Μπροστά στο φάσμα μεγάλων αλλαγών βρίσκονται από φέτος οι μαθητές
του Λυκείου, αφού ο νέος νόμος που ψηφίστηκε την περασμένη Τρίτη
αλλάζει τα πάντα σε αυτήν τη βαθμίδα της εκπαίδευσης.
Τα παιδιά που θα φοιτήσουν φέτος στην Α’ λυκείου θα πρέπει να μπουν
στη λογική της σταδιακής εξειδίκευσης, καθώς στη Β΄ και στη Γ΄ λυκείου
θα τους ζητηθεί να ακολουθήσουν ομάδες προσανατολισμού Την πρώτη… γεύση,
όμως, θα την πάρουν οι μαθητές της Α’ τάξης, αφού από αυτούς ξεκινούν
οι αλλαγές, οι οποίες συμπεριλαμβάνουν και διαφορετικό τρόπο εισαγωγής
στα ΑΕΙ.
Το νομοσχέδιο αυτό έχει προκαλέσει μεγάλες αντιδράσεις, αλλά τόσο τα
παιδιά της Α’ τάξης όσο και οι γονείς τους δεν έχουν καταλάβει ακόμη
το νέο σύστημα, καθώς μέχρι και λίγες ώρες πριν από την ψήφισή του το
υπουργείο Παιδείας κατέθετε τροπολογίες.
Είναι, όμως, πολύ σημαντικό οι μαθητές της Α’ τάξης να κατανοήσουν
τις αλλαγές, διότι ο βαθμός κάθε τάξης -και της Α’ Λυκείου κατά 20%- θα
συνυπολογίζεται σαν «πέμπτος βαθμός» μαζί με τα 4 -πλέον- πανελλαδικά
εξεταζόμενα μαθήματα για την πρόσβαση στα ΑΕΙ και ΤΕΙ.
Με απλά λόγια αυτό σημαίνει ότι οι μαθητές που τώρα πάνε στην Α’
Λυκείου θα πρέπει να έχουν καλές επιδόσεις στο σχολείο τους, γιατί ο
βαθμός που θα πάρουν στο τέλος της χρονιάς θα μετρήσει για την εισαγωγή
τους στα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ.
Επίσης, τα παιδιά που αυτήν τη στιγμή ήδη φοιτούν στην Α’ τάξη θα
πρέπει να ξέρουν πως τα επόμενα δύο χρόνια θα κληθούν να μπουν στη
λογική της σταδιακής εξειδίκευσης, καθώς στη Β’ και ιδίως τη Γ’ Λυκείου
θα τους ζητηθεί να ακολουθήσουν ομάδες προσανατολισμού, με λιγότερα μεν
μαθήματα από σήμερα, αλλά υψηλής εμβάθυνσης.
Στην τελευταία τάξη θα βρουν μπροστά τους λιγότερα μαθήματα (9 από
16 σήμερα), αλλά περισσότερες ώρες διδασκαλίας (34 από 31) προκειμένου
να προετοιμαστούν για τις Πανελλαδικές Εξετάσεις, οι οποίες στο εξής θα
γίνονται με νέο τρόπο. Και, τέλος, θα πρέπει να ξέρουν ότι το 2016 που
θα τελειώσουν το Λύκειο θα δώσουν εξετάσεις για τα ΑΕΙ με διαφορετικό
από ό,τι ισχύει σήμερα σύστημα.
Τα μαθήματα που θα εξετάζονται οι μαθητές στις Πανελλαδικές θα
διαφοροποιούνται ανάλογα με την κατεύθυνση που θα επιλέγει κάθε
μαθητής, αλλά όλοι θα εξετάζονται στο μάθημα της Νεολληνικής γλώσσας
και λογοτεχνίας Τα μαθήματα που θα εξετάζονται οι μαθητές στις
Πανελλαδικές θα διαφοροποιούνται ανάλογα με την κατεύθυνση που θα
επιλέγει κάθε μαθητής, αλλά όλοι θα εξετάζονται στο μάθημα της
Νεολληνικής γλώσσας και Λογοτεχνίας Το «Εθνος» κωδικοποίησε τις
αλλαγές, ώστε να είναι κατανοητές στους γονείς και στα παιδιά,
προκειμένου να… πορευτούν ανάλογα τη φετινή χρονιά.
Η Α’ Λυκείου Θα αποτελεί τάξη αποκλειστικά γενικής παιδείας, στην
οποία εφαρμόζεται πρόγραμμα μαθημάτων 35 ωρών εβδομαδιαίως. Ειδικότερα,
εφαρμόζεται εκπαιδευτικό πρόγραμμα τριάντα τριών (33) ωρών
εβδομαδιαίως, με 9 μαθήματα, που είναι κοινό για όλους τους μαθητές,
και εκπαιδευτικό πρόγραμμα 2 ωρών εβδομαδιαίως που αποτελείται από ένα
μάθημα επιλογής, το οποίο επιλέγεται μεταξύ τριών μαθημάτων.
Εξετάσεις
Οι
εξετάσεις θα διεξάγονται ενδοσχολικά και θα περιλαμβάνουν όλα τα
διδασκόμενα μαθήματα εκτός των μαθημάτων της Ερευνητικής Εργασίας και
της Φυσικής Αγωγής.
Τα θέματα θα είναι είναι κοινά για όλα τα τμήματα του ίδιου
σχολείου, που θα ορίζονται κατά ποσοστό 50%, με κλήρωση (ξεχωριστή για
κάθε σχολείο) από τράπεζα θεμάτων διαβαθμισμένης δυσκολίας, και κατά
ποσοστό 50% από τους διδάσκοντες. Τα γραπτά θα διορθώνονται από τον
οικείο διδάσκοντα.
Γενικός βαθμός προαγωγής από την Α’ τάξη Ημερησίου και Α’ και Β’
Τάξη Εσπερινού Γενικού Λυκείου αποτελεί το πηλίκον της διαιρέσεως διά
του συνόλου των διδασκομένων μαθημάτων του αθροίσματος του μέσου όρου
προφορικής ή και γραπτής, εφόσον αυτά εξετάζονται γραπτώς, επίδοσης του
μαθητή σε κάθε μάθημα.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την προαγωγή του μαθητή αποτελεί: η
επίτευξη γενικού βαθμού ίσου ή ανώτερου του δέκα (10) και ο μέσος όρος
προφορικής και γραπτής βαθμολογίας κατά διακριτό γνωστικό αντικείμενο
των μαθημάτων: Ελληνικής Γλώσσας, Μαθηματικών τουλάχιστον δέκα (10) και
τουλάχιστον οκτώ (08) σε καθένα από τα υπόλοιπα μαθήματα.
Οταν ο μαθητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις αυτές, επαναλαμβάνει τη
φοίτηση, ενώ όταν δεν πληροί την προϋπόθεση κατά διακριτό ή διακριτά
γνωστικά αντικείμενα μαθημάτων ή στα υπόλοιπα μαθήματα, παραπέμπεται σε
επανεξέταση σε αυτό ή σε αυτά και προάγεται.
Βαθμοί και εξετάσεις
Τα
έξι βήματα για την εισαγωγή σε ΑΕΙ και ΤΕΙ
1.Το κυρίαρχο είναι ότι οι μαθητές για να μπουν στα ΑΕΙ θα εξετάζονται
πλέον σε λιγότερα μαθήματα και συγκεκριμένα σε τέσσερα. Τα μαθήματα
διαφοροποιούνται ανάλογα με την κατεύθυνση που επιλέγει ο μαθητής, αλλά
όλοι θα εξετάζονται στο μάθημα της Νεοελληνικής γλώσσας και
Λογοτεχνίας.
Οι εξετάσεις για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση
διεξάγονται μετά την απόλυση του μαθητή από το Λύκειο, σε πανελλαδικό
επίπεδο, με θέματα από την εξεταστέα ύλη της τάξης αυτής που
προκύπτουν: Κατά ποσοστό 50%, με κλήρωση από τράπεζα θεμάτων
διαβαθμισμένης δυσκολίας και Κατά ποσοστό 50%, από κεντρική επιτροπή
εξετάσεων.
2. Οι μαθητές της Γ’ Τάξης με την έναρξη του σχολικού έτους και όχι
αργότερα της 20ής Σεπτεμβρίου επιβεβαιώνουν οριστικά την Αρχική Δήλωση
Ομάδας Μαθημάτων Προσανατολισμού, που έχουν υποβάλει στη σχολική τους
μονάδα προ της λήξης του προηγούμενου διδακτικού έτους.
3. Κάθε μαθητής επιλέγει μία (1) Ομάδα Μαθημάτων Προσανατολισμού και
Επιστημονικό Πεδίο Εξειδίκευσης υποχρεωτικά, που αντιστοιχεί σε
συγκεκριμένα Επιστημονικά Πεδία Σχολών και Τμημάτων Ανώτερης και
Ανώτατης Εκπαίδευσης στις οποίες επιθυμούν την εισαγωγή τους.
4. Για τον υπολογισμό του Βαθμού Πρόσβασης στην Τριτοβάθμια
Εκπαίδευση προσμετράται και ο «Βαθμός Προαγωγής και Απόλυσης» (ΒΠΑ),
που χαρακτηρίζεται σαν πέμπτος. Για την προσμέτρηση αυτή υπολογίζεται ο
γενικός βαθμός προαγωγής της Α’ τάξης και της Β’ τάξης, ο γενικός
βαθμός απόλυσης της Γ’ τάξης, εφόσον έκαστος είναι μεγαλύτερος της μίας
μονάδας σε σχέση με τον μ.ό. των τεσσάρων ανά Ομάδα Προσανατολισμού
μαθημάτων που εξετάζονται σε Πανελλαδικές Εξετάσεις, αναπροσαρμόζεται
ώστε να μην απέχει περισσότερο από μία μονάδα από τον βαθμό του μ.ό.
5. Σε περίπτωση που ο βαθμός προαγωγής ή απόλυσης είναι μεγαλύτερος
μέχρι και μία μονάδα σε σχέση με τον μ.ό. των τεσσάρων μαθημάτων που
εξετάζονται σε Πανελλαδικές Εξετάσεις, ο βαθμός αυτός δεν θα
αναπροσαρμόζεται, αλλά θα πολλαπλασιάζεται ως έχει με τον προβλεπόμενο
ανά τάξη συντελεστή.
Σε περίπτωση που ο βαθμός προαγωγής ή απόλυσης είναι μικρότερος σε
σχέση με τον μ.ό. των τεσσάρων μαθημάτων, ο βαθμός αυτός θα
αναπροσαρμόζεται προς τα άνω κατά μία το πολύ μονάδα (και μέχρι του
ορίου του μ.ό.) κατά τον υπολογισμό με τον ανά τάξη προβλεπόμενο
συντελεστή.
6. Οι προαγωγικοί βαθμοί της Α’ Λυκείου θα έχουν «ειδικό βάρος» 20%,
της Β’ Λυκείου 35% και της Γ’ Λυκείου 45%, οι οποίοι θα
πολλαπλασιάζονται με συντελεστές.
ΝΙΚΟΛΙΤΣΑ ΤΡΙΓΚΑ
Ανάλυση του νέου νόμου, σχολιασμός και αντιπροτάσεις
για ένα Λύκειο με πνεύμα διαφορετικό από εκείνο
που προκάλεσε την υποβάθμιση της εκπαίδευσης την τελευταία εικοσαετία
Κώστας Αγγελάκος
Το βάρος της ιστορικότητας
Το ζήτημα της λειτουργίας του Λυκείου και της πρόσβασης στην ανώτατη
εκπαίδευση αποτελεί σημαντική παράμετρο της εκπαιδευτικής πολιτικής στην
Ελλάδα γιατί επηρεάζει άμεσα τόσο την εκπαιδευτική διαδικασία όσο και
την ευρύτερη λειτουργία της οικονομίας και της κοινωνίας. Η δομή και το
περιεχόμενο της λυκειακής βαθμίδας καθώς και η επιλογή ή αλλαγή του
τρόπου πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση συνδέεται άμεσα με
συγκεκριμένες ιδεολογικές θέσεις για τον ρόλο της εκπαίδευσης ως
υποσυστήματος του ευρύτερου κοινωνικοοικονομικού συστήματος. Η
διαδικασία αυτή αντιμετωπίστηκε ιστορικά λιγότερο ως παιδαγωγικό ζήτημα
που θα αποτύπωνε την ποιότητα της λειτουργίας των χαμηλότερων βαθμίδων
της εκπαίδευσης και περισσότερο ως κοινωνικοπολιτικό ζήτημα με την
επιλεκτική λειτουργία των εξετάσεων (numerus clausus) να ανάγεται σε
κυρίαρχο στοιχείο συνοδευόμενο από τις αρχές νομιμοποίησής του («ισότητα
ευκαιριών», «αξιοκρατία»).
Η πραγματικότητα αυτή συνδέθηκε από τη μια πλευρά με την ανάγκη των
ατόμων για επαγγελματική και κατ’ επέκταση κοινωνική άνοδο η οποία ήταν
δυνατό να επιτευχθεί μέσω της εισαγωγής και ολοκλήρωσης των σπουδών στην
ανώτατη εκπαίδευση. Από την άλλη ενισχυόταν και από την κυρίαρχη
πολιτική θέση (που διατυπώθηκε ρητά στην εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του
19641) ότι το υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης του ανθρώπινου
δυναμικού αλλά και το ερευνητικό έργο στην ανώτατη εκπαίδευση θα
αποτελούσαν σημαντικούς μοχλούς οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Σε αυτή την ιστορική πορεία ακολουθήθηκαν, όπως σε πολλά εκπαιδευτικά
συστήματα, δύο δρόμοι. Μέχρι τη δεκαετία του ’70 υπήρχαν συνεχείς
ενδιάμεσες και εσωτερικές εξεταστικές διαδικασίες (προαγωγικές,
απολυτήριες, μεταξύ Δημοτικού και Γυμνασίου κτλ.) που σε συνδυασμό με
τις εξετάσεις εισαγωγής στα Α.Ε.Ι. λειτουργούσαν ως «φίλτρα» περιορισμού
του αριθμού αποφοίτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Από τις αρχές της
δεκαετίας του ’80 και ιδιαίτερα τη δεκαετία του ’90 (με την παράλληλη
αύξηση των τμημάτων και σχολών στα Α.Ε.Ι.) τα «φίλτρα» αυτά σταδιακά
αφαιρούνται οπότε επιλέγεται ο δρόμος της αναγόρευσης των τελικών
εξετάσεων για τα Α.Ε.Ι. στο κύριο πεδίο επιλογής, όχι μόνο των
μελλοντικών φοιτητών αλλά και των κατόχων απολυτηρίου της Δευτεροβάθμιας
Εκπαίδευσης. Την ίδια περίοδο το παράλληλο εκπαιδευτικό δίκτυο της
τεχνικής εκπαίδευσης ουσιαστικά περιθωριοποιείται, αφού τόσο το μαθητικό
δυναμικό εγκλωβίζεται στον «μονόδρομο» των εξετάσεων για τα Α.Ε.Ι. μέσω
των Γενικών Λυκείων όσο και οι κυβερνητικές επιλογές λειτουργούν
υπονομευτικά, για οικονομικούς και ιδεολογικούς λόγους, σε κάθε
προσπάθεια αναβάθμισης της τεχνικής εκπαίδευσης (χαρακτηριστικό, το
παράδειγμα του Πολυκλαδικού Λυκείου).
Η μυθοποίηση του «εθνικού διαλόγου»
Η πενταετία 2008-12 θα αποτελέσει την πιο μακρά περίοδο «διαλόγου»
για το θέμα του Λυκείου και της πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση. Ενώ
τα ερευνητικά δεδομένα και οι επιστημονικές μελέτες για τα ζητήματα αυτά
είναι πολλές και πολύ ουσιαστικές, οι πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου
Παιδείας επιλέγουν να χρησιμοποιήσουν («αξιοποιώντας» τον τρόπο
συγκρότησής του) το Συμβούλιο Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας (Σ.Π.ΔΕ.)
του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (Ε.ΣΥ.Π.), όχι ως επιστημονικό φορέα
σύνθεσης μιας συγκροτημένης πρότασης για τη συνολική αναβάθμιση του
Λυκείου αλλά ως μηχανισμό νομιμοποίησης ειλημμένων αποφάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια της θητείας του Α. Σπηλιωτόπουλου
«επιτυγχάνεται» μια τεχνητή πολιτική συναίνεση για τα θέματα του Λυκείου
και της πρόσβασης στα Α.Ε.Ι. (με τη συμβολή του ΠΑ.ΣΟ.Κ. διά της
εκπροσώπου του Α. Διαμαντοπούλου και του ΛΑΟ.Σ. διά του εκπροσώπου του
Α. Γεωργιάδη) η οποία, χωρίς εξήγηση, δεν μετουσιώνεται σε νομοθετική
πρόταση για την εφαρμογή της. Το Σ.Π.ΔΕ. υποβάλλει τις προτάσεις του στη
νέα πολιτική ηγεσία που ανέλαβε μετά τις βουλευτικές εκλογές. Οι
προτάσεις αυτές στο α΄ μέρος αναφέρονται πολύ γενικά σε χαρακτηριστικά
των αναλυτικών προγραμμάτων, του διδακτικού υλικού, της επιμόρφωσης
κτλ., τα οποία επαναλαμβάνουν παιδαγωγικές κοινοτοπίες και αυτονόητα με
τα οποία ο καθένας θα μπορούσε να συμφωνήσει. Στο β΄ μέρος των προτάσεων
για το σύστημα πρόσβασης επαναβεβαιώνονται γνωστές θέσεις: ανάγκη
αποδέσμευσης του Λυκείου από τις εισαγωγικές εξετάσεις για τα
πανεπιστήμια, δραστικός περιορισμός της διδασκόμενης και εξεταζόμενης
ύλης στο Λύκειο, περιορισμός του αριθμού των εξεταζόμενων μαθημάτων για
την εισαγωγή στα Α.Ε.Ι. κ.ά. χωρίς να υπάρχει συγκροτημένη και αναλυτική
πρόταση για το ζήτημα αυτό. Σε αυτές τις προτάσεις εμφανίζεται για
πρώτη φορά η θέση για «ειδικό κρατικό εξεταστικό φορέα (“Εθνικό Κέντρο
Αξιολόγησης”), που θα συγκροτήσει Τράπεζα Θεμάτων, συνεχώς
τροφοδοτούμενη και ανανεούμενη». Την πρόταση αυτή (αποτελεί ιδέα του
τότε προέδρου του Σ.Π.ΔΕ. Γ. Μπαμπινιώτη) κανένας εκπαιδευτικός φορέας
δεν την είχε υποβάλει, ενώ το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στη γραπτή τοποθέτησή του δηλώνει
την αντίθεσή του εμμένοντας στη θέση ότι «οι εξετάσεις διεξάγονται
κεντρικά και με διαδικασίες αντίστοιχες των σημερινών ώστε να
διασφαλίζεται το αδιάβλητο».
Η επόμενη υπουργός (Α. Διαμαντοπούλου) θα αποστασιοποιηθεί από τις
προτάσεις αυτές και από το Σ.Π.ΔΕ. και θα συγκροτήσει ειδική ομάδα
εργασίας στο Υπουργείο Παιδείας η οποία παράλληλα με τη λειτουργία
ομάδων για τα αναλυτικά προγράμματα θα διαμορφώσει μια εντελώς
διαφορετική πρόταση επηρεασμένη μεταξύ άλλων και από το πρόγραμμα του
International Baccalaureate (IB). Η διαφορετική αυτή πρόταση2
υπονομεύτηκε «εκ των έσω» από το Υπουργείο Παιδείας μέσω της διαρροής
στον Τύπο και της πρόκλησης ποικίλων αντιδράσεων από εκπαιδευτικές
συντεχνίες, τα μαθήματα ή ο ρόλος των οποίων περιορίζονταν αισθητά. Η
τότε υπουργός παρά τη δημόσια δέσμευσή της [σε εκδήλωση-παρουσίαση του
ειδικού τόμου της Π.Ο.Σ.Δ.Ε.Π. για το Λύκειο και το σύστημα πρόσβασης
(2010)] σε σύντομο χρονικό διάστημα «εξαφανίζει» τις προτάσεις αυτές και
παρουσιάζει, μετά από σιωπή μηνών, νέες προτάσεις που ουσιαστικά
παραπέμπουν στις παλιότερες προτάσεις του Σ.Π.ΔΕ. (με την προσθήκη της
αναλυτικής πρότασης για το Τεχνολογικό Λύκειο) επαναφέροντας τις
διακηρύξεις για πολιτική συναίνεση. Εισάγει τις προτάσεις αυτές (2011)
για συζήτηση στο Σ.Π.ΔΕ. (με νέα σύνθεση), οι οποίες δέχονται αυστηρή
κριτική από τους εκπαιδευτικούς φορείς, εκτός από τις βασικές πλευρές
για το Τεχνολογικό Λύκειο. Τους επόμενους μήνες η υπουργός δεν
αναλαμβάνει καμία νομοθετική πρωτοβουλία, παρότι έχει έτοιμο το σχετικό
νομοσχέδιο, για το ζήτημα του Λυκείου και της πρόσβασης, το αφήνει στα
χέρια του επόμενου υπουργού Παιδείας της κυβέρνησης Παπαδήμου (είναι ο
Γ. Μπαμπινιώτης, πρώην πρόεδρος του Σ.Π.ΔΕ.), ο οποίος θα συνεχίσει τη
λογική της «πολιτικής συναίνεσης» συνδέοντας περισσότερο το υπό
διαμόρφωση νομοσχέδιο με τις παλιότερες προτάσεις του Σ.Π.ΔΕ. (2008).
Η πολιτική επιλογή της Νέας Δημοκρατίας να μην κατατεθεί τότε
οποιαδήποτε νομοθετική ρύθμιση για το ζήτημα παραπέμπει την κατάθεση του
νομοσχεδίου στο αόριστο μέλλον. Επί έναν και πλέον χρόνο η τωρινή
πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας ανακοίνωνε σε τακτά διαστήματα
ότι κατατίθεται το σχετικό νομοσχέδιο, χωρίς να τηρούνται. οι χρονικές
προθεσμίες. Ξαφνικά εμφανίζεται στις αρχές Αυγούστου ένα νομοθετικό
κατασκεύασμα που αποτελεί μια απόπειρα «τεχνητής συγκόλλησης»
ετερόκλητων προτάσεων και δεν είναι αποτέλεσμα ενός επιστημονικά
τεκμηριωμένου σχεδιασμού για τη συνολική αναβάθμιση του εκπαιδευτικού
συστήματος. Ο χρόνος που δόθηκε για δημόσια διαβούλευση ήταν ελάχιστος
(περίπου δέκα μέρες, 10 έως 21 Αυγούστου!), οι αλλαγές στο σχετικό
νομοσχέδιο ελάχιστες και οδεύει ολοταχώς προς ψήφιση με τη διαδικασία
του κατεπείγοντος!
Εύλογα αναρωτιέται κάθε καλόπιστος αναγνώστης: Γιατί αυτή η ανεξήγητη
βιασύνη για άμεση εφαρμογή των αλλαγών στο Γενικό και Τεχνολογικό
Λύκειο και πώς συνδέεται αυτή τόσο με ιδεολογικές επιλογές όσο και με τη
συγκεκριμένη πολιτική και οικονομική συγκυρία; Αξίζει μια πρώτη
απόπειρα ερμηνείας.
Σκοπιμότητες και στοχεύσεις στον νέο νόμο για το Λύκειο
Η πρώτη και βασική διαπίστωση είναι ότι με τον νέο νόμο για το Λύκειο
και το σύστημα πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση επιχειρείται μια
σταδιακή επιστροφή στην τοποθέτηση «φίλτρων» στην πορεία προς την
ολοκλήρωση των σπουδών στο Λύκειο.
Το πρώτο «φίλτρο» είναι η μεταφορά των εξεταστικών διαδικασιών σε
όλες τις τάξεις του Λυκείου μέσω της έξωθεν (κατά 50% αρχικά αλλά με
προοπτική, σίγουρα, αυξητική) παρέμβασης ενός Εθνικού Οργανισμού
Εξετάσεων. Μάλιστα αυτός αναμένεται να λειτουργήσει ως μηχανισμός
«αυστηροποίησης» του Λυκείου αφού στελεχώνεται αποκλειστικά με πρόσωπα
που διορίζονται από την πολιτική ηγεσία χωρίς διαφάνεια και με εντελώς
ασαφή και απροσδιόριστα κριτήρια.
Το δεύτερο φίλτρο συνδέεται με την επαναφορά ουσιαστικά της βάσης του
10 σε όλο το Λύκειο καθώς και του φαινομένου των μετεξεταστέων καθώς
ορίζεται στον νόμο ότι «Απαραίτητη προϋπόθεση για την προαγωγή του
μαθητή αποτελεί: α) η επίτευξη γενικού βαθμού ίσου ή ανώτερου του δέκα
(10) και β) Μ.Ο. προφορικής και γραπτής βαθμολογίας κατά διακριτό
γνωστικό αντικείμενο των μαθημάτων: Ελληνικής γλώσσας (εννοούνται
ουσιαστικά τρία μαθήματα: Αρχαία Ελληνικά, Νεοελληνική Γλώσσα και
Νεοελληνική Λογοτεχνία), Μαθηματικών τουλάχιστον δέκα (10) και
τουλάχιστον οκτώ (08) σε καθένα από τα υπόλοιπα μαθήματα. Όταν μαθητής
δεν πληροί τις προϋποθέσεις α΄ και β΄ του προηγούμενου εδαφίου
επαναλαμβάνει τη φοίτηση, ενώ όταν δεν πληροί την προϋπόθεση β΄ του
προηγούμενου εδαφίου, κατά διακριτό ή διακριτά γνωστικά αντικείμενα
μαθημάτων ή στα υπόλοιπα μαθήματα, παραπέμπεται σε επανεξέταση σε αυτό ή
σε αυτά και προάγεται ή επαναλαμβάνει τη φοίτηση κατά τα οριζόμενα ως
άνω». Κανείς δεν θα είχε αντίρρηση να ισχύσουν οι παραπάνω προϋποθέσεις
αν μεταβαλλόταν ή υπολογιζόταν και το εκπαιδευτικό ή και το κοινωνικό
πλαίσιο το οποίο δημιουργεί τους μαθητές με χαμηλές επιδόσεις. Κάτι
τέτοιο ούτε καν υπάρχει ως νύξη στον νέο νόμο, οπότε είναι εμφανής η
πρώτη στόχευση: άμεση και μεγάλη μείωση του αριθμού των μαθητών που
προάγονται και αποφοιτούν από το Λύκειο.
Η παραπάνω στόχευση σχετίζεται άμεσα με τη συγκεκριμένη πολιτική και
οικονομική συγκυρία αφού επιφέρει μια σειρά από «αξιοποιήσιμα»
αποτελέσματα:
Πρώτον, η μείωση του μαθητικού δυναμικού του Λυκείου σε συνδυασμό με
τη πρώτη αύξηση (αναμένεται και δεύτερη) του ωραρίου διδασκαλίας αλλά
και τη μείωση ή εξαφάνιση μαθημάτων (όπως οι ξένες γλώσσες και η τέχνη)
οδηγεί σε δραστική μείωση των οργανικών θέσεων των εκπαιδευτικών,
γεγονός που τους εξωθεί αναπόφευκτα εκτός σχολείου. Άρα επιτυγχάνεται ο
στόχος που έχει θέσει η Τask Force για τη δραστική μείωση του
εκπαιδευτικού προσωπικού, ενώ η πρόσληψη νέου και με αυξημένα προσόντα
επιστημονικού δυναμικού-αποφοίτων των πανεπιστημίων θα είναι αδύνατη για
πολλά χρόνια.
|
Δεύτερον, η μείωση του μαθητικού δυναμικού στο Λύκειο θα συμβάλει
στην επιδιωκόμενη μείωση των υποψηφίων για τα Α.Ε.Ι., γεγονός το οποίο
θα προκαλέσει de facto τη συρρίκνωση σχολών και τμημάτων κυρίως των
περιφερειακών πανεπιστημίων ελλείψει επιτυχόντων, καθιστώντας ένα νέο
σχέδιο «Αθηνά» εντελώς περιττό!
|
Τρίτον, η αύξηση του αριθμού των μαθητών που δεν θα ολοκληρώνει το
Λύκειο δημιουργεί μια «νέα αγορά» για τα ποικίλα επιχειρηματικά
συμφέροντα (ιδιωτικά Ι.Ε.Κ., Κολέγια κτλ.) τα οποία με τις ευλογίες τις
πολιτικής ηγεσίας έχουν «νεκραναστηθεί» και διαφημίζουν ήδη από φέτος
την πραμάτεια τους! | | | | | |
Η δεύτερη και εξίσου σημαντική διάσταση του νέου νόμου είναι η έμφαση
στην τεχνική εκπαίδευση, η οποία είναι εμφανής ακόμα και στα άρθρα που
αναφέρονται σε αυτή. Γίνεται αναλυτική αναφορά σε Τεχνολογικό Λύκειο και
σε Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης καθώς και σε Ι.Ε.Κ. Οι αλλαγές που
προτείνονται συνδέονται με μια εμφανή επανάληψη της ρητορικής (μόνιμα
επαναλαμβανόμενη από τη μεταρρύθμιση του 1976 έως τη μεταρρύθμιση
Αρσένη) για τη σημασία της τεχνικής εκπαίδευσης στην εξέλιξη της
κοινωνίας και της οικονομίας! Αυτή η ρητορική κρύβει έντεχνα την
απόπειρα ένα μεγάλο μέρος των μαθητών να στραφεί στην τεχνική εκπαίδευση
χωρίς να μεταβάλλονται οι όροι, τα μέσα και οι συνθήκες παροχής της. Το
μόνο που μεταβάλλεται είναι η επιδίωξη βίαιης σύνδεσης της τεχνικής
εκπαίδευσης με την αγορά μέσω της περιβόητης Μαθητείας, η οποία όμως, με
τον έλεγχο του πολύπαθου και εκπαιδευτικά προβληματικού Ο.Α.Ε.Δ.,
κινδυνεύει να μετατραπεί σε μηχανισμό διοχέτευσης «εργαζομένων»
μηδαμινού κόστους σε επιχειρήσεις οι οποίες θα αποφεύγουν πλέον τις
ουσιαστικές προσλήψεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου