Παρασκευή 3 Οκτωβρίου 2014

Η διδασκαλία και εξέταση των φιλολογικών μαθημάτων,


Μνημείο παλινωδιών ό,τι συμβαίνει στα φιλολογικά μαθήματα, και δη στη Νέα Ελληνική Γλώσσα και στη Νεοελληνική Λογοτεχνία: οδηγίες διδασκαλίας (αναφέρομαι στις περσινές) που εν μέρει ξηλώθηκαν από εγκυκλίους και προεδρικά διατάγματα και νέες οδηγίες διδασκαλίας (αναφέρομαι στις φετινές) που εν μέρει ξηλώνονται από τις οδηγίες για την εξεταστέα ύλη. 
Εξηγούμαι:
- Στη γλώσσα (α) από το μετασχηματισμό κειμένου ως βασική άσκηση της παραγωγής λόγου, (β) από το δεύτερο κείμενο αναφοράς που θα μπορούσε να είναι εικόνα, φωτογραφία ή σκίτσο και (γ) από την ανοιχτή ύλη που θα εναπόκειτο στην επιλογή του διδάσκοντα και θα αντλούνταν από ποικίλους πόρους οδηγούμαστε σε μια παραλλαγή του προηγούμενου συστήματος με κάποιες τροποποιήσεις. Που σημαίνει ότι μετατίθεται στις καλένδες ο μετασχηματισμός κειμένου, ότι ένα, κατά κανόνα, και όχι πολυτροπικό είναι το αφετηριακό κείμενο και ότι η ύλη συνδέεται πάλι στενά με τις σελίδες του σχολικού βιβλίου.
- Στη λογοτεχνία (α) ορισμένες από τις ερωτήσεις (π.χ. ομοιοκαταληξία, μέτρο κλπ.) της Τράπεζας Θεμάτων απομακρύνονται από τη νέα φιλοσοφία του προγράμματος διδασκαλίας και (β) από τις τρεις διδακτικές ενότητες με την ανοιχτή ύλη της πρώτης λυκείου επανερχόμαστε στη δευτέρα λυκείου στη γνωστή συνταγή των δεκαέξι τουλάχιστον ποιητικών και πεζών κειμένων. Που σημαίνει ότι η Τράπεζα Θεμάτων και οι νέες οδηγίες για την εξέταση του μαθήματος ξανακλείνουν συνωμοτικά το μάτι στην καθιερωμένη σχολιογραφική και ερμηνευτική μέθοδο ανάλυσης του λογοτεχνικού κειμένου, υπονομεύοντας τη δυνατότητα ερευνητικής μάθησης και το μοντέλο των πρότζεκτ στη διδασκαλία του μαθήματος.
Εν πάση περιπτώσει, ό,τι συμβαίνει στο εκπαιδευτικό φιλολογικό αντικείμενο μοιάζει αντανάκλαση όσων συμβαίνουν στη χώρα: ένα ετοιμόρροπο γιοφύρι που χτίζεται και γκρεμίζεται μέχρι να βρεθούν τα εξιλαστήρια θύματα που θα θυσιαστούν για να στεριώσουν οι νέοι συσχετισμοί εξουσίας – αν στεριώσουν. 
Αναφέρομαι στην έλλειψη επιστημονικής θεμελίωσης, εκπαιδευτικής συνέπειας και πολιτικής βούλησης στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση των αλλαγών διδασκαλίας και εξέτασης των μαθημάτων, ειδικά των φιλολογικών, με αποτέλεσμα η όποια προσπάθεια διαφοροποίησης να ανακοινώνεται με μεγαλόστομες διακηρύξεις και ακολούθως να παραδίδεται αμαχητί σε μεγάλες διαψεύσεις, απ’ όπου μόνη αλώβητη βγαίνει τελικά η λογική της ποσοτικοποίησης, που υποβιβάζει τη γνώση σε πληροφορία και τη μάθηση σε εκπαίδευση.
Ό,τι μένει πέρα από τη διάψευση είναι το αίσθημα της γενικευμένης ανασφάλειας, που επιδεινώνεται και από την Τράπεζα Θεμάτων, καθώς εκπαιδευτικοί και μαθητές πλέουν σε πελάγη ασάφειας όσον αφορά το τι και το πώς θα το διδάξουν ή θα το διδαχτούν με χαρακτηριστικότερο το παράδειγμα της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, που αλλιώς διδάχτηκε και αλλιώς εξετάστηκε από την Τράπεζα θεμάτων την περσινή χρονιά, και της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, που αλλιώς διδάχτηκε την περσινή χρονιά και αλλιώς θα διδαχτεί τη φετινή – εκτός και αν επίκεινται νέοι δυσάρεστοι αιφνιδιασμοί. 
Γιατί τίποτα πλέον δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, πέρα από την ηχηρή σιωπή του εκπαιδευτικού (και όχι μόνο) κόσμου.

του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου