



Η 30ή Οκτωβρίου 1944 είναι η μέρα που έφυγε και ο τελευταίος
Γερμανός στρατιώτης από την πόλη. Ποτάμια λαού πανηγύριζαν και
αρματωμένοι ελασίτες παρέλαυναν ως απελευθερωτές στους δρόμους της
Θεσσαλονίκης. Μια νέα ελπιδοφόρα προοπτική ξανοίγονταν για την πόλη και
τους ανθρώπους της. Κι όμως. Η επέτειος αυτή, ενταγμένη στους εμφύλιους
ανταγωνισμούς και το ρεβανσιστικό πνεύμα των νικητών, εξακολουθεί να
αποσιωπάται ή να αναφέρεται υποτονικά, σαν να μην έγινε ποτέ
απελευθέρωση, σαν να θυμίζει «οικεία κακά» και πρέπει να σβηστεί από το
βιβλίο της ιστορίας της πόλης.
«Ρεμπέτικα και μπλουζ δρόμοι
παράλληλοι», λοιπόν· είτε το πιστεύετε είτε όχι… Κι επειδή δεν είναι
δυνατόν να εξαντληθεί το ενδιαφέρον αυτό θέμα μόνο με τρεις χιλιάδες
λέξεις, ούτε και να διαταραχθεί η ισορροπία του μεγέθους των κειμένων
στο φιλόξενο περιοδικό «24grammata.com»,
ενώ ταυτόχρονα δεν πρέπει να «μπαϊλντίσει» και να …λοξοδρομήσει ο μέσος
αναγνώστης, περιορίζομαι στο να καταγράψω όσο γίνεται πιο συνοπτικά,
τις πολλές εκπληκτικές ομοιότητες αλλά και κάποιες αποκαλυπτικές
διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα στους δύο μεγάλους αυτούς παγκόσμιους
μουσικούς θησαυρούς. Θα χωρίσω το παρόν κείμενο σε μικρές διακριτές
ενότητες, για ευκολία στην ανάγνωση και, ίσως, για διευκόλυνση της
μνήμης. Και ελπίζω να εισπραχθεί με κατανόηση ότι θα δοθεί στα μπλουζ
λίγο περισσότερο «βάρος» (γραπτό και φωτογραφικό…), αφού οι πιο πολλοί
Έλληνες ελάχιστα γνωρίζουν γι’ αυτά, σε σχέση με ό,τι ξέρουν για τα
ρεμπέτικα.|
Πού πού πού πού πού πού
'ναι αυτός
που μας εκάλεσε;
Πού πού πού πού σε ποιο
μέρος βόσκει;
Tι τι τι τι τι τι τι 'ν' η
αιτία;
Ποιο ποιο ποιο ποιο ποιο
ποιος ο λόγος;
Πώς, πούθε, ποιοι 'ναι,
πού 'ναι,
πες μας, δε θα πεις;
A, προδοθήκαμε, επάθαμε
ανόσια,
τούτος ήτανε φίλος μας κι
έβοσκε
στα χωράφια μαζί μας σαν
σύντροφος.
Καταπάτησε νόμους αρχαίους
και τους όρκους των όρνιων
επρόδωσε.
Με δόλο εδώ μας κάλεσε
κοντά σε γένος άνομο
που πάντα εχτρός μας
στάθηκε
πάντα τροφή μας έκανε.
Αμή με τούτο τ' όρνιο μας
ύστερα θα τα ειπούμε
μόνον ετούτοι οι γέροι
λέω,
ευθύς να το πληρώσουν:
κομμάτια να τους κάνουμε
κομμάτια να τους φάμε
Α, προδοθήκαμε, πάθαμε
ανόσια.
|
Εμπρός, απάνω τους
ριχτείτε,
εμπρός με ορμή σκοτώστε
τους,
εμπρός με τις φτερούγες
σας
παντού περικυκλώστε τους
κι οι δυο τους να
βογκήξουνε
να φάνε χώμα οι μύτες τους
γιατί ούτε σκιερό βουνό
ούτε κι αιθέριο σύννεφο
ούτε και πέλαγο ψαρό
μπορεί να τους γλιτώσει
αυτούς
από τα νύχια τούτα μου.
E! μην κοντοστεκόσαστε,
εμπρός να τους μαδήσουμε,
απάνω τους νυχιές,
τσιμπιές-
πού 'ν' ο ταξίαρχος;
εμπρός,
να προχωρήσει το ελαφρό.
Αέρα, κελελέφ!
χαμηλώστε μπρος τις μύτες,
μην κοντοστεκόσαστε,
βάρα, χτύπα, μάδα, δείρε,
το τσουκάλι σπάσε πρώτα.
|
Και οι δύο εργάζονταν σκληρά, αλλά ο Φριτσλ πάντα πίστευε ότι εργαζόταν πιο σκληρά από τη γυναίκα του. Όταν ένα βράδυ γύρισε στο σπίτι από τα χωράφια, κάθισε στο τραπέζι, σκούπισε το πρόσωπο του με ένα μαντήλι και είπε: «Πόσο ζεστός ήταν ο ήλιος σήμερα! Και πόσο σκληρά δούλεψα! Μικρή μου Λίσι ξέρεις πως είναι η δουλειά ενός άντρα! Η δική σου δουλειά μπροστά στη δική μου, δεν είναι τίποτα!».
«Δεν είναι και τόσο εύκολη», είπε η Λίσι.
«Δεν είναι τόσο εύκολη;;», φώναξε ο Φριτζλ. «Το μόνο που κάνεις είναι να κάνεις βόλτες στο σπίτι. Σίγουρα δεν υπάρχει τίποτα δύσκολο σε αυτό».



