«Η ιστορία ενός άντρα που ήθελε να κάνει δουλειές του σπιτιού»
της Γουάντα Γκαγκ είναι το πρώτο εικονογραφημένο φεμινιστικό βιβλίο που
δημοσιεύτηκε το 1935, πριν από την περίοδο του φεμινισμού δεύτερου
κύματος.
Επιμέλεια: Μαρία Αγγελοπούλου
Η Γκαγκ αφηγείται την ιστορία ενός αγρότη του Φριτσλ, ο οποίος
εργάζεται όλη μέρα στα χωράφια και η σύζυγος του, η Λίσι ασχολείται με
τις δουλειές του σπιτιού, αναφέρει το brainpickings.org.
Η Λίσι για να του αποδείξει ότι έχει δίκιο, του προτείνει να αλλάξουν ρόλους για μια μέρα, έτσι ώστε να μπορέσει και ο Φριτσλ «να κάνει βόλτες στο σπίτι» για να πάρει μια γεύση από την καθημερινότητά της.
Την αυγή, η Λίσι ξεκίνησε με μια κανάτα και ένα δρεπάνι για τα χωράφια, ενώ ο Φριτσλ «άρχισε να τηγανίζει ζουμερά λουκάνικα για το πρωινό του».
Ο Φριτσλ ενώ είχε βάλει την κατσαρόλα στην φωτιά άρχισε να σκέφτεται πως θα ήθελε να έπινε ένα κρύο ποτήρι μηλίτη. Τότε άρχισε και η καταστροφή.
Όταν κατέβηκε στο κελάρι για να βάλει ένα ποτήρι μηλίτη, ο σκύλος άρπαξε τα λουκάνικα και άρχισε να τρέχει μακριά. Ο Φριτσλ έτρεξε να τον κυνηγήσει. Όταν επέστρεψε στο σπίτι διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει το πώμα του βαρελιού ανοιχτό και πως όλο το κελάρι είχε πλημμυρίσει από τον μηλίτη.
«Ο,τι έγινε, έγινε», είπε και πήγε να φτιάξει βούτυρο. Ξαφνικά σταμάτησε κάτω από ένα δέντρο να χαζέψει την κόρη του που έπαιζε στο γρασίδι και τότε θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει να δώσει νερό στην αγελάδα, ενώ είχε καύσωνα.
Όταν πήγε στον στάβλο αντί να βγάλει τα ζώα στο λιβάδι, αποφάσισε να τα αφήσει να βοσκίσουν στη στέγη του σπιτιού, που βρισκόταν στην πλαγιά ενός μικρού λόφου.
Επιστέφοντας από τον στάβλο ο Φριτσλ είδε την κόρη του να πέφτει μέσα στο δοχείο με το βούτυρο και να λερώνεται από την κορφή ως τα νύχια. Ο Φριτσλ εξοργισμένος πήγε να φτιάξει δείπνο για την Λίσι, η οποία θα γύριζε σύντομα σπίτι.
Όταν πήγε να ξεκινήσει το κόψιμο των λαχανικών άκουσε έναν περίεργο ήχο, που ερχόταν από την στέγη. Τα λάθη του θα έφταναν σε λίγο στο αποκορύφωμα. Μια αγελάδα είχε κολλήσει στην οροφή και ο Φριτσλ για να την κατεβάσει έδεσε ένα σχοινί γύρω από την κοιλιά της αγελάδας και το έριξε μέσα από την καμινάδα.
Χαρούμενος συνέχισε να φτιάχνει την σούπα, όταν ξαφνικά..
Η Λίσι ήρθε από τα χωράφια με την κανάτα στο χέρι της και το δρεπάνι στον ώμο. Τρομαγμένη είδε την αγελάδα στην άκρη της στέγης με την γλώσσα έξω. Η Λίσι δεν έχασε χρόνο άρπαξε το δρεπάνι της και έκοψε το σκοινί της αγελάδας.
Περπατώντας δίπλα από τον κήπο βρήκε την πόρτα ανοιχτή και τα γουρούνια, τις κατσίκες και τις χήνες να έχουν φύγει. Λίγο πιο κει βρήκε την κόρη της γεμάτη με βούτυρο. Ως αποκορύφωμα ανακάλυψε το πλημμυρισμένο κελάρι.
Η ιστορία τελειώνει με την εξής στιχομυθία:
Επιμέλεια: Μαρία Αγγελοπούλου
Και οι δύο εργάζονταν σκληρά, αλλά ο Φριτσλ πάντα πίστευε ότι εργαζόταν πιο σκληρά από τη γυναίκα του. Όταν ένα βράδυ γύρισε στο σπίτι από τα χωράφια, κάθισε στο τραπέζι, σκούπισε το πρόσωπο του με ένα μαντήλι και είπε: «Πόσο ζεστός ήταν ο ήλιος σήμερα! Και πόσο σκληρά δούλεψα! Μικρή μου Λίσι ξέρεις πως είναι η δουλειά ενός άντρα! Η δική σου δουλειά μπροστά στη δική μου, δεν είναι τίποτα!».
«Δεν είναι και τόσο εύκολη», είπε η Λίσι.
«Δεν είναι τόσο εύκολη;;», φώναξε ο Φριτζλ. «Το μόνο που κάνεις είναι να κάνεις βόλτες στο σπίτι. Σίγουρα δεν υπάρχει τίποτα δύσκολο σε αυτό».
Η Λίσι για να του αποδείξει ότι έχει δίκιο, του προτείνει να αλλάξουν ρόλους για μια μέρα, έτσι ώστε να μπορέσει και ο Φριτσλ «να κάνει βόλτες στο σπίτι» για να πάρει μια γεύση από την καθημερινότητά της.
Την αυγή, η Λίσι ξεκίνησε με μια κανάτα και ένα δρεπάνι για τα χωράφια, ενώ ο Φριτσλ «άρχισε να τηγανίζει ζουμερά λουκάνικα για το πρωινό του».
Ο Φριτσλ ενώ είχε βάλει την κατσαρόλα στην φωτιά άρχισε να σκέφτεται πως θα ήθελε να έπινε ένα κρύο ποτήρι μηλίτη. Τότε άρχισε και η καταστροφή.
Όταν κατέβηκε στο κελάρι για να βάλει ένα ποτήρι μηλίτη, ο σκύλος άρπαξε τα λουκάνικα και άρχισε να τρέχει μακριά. Ο Φριτσλ έτρεξε να τον κυνηγήσει. Όταν επέστρεψε στο σπίτι διαπίστωσε ότι είχε ξεχάσει το πώμα του βαρελιού ανοιχτό και πως όλο το κελάρι είχε πλημμυρίσει από τον μηλίτη.
«Ο,τι έγινε, έγινε», είπε και πήγε να φτιάξει βούτυρο. Ξαφνικά σταμάτησε κάτω από ένα δέντρο να χαζέψει την κόρη του που έπαιζε στο γρασίδι και τότε θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει να δώσει νερό στην αγελάδα, ενώ είχε καύσωνα.
Όταν πήγε στον στάβλο αντί να βγάλει τα ζώα στο λιβάδι, αποφάσισε να τα αφήσει να βοσκίσουν στη στέγη του σπιτιού, που βρισκόταν στην πλαγιά ενός μικρού λόφου.
Επιστέφοντας από τον στάβλο ο Φριτσλ είδε την κόρη του να πέφτει μέσα στο δοχείο με το βούτυρο και να λερώνεται από την κορφή ως τα νύχια. Ο Φριτσλ εξοργισμένος πήγε να φτιάξει δείπνο για την Λίσι, η οποία θα γύριζε σύντομα σπίτι.
Η Γκαγκ γράφει: Με μεγάλα γρήγορα βήματα ο Φριτσλ πάει στον κήπο να μαζέψει πατάτες, κρεμμύδια καρότα, λάχανα, παντζάραια, φασόλια, μαιντανό και σέλινο. «Όλα αυτά θα κάνουν μια ωραία σούπα», είπε ο Φριτσλ όπως πήγαινε στο σπίτι. Στα χέρια του κρατούσε τόσα λαχανικά που δεν μπορούσε να κλείσει ούτε την πόρτα του κήπου».
Όταν πήγε να ξεκινήσει το κόψιμο των λαχανικών άκουσε έναν περίεργο ήχο, που ερχόταν από την στέγη. Τα λάθη του θα έφταναν σε λίγο στο αποκορύφωμα. Μια αγελάδα είχε κολλήσει στην οροφή και ο Φριτσλ για να την κατεβάσει έδεσε ένα σχοινί γύρω από την κοιλιά της αγελάδας και το έριξε μέσα από την καμινάδα.
Χαρούμενος συνέχισε να φτιάχνει την σούπα, όταν ξαφνικά..
Η Λίσι ήρθε από τα χωράφια με την κανάτα στο χέρι της και το δρεπάνι στον ώμο. Τρομαγμένη είδε την αγελάδα στην άκρη της στέγης με την γλώσσα έξω. Η Λίσι δεν έχασε χρόνο άρπαξε το δρεπάνι της και έκοψε το σκοινί της αγελάδας.
Περπατώντας δίπλα από τον κήπο βρήκε την πόρτα ανοιχτή και τα γουρούνια, τις κατσίκες και τις χήνες να έχουν φύγει. Λίγο πιο κει βρήκε την κόρη της γεμάτη με βούτυρο. Ως αποκορύφωμα ανακάλυψε το πλημμυρισμένο κελάρι.
Η ιστορία τελειώνει με την εξής στιχομυθία:
«Με αυτόν τον τρόπο φρόντισες να πρόσεχες το σπίτι;»
«Λίσι είχες δίκιο για τη δουλειά σου, δεν είναι και τόσο εύκολη».
«Είναι λίγο δύκολη στην αρχή», είπε η Λίσι, «αλλά αύριο ίσως τα καταφέρεις καλύτερα».
«Μάλλον όχι», φώναξε ο Φριτσλ, «ο,τι έγινε, έγινε, και η δουλειά μου για σήμερα τελείωσε. Επέτρεψέ μου, Λίσι, να επιστρέψω αύριο στην δική μου δουλειά και ποτέ δεν θα ξαναπώ ότι η δουλειά μου στα χωράφια έιναι πιο δύσκολη από τη δική σου».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου