιέρωσε επίσης τη συνήθεια να παίζουν οι
μουσικοί από μνήμης. Πριν από τον Λιστ, το να βάζεις κατά μέρος την παρτιτούρα
ήταν σαν να έδειχνες έλλειψη σοβαρότητας. Μετά τον Λιστ, έγινε συνηθισμένο.
Είναι πολύ δύσκολο, πράγματι, να εκτιμηθεί σ‟ όλο της
το μέγεθος η επιρροή που άσκησε επί έναν αιώνα στη ζωή των συναυλιών.
Φρεντερίκ Σοπέν (1810 – 1849)
Πολωνός
πιανίστας και συνθέτης της Ρομαντικής περιόδου, που έγραψε ορισμένες από τις
ωραιότερες συνθέσεις για πιάνο. Η εκλεπτυσμένη πρωτοτυπία που χαρακτηρίζει το
έργο του και η εξαιρετική δεξιοτεχνία του ως πιανίστα τον κατατάσσουν στους
σημαντικότερους συνθέτες και πιανίστες όλων των εποχών.
Ο
Φρίντερικ Σόπεν (Fryderyk Franciszek Szopen) γεννήθηκε στην Πολωνία το 1810. Ο
πατέρας του, Νικολά Σοπέν, ήταν γάλλος που εργαζόταν ως παιδαγωγός. Ο Φρίντερικ
ήταν το δεύτερο από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας Σόπεν και το μόνο αγόρι.
Σε ηλικία οκτώ μηνών, ο Φρειδερίκος μετακόμισε με την οικογένειά του στη
Βαρσοβία, όπου ο πατέρας του ανέλαβε τη θέση του καθηγητή Γαλλικών στο Γαλλικό
Λύκειο της πόλης. Από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική. Σο 1817 άρχισε
μαθήματα πιάνου και τον επόμενο χρόνο (1818) έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο για
φιλανθρωπικούς σκοπούς. Εν τω μεταξύ, είχε συνθέσει το πρώτο του έργο, μια
«Πολωνέζα σε σολ ελάσσονα» και μέχρι τα δεκάξι του χρόνια το συνθετικό έργο
είχε εμπλουτιστεί με άλλες πολωνέζες, μαζούρκες, παραλλαγές, σκωτικούς χορούς
(ecossaises) κι ένα ρόντο.
Το 1826 οι γονείς του τον έγραψαν στο Ωδείο
της Βαρσοβίας, το οποίο διηύθυνε ο συνθέτης Γιόζεφ Έλσνερ, από τον οποίον
παλιότερα είχε λάβει μαθήματα πιάνου. Καλύτερο δάσκαλο δεν θα μπορούσε να βρει
ο νεαρός Σοπέν, καθότι ο Έλσνερ, όντας ο ίδιος συνθέτης με ρομαντική αντίληψη,
είχε συνειδητοποιήσει ότι η ευρηματικότητα του μαθητή του δεν θα έπρεπε να
περιοριστεί από τη στείρα υποταγή στους ακαδημαϊκούς κανόνες. Τον Σεπτέμβριο
του 1828 ο Σοπέν πραγματοποίησε το πρώτο του ταξίδι στο Βερολίνο, όπου άνοιξε
τους καλλιτεχνικούς του ορίζοντες παρακολουθώντας παραστάσεις όπερας και
κοντσέρτα. στο Βερολίνο γνώρισε τον σχεδόν συνομήλικό του Φέλιξ Μέντελσον, ο
οποίος ήταν ήδη διάσημος. Το 1829 πήρε το πτυχίο του με άριστα. Λίγο αργότερα
επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βιέννη, μουσικό κέντρο της εποχής, για να δώσει
δύο κοντσέρτα.
Ήταν όνειρο
ζωής να επισκεφθεί την πρωτεύουσα των Αψβούργων, που έγινε με την οικονομική
στήριξη των γονέων του, αφού η αίτησή του για υποτροφία απορρίφθηκε. Ο Σοπέν
ενθουσίασε το δύσκολο κοινό της Βιέννης με το παίξιμό του, αλλά και με τα έργα
του Επέστρεψε ευτυχισμένος στη Βαρσοβία, αλλά αποφασισμένος να ξαναγυρίσει το
συντομότερο δυνατό. Σον ίδιο χρόνο γνώρισε τον πρώτο έρωτα της ζωής του στο
πρόσωπο της Κωνσταντίας Γκλαντόφσκα, η οποία αποτέλεσε την κύρια πηγή
έμπνευσης, που καρποφόρησε στην εξαίρετη μελωδία των «Νυχτερινών» (Nocturnes)
και τα λυρικά τμήματα των δύο κοντσέρτων για πιάνο. Το Δεκέμβριο 1829 έκανε την
πρώτου εμφάνισή του μπροστά στο κοινό της Βαρσοβίας, ερμηνεύοντας με άλλους
καλλιτέχνες διάφορα έργα από το λυρικό ρεπερτόριο. Το 1830 παρουσίασε για πρώτη
φορά δημόσια στη Βαρσοβία δικά του έργα. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε από τη
Βαρσοβία για το δεύτερο ταξίδι του στη Βιέννη. Φτάνοντας εκεί πληροφορήθηκε για
την εξέγερση των Πολωνών κατά των Ρώσων και θέλησε να επιστρέψει στη Βαρσοβία
για να πολεμήσει. Οι γονείς του τον απέτρεψαν και τότε αποφάσισε να μεταβεί στο
Παρίσι. Μέχρις ότου εκδοθεί το διαβατήριό του, μελοποιούσε πατριωτικά ποιήματα
και συνέθετε θυελλώδη σόλο για πιάνο, όπως την «Πολωνέζα σε σολ ύφεση μείζονα», το «Σκέρτσο σε σι ελάσσονα, έργο 20» και τη «Σπουδή αρ. 12, έργο 10», γνωστή και ως «Επαναστατική». Όταν τελικά
κατάφερε να φθάσει στη Γερμανία και έμαθε ότι η Βαρσοβία είχε πέσει στα χέρια
των Ρώσων, η απελπισία του τον έφερε στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
Ο Σοπέν
επέστρεψε στο Παρίσι τον Σεπτέμβριο του 1831. Η ηρεμία και η τάξη δεν είχαν
ακόμη αποκατασταθεί στην πρωτεύουσα της Γαλλίας από την επανάσταση του 1830,
που σήμανε την αλλαγή φρουράς στο γαλλικό θρόνο. Στο Παρίσι ήταν η πολιτιστική
πρωτεύουσα του κόσμου, σε μια εποχή που οι καλλιτέχνες του Ρομαντισμού άνοιγαν
νέους δρόμους στην αισθητική έκφραση. Ο νεοφερμένος Φρειδερίκος Σοπέν
εγκαταστάθηκε σ' ένα μικρό διαμέρισμα και γρήγορα βρήκε το περιβάλλον που του
ταίριαζε στον κύκλο των πολωνών εμιγκρέδων και των νεώτερων συνθετών, στους
οποίους ανήκαν οι Λιστ, Μπερλιόζ, Μέντελσον, Μπελίνι, ο τσελίστας Ογκίστ
Υρανσόν, ο ποιη-τής Φάινριχ Φάινε, ο ζωγράφος Ευγένιος Ντελακρουά και ο
εξόριστος συμπατριώτης του πρίγκηπας Άνταμ Τσαρτορίσκι. Η γαλλική πρωτεύουσα με
το ένα εκατομμύριο κατοίκους εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή τον Σοπέν. Ο
μεγάλος έρωτας της ζωής του ήταν η κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του Γεωργία Σάνδη
(ψευδώνυμο της βαρώνης Ορόρ Ντιντεβάν), που ήταν συγγραφέας και ζούσε μια
προκλητικά ελευθεριάζουσα ζωή για τα μέτρα της εποχής (κάπνιζε δημόσια, φορούσε
αντρικά ρούχα και είχε πλήθος εραστών). Η αρχική τους γνωριμία έγινε στο σπίτι
του τον Νοέμβριο του 1835. Ο ίδιος τη χαρακτήρισε «αντιπαθητική», αλλά σταδιακά
υπέκυψε στα θέλγητρά της. στην αρχή δίσταζε να ανοιχτεί μαζί της, φοβούμενος τα
σχόλια, αλλά το φθινόπωρο του 1838 η σχέση τους επισημοποιήθηκε, όταν κάμφθηκε
οι όποιοι δισταγμοί του. Με πρόφαση την κακή υγεία του έφυγε με τη Σάνδη, τα
παιδιά της και την υπηρέτριάς της για να περάσουν τον χειμώνα στη Μαγιόρκα. Η
Σάνδη νοίκιασε ένα σπίτι στα περίχωρα της Πάλμα και έζησαν ειδυλλιακά, ώσπου ο
Σοπέν αρρώστησε. Έτσι, αναγκάστηκαν να βρουν καταφύγιο σ' ένα μοναστήρι. Σο
κρύο, η υγρασία και η κακή διατροφή υπονόμευσαν ακόμη περισσότερο την εύθραυστη
υγεία του Σοπέν. Η Σάνδη πήρε την απόφαση να εγκαταλείψουν αμέσως τη Μαγιόρκα.
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο νησί ο Σοπέν σε μια από τις πιο
παραγωγικές του περιόδους. Σον Φεβρουάριο του 1839 έφυγαν για τη Βαρκελώνη κι
από εκεί για τη Γαλλία, συγκεκριμένα τη Μασσαλία. Εκεί κατάφερε να συνέλθει και
άρχισαν να σχεδιάζουν την επιστροφή τους στο Παρίσι. Η οριστική ρήξη στη σχέση
τους επήλθε το καλοκαίρι του 1847. Μόνος κι έρημος ο Σοπέν και με επιβαρυμένη
την υγεία του αποδέχθηκε τον Φεβρουάριο του 1848 την πρόσκληση από την Τζένι
Ετέρλινγκ να επισκεφθεί την Αγγλία και τη Σκωτία.
Τον Απρίλιο, κι ενώ το Παρίσι βρισκόταν σε
επαναστατικό αναβρασμό, πέρασε στην αντίπερα όχθη της Μάγχης. Έως τον Αύγουστο
της ίδιας χρονιάς πραγματοποίησε ένα εξοντωτικό κύκλο μαθημάτων, εμφανίσεων και
δεξιώσεων στο Λονδίνο. Σα οικονομικά του βελτιώθηκαν σημαντικά αλλά το πρόβλημα
με την υγεία του επιδεινώθηκε εξαιτίας και της μολυσμένης ατμόσφαιρας του
Λονδίνου. Έτσι, αποφάσισε να ξεκουραστεί φιλοξενούμενος σε σπίτια αριστοκρατών
φίλων στη Σκωτία. Με επιβαρυμένη υγεία και έχοντας παραμελήσει το συνθετικό
έργο του, αποφάσισε να επιστρέψει στο Παρίσι, έπειτα από μία σύντομη παραμονή
στο Λονδίνο. Έφτασε στο Παρίσι τον Νοέμβριο του 1848 και η κατάσταση της υγείας
του διαρκώς χειροτέρευε. Σους τελευταίους μήνες της ζωής του με την προτροπή
των γιατρών του εγκαταστάθηκε σ' ένα ευρύχωρο διαμέρισμα στο κέντρο του
Παρισιού, περιστοιχιζόμενος από πιστούς φίλους του και την αδελφή του
Λουντβίκα, που είχε έρθει από την Πολωνία για να του συμπαρασταθεί.
Αντιλαμβανόμενος το τέλος, ο Σοπέν ζήτησε να καταστραφούν τα χειρόγραφα των
ανολοκλήρωτων έργων του και να ακουστεί το «Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ στην κηδεία
του, ενώ απαίτησε από την αδελφή του να μεταφερ-θεί η καρδιά του στη Βαρσοβία.
στις 2 το πρωί της 17ης Οκτωβρίου 1849 άφησε την τελευταία του πνοή και πέρασε
στην αιωνιότητα, σε ηλικία 39 ετών. Η είδηση του θανάτου του διαδόθηκε την ίδια
μέρα σε όλο το Παρίσι, σκορπίζοντας ρίγη συγκίνησης στο φιλόμουσο κοινό της
γαλλικής πρωτεύουσας και βαθιά θλίψη στους φίλους του. Ο χαμός του μεγάλου
Πολωνού πατριώτη συγκλόνισε τους συμπατριώτες του, που είχαν ξεσηκωθεί για την
ανεξαρτησία τους, αφού έχαναν ένα τίμιο, ειλικρινή και ακούραστο μαχητή των
πολωνικών δικαίων. Ο παρισινός τύπος έκανε εκτενείς αναφορές στη ζωή και το
έργο του Σοπέν και οι διάφοροι αρθρογράφοι υπογράμμιζαν τη συμβολή του στη
μουσική και στη δημιουργία της νέας σχολής πιάνου. Η κηδεία του έγινε στις 30
Οκτωβρίου στο ναό της Μαρίας της Μαγδαληνής των Παρισίων, παρουσία 3.000
ανθρώπων, με χτυπητή την απουσία της Γεωργίας Σάνδη. Στην κηδεία του ακούστηκε το
«Ρέκβιεμ» του Μότσαρτ, σύμφωνα με τη θέλησή του, και τα δικά του «Πρελούδια αρ.
4 και 6».
Ο Σοπέν συνέθεσε γύρω στα 230 έργα: Σονάτες για πιάνο, Ρόντο, Σκέρτσα, Μπαλάντες,
Πολωνέζες, Μαζούρκες, Βαλς, Πρελούδια, Παραλλαγές, Εμπρομπτί (Αυτοσχεδιάσματα),
Νυχτερινά, Σπουδές, Κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα
Πηγή: istoriatexnis
Πηγή: istoriatexnis