Οι Έλληνες του πνεύματος και της Τέχνης. Γ Σεφέρης
Σεφέρης - Ελύτης, δύο Νόμπελ, δύο εποχές
Στοιχεία για τη ζωή και το έργο του.
Ὁ μεγάλος ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης, φιλ. ψευδώνυμο τοῦ Γιώργου Σεφεριάδη, γεννήθηκε
στὴ Σμύρνη τὸ 1900 καὶ πέθανε στὴν Ἀθήνα τὸ 1971. Ἦταν γιὸς τοῦ διακεκριμένου καθηγητῆ
τοῦ Διεθνοῦς δικαιοῦ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Στέλιου Σεφεριάδη. Μετὰ τὴ Μικρασιατικὴ
καταστροφή, ἀφήνοντας πλούσιο σπιτικό, ἐγκαταστάθηκε οἰκογενειακῶς στὴν Ἀθήνα. Σπούδασε
νομικὰ καὶ πολιτικὲς ἐπιστῆμες στὸ Παρίσι καὶ σταδιοδρόμησε στὸ διπλωματικὸ κλάδο,
ὅπου ὑπηρέτησε σὲ διάφορες χῶρες καὶ τέλος ὡς πρεσβευτὴς στὸ Λονδίνο. Ὁ ποιητὴς
μεγάλωσε μέσα σὲ προοδευτικὸ δημοκρατικὸ περιβάλλον. Ὁ πατέρας του καθηγητὴς τῆς
Νομικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν, σύμβουλος Ἐπικρατείας καὶ Ἀκαδημαϊκός, κι ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ
θερμοὺς δημοτικιστές, παύτηκε γιὰ τὰ δημοκρατικά του φρονήματα δυὸ φορὲς ἀπὸ τὸ
Πανεπιστήμιο, τὸ 1920 καὶ τὸ 1938. Ἔτσι, ὁ ποιητὴς γαλουχήθηκε ἀπὸ μικρός με τὰ
νάματα τῆς ἐλευθερίας, καὶ τῆς ἐλεύθερης σκέψης.
Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης πρωτοπαρουσιάστηκε στὰ ἑλληνικὰ γράμματα μὲ τὴν ποιητικὴ
συλλογὴ
Στροφὲς στὰ 1931, σὲ 200 ἀντίτυπα ἀριθμημένα. Στὰ 1932 παρουσιάζει
τὸ ποίημα
Στέρνα, χωρὶς ὄνομα συγγραφέα, ἀλλὰ μὲ τὴν ὑπογραφή του σὲ 50 ἀντίτυπα.
Τo 1935, σὲ 150 ἀριθμημένα ἀντίτυπα μᾶς παρουσιάζει τὴν ποιητικὴ συλλογὴ
Μυθιστόρημα.
Στὴ συνέχεια δημοσιεύει στὸ περιοδικὸ «Νέα Γράμματα» τὸ ποίημα Γυμνοπαιδία.
Τo 1940, σὲ 356 ἀριθμημένα ἀντίτυπα, μᾶς παρουσιάζει τὴ συλλογὴ Τετράδιο Γυμνασμάτων.
Τoν ἴδιο χρόνο σὲ 317 ἀριθμημένα ἀντίτυπα μᾶς παρουσιάζει τὴν ποιητικὴ συλλογὴ
Ἡμερολόγιο καταστρώματος Α. Τo 1944 τὸ Ἡμερολόγιο καταστρώματος B.
Τo 1937 τὴν Κίχλη, καὶ τέλος τὸ 1955 τὸ Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ
(μὲ τὸν ὑπότιτλο ... Κύπρον οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν...). Ὅλο τὸ παραπάνω ποιητικὸ
ἔργο τοῦ Σεφέρη ἐκδόθηκε ἀπὸ τὸν Ἐκδ. οἶκο «Ἴκαρος» μὲ τὸ γενικὸ τίτλο «Ποιήματα»,
ὄγδοη ἔκδοση 1975.
Κρίνοντας τὸ ἔργο τοῦ ποιητῆ θὰ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπόψη μας τὴ βαθύτατη καὶ πλατιὰ
μόρφωσή του, ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴν ἀπόλυτη ἐξοικείωση μὲ τὰ κείμενα τῶν ἀρχαίων,
μέσα στὰ ὁποῖα συνάντησε τὰ διδάγματα τῆς αἰώνιας κληρονομιᾶς τοῦ πνεύματος, κι
ὕστερα στοὺς ρωμαϊκοὺς καὶ βυζαντινοὺς χρόνους, μέχρι τὸ θρυλικὸ ῾21 καὶ τοὺς διδάχους
τῆς γνήσιας ἐθνικῆς παράδοσης, ὅπως τὸν Μακρυγιάννη, τὸν «ἀγράμματο Διδάσκαλο τοῦ
Γένους», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ, ὡς τὸ λαϊκὸ ποιητὴ τῆς ζωγραφικῆς, τὸν Λέσβιο Θεόφιλο.
Αὐτὸς «ὁ κόσμος τῆς ρωμιοσύνης» γυρίζει συνέχεια στὸ νοῦ του καὶ αὐτὸν ζεῖ στὰ ὁράματά
του καὶ αὐτὸν προσπαθεῖ ν᾿ ἀναστηλώσει μέσ᾿ ἀπὸ τὰ χαλάσματα καὶ τὰ συντρίμμια τῶν
ἀνασκαφῶν μὲ τοὺς στίχους τῶν ποιημάτων του.
Κάτοχος τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνεύματος καὶ τῶν νέων ἰδεῶν καὶ ρευμάτων τῆς τέχνης,
ἔγινε ὁ θερμότερος ὑποστηρικτὴς τῆς ὑπερρεαλιστικῆς ποίησης στὴ χώρα μας, ἐπηρεασμένος
ἀπὸ τὸ «Συμβολισμό» τοῦ Γάλλου Πὼλ Κλωντέλ, τοῦ Ἀμερικανοῦ Ἐσδρα Πάουντ καὶ περισσότερο
τοῦ Ἀγγλου Τ. Σ. Ἐλιοτ. Ἂν σ᾿ αὐτὰ προσθέσουμε καὶ τὴν πίκρα ποὺ φέρνει μέσα του
ὁ ποιητὴς γιὰ τὸν πόνο τοῦ ξεριζωμοῦ, τὸ ὅραμα τοῦ χαμένου πατρογονικοῦ σπιτιοῦ,
ποὺ στέγασε τὶς πρῶτες ἐφηβικές του ἀνησυχίες, θὰ καταλάβουμε καλύτερα τὰ λόγια
του γιὰ «τὸν καημὸ τῆς ρωμιοσύνης» καὶ τὰ λόγια του ἴδιου: Ἡ μνήμη ὅπου καὶ νὰ τὴν
ἀγγίξεις πονεῖ. Γι᾿ αὐτό, σὲ ὁλόκληρο τὸ ποιητικό του οἰκοδόμημα, μὲ ἐπιμονὴ καὶ
ὑπομονὴ προσπαθεῖ νὰ πλάσει τὸ τέλειο ὑπόδειγμα τῆς καθαρὰ ἑλληνικῆς ἀρετῆς, ποὺ
συνοψίζεται σὲ τοῦτο: τὴν καθαρὴ κρίση, τὸ ἀνθρώπινο θάρρος, τὴν ἀσίγαστη λαχτάρα
γιὰ δημιουργία, τὴν ἀγάπη γιὰ τὴν ἀλήθεια καὶ τὴν ἐλευθερία, καὶ τὴν ἀποφυγὴ κάθε
ὑπερβολῆς, μὲ τὴ σημασία ποὺ ἔδιναν οἱ ἀρχαῖοι στὴ λέξη «φρόνημα». Καὶ τοῦτο τὸ
ἔκαμε, γιατὶ ὅπως λέει κάπου ὁ ἴδιος: ὁ ἑλληνισμὸς εἶναι δύσκολος, ναὶ μὰ γι᾿ αὐτὸ
ἀξίζει τὸν κόπο.
Κοιτάζοντας τὴν ποίηση τοῦ Σεφέρη στὸ σύνολό της, ἀντιμετωπίζομε ἕνα πρόβλημα.
Ἂς τὸ δοῦμε ἀπὸ κοντά. Στὴν ποίηση τοῦ Σεφέρη ὑπάρχουν δυὸ ἐναλλασσόμενα πρόσωπα,
ποὺ μᾶς πιστοποιοῦν τὸ διχασμὸ τοῦ ποιητῆ. Ὑπάρχουν τὰ ποιήματα τὰ ἁπλὰ καὶ εὐκολονόητα
καὶ τὰ ποιήματα τὰ κλειστά, τὰ δύσκολα, τὰ ἑρμητικὰ ποιήματα. Ὅταν τὸ 1931 ὁ Σεφέρης
τύπωσε τὴν πρώτη ποιητική του συλλογὴ τὴ Στροφή, ὁ Παλαμᾶς σὲ μιὰ ἐπιστολή
του πρὸς τὴ «Νέα Ἑστία» ἔγραψε, πώς: «δυὸ παράγοντες συνιστοῦν τὴν ποιητικὴ γλώσσα:
Τὸ παραδομένο, δηλαδὴ τοὺς γνωστούς, δοκιμασμένους ἀπὸ τὰ χρόνια καὶ πολυμεταχειρισμένους
τρόπους, καὶ τὸ ἀπαράδεκτο, ὅπου μας παραστέκει ἡ φοβέρα τοῦ ἀσύλληπτου καὶ τοῦ
ἀκατανόητου καὶ ὅπου ὁ Σεφέρης βρίσκει τὸ στοιχεῖο του. Τὰ ποιήματα τῆς Στροφῆς
εἶναι κρυπτογραφικά. Χρειάζονται κάποιο κλειδὶ ποὺ δὲν τὸ βλέπω». Αὐτὰ εἶπε ὁ Παλαμᾶς
γιὰ τὴ Στροφή. Τί θὰ ῾λεγε γιὰ τὶς ἄλλες συλλογὲς τοῦ Σεφέρη; Νὰ ἕνα ἀκόμα
πρόβλημα.
Μαζί με άλλους λογοτέχνες της γενιάς του
Θανάσης Πετσάλης, Ηλίας Βενέζης, Οδυσσέας
Ελύτης, Γιώργος Σεφέρης, Ανδρέας Καραντώνης, Στέλιος Ξεφλούδας, Γιώργος
Θεοτοκάς. Καθιστοί: Άγγελος Τερζάκης, KT Δημαράς, Γιώργος Κατσίμπαλης,
Κοσμάς Πολίτης, Ανδρέας Εμπειρίκος
Πάντως ὕστερα ἀπὸ τὴν κατάκτηση τῆς νέας ποίησης ἀπὸ τὴν ὑπερρεαλιστικὴ τεχνοτροπία,
τὴν διαφοροποίησή της στὸν νεώτερο ποιητικὸ χῶρο καὶ τὴν ἐξοικείωσή μας μὲ τὴν ποιητικὴ
γλώσσα τῆς ἐποχῆς μας, ἔχοντας ὑπόψη μας καὶ τὰ μεταγενέστερα ἔργα τοῦ Σεφέρη, δὲν
μποροῦμε νὰ δεχτοῦμε τὰ ποιήματα τῆς «Στροφῆς», σὰν κρυπτογραφικά...
... Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό... |
Μετὰ τὴ Στροφή, ἀκολούθησε ἡ Στέρνα, ἕνα ποίημα, ποὺ οἱ στίχοι
του ἔχουν ἐξαίρετη διαφάνεια καὶ κρυσταλλικὴ καθαρότητα, μὰ ποὺ τὸ νόημά του εἶναι
σκοτεινὸ καὶ ἀπαραβίαστο. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε νὰ συλλάβουμε τὴ σκέψη τοῦ ποιητῆ,
δὲν τὸ κατορθώνουμε. Ἡ Στέρνα - ὅπως καὶ ἡ Κίχλη καὶ τὰ Τρία κρυφὰ ποιήματα,
- ἀνήκουν στὴν κατηγορία τῶν ποιημάτων ποὺ δίνουν στοὺς κριτικοὺς ἀνεξάντλητα «πεδία
ἑρμηνευτικῶν πιθανοτήτων», χωρὶς ποτὲ νὰ κατορθώνουν ν᾿ ἀποκρυπτογραφήσουν τὸ ἀληθινὸ
νόημα τῆς σκέψης τοῦ ποιητῆ καὶ τὸ νόημα τοῦ περιεχομένου τους. Τὸ κλειδὶ τοῦ ἀπλησίαστου
αὐτῶν τῶν ποιημάτων μας τὸ δίνει ὁ ἴδιος ὁ ποιητής, ὅταν μας λέει: «Στὸν καιρό μας
ἡ ποίηση ἔγινε πιὸ πυκνή, πιὸ ἐλλειπτική, πιὸ δύσκολη, καὶ ὅσο κι ἂν πιστεύω πὼς
γιὰ τὸν ἀσκημένο φίλο τῆς τέχνης, τέχνη δύσκολη δὲν ὑπάρχει, αἰσθάνομαι καὶ συμπαθῶ
τὴν πίκρα τοῦ αὐτοδίδακτου, ποὺ βλέπει ὅτι ἔρχεται σ᾿ ἐπαφὴ μὲ πολὺ μικρότερο κοινό,
παρὰ ἕνας ἠθοποιὸς τοῦ ἐλαφροῦ θεάτρου. Δὲν ἰσχυρίζομαι, ἀκόμα, ὅτι ἄλλη ποίηση,
περισσότερο ἀνοιχτὴ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει. Λέω μόνο ὅτι πρῶτα μ᾿ ἐνδιαφέρει ἡ συντήρηση
τῆς ποίησης, ἔστω κι ἂν γιὰ τρεῖς μόνους ἀνθρώπους, κι ἔπειτα ἡ πλατύτερη ἐπαφὴ
μὲ τὸν κόσμο».
Ἡ δεύτερη ποιητικὴ συλλογή, τὸ Μυθιστόρημα, ὑπῆρξε ἡ ἀποφασιστικὴ στροφὴ
τοῦ ποιητῆ Σεφέρη πρὸς τὰ πρωτοποριακὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Εἶναι ἡ πρώτη
φορὰ ποὺ ἐδῶ ὁ μύθος καὶ οἱ συγκεκριμένες ἱστορικὲς ἐμπειρίες, θὰ γίνουν τὸ σταθερὸ
καὶ γονιμοποιὸ στοιχεῖο ὅπως καὶ στὴν κατοπινὴ ποιητική του δημιουργία. Ὅλα τὰ ποιήματα
τοῦ Μυθιστορήματος εἶναι ἕνας ἀπόηχος ἀπὸ μνῆμες, ἀναπολήσεις καὶ σπαραγμοὺς
τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, ποὺ δίνονται μὲ δραματικὸ τρόπο, αὐστηρὰ ὀργανωμένη
ποιητικὴ τέχνη, ἀπέριττη γλωσσικὴ διαύγεια, γνήσιο λυρισμὸ καὶ ἀπαισιόδοξη πνευματικότητα.
«Εἶναι ἕνα εἶδος ποιητικῆς παράστασης - γράφει ὁ Μάρκος Αὐγέρης - ἀνάμεσα στὸ μύθο
καὶ στὴν πραγματικότητα, μιὰ αὐτοβιογραφία, ἀπὸ τὴν ἐσωτερικὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ, ποὺ
ἐκφράζεται μὲ εἰκόνες καὶ σύμβολα». Πάντως καὶ τὸ Μυθιστόρημα εἶναι ἕνα ποιητικὸ
σύνολο ποὺ ἀνήκει κατὰ μεγάλο μέρος στὴν κατηγορία τῶν «κλειστῶν» ποιημάτων, ποὺ
κι ὁ ἀσκημένος ἀναγνώστης βρίσκεται μπροστὰ σ᾿ ἕνα τόσο πυκνὸ καὶ ἀδιαπέραστο ὑλικό,
ὥστε νιώθει σὰν νὰ βρίσκεται ἀβοήθητος μέσα σ᾿ ἕνα ἀπέραντο σκοτεινὸ δάσος. Μὰ καὶ
στὴ συνεχιζόμενη ποιητικὴ πορεία τοῦ ποιητῆ μὲ τὸ Τετράδιο Γυμνασμάτων, τὰ
Ποιήματα τοῦ Στρατῆ Θαλασσινοῦ καὶ τὰ ποιήματα Σχέδια γιὰ ἕνα καλοκαίρι,
τὸ ὕφος εἶναι σχεδὸν ὅμοιο μὲ τῶν ποιημάτων στὸ Μυθιστόρημα. Κάθε λοιπὸν
προσπάθεια μονοδιάστατης ἑρμηνείας θὰ ἦταν ἀπαράδεκτη κι ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ποιητή,
ὁ ὁποῖος, μὲ κανέναν τρόπο, δὲν θὰ δεχόταν μία τέτοια ἑρμηνεία.
Κι ἐρχόμαστε τώρα στὴν ἐξέταση τῆς ποιητικῆς σειρᾶς Ἡμερολόγιο καταστρώματος
Α-Β-Γ. Καὶ στὴ σειρὰ τῶν ποιημάτων «Ἡμερολόγιο καταστρώματος Α»
ὑπάρχουν πολλὰ
αἰνιγματικὰ καὶ ἀξεδιάλυτα σὰν φαντασίες ὀνείρου. Παρακολουθοῦμε κι ἐδῶ
τὶς διαδοχικὲς
ἐναλλαγὲς τοῦ «κλειστοῦ» με τὸ «ἀνοιχτό» ποίημα, ποὺ παρ᾿ ὅλη τὴν
ἀνανέωση τῆς ἔκφρασης
τοῦ ποιητῆ, οἱ γέφυρες τῆς ἐπικοινωνίας, σχεδὸν ἔxoυν κοπεῖ. Τὰ ποιήματα
μᾶς παρουσιάζουν
εἰκόνες - σύμβολα ποὺ δὲν συλλαβαίνει σχεδὸν κανεὶς τὸ νόημά τους, γιατὶ
ἀλλάζουν σὰν σὲ καλειδοσκόπιο καὶ τελειώνουν μὲ μιὰ θαυμαστῆ λυρικὴ
διάθεση, ἴδια ἀκατανόητη
καὶ ἀξεδιάλυτη.
Στίχοι ἀπὸ τὸ ποίημα: «Les anges sont blancs» (Οἱ ἄγγελοι εἶναι λευκοί):
... Οἱ ἄγγελοι εἶναι λευκοὶ πυρωμένοι λευκοὶ καὶ τὸ μάτι
μαραίνεται ποὺ θὰ τoυς ἀντικρίσει
καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος πρέπει νὰ γίνεις σὰν τὴν
πέτρα, ὅταν γυρεύεις τὴ συναναστροφή τους,
κι ὅταν γυρεύεις τὸ θαῦμα πρέπει νὰ σπείρεις τὸ αἷμα σου
στὶς ὀχτὼ γενιὲς τῶν ἀνέμων,
γιατὶ τὸ θαῦμα δὲν εἶναι πουθενὰ παρὰ κυκλοφορεῖ μέσα
στὶς φλέβες τοῦ ἄνθρωπου |
Μὰ καὶ τὸ ἄλλο μὲ τὸν τίτλο: «Ἡ ἀπόφαση τῆς λησμονιᾶς», ἴδια γραφικά, γεμάτο
εἰκόνες, καὶ σκέψεις γιὰ μᾶς τελείως ἀπόκρυφες...
... Μήτε θυμᾶσαι διαβάζοντας τὰ ψηφία μας πάνω στὶς πέτρες.
Ὡστόσο μένεις ἐκστατικὸς μαζὶ μὲ τ᾿ ἀρνιά σου
ποὺ μεγαλώνουν τὸ σῶμα σου μὲ τὸ μαλλί τους
τώρα νιώθεις στὶς φλέβες σου μιὰ βοὴ θυσίας. |
Πῶς νὰ ὀνομάσουμε ὅλα αὐτά; Τὸ σωστότερο θὰ ἦταν νὰ λέγαμε πὼς εἶναι μιὰ ὁμιλία
τοῦ ποιητῆ μὲ τὸν ἑαυτό του, χωρὶς καμιὰ βούληση ἐπικοινωνίας. «Φυσικά, ἡ ποίηση
τοῦ Σεφέρη - παρατηρεῖ ὁ Ἄνδρεας Καραντώνης - ἀπόσταγμα μακροχρόνιων πνευματικῶν
βιώσεων καὶ συμβολικῶν συνδυασμῶν ποὺ γίνονται στὰ σκοτεινά, ὅπως τῶν μάγων, ἀποτείνεται
σ᾿ ἕνα κοινὸ καλλιεργημένων, πολὺ μορφωμένων ἀτόμων, καὶ εἰδικότερα, σὲ μιὰ κατηγορία
ἀναγνωστῶν ποὺ ἔχουν ἐξοικειωθεῖ μὲ ὅλα τὰ μυστικὰ τοῦ μοντέρνου ποιητικοῦ λόγου
καὶ τῆς περίπλοκης ψυχολογίας τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου...».
Τὸ Ἡμερoλόγιο καταστρώματος Β εἶναι γεμάτο ἀπὸ εἰκόνες κι αἰσθήματα ἀπὸ
τὴν πλανητικὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ. Ἀλλοῦ σατιρικὸς κι ἀλλοῦ πικρόχολος γιὰ ὅσα συμβαίνουν
γύρω του, γίνεται ὁ τιμητὴς τοῦ πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ ἐκτροχιασμοῦ τῆς ἐποχῆς
του, χωρὶς ν᾿ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὶς παραλλαγὲς τῆς ψυχικῆς του διάθεσης, γύρω ἀπὸ
τὶς ἔγνοιες τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου. Ἡ φρίκη τῆς πραγματικότητας ποὺ ζήσαμε στὸν
πόλεμο τοῦ 40-45 διατυπώνεται ἐπιγραμματικὰ στὸ τρίτο ποίημα τῆς «Κίχλης»:
... Χῶρες τοῦ ἥλιου ποὺ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἥλιο.
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἄνθρωπο...
Η Ποιητική του Σεφέρη
Αυτές τις μέρες γίνεται στις Πλάτρες της Κύπρου (μαγικός κάποτε τόπος,
που πάει κι αυτός να χαλάσει) διεθνές συνέδριο επετειακό (100 χρόνια από
τη γέννηση του ποιητή), για να τιμηθεί ο Γιώργος Σεφέρης, κυρίως μέσα
από το πρωτότυπο έργο του. Η δική μου συνδρομή σ' αυτόν τον έρανο
υπήρξε μια πρώτη ανάγνωση των σημάτων της σεφερικής Ενδοποιητικής.
Επειδή πρόκειται για νεολογισμό, προτάσσονται κάποιες στοιχειώδεις
εξηγήσεις. Ενδοποιητική λοιπόν ονομάζεται το σύνολο των ποιητολογικών
σημάτων (μικροσκοπικών ή μακροσκοπικών, κυριολεκτικών ή μεταφορικών,
ρητών ή λανθανόντων, άμεσων ή έμμεσων), τα οποία περιέχονται μέσα στο
ίδιο το ποιητικό έργο. Από την άποψη αυτή ο προτεινόμενος νεολογισμός
συστήνει μια αναγνωστική και ερμηνευτική μέθοδο, λίγο πολύ αντίθετη
προς την καθιερωμένη πλέον Ποιητική, που θα μπορούσε να ονομαστεί και
εξωτερική· όπως την ίδρυσαν πρώτοι οι Έλληνες (φιλόσοφοι, ρήτορες,
Γραμματικοί) και αργότερα οι Ρωμαίοι, για να εξελιχθεί στα νεότερα και
νεωτερικά χρόνια, φτάνοντας πια στις μέρες σε μια, μάλλον πληθωρική,
θεωρία περί ποιήσεως, γενικότερα περί λογοτεχνίας.
Η Ενδοποιητική αυτή αυτοσυστήνεται με πολλούς και ταξινομήσιμους
τρόπους: με σημαίνουσες πρώτα λέξεις, φράσεις και περιόδους, που
περιέχονται μέσα στο ποίημα· κάποτε με ολόκληρα ποιήματα, τέλος, με
τίτλους ποιημάτων, αλλά και τίτλους ποιητικών συλλογών. Οι δείχτες
εξάλλου της Ενδοποιητικής μπορούν να μετρηθούν και να αξιολογηθούν τόσο
ποσοτικά όσο και ποιοτικά, πρώτα καθεαυτούς, ύστερα μέσα στο ευρύτερο
γραμματολογικό πλαίσιο, στο οποίο εντάσσεται το συγκεκριμένο ποιητικό
έργο. Ειδικότερα, οι ποιοτικοί δείχτες, σχηματικά τουλάχιστον,
μοιράζονται σε θετικούς, αρνητικούς και αμφίβολους, αναλόγως προς την
τιμή που προτείνουν για την αξία ή την απαξία της ποίησης, του ποιήματος
και του ποιητή. Στην περίπτωση τώρα της σεφερικής Ενδοποιητικής τα
μακροσκοπικά σήματα εντοπίζονται κυρίως στους τίτλους των συλλογών * σ'
αυτούς εφεξής θα επιμείνω. Προσημειώνω ωστόσο ότι, γενικότερα, οι
τίτλοι των ποιητικών συλλογών ενδέχεται να είναι συμβολικοί ή
κυριολεκτικοί, θεματογραφικοί ή τεχνοτροπικοί. Τεχνοτροπικοί δείχτες
ονομάζονται εδώ όσοι τίτλοι παραπέμπουν, έμμεσα ή άμεσα, στην ποιητική
τέχνη και τεχνική, γενικότερα στη λογοτεχνία και, ακόμη πιο γενικά, σε
άλλες συγγενικές τέχνες.
Με αυτό το μέτρο σχολιάζονται εφεξής οι διαδοχικοί τίτλοι των σεφερικών
συλλογών: Στροφή, Στέρνα, Μυθιστόρημα, Γυμνοπαιδία, Τετράδιο
γυμνασμάτων, Α', Β', Ημερολόγια καταστρώματος Α', Β', Γ', Κίχλη και,
τέλος, Τρία κρυφά ποιήματα. Αν εξαιρεθούν η Στέρνα και η Κίχλη
(συμβολικός τίτλος ο πρώτος, πραγματολογικός ο δεύτερος), όλες οι
υπόλοιπες συλλογές επιγράφονται με όρους κατεξοχήν τεχνοτροπικούς,
σχηματίζοντας όμως ένα ευρύ σημασιολογικό φάσμα, καλύτερα: μια
εναλλασσόμενης ακτίνας περιφέρεια με σταθερό κέντρο. Μόνον ο τίτλος της
ωριμότερης και τελευταίας συλλογής του Σεφέρη (Τρία κρυφά ποιήματα)
ομολογεί απερίφραστα το κέντρο της ποιητολογικής αυτής περιφέρειας· οι
άλλοι τίτλοι (τεχνοτροπικοί πάντα) μπορούν να χαρακτηριστούν μάλλον
φυγόκεντροι.
Η αμφίσημη ούτως ή άλλως Στροφή υπαινίσσεται, ειρωνικά έστω, τη
στιχουργική τεχνική της παραδοσιακής ποίησης. Το Μυθιστόρημα, αν
αγνοηθεί προσώρας το σχετικό αυτοσχόλιο του Σεφέρη, μας μεταφέρει σε
άλλο γραμματειακό είδος ή γένος. Η Γυμνοπαιδία αφορμάται από τους
γυμνικούς αγώνες και χορούς προεφήβων και εφήβων στην ελληνική
αρχαιότητα, αποτυπωμένους εξαίσια από τις πατούσες παιδιών στη
Σαντορίνη. Τα Τετράδια γυμνασμάτων υπονοούν ότι εδώ έχουμε να κάνουμε
περισσότερο με ποιητικές ασκήσεις και λιγότερο με συντελεσμένα ποιήματα.
Τέλος, τα τρία Ημερολόγια καταστρώματος υπόσχονται ημερολογιακού τύπου
αισθήσεις, που τις προκαλεί η θέα του κόσμου από το κατάστρωμα ενός
πλοίου. Μόνον, όπως είπα, τα Τρία κρυφά ποιήματα κυριολεκτούν ως προς το
κέντρο της ποιητικής τέχνης, υπό τον όρο όμως ότι και εδώ το ποίημα
βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας, κατά κάποιον τρόπο,
αινιγματικό ή και αόρατο, ενώ στα αφτιά μας φτάνει μόνον ο απόηχός του.
Τι σημαίνει αυτή η τεχνοτροπική επιμονή στους τίτλους των σεφερικών
συλλογών, που οι περισσότεροι είναι φυγόκεντροι και ένας κεντρομόλος,
αποτελεί ζήτημα διεξοδικής συζήτησης. Εδώ μόνον μια προειδοποιητική
παρατήρηση: με τους τίτλους αυτούς ο Σεφέρης μοιάζει να αποκρούει
συνειδητά την ποιητική και ποιητολογική αυταρέσκεια, χαρακτηριστικό
γενικότερο της Ενδοποιητικής του. Περί αυτού όμως άλλοτε, αν προκύψει
ευκαιρία.
Του Δημήτρη Μαρωνίτη
Αριστοτελειο Πανεπιστήμιο
|
Το ιστορικό κείμενο του Οκτάβ Μερλιέ για τον Σεφέρη με τίτλο: «Ο Γιώργος Σεφέρης και ο Ελληνισμός»:
Με επευφημίες και τραγούδια συνοδεύει στον τάφο η Ελλάδα τις
μεγάλες φωνές που σωπαίνουν για πάντα. Τι ωραία φιλοφροσύνη για τον
πανηγυρισμό, ύστερ' από την επικήδεια τελετή. Της εισόδου του Λόγου στο
βασίλειο της δόξας!
Όταν, το 1952, πέθανε ο μεγάλος Βεάκης, η σορός του πέρασε, μόλις
τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, μέσα από 'να πλήθος [που χειροκροτούσε
για τελευταία φορά, όπως στό τέλος μιας από τις συγκλονιστικές
παραστάσεις του, τον τραγικό ηθοποιό που δεν θα τον ξανάκουγε πια.
Όταν το 1943, στην κατοχή, πέθανε ο βάρδος του ελλην ισμού Κωστής
Παλαμάς, ό λαός της Αθήνας, με επικεφαλής τον Άγγελο Σικελιανό, τον
συνόδεψε ως τον τάφο του κι άφησε να αντιλαλήσει πάνω από το λείψανό
του, τη στιγμή της ταφής του, ο εθνικός ύμνος· και τραγουδήθηκε τόσο
δυνατά απ' αυτό το ποτάμι των φωνών, που ακούστηκε ως τους πρόποδες της
Ακρόπολης.
Στο Γιώργο Σεφέρη επιφυλάχτηκε μια άλλη τιμή. Οι πολυάριθμοι νέοι
πού 'ρθαν φέρνοντάς του ο καθένας ένα λουλούδι, τραγούδησαν γύρω από το
φέρετρό του, την ώρα που το οδηγούσαν στο κοιμητήριο, ένα από τα
μελοποιημένα ποιήματά του.
[...]
Ναι. Οι μεγάλοι ποιητές της σημερινής Ελλάδας είναι σαν τις λέξεις – θεμέλια της γλώσσας τους: η γέννησή τους φτάνει ως τις αρχές του ελληνισμού.
Ενώ
ο Καβάφης (1863-1933) ειν’ ένας Αλεξανδρινός της ελληνιστικής εποχής, ο
Σικελιανός (1884-1951), ο Παλαμάς (1859-1943), ο Σολωμός (1798-1857)
είναι όλων των εποχών. Ακόμη και ο Παπαδιαμάντης (1851-1911) μοιάζει
μ΄έναν δευτέρας τάξεως εθνικό θεό χαμένον ανάμεσά μας. Έχοντας με τρόπο
αξιοθαύμαστο επιζήσει της καταστροφής του ναού του, που, χωρίς άλλο,
μεταμορφώθηκε σε παρεκκλήσι αγίου, σε χρόνια πολύ μακρυνά, κατόρθωσε να
μείνει ζωντανός ως τις ημέρες μας, αφού προηγουμένως κρύφτηκε ανάμεσα
στους αναχωρητές και τους Πατέρες της Εκκλησίας· κι ύστερα ανακατεύθηκε
–αγνώριστος και φίλος- με τους παλιούς μοναχούς, τους σοφούς και
φρόνιμους του αιώνα του.
Ο Γιώργος Σεφέρης έχει
γεννηθεί, όπως αναφέρουν τα Ληξιαρχικά Βιβλία, το 1900, στην αρχή,
δηλαδή, του αιώνα. Για μένα η γέννησή του φτάνει ως τη δεύτερη
χιλιετηρίδα προ Χριστού. Είναι σύγχρονος του Ελπήνορα, των συντρόφων του
Οδυσσέα –που φάγανε τ’ αργοκίνητα κοπάδια του Ήλιου- , σύγχρονος του
Ορέστη, που σκόνταψε στις πέτρες των Μυκηνών· σύγχρονος της Ελένης, που
ξέρει καλά πως δεν έφτασε ποτέ στην Τροία: «Στις Μυκήνες, λέει, σήκωσα
τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών και πλάγιασα μαζί
τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένης του Μενελάου»· χάθηκαν μόνο την
αυγή που λάλησε η Κασσάνδρα μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό
της...» Είναι σύγχρονος του Οιδίποδα, της Αντιγόνης, του Σωκράτη...
«Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον ήλιο».
«Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρύσετε τον άνθρωπο».
Παράξενη
μοίρα να είσαι, να έχεις γεννηθεί έλληνας και να εξακολουθείς να είσαι
άνθρωπος που εδώ και 80 γενεές οικοδόμησε τον Παρθενώνα. Το μεγαλείο του
ποιητή συνίσταται στο ότι δοκιμάζει αν αξίζει τη μοίρα του. Η αγωνία
του συνίσταται στο ότι αμφιβάλλει, πάντα, αν είναι άξιος αυτής της
μοίρας. Συνίσταται στο ότι αναρωτιέται, αν ο τόπος και οι άνθρωποι είναι
ίδιοι, αν κάτω από τη φθορά των αιώνων λησμόνησαν οι άνθρωποι κι έχασαν
τη συνείδησή τους.
Θα ιδούμε ότι, γι’ αυτόν, το ν’
αμφιβάλλει και να αισθάνεται την πληγή του, σημαίνει να βεβαιώνει, ήδη,
την ύπαρξή του. Πρέπει, λοιπόν, να δεχτεί να ξαναντυθεί τον
εξουθενωτικό χιτώνα του Νέσσου –την παράδοση- · πρέπει να δεχτεί να
κρατήσει στ’ αδύνατα χέρια του τη μαρμάρινη κεφαλή, που το βάρος της θα
του τσακίσει τους ώμους. Θα περπατήσει ανάμεσα στις παλιές
ακρωτηριασμένες πέτρες απ’ τις οποίες είναι γεμάτη η ελληνική γη,
αναζητώντας το χαμένο τόπο όπου γεννήθηκε εδώ και χιλιάδες χρόνια.
Εξαντλημένος, θα ψάξει να βρει καταφύγιο μέσα στις στέρνες της σιωπής,
για ν’ ακούσει, μέσα εκεί, τη φωνή της ψυχής, ενώ, πάνω στις πλάκες που
τις σκεπάζουν, θα τρέχουν τα πολυθόρυβα βήματα των αγκαλιασμένων από τον
ήλιο και τη μάταιη ταραχή πόλεων.
Πηγή:
Γιώργος
Σεφέρης: Η μοίρα να έχεις γεννηθεί Έλληνας και να είσαι άνθρωπος που
εδώ και 80 γενεές οικοδόμησε τον Παρθενώνα [βίντεο] | iefimerida.gr
Ημερολόγιο καταστρώματος Γ.
Ἂς δοῦμε τώρα μὲ συντομία καὶ τὸ Ἡμερολόγιο καταστρώματος Γ, ποὺ ἀναφέρεται
ὁλόκληρο στὴν Κύπρο.
Ὁ ποιητὴς ἐπισκέφτηκε τὸ νησὶ τῆς Ἀφροδίτης τὸ 1953 καὶ 1954, στὰ χρόνια ποὺ
ζητοῦσε ἀπεγνωσμένα τὴν ἐλευθερία του ἀπὸ τοὺς Ἀγγλους. Κι ὅμως, ἂν ἀφαιρέσουμε
μερικὲς ὑποτονικές, ἄτολμες, καὶ ὑπαινικτικὲς ἀναφορές, γιὰ νὰ μὴ θίξει τοὺς δυνάστες,
στὸ ποίημα «Ἡ Σαλαμίνα τῆς Κύπρου», δὲν βλέπουμε πουθενὰ στὰ ἄλλα ποιήματά του τὴ
φωνὴ τοῦ ἐθνικοῦ ποιητῆ - ὅπως θὰ ἔκανε ὁ Σολωμός, ὁ Κάλβος, ὁ Παλαμᾶς - ποὺ νὰ
θέλει νὰ τονώσει ἕναν ὁλόκληρο λαὸ στὴ διαμαρτυρία του γιὰ τὴν ἀπόκτηση τῆς λευτεριᾶς
του. Ἡ ἐθνικὴ πλευρὰ τοῦ αἰτήματος τοῦ ἀδούλωτου Κυπριακοῦ λαοῦ δὲν στάθηκε τὸ κίνητρό
του. Μήπως τὸν ἐμπόδισαν οἱ πολλὲς φιλίες του ἢ ἡ διπλωματική του ἰδιότητα; Πάντως
τὸν παράσυραν οἱ παλιὲς μόνο μνῆμες γιὰ τὴν Ἑλένη τῆς Τροίας, ὅπως παρουσιάζει τὸ
μύθο ὁ Εὐριπίδης καὶ οἱ ἀναμνήσεις ἀπὸ τὸ Κυπριακὸ «χρονικὸ τοῦ Μαχαιρᾶ», ποὺ καμιὰ
σχέση δὲν εἶχαν μὲ τὸ καυτὸ πρόβλημα τῆς Κύπρου ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. Ὅλες οἱ μεγαλαυχίες
καὶ βαθυνούστατες τάχα ἀναλύσεις μερικῶν κριτικῶν, ποὺ θηρεύουν στὰ ἀνεξάντλητα
«πεδία τῶν πιθανοτήτων» δὲν πείθουν κανένα πιά. Ὁ ποιητὴς Γιῶργος Σεφέρης δὲν θέλησε
νὰ γίνει ὁ νέος βάρδος τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Στὴν Κύπρο δὲν εἶδε, παρὰ τ᾿ ἀρχαῖα φαντάσματα
- ὅπως στὸ ποίημα «Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης» - ποὺ τ᾿ ἀνακαλεῖ ἀπὸ τὴν αἰωνία σιωπή,
ἀνακατεύοντας ἀλλοτινὲς καὶ τωρινὲς μνῆμες μὲ τὸν ἴδιο πάντα «καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης»
καὶ τῆς τρισένδοξης ἱστορίας μας. Στὰ ποιήματα γιὰ τὴν Κύπρο, κυριευμένος ἀπὸ ἕνα
αἴσθημα ψυχικῆς εὐφροσύνης, μπροστὰ στὶς ὀμορφιὲς τοῦ φυσικοῦ περίγυρου τοῦ νησιοῦ,
μᾶς δίνει εἰκόνες φυσικῆς ὀμορφιᾶς ἀνεπανάληπτης πλαστικότητας.
Δὲν θὰ ἦταν ἄσκοπο νὰ ποῦμε ἐδῶ δυὸ λόγια γιὰ τοὺς τόσο πεζοὺς τίτλους τῶν ποιητικῶν
συλλογῶν του. Ὁ ἴδιος ὁ ποιητὴς μᾶς ἐξηγεῖ τὸν τίτλο τῆς συλλογῆς του Μυθιστορήματα:
«Εἶναι τὰ δυὸ συνθετικὰ ποὺ μ᾿ ἔκαναν νὰ διαλέξω τὸν τίτλο αὐτῆς τῆς ἐργασίας,
Μύθος, γιατὶ χρησιμοποίησα ἀρκετὰ φανερὰ μιὰν ὁρισμένη μυθολογία, Ἱστορία,
γιατὶ προσπάθησα νὰ ἐκφράσω, μὲ κάποιον εἱρμό, μιὰ κατάσταση τόσο ἀνεξάρτητη ἀπὸ
μένα ὅσο καὶ τὰ πρόσωπα ἑνὸς μυθιστορήματος». Ὅσο γιὰ τὰ τρία Ἡμερολόγια καταστρώματος,
γράφει: «Τό, κατάστρωμα δὲν εἶναι δικό μου, καθόλου δικό μου, εἶναι μιὰ κινούμενη
πλατεία, ὅπου πέρασα κι ἐγώ, ἀλλὰ καὶ πολὺς κόσμος καὶ ὁ ἀέρας κι ἡ βροχὴ καὶ τ᾿
ἀνθρώπινα σώματα κι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος ποὺ πηγαίνει κλαίοντας, εἰκόνα πολλῶν ἀνθρώπων,
κάμποσο γκροτέσκα, ποὺ ἔτυχε νὰ συναντήσω στὸ κατάστρωμά μου».
Κατάστρωμα λοιπὸν εἶναι ὁ ἀνοιχτὸς χῶρος κι ἐκεῖ ὁ ποιητὴς ἔρχεται σὲ συνάφεια
μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους, ζεῖ μαζί τους τὰ πάθη τους καὶ τὶς περιπέτειές τους καὶ
συμμερίζεται τὶς θλίψεις στὶς δραματικὲς συνθῆκες τῆς ζωῆς τοῦ ἄλλου. Ἔτσι κατάστρωμα
σημαίνει: χρόνος, μύθος, ἱστορία, ἔξοδος ἀπὸ τὸ «Ἐγώ», ταύτιση τοῦ Ἐγὼ μὲ τὸ Ἐμεῖς,
σημαίνει ἀλληλεγγύη, μιὰ λέξη ποὺ τόσο ἀγαποῦσε ὁ Σεφέρης.
Τέλος σημειώνουμε μὲ ἐνδιαφέρον, τὴν ἔκδοση μιᾶς ἀκόμα ποιητικῆς συλλογῆς τοῦ
Γιώργου Σεφέρη, ποὺ βρέθηκε στὰ χαρτιά του μετὰ τὸ θάνατό του, Τετράδιο Γυμνασμάτων
Β, 1976, μὲ φιλολογικὴ ἔπιμελειά του καθηγητῆ Γ. Π. Σαββίδη. Περιλαμβάνει 74
ποιήματα, 30 ἀπὸ τὰ ὁποῖα δημοσιεύονταν γιὰ πρώτη φορά, καθὼς καὶ βιβλιογραφικὲς
καὶ ἑρμηνευτικὲς σημειώσεις. Πράγματι τὸ Τετράδιο Γυμνασμάτων Β μπορεῖ νὰ
θεωρηθεῖ ὡς ἕνα οὐσιαστικὸ συμπλήρωμα τοῦ κυρίου σώματος, τῶν «Ποιημάτων» τοῦ Σεφέρη,
καὶ ἕνα ἀπαραίτητο βοήθημα γιὰ κάθε μελετητὴ τῆς πολύτροπης ποιητικῆς του ἐξέλιξης.
Μὰ κάποτε ἔφτασε καὶ ἡ μεγάλη στιγμὴ γιὰ τὸν ποιητή, ὅταν ἦρθε ἀντιμέτωπός με
τὸ χρέος του καὶ δὲν σώπασε. Μὲ τὴ γνωστὴ δήλωσή του ἐνάντια στὴν τυραννία τῆς πατρίδας
του συγκίνησε ὅλες τὶς καρδιὲς τῶν Ἑλλήνων, κι ἔδωσε φτερὰ στὴν ἀγωνιστικὴ διάθεση
τῆς νεολαίας τῆς πατρίδας του. Τὸ 1970 καὶ τὸ 1971 μὲ τὰ δυὸ κορυφαῖα ποιήματά του:
«Οἱ Γάτες τ᾿ Ἅι-Νικόλα» καὶ «Ἐπὶ Ἀσπαλάθων», χάραξε γιὰ πάντα τ᾿ ὄνομά
του στὸν τύμβο τῆς ἐλευθερίας.
Ὁ θάνατός του συντάραξε ὁλόκληρη τὴν Ἑλλάδα, διότι στὸ πρόσωπό του δὲν εἶδε μόνο
τὸν ποιητή, ἀλλὰ τὸν ἀκατάβλητο πολεμιστή, ποὺ μάχεται στὶς ἐπάλξεις τοῦ Ἔθνους
γιὰ τὴ σωτηρία τῆς Ἑλλάδας, τῆς ἀνθρωπιᾶς καὶ τῆς Ἐλευθερίας. Ἡ στάση ποὺ τὸν βρῆκε
ὁ θάνατος ἦταν ἡ ὄρθια στάση τοῦ ὑπεύθυνου πνευματικοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ἡγέτη καὶ Ἐθνικοῦ
ποιητῆ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ποίηση, ὁ Σεφέρης ἔχει κάμει μεταφράσεις ξένων ποιητῶν καὶ κυρίως
τοῦ Τ. Σ. Ἔλιοτ. Ἐπίσης, μετάφρασε κατὰ ἀριστοτεχνικὸ τρόπο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη
τὸ Ἆσμα Ἀσμάτων καὶ ἀπὸ τὴν Καινὴ Διαθήκη τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη. Ἀκόμα ἔγραψε
ἀξιόλογα δοκίμια γιὰ διάφορα ζητήματα τῆς τέχνης, γιὰ τὸ κρητικὸ ἀριστουργηματικὸ
ποίημα Ἐρωτόκριτος καὶ τὸ δοκίμιο Διάλογος γιὰ τὴν ποίηση μεταξὺ Γ.
Σεφέρη καὶ Κ. Τσάτσου. Τέλος διάφορα ἄρθρα, «Ἡμερολόγια» καὶ μελέτες ποὺ
ἐκδόθηκαν μετὰ τὸ θάνατό του, σὲ δυὸ τόμους μὲ τὸν τίτλο Δοκιμές, φιλ. ἐπιμέλεια
τοῦ καθηγητῆ Γ. Π. Σαββίδη.
Τὸ πόσο προσέχει ὁ Σεφέρης στὴν κατασκευὴ τοῦ λόγου του φαίνεται στὸ δοκίμιο
γιὰ τὸν Μακρυγιάννη. Τρία εἶναι τὰ γνωρίσματά του. Ἡ διαλεγμένη λέξη ποὺ σιγὰ-σιγὰ
γίνεται φράση· ἕνα μικρὸ ἀλλὰ ζυγισμένο καὶ καλὰ στημένο οἰκοδόμημα· τὸ ἀξιόλογο
περιεχόμενό του καὶ ἡ προβολή του μὲ τὸ προσωπικὸ ὕφος. Στὸν Μακρυγιάννη στέκεται
μὲ θαυμασμὸ μπροστὰ στὸν γνήσιο δημοτικὸ λόγο τῶν «Ἀπομνημονευμάτων» του,
στὸν ἄμεσο καὶ φαινομενικὰ ἀνώμαλο, καὶ χωρὶς κανένα δισταγμὸ ὀνομάζει πρῶτο πεζογράφο
μας τὸ συγγραφέα τους - «γιατὶ τὸν νομίζει σὰν ἕνα μεγάλο διδάσκαλο τῆς γλώσσας
μας».
Ὁ Σεφέρης τιμήθηκε μὲ πολλὰ βραβεῖα, ἑλληνικὰ καὶ ξένα καὶ τὸ 1963 τοῦ ἀπονεμήθηκε
τὸ Βραβεῖο Νόμπελ τῆς Λογοτεχνίας, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ ἀπένειμε ἡ Σουηδικὴ Ἀκαδημία
σὲ Ἕλληνα συγγραφέα.
Τὸ 1931 κυκλοφοροῦσε στὴν Ἀθήνα μία λιγοσέλιδη, ποιητικὴ συλλογή: Γ. Σεφέρη,
Στροφή. Τὸ ὄνομα ἦταν ἄγνωστο στὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς καὶ παρουσιαζόταν
γιὰ πρώτη φορά. Ὁ τίτλος τῆς συλλογῆς εἶναι διφορούμενος: μπορεῖ νὰ εἶναι ἕνας ὅρος
τῆς στιχουργικῆς μονάχα, ἀλλὰ μπορεῖ καὶ νὰ σημαίνει μία πραγματικὴ «στροφή», μιὰ
βαθύτερη ἀλλαγή. Τώρα τὸ ξέρουμε πὼς ὁ τίτλος εἶχε ἀσφαλῶς αὐτὸ τὸ δεύτερο νόημα.
Μὲ τὴ λιγοσέλιδη ποιητικὴ συλλογὴ ἐρχόταν στὴ νέα ἑλληνικὴ ποίηση μία ἀναπάντεχη
ἀλλαγή, μιὰ πραγματικὴ «στροφή» - αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔγινε ἀπὸ τότε γνώριμο καὶ οἰκεῖο
στὶς πολυποίκιλες παραλλαγές του.(1)
Στὶς 29 φεβρουαρίου 2000 συμπληρώθηκαν 100 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ πρώτου Νεοέλληνα
Νομπελίστα, τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀγάπησε καὶ ταυτίστηκε μὲ τὸν τόπο του καὶ προσέφερε
σὲ αὐτὸν τὰ μέγιστα, ὡς διπλωμάτης καὶ ὡς ποιητής. Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς ἐπετείου
γράφτηκε τὸ παρακάτω κείμενο τὸ ὁποῖο συνοπτικὰ παραθέτει ὁρισμένες πληροφορίες
γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Γιώργου Σεφέρη, ἕνα ἔργο, τὸ ὁποῖο χαρακτηρίζει ἡ λιτότητα
τῆς ἔκφρασης καὶ ἡ ἀμεσότητα.
Γίνεται ἐπίσης καὶ μία ἀναφορὰ στὴν σχέση τοῦ Σεφέρη μὲ τὴν μουσική, ἕνα σημεῖο
ξεχωριστοῦ ἐνδιαφέροντος ἐλλείψει σχετικῆς βιβλιογραφίας (μοναδικὴ σχεδὸν πηγὴ ἀποτελοῦν
τὰ κείμενα τοῦ ἴδιου του Σεφέρη τὰ ὁποῖα δημοσιεύτηκαν στὶς Μέρες Β´ καὶ συγκεντρωτικὰ
παρουσιάζονται στὸ Δελτίο Κριτικῆς Δισκογραφίας, τεῦχος 14-17, Ἰούνιος 1975). Ἀνακαλύπτεται
ἔτσι μιὰ ἄλλη ἰδιότητα τῆς πολυδιάστατης προσωπικότητας τοῦ ποιητῆ: αὐτὴ τοῦ μουσικοῦ
ἀκροατῆ.
Ἡ ζωὴ τοῦ Γιώργου Σεφέρη
Ὁ
Γιῶργος Σεφέρης (πραγματικὸ ὄνομα Γιῶργος Σεφεριάδης) γεννήθηκε στὶς 29 Φεβρουαρίου
/ 13 Μαρτίου τοῦ 1900 στὴν Σμύρνη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Γιὸς τοῦ Στυλιανοῦ καὶ τῆς Δέσπως
Σεφεριάδη (τὸ γένος Τενεκίδη). Ὁ Στυλιανὸς Σεφεριάδης ὑπῆρξε διακεκριμένος ἀκαδημαϊκὸς
καὶ καθηγητὴς τοῦ Διεθνοῦς Δικαίου στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, συγγραφέας
(μὲ πλουσιότατο ἐπιστημονικὸ ἔργο) καὶ διπλωμάτης: «Ὁ πατέρας», γράφει ἡ Ἰωάννα Τσάτσου,
«ἦταν ἄνθρωπος τῶν μεγάλων ἰδανικῶν. Τὸν πρῶτο καιρὸ ἔζησε μὲ τὸ πάθος τοῦ λυτρωμοῦ
τοῦ Ἔθνους, τὴ Μεγάλη Ἰδέα. Μέσα στὰ χαρτιά του βρίσκω ἀκόμα ἔγγραφα ἀπὸ τὴν ἱστορία
τῆς Σάμου. Στὸ 1908 πῆγε στὸ νησὶ καὶ βοήθησε τὸν Σοφούλη. Στὸ πόλεμο τοῦ ῾12, ὅπως
μᾶς ἔλεγε ἡ μάνα εἶχε ξεσηκωθεῖ νὰ πάει ἐθελοντής».(2) Ὑπῆρξε ἐπίσης ποιητὴς καὶ
μεταφραστής: «Ὅμως μὲ τί εὐτυχία ἀπάγγελνε στίχους τοῦ Μιμνέρμου ἢ τοῦ Ἀνακρέοντα
στὶς ὡραῖες κυρίες! Τοὺς εἶχε μεταφράσει ὁ ἴδιος, ὅπως καὶ τὸν Οἰδίποδα Τύραννο,
τὴν Ἠλέκτρα, τὰ τραγούδια τοῦ Μπάϋρον γιὰ τὴν Ἑλλάδα· αὐτὰ εἶναι τὰ πιὸ γνωστά.
Μὰ παράλληλα Σαπφώ, Ὁράτιο καὶ πολλοὺς γάλλους ποιητές. [...] Κάποτε ὁ Καβάφης ἀνάφερε
θαυμαστικὰ ἕνα στίχο του:
Κι ἔχουν τὰ γέλοια ξεψυχήσει
κι᾿ ἔχουν γεράσει τὰ παιδιά.
Ἀπόρησαν
οἱ φίλοι του. Πρώτη φορὰ ἄκουαν τὸ ὄνομα τοῦ ποιητῆ Σεφεριάδη.(3) «Τὴν ἀγάπη του
γιὰ τὴ λογοτεχνία ὁ Στυλιανὸς Σεφεριάδης θὰ τὴν μεταδώσει καὶ στὰ τρία του παιδιά, Γιῶργο, Ἄγγελο καὶ Ἰωάννα
(μετέπειτα σύζυγο τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου), τὰ ὁποῖα καὶ θὰ ἀσχοληθοῦν μὲ αὐτήν:
«
Κι ἔπειτα βρίσκαμε διέξοδο στὴ βιβλιοθήκη τοῦ πατέρα. Διαλέγαμε ἕνα βιβλίο καὶ
μπρούμυτα στὸ πάτωμα διαβάζαμε ὦρες. Ὅλους τοὺς γάλλους ρομαντικοὺς τοὺς εἴχαμε
μάθει ἀπέξω».(4)
Τὸ 1914, μὲ τὴν ἀρχὴ τοῦ Α´ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ οἰκογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει
στὴν Ἀθήνα ὅπου ὁ Γιῶργος Σεφέρης τελειώνει τὸ Γυμνάσιο τὸ 1917. Κατόπιν θὰ μεταβεῖ στὸ
Παρίσι, ὅπου καὶ θὰ σπουδάσει Νομικὰ ὡς τὸ 1924. Ἤδη ὅμως ἀπὸ τὸ 1918 θὰ ἐκδηλωθεῖ
ἡ ἀγάπη του γιὰ τὴν ποίηση καὶ θὰ ἀρχίσει νὰ γράφει στίχους.
Μέτρια, κι ὅλα μέτρια καὶ μέτρια παντοῦ.
Κ᾿ οἱ ἀγάπες μου κ᾿ οἱ πόθοι μου, κι᾿ ὅτι ἡ καρδιά μου ἀνειώνει
Κ᾿ ἡ φαντασία τῆς ψυχῆς, καὶ τὸ εἴδωλο τοῦ νοῦ
Καὶ ὁ ἔρωτας τῆς ὀμορφιᾶς καὶ τοῦ παντοτεινοῦ,
μὲ σφίγγουν ὅλα μέτρια, τὸ μέτριο μὲ παγώνει. (5)
Στὰ
χρόνια τῶν σπουδῶν του, ὄντας στὸ ἐξωτερικό, ἔχει τὴν εὐκαιρία νὰ ἔρθει σὲ ἄμεση
ἐπαφὴ μὲ τὰ λογοτεχνικὰ ρεύματα τῆς ἐποχῆς. Ὁ Roderick Beaton γράφει σχετικά: «Ὡς
φοιτητὴς τῆς Νομικῆς στὸ Παρίσι, μεταξὺ 1918 καὶ 1924, ὁ Σεφέρης μελέτησε καὶ ἐμπέδωσε
κάθε καινούργιο κίνημα τῆς γαλλικῆς λογοτεχνίας τῶν πρώτων δεκαετιῶν τοῦ αἰώνα του.
Τὰ πρῶτα του ποιήματα, καὶ ἕνα μεγάλο μέρος τῶν κριτικῶν καὶ θεωρητικῶν προϋποθέσεων
τὶς ὁποῖες ἐπεξεργάστηκε σὲ ὅλη τὴ μετέπειτα ζωή του, φέρουν ἐμφανῶς τὰ σημάδια
τῆς ἀνάγνωσης τῶν ἔργων τοῦ Paul Valery, τοῦ Jules Laforgue, τοῦ Paul Claudel, τοῦ
André Gide, τοῦ Leon-Paul Fargue καὶ τοῦ Jean Moreas (πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Ἰωάννη
Παπαδιαμαντόπουλου, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σεφέρης ἔνιωθε, γιὰ εὐνόητους λόγους, μίαν ὁρισμένη
συγγένεια)».(6) Στὸ Παρίσι θὰ τὸν βρεῖ καὶ ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφή, ἡ ὁποία θὰ
τὸν ἐπηρεάσει βαθύτατα καὶ θὰ παραμείνει χαραγμένη στὴ μνήμη του:
«... Γιατί νὰ μὴν ἦταν βολετὸ νὰ εἶχα ξεκληριστεῖ κι᾿ ἐγώ, μαζὶ μὲ τ᾿ ἄλλα τὰ παιδιὰ
ποὺ ξεκληριστήκανε πέρα στοὺς κάμπους τῆς ντροπῆς, ἀπὸ βλακεῖες ἠλιθίων ἐγωϊστῶν...
ὅλοι μας εἴμαστε μὲ δάκρυα στὰ μάτια, μὰ εἶναι δυνατὸν νὰ ξαναπέσει ἡ Σμύρνη στὰ
χέρια τοῦ Τούρκου, τὸ χωράει τὸ κεφάλι ἀνθρώπου· τώρα ποὺ σοῦ γράφω τὸ μισοφέγγαρο
ἴσως στὸ κονάκι, καὶ ὁ ἥλιος βασιλεύει ἥσυχος σὰν καὶ πάντα... Εἶμαι δυστυχισμένος
ἀδερφή μου...»(7)
Τὸ 1926 ὁ Γιῶργος Σεφέρης θὰ ἀρχίσει τὴν διπλωματική του σταδιοδρομία, διοριζόμενος
στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν ὡς ἀκόλουθος. Μέχρι τὸ 1962 ποὺ συνταξιοδοτεῖται θὰ ὑπηρετήσει
ὡς ὑποπρόξενος καὶ πρόξενος στὸ Λονδίνο (1931-1934), στὴν Κορυτσᾶ τῆς Ἀλβανίας (1936-1938),
ὡς σύμβουλος τύπου στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν. Μετὰ τὴν κήρυξη τοῦ Β´ Παγκοσμίου Πολέμου
θὰ ἀκολουθήσει τὴν ἑλληνικὴ Κυβέρνηση στὴν Κρήτη, τὴν Αἴγυπτο, τὴν Νότια Ἀφρικὴ
καὶ τὴν νότια Ἰταλία, καὶ μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση στὴν Ἀθήνα ὅπου καὶ μένει μέχρι
τὸ 1948. Κατόπιν διορίζεται σύμβουλος στὶς Ἑλληνικὲς Πρεσβεῖες στὴν Ἄγκυρα καὶ τὸ
Λονδίνο, ἀργότερα πρέσβης στὸ Λίβανο, τὴ Συρία, τὴν Ἰορδανία καὶ τὸ Ἰράκ, καὶ τελικὰ
στὸ Λονδίνο (1957-1962). (8) Ἀφότου ἀποσύρεται, ἀφοσιώνεται ὁλοκληρωτικὰ στὸ λογοτεχνικό
του ἔργο, μέχρι τὸ θάνατό του, τὸ 1971, ὁ ὁποῖος ἐν μέσῳ δικτατορίας καὶ κατόπιν
τῆς Δήλωσής του τὸ 1969, εἶχε τὸν χαρακτήρα ἐκδήλωσης ἐναντίον τοῦ καθεστῶτος τῶν
συνταγματαρχῶν.
Ἡ ποίηση καὶ τὸ συνολικὸ πνευματικὸ ἔργο τοῦ Γιώργου Σεφέρη γνώρισε πολλὲς καὶ
διεθνεῖς διακρίσεις. Τιμήθηκε μὲ τὸ «Ἔπαθλο Παλαμᾶ» (1946) καὶ ἀναγορεύτηκε ἐπίτιμος
διδάκτωρ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Cambridge (1960). Ἀκολούθησε τὸ βραβεῖο Foyle στὸ
Λονδίνο (1961) καὶ τὸ Νόμπελ Λογοτεχνίας τὸ 1963. Ἐπίσης ἀναγορεύτηκε ἐπίτιμος διδάκτωρ
στὸ Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (1964), στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀξφόρδης (1964) καὶ στὸ
Πανεπιστήμιο Princeton (1965). Ἐκλέχτηκε ἐπίτιμο μέλος τῆς Ἀμερικανικῆς Ἀκαδημίας
Τεχνῶν καὶ Ἐπιστημῶν (1966) καὶ μέλος τοῦ Institute of Advanced Studies τοῦ Princeton
(1968).
Τὸ ἔργο τοῦ Γιώργου Σεφέρη
Τὸ
πρῶτο ἔργο τοῦ Γιώργου Σεφέρη εἶναι, ὅπως προαναφέρθηκε, ἡ συλλογὴ
Στροφὴ
ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ 1931. Ἡ συλλογή του αὐτὴ δημιούργησε ποικίλες ἀντιδράσεις, καθὼς
ἔφερνε ἕναν ἀέρα ἀνανέωσης στὴν ἑλληνικὴ ποίηση. Ἀκολούθησαν ἡ
Στέρνα (1932)
καὶ τὸ
Μυθιστόρημα (1935). Ἕνα χρόνο μετὰ γράφει τὴν
Γυμνοπαιδία,
καὶ τὸ 1938 ἀπαντώντας στὸ δοκίμιο τοῦ Κωνσταντίνου Τσάτσου(9) δημοσιεύει τὸ
Διάλογος πάνω στὴν ποίηση(10) στὸ ὁποῖο, μεταξὺ ἄλλων γράφει: «Ἀφορμὴ τῶν σκέψεων
τοῦ συνομιλητῆ μου πάνω στὰ ποιητικὰ εἶναι ἡ «πρωτοποριακὴ κίνηση στὴ νεότατη λογοτεχνία
μας» ὅπως τὴν ὀνομάζει. Οἱ κατηγορίες του ἐναντίον τῆς κίνησης αὐτῆς εἶναι ποικίλες.
Δὲ θὰ τὶς ἐξετάσω σὰν ὑπερασπιστής: Δὲ μ᾿ ἐνδιαφέρουν ἰδιαίτερα οἱ σχολές. Ἀλλὰ
ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ εἶμαι ἕνας «ἥσσων» ποιητής, ποὺ τοῦ ἔχουν ἀποδοθεῖ, σὲ διάφορες
περιστάσεις, ἕνα σωρὸ ἀντιφατικὲς ἀναζητήσεις ἔξω ἀπὸ τὶς ἀσχολίες του, μ᾿ ἐνδιαφέρει
ἀκόμη ὁ τρόπος ποὺ τὸ κοινὸ ἀντικρίζει τὰ ἔργα τῆς ποίησης καὶ ποὺ διδάσκεται νὰ
τὰ ἀντικρίζει. Ἔχω τὴ γνώμη πὼς ὁ πιὸ σπουδαῖος τρόπος νὰ βοηθήσουν οἱ θεωρητικοὶ
τὴν κατανόηση τῆς τέχνης, εἶναι νὰ προσπαθήσουν νὰ μορφώσουν ἕνα κοινὸ ποὺ νὰ μπορεῖ
νὰ ἔχει, κάπου-κάπου, στιγμὲς συναισθηματικῆς δεκτικότητας, χωρὶς προκαταλήψεις,
χωρὶς τὶς διανοητικὲς ἐκεῖνες ἀντιδράσεις ποὺ παρατηροῦμε τόσο συχνά, ὄχι στὸ λαό,
ἀλλὰ στὶς ὑπερσυζητητικὲς καὶ δημοσιογραφικὰ ἀναθρεμμένες ἀνώτερες τάξεις μας.»
Τὸ 1940 δημοσιεύονται τὸ Τετράδιο Γυμνασμάτων 1928-1937, καὶ τὸ Ἡμερολόγιο
Καταστρώματος Α´ τὰ ὁποῖα περιέχουν σημαντικὰ ποιήματα, ὅπως τὰ ποιήματα «τοῦ
κ. Στρατῆ Θαλασσινοῦ», καὶ ὁ «Βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης» καθὼς ἐπίσης καὶ μία συλλογὴ
τῶν ὡς τότε δημοσιευμένων ἔργων του μὲ τίτλο Ποιήματα Ι. Τὸ 1944 δημοσιεύεται
τὸ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β´ τὸ ὁποῖο γράφτηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ τὴν Νότια
Ἀφρική, ὅπου ὁ Σεφέρης ἀκολούθησε τὴν ἐξόριστη ἑλληνικὴ κυβέρνηση. Ὅπως εἶπε καὶ
σὲ μία συνέντευξή του, ὅταν τιμήθηκε μὲ τὸ Νόμπελ (Ἱστορία Νεοελληνικῆς Λογοτεχνίας,
281) ἤθελε μόνο νὰ μιλήσει ἁπλά:
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατὶ καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγὰ-σιγὰ βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατὶ ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά. (11)
Τὸ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β´ ἀκολουθοῦν ἡ τριμερὴς Κίχλη, (1947)
ποὺ ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα ἔργα τοῦ Γιώργου Σεφέρη, καὶ
ἡ συλλογὴ ... Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν... ἡ ὁποία κυκλοφόρησε τὸ 1955, ἐν
μέσῳ τοῦ Κυπριακοῦ Ἀγώνα, καὶ ἀργότερα μετονομάστηκε σὲ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος
Γ´. Τὸ 1950 δημοσιεύτηκε ἡ συλλογὴ Ποιήματα 1924-1946, ποὺ εἶναι μιὰ
ἐμπλουτισμένη ἔκδοση τῆς πρώτης συλλογῆς τῶν ἔργων του (Ποιήματα Ι). Ἡ τελευταία
συλλογὴ ποὺ τύπωσε ὁ Γιῶργος Σεφέρης ὅσο ζοῦσε καὶ ἡ ὁποία δημοσιεύτηκε 11 χρόνια
μετὰ τὸ Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Γ´ εἶναι τὰ Τρία Κρυφὰ Ποιήματα (1966).
Τὸ κύκνειο ἄσμα τοῦ ποιητῆ εἶναι τὸ Τετράδιο Γυμνασμάτων Β´, τὸ ὁποῖο ἐκδόθηκε
τὸ 1976, μὲ ἐπιμέλεια τοῦ Γ. Π. Σαββίδη, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐπιμεληθεῖ καὶ τὶς περισσότερες
ἐκδόσεις ἔργων τοῦ ποιητῆ.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ποιητικὸ ἔργο, ὁ Σεφέρης ἔχει κάνει ἀξιολογότατες μεταφράσεις, ὅπως
τὴν Ἔρημη Χώρα (1936) καὶ τὸ Φονικὸ στὴν Ἐκκλησιὰ (1963) τοῦ Τ. Σ.
Ἔλλιοτ, τὸ ᾎσμα Ἀσμάτων (1965), τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη (1966), τὶς
Ἀντιγραφὲς (1965, περιέχει ἔργα Εὐρωπαίων καὶ Ἀμερικανῶν ποιητῶν ὅπως Ezra
Pound, Andre Gide, Eluard, Jouve), καὶ τὶς Μεταγραφὲς (1980, περιέχει κείμενα
τῆς ἀρχαίας γραμματείας).
Ἰδιαίτερη μνεία πρέπει νὰ γίνει γιὰ τὰ δοκίμια τοῦ Σεφέρη, στὰ ὁποῖα ἀνέπτυσσε τὶς
ἀπόψεις του γιὰ τὰ σύγχρονά του προβλήματα τῆς γλώσσας καὶ λογοτεχνίας. Ἔγραψε γιὰ
τὸν Κάλβο, τὸν Δάντη, τὸν Παλαμᾶ, τὸν Σικελιανό, τὸν Μακρυγιάννη, τὸν Καβάφη, τὸν
Ἔλλιοτ. Ἐκδόθηκαν μὲ τὸν τίτλο Δοκιμὲς (1944, ἔκδοση σὲ δυὸ τόμους τὸ
1974 ἀπὸ τὸν Ἴκαρο, σὲ ἐπιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη. Ὁ τρίτος τόμος ἐπίσης ἀπὸ τὸν
Ἴκαρο ἐκδόθηκε τὸ 1992 μὲ ἐπιμέλεια Δημ. Δασκαλόπουλου.)
Ἐπίσης, ὑπάρχει τὸ προσωπικὸ ἡμερολόγιο τοῦ ποιητῆ, μὲ γενικὸ τίτλο Μέρες
τὸ ὁποῖο ἄρχισε νὰ ἐκδίδεται τὸ 1975, τέσσερα χρόνια μετὰ τὸν θάνατό του (Α´-Ζ´,
1925-1960. Τὸ 2001 θὰ ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἴκαρος, ὁ τελευταῖος τόμος τοῦ ἡμερολογίου,
Μέρες Η´, ὁ ὁποῖος καλύπτει τὴν τελευταία δεκαετία τῆς ζωῆς του, μὲ ἐπιμέλεια
τῆς Κατερίνας Κρίκου-Davis) ἀπὸ τὸ ὁποῖο μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀντλήσει ἐξαιρετικὰ ἐνδιαφέροντα
στοιχεῖα τόσο γιὰ τὸν ἴδιο καὶ τὸ ἔργο του, ὅσο καὶ γιὰ τὶς πολιτικὲς καὶ διπλωματικὲς
ἐξελίξεις στὴν Ἑλλάδα.
Μετὰ τὸν θάνατό του ἐκδόθηκαν ἀκόμη οἱ δυὸ πρῶτοι τόμοι τοῦ Πολιτικοῦ Ἡμερολογίου
(ἐκδόσεις Ἴκαρος, 1979 καὶ 1985 ἀντίστοιχα) σὲ ἐπιμέλεια Ἀλέξανδρου Ξύδη, καὶ πρόκειται
στὸ σύντομο μέλλον νὰ ἐκδοθεῖ καὶ ὁ τρίτος τόμος σὲ ἐπιμέλεια Ἀλ. Ξύδη καὶ Δημ.
Δασκαλόπουλου.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ παραπάνω ὁ Σεφέρης ἔγραψε καὶ τὸ Χειρόγραφο Σεπτέμβρη ῾41,
καὶ τὸ μυθιστόρημα Ἕξι Νύχτες στὴν Ἀκρόπολη ποὺ μολονότι ἄρχισε νὰ γράφεται
τὸ 1926-1928 ἐκδόθηκε τὸ 1974. Σύντομα δέ, πρόκειται νὰ ἐκδοθεῖ καὶ τὸ ἡμιτελὲς
μυθιστόρημα ῾Βαρνάβας Καλοστέφανος᾿ σὲ ἐπιμέλεια Ναταλίας Δεληγιαννάκη.
Τὸ τελευταῖο τμῆμα τῶν γραπτῶν του Σεφέρη ἀποτελοῦν οἱ ἀλληλογραφίες του, μὲ πρώτη
ἐκδοθεῖσα αὐτὴν μὲ τὸν Γιῶργο Θεοτοκᾶ (1930-1966). Ἀκολουθοῦν (διαδοχικά) οἱ ἀλληλογραφίες
μὲ τὸν Ἀδ. Διαμαντὴ (Κύπριο ζωγράφο, 1953-1971), μὲ τὸν Ἀνδρέα Καραντώνη (1931-1960),
μὲ τὴ σύζυγό του Μάρω Σεφέρη (Α´τόμος, 1936-1940), μὲ τὸν Ζήσιμο Λορεντζάτο (1948-1968)
καὶ μὲ τὸν Edmund Keely (1951-1971). Ἀναμένονται ὁ δεύτερος τόμος τῆς ἀλληλογραφίας
μὲ τὴν Μάρω Σεφέρη σὲ ἐπιμέλεια Μαρίας Στασινοπούλου καὶ αὐτὴ μὲ τὸν Γιῶργο Κατσίμπαλη
σὲ ἐπιμέλεια Δημ. Δασκαλόπουλου. Στὸ Ἀρχεῖο Σεφέρη(12) ὑπάρχουν ἀκόμη ἀνέκδοτες
ἀλληλογραφίες μὲ πολλὰ πρόσωπα, ὅπως ὁ Ὀδυσσέας Ἐλύτης, ὁ Μανώλης Ἀνδρόνικος, ὁ
Δημήτρης Μητρόπουλος κ.ἄ.
«Σήμερα», γράφει ὁ Δ. Δασκαλόπουλος, «μὲ τὴν ἐμφάνιση ἀδημοσίευτων ἔργων του
καὶ μὲ τὴ συνεχιζόμενη ἔκδοση τοῦ προσωπικοῦ του ἡμερολογίου, μποροῦμε νὰ ἀποφανθοῦμε
ὅτι τὸ βασικὸ γνώρισμα τῆς ποιητικῆς, δοκιμιακῆς καὶ μεταφραστικῆς του ἐργασίας
εἶναι ἡ ἑνότητα. Στὸ πρόσωπό του ἡ νεοελληνικὴ γραμματεία ἀναγνωρίζει ἕναν ἀπὸ τοὺς
κλασικούς του αἰώνα μας».(13)
Σεφέρης καὶ Μουσική
Τὸ κείμενο αὐτὸ δὲν ἐπιχειρεῖ εὐρεία ἀνάλυση καὶ ἐξέταση τῆς σχέσεως τοῦ Σεφέρη
μὲ τὴ μουσικὴ καὶ τὴν ἀναγνωρισμένη παρουσία της στὸ ποιητικό του ἔργο. Κάτι τέτοιο
θὰ ἀπαιτοῦσε πολυσέλιδη μελέτη, ἡ ὁποία δὲν δύναται νὰ παρουσιαστεῖ δι᾿ αὐτοῦ τοῦ
μέσου. Ἐπιχειρεῖται μία σύντομη παρουσίαση καὶ σχολιασμὸς ὁρισμένων ἀπόψεων καὶ
γραφῶν τοῦ Σεφέρη γιὰ τὴ μουσική.
«Ἂν ἤμουν μουσικὸς θά ῾γραφα μιὰ μουσικὴ ποὺ θὰ λεγότανε Τὸ ρολόι καὶ ἡ ἀργοναυτικὴ
ἐκστρατεία: πέντε ἕξι πνευστά, τὸ σιδερένιο τρίγωνο καὶ τὰ κύμβαλα (δὲν ξέρω τὰ
σωστά τους ὀνόματα). Θά ῾ταν ἡ θάλασσα, τὰ κουπιά, καὶ ὁ ἦχος τοῦ ρολογιοῦ θὰ ῾ρχότανε
a contrattempo νὰ τὰ χαλάσει ὅλα. Στὸ τέλος, μὲ μεγάλο κέφι καὶ εὐχαρίστηση θὰ κλειούσανε
οἱ μαῦρες Συμπληγάδες νὰ τὰ κάνουν ὅλα κομματάκια κομματάκια σὲ χαρτοπόλεμο, καὶ
ἡ θάλασσα πάλι σὰν τὴν πρώτη μέρα τῆς δημιουργίας. Ἀλλὰ δὲν εἶμαι μουσικὸς καὶ ἡ
γλῶσσα στὴν κατάσταση ποὺ εἶμαι ἠχεῖ σὰν φυματικὴ καραμούζα». (16 Νοεμβρίου 1931)(14)
Αὐτὲς εἶναι οἱ πρῶτες φράσεις ποὺ διαβάζει κανεὶς στὸ ἡμερολόγιο τοῦ Γιώργου
Σεφέρη καὶ οἱ ὁποῖες ἔχουν ὡς θέμα τὴ μουσική. Οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτὲς τὶς σημειώσεις
γράφτηκαν τὴν περίοδο 1931-1934, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁποίας, ὁ Σεφέρης ἦταν ὑποπρόξενος
στὸ Λονδίνο καὶ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ παρακολουθήσει πολλὲς συναυλίες, ἀλλὰ καὶ νὰ
ἀκούσει πολλὴ μουσική, ἰδιωτικά, στὸ «κόκκινο γραμμόφωνό του». Εἶναι ἐξαιρετικὰ
ἐνδιαφέρουσες οἱ σημειώσεις αὐτές, γιατὶ μᾶς δίνουν τὴν εὐκαιρία νὰ ἐπιστήσουμε
τὴν προσοχή μας σὲ μία διαφορετικὴ καὶ σχετικὰ ἄγνωστη πλευρὰ τῶν ἐνδιαφερόντων
του. Τὴν περίοδο ἐκείνη «κάτι ἄλλο σημαντικὸ εἶχε εἰσχωρήσει στὴ ζωή. Μιὰ ἀληθινὴ
γυναίκα, μὲ μουσικὴ καλλιέργεια, μὲ εὐαισθησία ἐρωτεύθηκε τὸ Γιῶργο». (15) Ἡ γυναίκα
μὲ τὴν ὁποία ἀλληλογραφοῦσε ὁ Σεφέρης τὴν περίοδο αὐτὴ εἶναι ἡ Λουκία Φωτοπούλου,
μουσικολόγος καὶ μουσικοκριτικὸς (ἔχει γράψει τὸ βιβλίο Μουσικὲς Σελίδες,
Ἐκδόσεις Ἱππαλεκτρυών, 1939). Ἡ γυναίκα αὐτή, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ κείμενα καὶ τὴν
ἀλληλογραφία τοῦ Σεφέρη πρέπει νὰ ἔπαιξε σημαντικὸ ρόλο στὴν διαμόρφωση τῆς «μουσικῆς»
ἄποψής του. Πάντως ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν ρόλο τῆς Λουκίας Φωτοπούλου στὰ «μουσικά»
γραπτὰ τοῦ Σεφέρη, εἶναι ἐνδιαφέρον νὰ ἐξετάσει κανεὶς τοὺς στοχασμοὺς καὶ τὰ σχόλια
ἑνὸς ἀνθρώπου γιὰ μία τέχνη διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν ποὺ ὑπηρετεῖ, πόσο μᾶλλον ὅταν
ὑπάρχει μία ἀποδεδειγμένη συνάφεια ἀνάμεσα στὶς δυὸ αὐτὲς τέχνες (16), συνάφεια
τὴν ὁποία καὶ ὁ ἴδιος παραδέχτηκε. (17)
«Τ᾿ ἀπόγευμα ἄκουσα τὸ δεύτερο μέρος τῆς συμφωνίας τοῦ Φράνκ, ἐκεῖνο ποὺ ἀρχίζει
μὲ τὶς ἅρπες, κι ἄρχισα ἕνα ποίημα ποὺ λέγεται «Τυφλοί». Ἕνα κεφάλαιο ἀπὸ τὸ ἐρχόμενο
βιβλίο θὰ λέγεται «Ἰντερμέδιο γιὰ χαμηλὰ φωνή». Ἔτσι ἐπηρεάζομαι ἀπὸ τὶς μουσικὲς
γιατὶ βαρέθηκα νὰ ἐπηρεάζομαι ἀπὸ τοὺς λογοτέχνες. Αὔριο θὰ πάω νὰ ἀγοράσω τὸ Φαῦνο
ἢ τὸ Valse τοῦ Ραβὲλ ἢ τὸ Bolero. Φαντάζομαι τοὺς μελλούμενους κριτικοὺς ποὺ δὲ
θὰ μποροῦν νὰ βροῦν ποιοὺς ἔκλεψα. Ἂν ἤμουν ἐλεύθερος θὰ πήγαινα
στὸ Παρίσι νὰ σπουδάσω
μουσική». (29 Νοέμβρη 1931)
Ὁ Σεφέρης τὰ χρόνια αὐτά, (1931-1934) ὅπως προαναφέρθηκε, ἄκουσε πάρα πολλὴ καὶ
διαφορετικὴ μουσική. Bach, Haydn, Beethoven, Brahms, Chopin, Strauss, Ravel, Debussy,
Stravinsky καὶ ἄλλους. Συναυλίες μὲ διευθυντὴ ὀρχήστρας τὸν Furtwängler, τὸν Ravel
καὶ τὸν Schonberg.
Ὅπως καὶ ὁ ἴδιος παραδέχεται στὴ Λουκία Φωτοπούλου (Δὲν κάνω τὸ σπουδαῖο,
σοῦ τὸ λέω νὰ τὸ ξέρεις, ὅταν σου μιλῶ γιὰ μουσική, νιώθω πὼς εἶμαι ἀγράμματος σ᾿
αὐτὸ τὸ κεφάλαιο)(18) δὲν ἔχει εἰδικὲς μουσικὲς γνώσεις. Μέσα ὅμως ἀπὸ τὶς σημειώσεις
του ἀποκαλύπτεται ἕνας ἀκροατὴς μὲ ἔνστικτο, ποὺ ἀντιλαμβάνεται τὸ μεγαλεῖο τῆς
μουσικῆς ποὺ ἀκούει καὶ προσπαθεῖ νὰ μορφωθεῖ ὅσο μπορεῖ.
«Ξαναπιάνω ἀπὸ τὴν ἀρχὴ φράσεις, προσπαθῶ νὰ συνηθίσω τ᾿ αὐτί μου νὰ ξεχωρίσει
τὰ διάφορα ὄργανα, νὰ παρακολουθεῖ τί γίνουνται καὶ πῶς ἀλλάζουν τὰ μοτίβα, καὶ
ποιὰν ἀνταπόκριση ἔχουν τέλος πάντων μ᾿ ἐκεῖνον τὸ ζωντανὸ ἄνθρωπο ποὺ τὰ δημιούγησε
καὶ μὲ τὴ μουσική». (19)
Ἀπὸ τὸ σύνολο τῶν σημειώσεων τοῦ Σεφέρη γιὰ τὴ μουσικὴ προκύπτει ὅτι εἶχε διαμορφώσει
κάποιες ἀπόψεις καὶ προτιμήσεις. Διακρίνουμε μία ἀγάπη στοὺς κλασικοὺς (Bach, Beethoven)
καὶ ἕναν ἔντονο θαυμασμὸ γιὰ τὸν Debussy καὶ τὸν Stravinsky, ὅπως ἐπίσης ἕναν δισταγμὸ
ἀπέναντι στὸν Wagner καὶ μία ἀποστροφὴ γιὰ τὸν Strauss. (Dr. Strauss, ὅπως εἰρωνικὰ
τὸν ἀποκαλεῖ.)
Ἰδιαίτερα, ἀξίζει κανεὶς νὰ σταθεῖ στὴν ἄποψη τοῦ Σεφέρη γιὰ τὴ γαλλικὴ μουσικὴ
τῆς ὁποίας εἶναι, θὰ λέγαμε, κάτι παραπάνω ἀπὸ ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς (Franck, Debussy,
Ravel). Ἡ πρώτη «μουσική» γραφὴ στὸ ἡμερολόγιό του ἀναφέρει ἔργα αὐτῶν τῶν συνθετῶν.
Δεδομένης τῆς γαλλικῆς του παιδείας καὶ τῶν ἀναγνωσμάτων του (Laforgue, Verlaine,
Mallarmé, Baudelaire, Valery) ὁ ἐνθουσιασμός του γιὰ τὴ γαλλικὴ μουσικὴ δὲν μᾶς
ἐκπλήττει. Δὲν πρέπει ἐπίσης νὰ ξεχνᾶμε ὅτι βρισκόμαστε στὴ δεκαετία τοῦ ῾30, καὶ
οἱ συνθέτες αὐτοὶ ἐθεωροῦντο ἀκόμη «σύγχρονοι» (τρόπον τινά) στοὺς μουσικοὺς κύκλους,
ἴσως μάλιστα νὰ μὴν εἶχαν γίνει ἀκόμη ἀποδεκτοί· εἰδικὰ στοὺς πιὸ συντηρητικούς.
Εἶναι λοιπὸν ἀξιοθαύμαστη ἡ εὐρύτητα τοῦ πνεύματος ποὺ διακρίνει τὸν ποιητὴ καὶ
ἡ ἱκανότητά του νὰ δέχεται τὸ καινούργιο, νὰ ἀξιολογεῖ, νὰ ἀφομοιώνει καὶ νὰ ἐκφράζει
τὴν ἄποψή του γιὰ νέα καὶ πρωτοποριακὰ ἀκούσματα (σὲ σχέση πάντα μὲ τὴν ἐποχή),
ὅπως τὸ Prélude à L’après-midi d’un faune (20) (1895), τὰ Préludes, Livre Ι (1910)
γιὰ πιάνο καὶ τὴν Sonate (1917) γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο τοῦ Debussy καθὼς καὶ τὴν δεύτερη
συμφωνία τοῦ Franck, καὶ ἔργα τοῦ Ravel. Τολμῶ νὰ πῶ, ὅτι δὲν ὑπῆρχαν πολλοὶ Ἕλληνες
(μουσικοὶ ἢ μή) οἱ ὁποῖοι, ἐκεῖνα τὰ χρόνια, θὰ μποροῦσαν νὰ ἀφομοιώσουν τέτοια
μουσική. Εἶναι λοιπὸν ἄξια παραπάνω ἀπὸ θαυμασμοῦ ἡ προσπάθεια τοῦ Σεφέρη γιὰ μουσικὴ
μόρφωση καὶ καλλιέργεια.
Εἰδικὰ γιὰ τὸν Debussy, ὁ Σεφέρης ἔτρεφε τεράστια ἐκτίμηση, ὅπως ἄλλωστε μαρτυροῦν
οἱ γραφές του:
«Πῆρα σήμερα ὁλόκληρο τὸ πρῶτο βιβλίο τῶν Préludes τοῦ Claude-Achille (Cortot)
καὶ τὴ Σονάτα τοῦ ἴδιου γιὰ βιολὶ καὶ πιάνο (Cortot -Thibaud). Τ᾿ ἄκουσα αὐτὰ τὰ
κομμάτια δυὸ τρεῖς φορὲς καὶ τώρα εἶμαι ζαλισμένος, ἀνυπόστατος καὶ δυστυχής. Τί
θὲς ν᾿ ἀξίζουν οἱ προσπάθειές μας ἅμα ξέρουμε πὼς ὑπῆρξαν τέτοιοι ἄνθρωποι; [...]
Τὰ ξέρεις ὅλα αὐτὰ τὰ Préludes, εἶναι μαζὶ δέκατο, ἡ Cathedrale engloutie. Εἶναι
ἕνα ποὺ λέγεται Voiles. [...] Ἐμένα μου θυμίζει ἐκεῖνο τοῦ Μαλλαρμέ: La chair est
triste, hélas! Κι ἔπειτα τί σημασία ἔχει τί μοῦ θυμίζει ἂν μὲ κάνει νὰ νιώθω τί
μοῦ λείπει, μολονότι δὲν μπορῶ νὰ τὸ πῶ. Εἶναι ἕνα ἄλλο Des pas sur la neige, ποὺ
φεύγει ἄπειρα καὶ ὅμως μένει πάντα πολὺ κοντὰ γιὰ νὰ σοῦ θυμίζει θά ῾λεγες μόνο
καὶ μόνο ὅτι φεύγει. [...]
Τί ἔφερε στὴ μουσικὴ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, τί παράθυρα ἄνοιξε [... ]
Κάτι ἤξερε ὁ Claude-Achille ποὺ ἔγραφε «musicien Français» καὶ ὄχι «compositeur»
καὶ εἶναι μουσικός». [31 Μαΐου 1932](21)
Ἀπὸ τὸ ἡμερολόγιο τοῦ ποιητῆ διαπιστώνουμε ἐπίσης ὅτι ἡ μουσικὴ τοῦ Debussy τὸν
ἐπηρέασε καὶ στὸ ἔργο του· ὁ ἴδιος τὴν συνδέει μὲ τὴν Στέρνα. (Ἂν ἐπιτύχει καὶ
μ᾿ ἀρέσει, καὶ ἂν ὁ Claude-Achille ζοῦσε καὶ ἦταν φίλος μου, θὰ τοῦ τὴ χάριζα).
(22)
Σὲ γενικότερες γραμμὲς διαπιστώνει κανεὶς ὅτι εἶναι ἀρκετὰ τὰ κοινὰ στοιχεῖα,
τὰ ὁποῖα συνδέουν τὸν Σεφέρη μὲ τὸν Debussy καὶ αὐτὰ εἶναι ὁ μεγάλος χρόνος προετοιμασίας,
ἡ ἐπιδίωξη τῆς ἀρτιότητας, ἡ λιτότητα τῆς ἔκφρασης καὶ ἡ ὑποβλητικότητα (23) ποὺ
θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι χαρακτηρίζουν τὸ ἔργο τους. Ὁ Σεφέρης δημοσιεύει
τὴν πρώτη του συλλογὴ τὸ 1931, παρόλο ποὺ ἀσχολεῖται μὲ τὴ λογοτεχνία ἀπὸ τὰ ἐφηβικά
του χρόνια. «Ἡ σιωπή του κατὰ τὴ δεκαετία τοῦ 1920», γράφει ὁ Δημήτρης Δασκαλόπουλος,
«συνιστᾶ μία περίοδο παρατεταμένης προετοιμασίας κατὰ τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ ἀρθρώσει
τὴ δική του ποιητικὴ φωνή, ἐπιδιώκοντας μορφικὴ καὶ ἐκφραστικὴ ἀρτιότητα».(24) Ὁ
Debussy ἐπίσης σχεδίαζε τὴν ὄπερά του Pelléas et Melissande σχεδὸν δέκα χρόνια,
προτοῦ τὴν παρουσιάσει ὁλοκληρωμένη καὶ δὲν ἦταν γενικὰ ἄνθρωπος ποὺ ἐξελισσόταν
γρήγορα. Δούλευε γιὰ ἀρκετὸ καιρὸ τὶς συνθέσεις του, πρὶν τὶς δημοσιεύσει ὅπως καὶ
ὁ Σεφέρης τὰ ποιήματά του. Ἐπίσης, ἦταν τὸ ἴδιο ἐξοικειωμένος μὲ τοὺς γάλλους «συμβολιστές»
ποιητὲς (Baudelaire, Verlaine, Mallarmé). Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ὁ καθένας ἀπὸ
τοὺς δυὸ ξεχωριστὰ (καὶ σὲ διαφορετική, ἀλλὰ ἀρκετὰ κοντινή, χρονικά, περίοδο) ἐνέπνευσαν
τὴν ἀνανέωση στὶς τέχνες τους.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Debussy ἀναφέρεται, στὰ γραπτὰ τοῦ Σεφέρη, ὁ Franck (στὸν ὁποῖο
μαθήτευσε γιὰ λίγο ὁ Debussy) καὶ ἡ δεύτερη συμφωνία του. Κάτι ἄλλο γίνεται λοιπὸν
ἐδῶ ἀντιληπτό. Ὁ Franck στὸ τέλος τοῦ 19ου αἰώνα καὶ ὁ Debussy στὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου
εἶχαν γίνει ἐκφραστὲς ἑνὸς ρεύματος ἐνάντια στὸν Wagner, ὁ ὁποῖος τότε κυριαρχοῦσε.
Ἴσως εἶναι κάτι παραπάνω ἀπὸ σύμπτωση τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Σεφέρης, ἂν καὶ πολὺ ἀργότερα,
ἐκφράζει ἕναν σκεπτικισμὸ ἀπέναντι στὸ ἔργο τοῦ Wagner.
«Λοιπὸν μὲ τὸν Βάγνερ, οἱ λεπτομέρειες ποὺ σοῦ ἀναφέρω μὲ διώχνουν: ὄγκος,
σύνθεση τῶν τεχνῶν, μυθολογία ἀπάνθρωπη (γιὰ μένα τουλάχιστον), πλῆθος μέσων κτλ».
(28 Μαΐου 1932)(25)
Μία ἄλλη ἰδιαίτερη σχέση εἶναι αὐτὴ τοῦ Σεφέρη μὲ τὸν Stravinsky. Ἡ πρώτη γραφὴ
τοῦ ποιητῆ γιὰ τὸν Stravinsky ἔγινε στὶς 2 Φεβρουαρίου 1932:
«Χτὲς πῆγα στὸ κοντσέρτο. Ἡ Τρίτη (Beethoven) [...] καὶ κυρίως τὸ Καπρίτσιο
γιὰ πιάνο, ἔγχορδο κουαρτέτο καὶ ὀρχήστρα καὶ ἡ Συμφωνία τῶν Ψαλμῶν τοῦ Igor [Stravinsky]
(στὸ πιάνο ὁ ἴδιος). Τί ἄνθρωπος καὶ τί ρυθμός· ἔπρεπε ν᾿ ἀκούσεις τὴν attaque
[...]: μιὰ κλοτσιὰ σ᾿ ὅλες τὶς τρυφερές, ἡδονοπαθεῖς σαχλαμάρες καὶ στοὺς νυσταλέους
βηματισμούς». (26)
Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθεῖ ὅτι τὸ ἔργο αὐτὸ γράφτηκε τὸ 1930, καὶ ὁ Σεφέρης ἀναφέρεται
σὲ αὐτὸ μόλις δυὸ χρόνια ἀργότερα, εἶναι λοιπὸν ἀναμφισβήτητα ἕνα σύγχρονο ἔργο.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀποδεικνύει τὴν πραγματικὰ στενὴ σχέση τοῦ ποιητῆ μὲ τὴν μουσικὴ
λαμβάνοντας βέβαια ὑπόψη, ὅτι βρισκόταν στὸ Λονδίνο καὶ εἶχε τὴν δυνατότητα νὰ ἀκούσει
ἔργα σὰν καὶ αὐτὸ σὲ συναυλίες καθὼς καὶ νὰ ἀγοράζει ἠχογραφήσεις γιὰ τὸ γραμμόφωνό
του. Δὲν μπορεῖ ὅμως κανεὶς νὰ μὴν μνημονεύσει τὰ σχόλιά του αὐτά, καθὼς εἶναι πέρα
γιὰ πέρα προφανές, ἰδιαίτερα γιὰ ἕναν ἄνθρωπο τῶν καιρῶν μας, τὸ καταπληκτικό του
δεκτικὸ καὶ κριτικὸ πνεῦμα, ἀφοῦ κατὰ κάποιο τρόπο προέβλεψε τὴν καθολικὴ ἀποδοχή,
ὄχι μόνο του Stravinsky ἀλλὰ καὶ τοῦ Debussy.
Στὴ Συμφωνία τῶν Ψαλμῶν ὁ ποιητὴς ἀναφέρεται καὶ ἀργότερα, στὶς 2 Ἀπριλίου
1933 καὶ τὴν χαρακτηρίζει σταθμὸ στὴν θρησκευτικὴ μουσική. (27)
Ὁ Σεφέρης ἔγραψε τὸν πρόλογο στὴν ἔκδοση τοῦ 1970 τοῦ βιβλίου τοῦ Stravinsky
μὲ τίτλο Poetics of Music (In the Form of Six Lessons), (28) στὸν ὁποῖο,
μεταξὺ ἄλλων, ἀναφέρεται στὴν συνεργασία τοῦ Stravinsky μὲ τὸν Valery καὶ στὴ σημασία
καὶ τὸ κύρος ποὺ εἶχε (ὁ Valery) γιὰ τὸν ποιητὴ ἀπὸ τὰ χρόνια τῶν σπουδῶν του.(29)
Ἐκφράζει ἐπίσης μέσῳ τοῦ προλόγου αὐτοῦ τὸν ἀπόλυτο θαυμασμό του:
«[...] ἔχει ἐπιβληθεῖ σὰν ἕνας μεγάλος ἄρχοντας τῆς μουσικῆς, παράλληλα μὲ
τὸν ἄλλο στυλοβάτη τῆς ἐποχῆς μας τὸν Πικάσσο. Τὰ ἔργα, οἱ ἐκφράσεις τῶν δυὸ αὐτῶν
ἀνθρώπων ἔχουν σφραγίσει τὸν αἰώνα μας[...]»(30)
Ὁ ἴδιος ὁ Stravinsky ἀναφέρεται στὶς διαλέξεις του καὶ στὸν Baudelaire (σέλ.
65) καὶ στὸν Gide (σελ. 79), τῶν ὁποίων τὰ ἔργα ἐπηρέασαν σὲ κάποιο βαθμὸ τὴν ποιητική
του ἐξελικτικὴ πορεία.
Κοινὸ χαρακτηριστικὸ στὶς γραφὲς γιὰ τὸν Debussy καὶ τὸν Stravinsky εἶναι ὅτι
ὁ Σεφέρης ἀναφέρεται σὲ αὐτοὺς χρησιμοποιώντας τὰ μικρά τους ὀνόματα, κάτι ποὺ δείχνει
πιστεύω, τὴν οἰκειότητα ποὺ αἰσθανόταν ἀπέναντι σὲ αὐτοὺς διαμέσου τῆς μουσικῆς
τους.
Ὁ Σεφέρης ἔτρεφε ἐπίσης ἐκτίμηση καὶ θαυμασμὸ καὶ γιὰ τοὺς κλασσικοὺς (Bach,
Beethoven, Haydn), στοὺς ὁποίους «μυήθηκε» λίγο ἀργότερα ἀπὸ ὅτι στὴν γαλλικὴ μουσική.
[...] κάποιο συγκεκριμένο μουσικὸ ἔργο ὑπῆρξε γιὰ ὁρισμένα ποιήματα θεματικὸ ἐρέθισμα,
ἀφορμὴ ἢ ἀναφορά, ὅπως π. χ. γιὰ τὴν «Canzona» ἢ τὸ «ΣΤ´» τοῦ Μυθιστορήματος, ποὺ
ἔχουν καὶ τὰ δυὸ τέτοιας μορφῆς συνδέσεις μὲ τὴν «Canzona di ringraziamento», τὸ
ἀργὸ μέρος ἀπὸ τὸ 15ο Κουαρτέτο Ἐγχόρδων του Μπετόβεν. (31)
«Ἔχω τώρα τελευταῖα τὸ Κοντσέρτο τοῦ Βραδεμβούργου ἀρ. 3 καὶ τὸ Κουαρτέτο
132, ἐκεῖνο μὲ τὴν περίφημη Canzona di ringraziamento "ἱερὸ τραγούδι εὐγνωμοσύνης,
ἑνὸς ποὺ γιατρεύτηκε, στὸ Θεό, σὲ λυδικὸ τρόπο". Τὰ ἔχω χαμένα, γνώρισα τόσους ποὺ
ἦταν ἔμπειροι στὴ μουσική, δὲ βρέθηκε ἕνας νὰ μοῦ πεῖ πὼς κάποτε ὁ Μπετόβεν εἶχε
ἐκφράσει μ᾿ ἕναν τόσο χειροπιαστὸ τρόπο τὴν ὡριμότητα τοῦ ἀνθρώπου μπροστὰ στὸ θάνατο,
τὴν ἐλευθέρωση ἀπὸ τὸ θάνατο μὲ τόσο ἀνθρώπινο τρόπο. Ὅτι ὁ Μπὰχ εἶναι ἴσως ὁ μόνος
ποὺ ὑπάρχει ποὺ νὰ μὴν εἶναι οὔτε cerebral, οὔτε sensuel, οὔτε sentimental, οὔτε
romantique, οὔτε classique, οὔτε precieux, οὔτε naturel, οὔτε prime-sautier, οὔτε
τίποτα ἀπὸ δαῦτα- κανένας χαρακτηρισμός: εἶναι ὁ γυμνὸς ἄνθρωπος, πλέριος, ζυγισμένος,
χωρὶς καμιὰ γωνιά, ποὺ μᾶς μοιάζει ἢ ποὺ δὲν μᾶς μοιάζει, κι ὅμως ξέρουμε πὼς εἶναι
αὐτὸς πλέριος καὶ ἀληθινός». (32)
Γιὰ περισσότερες σχετικὲς πληροφορίες, καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τὸν Bach (καὶ τὸν Σεφέρη)
ὑπάρχει τὸ ἄρθρο τοῦ Χ. Ξανθουδάκη στὸ περιοδικὸ "Μουσικὸς Λόγος 2" (Φθινόπωρο 2000).
Συμπερασματικὰ θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ μουσικὴ κατεῖχε μία ἐξέχουσα θέση
στὴ ζωὴ τοῦ ποιητῆ καὶ ὄχι μόνο ὡς μιὰ ἄλλη τέχνη, τὴν ὁποία προσπαθεῖ νὰ κατανοήσει
καὶ πάνω σὲ αὐτὴν νὰ μορφωθεῖ. Ὁ Δ. Ν. Μαρωνίτης ἔχει χρησιμοποιήσει τὴν ἔκφραση
«δεύτερη παιδεία», ἡ ὁποία, χρονικὰ (1931-1933), συμπίπτει μὲ τὴν δημοσίευση τῆς
πρώτης του συλλογῆς καὶ παίζει σημαντικὸ ρόλο τόσο στὴν διαμόρφωση τῆς ποιητικῆς
του γλώσσας ὅσο καὶ στὴν ὅλη πορεία τοῦ σεφερικοῦ ἔργου μὲ κύριο ἄξονα ἕνα κοινὸ
γιὰ ἐκεῖνον χαρακτηριστικὸ τῶν δυὸ τεχνῶν: τὸ στόλισμα καὶ τὴν κατεργασία τῆς σιωπῆς.
(33)
Ἐδῶ στὶς χῶρες τοῦ Μεγαλέξαντρου εἴταν ἀναπόφευκτο νὰ θυμηθῶ τὸ θρυλικὸ βασιλέα
καὶ τὸ λόγο του, καθὼς τὸν μνημονεύει ἡ περιώνυμη «φυλλάδα»: «τῶν βασιλέων τὰ δῶρα
πάντοτε πολλὰ πρέπει νὰ εἶναι». Μοῦ ἐκάματε ἕνα βασιλικὸ δῶρο, σεῖς ποὺ κρατᾶτε
τὰ φῶτα τῆς σοφίας σ᾿ αὐτὸ τὸ σύνορο. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη τιμὴ ποὺ κάνει ἡ πατρίδα
στὸ ἔργο μιᾶς ἀρκετὰ σπαταλημένης ἀνθρώπινης ζωῆς. Θὰ ἦταν ὑπερβολὴ καὶ ἀνακρίβεια
ἂν ἐνόμιζα πὼς ἡ τιμὴ ἀνήκει μόνο σ᾿ ἐμένα καὶ ὄχι σ᾿ ὅλους ἐκείνους ποὺ μὲ βοήθησαν
νὰ κάμω τὸ πρᾶγμα ποὺ τιμᾶτε. Στὴν ἴδια «φυλλάδα» ὑπάρχει ἕνας ἄλλος λόγος ἀκόμη:
Ὅταν ὁ Ἀριστοτέλης ρώτησε τὸν Ἀλέξαντρο: «τὸ μάλαμα καὶ τὸν πλοῦτο ὁποὺ ἐπῆρε ἀπὸ
ὅλον τὸν κόσμο ποῦ τὸν ἔχει;», ἐκεῖνος ἀποκρίθηκε: «οἱ ἠγαπημένοι μου συντρόφοι
καὶ ὁ λαὸς εἶναι τὸ μάλαμα καὶ ὁ πλοῦτος μου». Οἱ ἠγαπημένοι μου συντρόφοι καὶ ὁ
λαός· αὐτοὶ μοῦ ἔδωσαν τὸ πολυτιμότερο ποὺ ἔχω, κι αὐτοὺς τιμᾶτε σήμερα. Σᾶς εὐχαριστῶ.
Ἀρχὲς τοῦ Μάρτη εἴχαμε ἕνα Συμπόσιο στὴν Ἀθήνα γιὰ τὴ γλῶσσα μας σ᾿ ὅλες τὶς
ἐκφράσεις τῆς ζωῆς. Μ᾿ ἐνδιέφεραν ἰδιαίτερα οἱ ὁμιλίες ποὺ ἀφοροῦσαν κάθε κλάδο
τοῦ ἐπιστητοῦ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ποίηση. Φοβόμουν ἀλήθεια ὅτι σχετικὴ συζήτηση γύρω
ἀπὸ τὴν ἰδιότυπη τούτη ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου θὰ μποροῦσε καὶ συγχύσεις νὰ προκαλέσει
καὶ νὰ βλάψει τὸ σκοπὸ τοῦ Συμποσίου. Γιατὶ ἡ ποίηση χρησιμοποιεῖ μιὰν εἰδικὴ λειτουργία
τῆς γλώσσας, τὴ συγκινησιακή, αὐτὴν ἀκριβῶς ποὺ δὲ χρειάζεται, θὰ ἦταν μάλιστα βλαβερή,
ἂν τὴν χρησιμοποιούσαμε γιὰ νὰ ὑπηρετήσουμε ἄλλες ἐκφράσεις τῆς ζωῆς. Ἔτσι, σὲ μιὰ
παρέμβασή μου, εἶπα λίγα λόγια ποὺ εἶναι πιθανὸ νὰ φάνηκαν αἱρετικά. Θὰ ἤθελα ν᾿
ἀναπτύξω περισσότερο τὴν ἰδέα μου σήμερα.
Σὲ διάφορους καιροὺς ζητήθηκε ἀπὸ τὸν ποιητὴ νὰ κάμει μαζὶ μὲ τὴν ποίηση καὶ
ποικίλα πράγματα: νὰ εἶναι μάγος, νὰ εἶναι προφήτης, νὰ εἶναι κοινωνικὸς ἀναμορφωτὴς
λ.χ. Δὲν εἶναι τὸ θέμα μου νὰ ἐξετάσω τώρα ποιὰ ἄλλα πράγματα πρέπει νὰ κάνει ὁ
ποιητής. Θὰ περιοριστῶ στὴν ποίησή του. Κι ἐδῶ νομίζω πὼς ἕνα πρᾶγμα τουλάχιστο
εἶναι βέβαιο: ὁ ποιητὴς δὲν ἔχει ἄλλο τρόπο νὰ πράξει παρὰ μὲ τὴ γλῶσσα ποὺ μιλοῦν
οἱ ἄνθρωποι ποὺ βρίσκονται γύρω του. Πάνω σ᾿ αὐτὴ τὴ γλῶσσα θὰ ριζώσει καὶ θὰ βλαστήσει
ἡ δική του λαλιὰ ποὺ τὸν ἐκφράζει. Μεταχειρίστηκα τὰ ρήματα
στὴν κυριολεξία τους, μὲ τὴν ἔννοια μιᾶς φυσικῆς λειτουργίας, ποὺ
εἶναι ἀντίθετη μὲ τὸ τεχνητὸ ἢ τὸ μηχανικό. Ἂν εἶναι φυτό, ἕνα ποίημα μᾶς ἐνδιαφέρει
ὄχι μόνο ἀπὸ τὴ μεριὰ τοῦ καρποῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴ μεριὰ τῆς ρίζας.
Ἔτσι, στὸ ξεκίνημά του, ὁ ποιητὴς βρίσκεται σ᾿ ἕναν κόσμο ποὺ τοῦ παρέχει τὴ
γλῶσσα ποὺ θ᾿ ἀρχίσει νὰ χρησιμοποιεῖ. Αὐτὴ τὸν συνδέει μὲ τοὺς ἄλλους, αὐτὴ δίνει
σάρκα στὸν καημό του, στὸν πόνο του, στὴ χαρά του· τὴν ἀγαπᾶ, εἶναι ἡ ἀνθρωπιά του.
Ὡστόσο, καθὼς προχωρεῖ, προσπαθεῖ νὰ διαλέξει τὶς λέξεις ποὺ ἔχουν τὴ δική του ἁφή,
τὸ δικό του βάρος· τὶς ψάχνει ὁλοένα πιὸ βαθιὰ μέσα του. Γυρεύει, καὶ καθὼς γυρεύει
αἰσθάνεται πὼς ὁ κόσμος ὅπου ζεῖ τοῦ προσφέρει ἕνα πλῆθος φωνές, ἀλλὰ καμιὰ δὲν
εἶναι ἡ δική του. Στὰ νιάτα του εἴταν εὐκολώτερο· μιμοῦνταν ἐκεῖνες ἀπὸ τὶς ξένες
φωνὲς ποὺ τοῦ ἄρεσαν περισσότερο. Τώρα νιώθει, παραμερίζοντάς τες, πὼς ὁ ἑαυτός
του τείνει νὰ εἶναι ὁλοένα καὶ περισσότερο ἄλαλος, κι ὡστόσο δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει
πίσω· νιώθει πὼς πρέπει νὰ περάσει ἀπὸ τὴ δοκιμασία τῆς ἀπόλυτης σιωπῆς γιὰ νὰ βρεῖ
στὸ βυθὸ τί εἶναι πραγματικὰ ὁ ἴδιος. Κάθε ἀτόφιος ποιητὴς περνᾷ, νομίζω, τέτοιες
κρίσεις· γι᾿ αὐτὸ λέμε πὼς κάθε ποίημα ποὺ γράφουμε εἶναι σὰ νὰ εἴταν τὸ τελευταῖο.
Ἀφοῦ ὁ ποιητὴς ἀφομοιώσει τὰ πράγματα ποὺ ἔχει μαζέψει ἡ ἰδιοσυγκρασία του ἀπὸ τὸ
γύρω κόσμο, φτάνει στὴ στιγμὴ ποὺ θὰ νιώσει τὸ κενὸ μέσα του, ποὺ θὰ νιώσει ὅτι
βρίσκεται στὸ σκοτεινὸ δάσος, ὅπως ἔλεγα κάποτε, στὴ selva oscura, μόνος καὶ ἀβοήθητος·
ὅτι πρέπει νὰ τὸ ἐμπιστευτεῖ αὐτὸ τὸ κενό, ἐπὶ ποινῇ θανάτου. Εἶναι ἡ πιὸ δύσκολη
στιγμή του, αὐτὸς ὁ ἀγῶνας γιὰ νὰ βρεῖ ἐκείνη τὴ φωνὴ ποὺ ταυτίζεται καὶ σωφιλιάζεται
μὲ τὰ πράγματα ποὺ θέλει νὰ δημιουργήσει, ἤ, ἂν θέλουμε, ποὺ δημιουργεῖ τὰ πράγματα
ὀνομάζοντάς τα. Τὸ ἀκραῖο ὅριο ὅπου τείνει ὁ ποιητὴς εἶναι νὰ μπορέσει νὰ πεῖ «
γεννηθήτω φῶς» καὶ νὰ γίνει φῶς.
Μπορεῖ νὰ φανεῖ ὅτι αὐτὰ ποὺ λέω ἀφοροῦν καὶ ἄλλες λειτουργίες, ποὺ σχετίζονται
μ᾿ ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Ἀσφαλῶς τὶς ἀφοροῦν· ὡστόσο θὰ ἤθελα νὰ παρατηρήσω ὅτι
τὶς διακρίσεις σ᾿ αὐτὰ τὰ ζητήματα τὶς κάνουμε πάντα ἐπιφανειακὰ καὶ μόλις προχωρήσουμε
λίγο, συναντοῦμε ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Ποίηση εἶναι ὁλόκληρος ὁ ἄνθρωπος, καὶ τοῦτο
δὲν εἶναι ὁρισμός, εὐτυχῶς.
Ὁ E. M. Forster, ἕνας ἐξαιρετικὰ εὐαίσθητος μυθιστοριογράφος καὶ δοκιμιογράφος,
παρατηροῦσε:
«Ὅπως ἀκριβῶς οἱ λέξεις ἔχουν δυὸ λειτουργίες, τὴ μιὰ ποὺ ἀφορᾷ τὴ μετάδοση ἐννοιῶν,
καὶ τὴν ἄλλη ποὺ ἀφορᾷ τὴ δημιουργία, ἔτσι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ἔχει δυὸ προσωπικότητες,
τὴ μιὰ στὴν ἐπιφάνεια, καὶ τὴν ἄλλη μέσα πιὸ βαθιά. Ἡ ἀπάνω προσωπικότητα ἔχει ὄνομα·
ὀνομάζεται Σαμουὴλ Κόλεριδζ, Γουλιέλμος Σαίξπηρ, ἡ Κυρία Χ... Εἶναι εὐσυνείδητη,
σβέλτα, καὶ διαφέρει ἁδρὰ καὶ διασκεδαστικὰ ἀπὸ τὶς προσωπικότητες τῶν ἄλλων. Ἡ
ἐσώτερη προσωπικότητα εἶναι μία πολὺ παράξενη ὑπόθεση. Ἀπὸ πολλὲς πλευρὲς εἶναι
ὁλωσδιόλου ἀκαταλόγιστη. Ὅμως χωρὶς αὐτὴ δὲν ὑπάρχει λογοτεχνία· γιατὶ ἂν ὁ ἄνθρωπος
δὲ ρίξει ἕναν κουβᾶ (γιὰ ν᾿ ἀντλήσει) βαθιὰ μέσα σ᾿ αὐτή, δὲν μπορεῖ νὰ δημιουργήσει
ἔργο πρώτης ποιότητας. Τὴ χαρακτηρίζει μ᾿ ἕναν τρόπο κάτι τὸ γενικό. Μολονότι βρίσκεται
μέσα στὸν Κόλεριδζ, δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τῆς δώσουμε τ᾿ ὄνομά του. Ἔχει κάτι τὸ κοινό
με τὶς βαθύτερες προσωπικότητες τῶν ἄλλων. Καὶ ὁ μυστικὸς θὰ μᾶς βεβαιώσει πὼς αὐτὴ
ἡ κοινὴ ἰδιότητα εἶναι ὁ Θεός, καὶ πὼς ἐκεῖ, στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής
μας πλησιάζουμε τὶς πύλες τοῦ θεϊκοῦ» (
Εἶναι ἀξιοπρόσεχτο ὅτι ἕνας σημαντικὸς λογοτέχνης, ποὺ δὲν τὸν χαρακτηρίζει ὁ
μυστικισμός, καὶ ποὺ δὲν ἔγραψε ποιήματα, μιλᾷ μ᾿ αὐτὰ τὰ λόγια. Μᾶς εἶναι χρήσιμη
ἡ παραβολή του. Μολονότι δὲ θὰ χρησιμοποιοῦσα ὁλωσδιόλου ἔτσι τὴ λέξη προσωπικότητα,
νομίζω πὼς ἐκφράζει μὲ ἀρκετὴ σαφήνεια αὐτὴ τὴν τόσο σκοτεινὴ λειτουργία τοῦ ποιητῆ.
Θὰ ἤθελα μόνο νὰ παρατηρήσω ὅτι κι ἐδῶ ἡ διάκριση γίνεται γιὰ τὴν ἀνάγκη τῆς ἀκριβολογίας
καὶ ὅτι οἱ δυὸ αὐτὲς προσωπικότητες ποὺ λέει δὲν εἶναι στεγανὰ χωρισμένες, καὶ ἡ
λειτουργία τοῦ ποιητῆ ἀπαρτίζεται ἀπὸ ἕνα ἀδιάκοπο πάει κι ἔλα ἀνάμεσα στὸ ἐσώτερο
καὶ τὸ ἐπιφανειακότερο ἐγώ. Τέλος θέλω νὰ ὑπογραμμίσω πὼς ὅταν μιλῶ γιὰ τὴ γλωσσικὴ
λειτουργία τοῦ ποιητῆ ἔχω πάντα ὑπ᾿ ὄψη μου αὐτὴ τὴν ἐσώτερη λειτουργία, εἴτε ὅπως
προσπάθησα νὰ τὴν ἐκφράσω, εἴτε ὅπως τὴν ἐκφράζει ἡ περικοπὴ ποὺ ἀκούσατε. Τώρα
ἂς ἔρθουμε στὰ δικά μας.
Ἔχουμε μίαν ἰδιότροπη ἱστορία· πῶς νὰ τὴν πῶ ἀλλιῶς· ἐμεῖς οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες.
Ἡ συνέχεια τῆς ἐλεύθερης ἀνάπτυξης τῆς ζωῆς μας κόπηκε ἀπὸ μία «νύκτα αἰώνων». Αὐτὸ
εἶναι τὸ χοντρὸ γεγονός· δὲν πρόκοψαν ἁρμονικὰ τὰ διάφορα κλωνάρια τῆς ζωῆς τοῦ
σημερινοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Κι ὅταν ἐλευθερωθήκαμε, ἡ προσπάθεια γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση,
καὶ ἡ ἴδια ἡ ἀπελευθέρωση, μᾶς ἔφερε τέτοιες ἀντιδράσεις καὶ προκάλεσε τέτοια φαινόμενα,
ποὺ ἀκόμη σήμερα λογαριάζουμε κάποτε πόσα πράγματα τεχνητὰ δημιούργησε τὸ νεογέννητο
Ἑλλαδικὸ κράτος. Ἀπὸ αὐτὰ τὰ τεχνητὰ εἶναι καὶ ἡ ροπή μας πρὸς τὴν ἐπιφανειακὴ ρητορεία,
αὐτὴ τὴ λοιμική. Ἴσως αὐτὰ νὰ μὴν ἔγιναν τότε ἀπὸ τὸ μηδέν. Εἶναι πολὺ πιθανὸ πὼς
εἶχαν καὶ ἄλλα αἴτια. Ὅμως καλλιεργήθηκαν καὶ προστατεύτηκαν ὅσο ποτὲ κάτω ἀπὸ τὸν
ἴσκιο τῆς ἐλευθερίας ποὺ μᾶς χάρισαν οἱ καταπληκτικοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τοῦ Εἰκοσιένα.
Εἶναι ὀδυνηρὴ ἡ ἀντίθεση ὅταν τ᾿ ἀναλογίζεται κανείς.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια τὰ Ἑφτάνησα προσφέρνουν στὴν Ἑλλάδα δυὸ ποιητές, τὸ Σολωμὸ καὶ
τὸν Κάλβο. Θὰ ἤθελα νὰ κοιτάξουμε τὸ παράδειγμά τους.
Ἀπὸ τὰ λίγα ποὺ ἔχω γράψει γιὰ τὴν πολὺ μεγάλη φυσιογνωμία τοῦ Σολωμοῦ πιστεύω
νὰ ἔχει φανεῖ πὼς τὰ χάσματα ποὺ μᾶς ἄφησε μ᾿ ἐνδιαφέρουν τὸ ἴδιο ὅσο καὶ τ᾿ ἀποσπάσματά
του. Τ᾿ ἀποσπάσματα τοῦ Σολωμοῦ εἶναι δεῖκτες. Δείχνουν ποιὰ καὶ τί λογῆς μπορεῖ
νὰ εἶναι ἡ ἀτόφια λαλιὰ τοῦ ἑλληνικοῦ ποιητικοῦ λόγου. Δὲν ξέρω παράδειγμα στὴν
παγκόσμια λογοτεχνία ποὺ οἱ σκόρπιοι στίχοι ἑνὸς ποιητὴ νὰ ἔχουν δώσει μία τέτοιαν
ἀποκάλυψη. Ὅμως αὐτοὺς τοὺς σκόρπιους στίχους δὲν μποροῦμε ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε,
νὰ τοὺς κοιτάξουμε σὰν δημιουργίες τετελεσμένες. Πάντα μὲ κάποιον τρόπο μᾶς σπρώχνουν
πρὸς τὶς σιωπὲς ποὺ τοὺς περιβάλλουν: τὰ κενά τους. Κι αὐτὰ τὰ χάσματα μᾶς δείχνουν
ὄχι μόνο τὴν τραγῳδία αὐτοῦ τοῦ ἐναγώνιου ἀνθρώπου, ἀλλὰ μᾶς βεβαιώνουν, καθὼς νομίζω,
πὼς ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ χρησιμοποιήσει τὴ γλῶσσα ποὺ μαζεύει γύρω του.
Ἐλπίζω νὰ μὴ νομιστεῖ πὼς ὑποστηρίζω μία φωνογραφικὴ ἐπανάληψη τῆς λαλουμένης· σίγουρα
ἡ προσωπικὴ ἐνέργεια τοῦ ποιητῆ πάνω στὴ γλῶσσα εἶναι μεγάλη, σίγουρα τὸ πρῶτο χρέος
του εἶναι νὰ κυριαρχήσει τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δόθηκε, νὰ τὴν ἀναπτύξει καὶ νὰ τὴν κάνει
τὸ καλύτερο δυνατὸ ὄργανο τῆς ἔκφρασής του· αὐτῆς τῆς ἔκφρασης ποὺ κάνει εἴτε τὸν
παλαιότερο μονοτονικὸ ἢ τὸν ἄλλον τὸν πολυτονικὸ στίχο νὰ μοιάζει πρωτάκουστος.
Ἀλλὰ ὁ ποιητὴς δὲν μπορεῖ νὰ ἐφεύρει μία καινούργια γλῶσσα· γιατὶ θὰ εἶναι ἀρίζωτη,
δὲ θὰ πηγαίνει ν᾿ ἀγγίξει τοὺς μυχοὺς τοῦ βαθύτερου ἐγώ του. Ὁ λόγος τοῦ Σολωμοῦ
εἶναι καλὰ ριζωμένος, ὅπως δὲν εἶναι λ.χ. στοὺς Σούτσους καὶ στοὺς Ραγκαβῆδες· αὐτοὶ
δὲ νιώθουν τὴν ἐπιταγὴ ἐκείνου τοῦ σωφιλιάσματος (πῶς νὰ τὸ πῶ ἀλλιῶς) τῆς γλώσσας
μὲ τὴ βαθύτερη ζωή μας. Εἶναι ἐπιφανειακὲς προσωπικότητες, μένουν στὴν ἐπιφάνεια.
Ἂς μὴν εἴμαστε ὑπερβολικοὶ στὴν κατηγόρια. Ἂς συλλογιστοῦμε πὼς ἡ ῥοπὴ ποὺ κάνει
τοὺς λογίους μας νὰ κινοῦνται συχνὰ στὴν ἐπιφάνεια πρέπει νὰ εἶναι κοντὰ στὰ ὁρμέμφυτά
μας· τὴν ξαναβρίσκουμε κάθε τόσο στὰ πιὸ ἀπροσδόκητα σταυροδρόμια, ὡς τὶς μέρες
μας. Ὅταν λ.χ. παρουσιάστηκε ἡ αὐτόματη γραφή, υἱοθετήθηκε φυσιολογικὰ αὐτὴ ἡ γλῶσσα
ἐπιφανείας· εἴταν, θαρρῶ, ἀναπότρεπτο· χρειαζότανε μία γλῶσσα ποὺ νὰ γλιστρᾷ· καὶ
νὰ ξεφεύγει μὲ κάποιον τρόπο· μιὰ γλῶσσα πιὸ ριζωμένη, καὶ γι᾿ αὐτὸ πιὸ βαριά, θὰ
διέκοπτε τὴν ὑποσυνείδητη ροὴ ποὺ ἀπαιτοῦσε αὐτὴ ἡ γραφή.
Τώρα ποιὰ εἶναι ἡ γλωσσικὴ παρουσία ποὺ ἔχει γύρω του ὁ Σολωμός; Εἶναι πρῶτα
καὶ βαθύτερα ἡ γλῶσσα τῆς μάνας του· τῆς «πληβείας» Ἀγγελικῆς Νίκλη. Ἔπειτα εἶναι
τὰ ἰταλικά, πολλὰ ἰταλικὰ ποὺ μαθαίνει ἀπὸ μικρός, καὶ στὴ Ζάκυνθο καὶ στὴν Ἰταλία
ὅπου ἐκπαιδεύεται. Τὰ γλωσσικὰ σκιρτήματα ποὺ ἔχει ἐναποθέσει μέσα του τὸ γάλα τῆς
μητρός του βρίσκουν, μόλις δοῦν τὸ φῶς, μιὰ μεγάλη μάθηση στὰ ἰταλικά. Σὰν ἀληθινὸς
ποιητὴς ξέρει πὼς δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τίποτε χωρὶς αὐτὰ τὰ γλωσσικὰ σκιρτήματα.
Ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος ἡ ἄσκησή του στὰ μεγάλα ἐργαστήρια τῆς Εὐρώπης τοῦ μαθαίνει ὅτι:
«Καλὸ εἶναι νὰ ρίχνει κανεὶς τὶς ρίζες του πάνω σ᾿ αὐτὰ τὰ χνάρια [ἐννοεῖ τὰ κλέφτικα
τραγούδια, ὅπως τὰ λέει], δὲν εἶναι ὅμως νὰ σταματᾷ ἐκεῖ· πρέπει νὰ ὑψώνεται κατακόρυφα».
Αὐτὰ γράφει στὸν Τερτσέτη ὁ Σολωμός (
Φυσικά, ἕνα τέτοιο πρόβλημα δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι γυμνὰ γλωσσικό· δὲν μποροῦμε
εὔκολα νὰ τ᾿ ἀπομονώσουμε. Γιατὶ ἀγγίζει τὴν ἔκφραση ποὺ ὡριμάζει στὰ βάθη τῆς ψυχῆς
τοῦ ἀνθρώπου, ἐκεῖ ποὺ ἡ αἴσθηση καὶ ὁ νοῦς συναπαντιοῦνται ἀπάνω σὲ μιὰ λέξη καί,
ὅπως θὰ λέγαμε, τὴ φορτίζουν. Δὲν εἶναι ξένη, τούτη ἡ δυσεξερεύνητη λειτουργία,
ἀπὸ τὸ πρᾶγμα ποὺ θὰ ὀνομάζαμε ρυθμὸ καὶ μᾶς πηγαίνει σὲ μία πανάρχαια τάξη μαγείας.
Ὁ ἀφοσιωμένος ἀναγνώστης μπορεῖ νὰ τὴ μελετήσει καὶ σὲ ἄλλους, δικούς μας ἢ ξένους,
αὐτὴ τὴ μετατροπὴ τῆς δοσμένης γλώσσας ἀπὸ τὸν ποιητὴ· πῶς πιάνει ἀπάνω του, πῶς
τὸν βοηθᾷ ἢ πῶς τὸν βλάπτει.
Ὁ Σολωμὸς εἶχε τὸ πλεονέκτημα ποὺ δὲ νόθεψε τὴ γλῶσσα του ὁ λογιότατος, καθὼς
παρατηρεῖ ὁ Λῖνος Πολίτης. Εἶχε τὴ διαίσθηση νὰ κλείσει ἀπὸ νωρὶς τὴν πόρτα του
στὸ λογιότατο. Αὐτὸ δὲν ἔτυχε στὸν Κάλβο, τὸν ξενιτεμένο, στὴν Ἰταλία ἀπὸ τὰ παιδικά
του χρόνια, ποὺ ὀνειρεύουνταν στὴν ἀρχὴ νὰ γίνει Ἰταλὸς ποιητής.
Εἶχα προσπαθήσει σὲ παλαιότερα χρόνια νὰ δείξω τὶς διαλείψεις ποὺ κόμισε στὸν
Κάλβο ἕνας ἀποστεγνωτικὸς ἀρχαϊσμός· τὰ σημεῖα ὅπου δίνει τὴν ἐντύπωση πὼς τοῦ ἔχει
κοπεῖ ἡ λαλιά, πὼς ἡ ἔξοχη ποιητικὴ φωνή του ἔχει πάθει μία ξαφνικὴ ἀφασία· πὼς
μᾶς ἀφήνει στὸ τέλος κι αὐτὸς λαμπρὰ συντρίμματα ποὺ παρασέρνει ἕνας ρωμαλέος ρυθμός,
γιὰ νὰ μᾶς θυμίζουν τὴν κακοριζικιά μας. Ἂς μὴν ἐπαναλαμβάνομαι. Ἡ μόνη παρατήρηση
ποὺ θέλω νὰ προσθέσω τώρα εἶναι ὅτι διάφοροι μεταγενέστεροι ποιητὲς ἀντὶ νὰ γυρεύουν
νὰ διδαχτοῦν ἀπὸ τὰ πράγματα ποὺ ἔβλαψαν τὸν Κάλβο, τὰ νομίζουν ἀντίθετα ὠφέλιμα
παραδείγματα. Τὸ ἴδιο κάνουν καὶ μὲ τὸν Καβάφη.
Ὁ Κάλβος ἔχει πάψει πιὰ νὰ γράφει στὴν ἡλικία ποὺ ὁ Καβάφης ψάχνει καὶ παραπατᾷ
ἀκόμη ἀνάμεσα σὲ ἐκφράσεις ποὺ εἶναι σκαλοπάτια πρὸς τὸ ὥριμο ἔργο του καὶ στίχους
σὰν τοὺς ἀκόλουθους:
στίχους ποὺ εἶναι χειρότεροι νομίζω ἀπὸ τοὺς πιὸ ἄδειους στίχους τοῦ Κάλβου.
Ἀλλὰ ἡ μοῖρα τοῦ Καβάφη εἶναι διαφορετικὴ ἀπὸ τὴ μοῖρα τοῦ Κάλβου καὶ διαφορετικὰ
μᾶς διδάσκει. Ὁ Κάλβος ὕστερα ἀπὸ τὶς «Ὠδές» γυρίζει μία γιὰ πάντα τὴ ράχη του στὴν
ποίηση. Ὁ Καβάφης θὰ δουλέψει πολλὰ χρόνια ἀκόμη, ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Προικισμένος
μὲ μίαν ἀσυνήθιστη ἐπιμονὴ ὅλο καὶ ἀρνεῖται κακὲς συνήθειες, κακὲς μαθητεῖες, ὡς
τὴν ὥρα ποὺ ὁ ἑαυτός του ἔχει ὁλωσδιόλου καθαριστεῖ καὶ τοῦ ἐπιτρέπει τὴν τελικὴ
παραδοχή. Τὸ πιὸ ἀργοπορημένο σημάδι ποὺ ξέρω αὐτῆς τῆς ἀφηρημένης ἔκφρασης, ὄχι
τῆς πεζολογικῆς ὅπως λένε, ἀλλὰ ἑνὸς ἀνυπόστατου λυρικοῦ διάκοσμου, τὸ δημοσιεύει
στὰ 1916, δηλαδὴ ὅταν ἔχει περάσει τὰ πενῆντα. Λέει:
Μ᾿ ἐνδιαφέρει τούτη ἡ στιχοποιία, ὄχι μόνο γιατὶ δείχνει σὲ τί καμώματα μπορεῖ
νὰ παραστρατήσει ἕνας καλὸς ποιητής, ἀλλὰ κυρίως γιατὶ μοῦ ξαναθυμίζει, ἀκόμη καὶ
μετὰ τὴν Ἰθάκη, πόσο ἔπρεπε νὰ ἐπιμείνει ὁ ποιητὴς αὐτός, γιὰ νὰ ξεχωρίσει τὰ κίβδηλα
ἀπὸ τὰ ἀτόφια ποὺ εἶχε μέσα του· γιὰ ν᾿ ἀποφασίσει νὰ δουλέψει ἐπὶ τέλους ὄχι μὲ
τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίδαξαν ὁ Δημήτριος Παπαρρηγόπουλος καὶ ἡ σχολή του, ἀλλὰ μ᾿ ἐκείνη
ποὺ ἐναπόθεταν μέσα του λαϊκοὶ ἄνθρωποι ἢ μικροαστοὶ τοῦ καφενὲ ἢ τοῦ χρηματιστηρίου,
ποὺ συνελάμβανε ὡς ὠτακουστής, πάνω στὴ βράση της· καθὼς ἔλεγε σ᾿ ἕνα φίλο. Δὲν
εἶναι ἡ ὥρα νὰ προχωρήσω περισσότερο στὴν ἀνάλυση τῆς ἔκφρασης τοῦ ὠτακουστῆ Καβάφη,
ποὺ ἔχει, καθὼς νομίζω, τρία στηρίγματα: τὴν ἀκρίβεια, τὴν εὐκινησία, καὶ τὸ ἐπιμυθιακὸ
ἀπόφθεγμα. Αὐτὸ ποὺ τοῦ δίνει ἕνα πλατύτερο ὑπόβαθρο ἐπικοινωνίας. Ὅμως θέλω νὰ
συγκρατήσουμε στὴ μνήμη μας πὼς κι ὁ Καβάφης μπόρεσε νὰ μιλήσει καὶ νὰ βρεῖ τὴ φωνή
του μὲ τοὺς σπόρους ποὺ ἔπιαναν πραγματικὰ μέσα του κι ὄχι μ᾿ ἀνεμοσκορπίσματα.
Τὰ τρία παραδείγματά μου χρησιμοποιοῦν τρεῖς ποιητικὲς ἰδιοσυγκρασίες πολὺ διαφορετικὲς
κι ἐπιμένουν ὄχι στὰ ἀγαθὰ ποὺ μᾶς ἔδωσαν, ἀλλὰ προπάντων στὸν ἀγῶνα τους γιὰ νὰ
ὑπερβοῦν στὴν ἔκφρασή τους, τὰ ψεγάδια ποὺ τοὺς πρόσφεραν οἱ κοινωνίες ὅπου ἔζησαν.
Γιατὶ, εἴτε μᾶς ἀρέσει εἴτε ὄχι, δὲν μποροῦμε νὰ φανταστοῦμε πὼς ἔχει τὴν ἄδεια
νὰ κατασκευάζει φραστικὲς μηχανὲς ἀσύνδετες μὲ τὴ ζωή. Ὁ ποιητὴς θὰ χρησιμοποιήσει
τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίνουμε ἐμεῖς οἱ τριγυρινοί του· δὲν μπορεῖ νὰ φύγει ἔξω ἀπὸ τὴν
πραγματικότητά του. Καὶ γι᾿ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα εἴμαστε ὅλοι συνυπεύθυνοι. Κάποτε,
στοὺς ἡρωικοὺς χρόνους τοῦ δημοτικισμοῦ, λέγαμε πὼς θὰ ἔρθει ἕνας Δάντης, ἕνας μεγάλος
ποιητὴς νὰ φτιάξει τὴ γλῶσσα. Εἴταν, φοβοῦμαι, ἕνας μεσσιανισμὸς ὑπαγορεμένος ἀπὸ
τὴ νωχέλειά μας. Στὸν ἴσκιο του μπορούσαμε νὰ περιμένουμε ἀμέριμνοι. Ἡ δουλειὰ τοῦ
ποιητῆ εἶναι νὰ προσπαθήσει νὰ κυριαρχήσει αὐτὴ τὴ γλῶσσα ποὺ τοῦ δίνουμε ἐμεῖς
καὶ νὰ τὴν κάνει νὰ μιλήσει στὴν ὑψηλότερη δυνατὴ ἔνταση. Ἀλλὰ δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀπομακρυνθεῖ
χωρὶς κίνδυνο ἀπὸ τὴν κοινὴ χρήση ποὺ κάνει τὴ γλῶσσα φορέα συναισθημάτων. Κι ἂν
εἶναι ἡ γλῶσσα τόσο φθαρμένη ὥστε νὰ μὴν μπορεῖ νὰ σηκώσει ἔνταση, αὐτὸ θὰ πεῖ πῶς
καὶ ἡ κοινωνία εἶναι φθαρμένη καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θρέψει ποιητές. Ἔτσι ἀκολουθώντας
τὸ μονοπάτι τῆς λαλιᾶς μας ἀγγίζουμε γενικότερα ἐλαττώματα. Δὲ θέλω τώρα νὰ παρασυρθῶ
ἀπὸ αὐτά. Θέλω ὅμως νὰ προσθέσω πὼς ὁ ποιητὴς, σὰν ἄνθρωπος ποὺ μοιράζεται μία κοινωνία,
ἔχει τὸ χρέος νὰ ἐπισημαίνει καὶ νὰ καταδικάζει κάθε ἑστία φθορᾶς τῆς γλώσσας του.
Γιατὶ ξέρει πὼς ἡ φθορὰ θὰ πέσει στὸ τέλος ἀπάνω του καὶ στοὺς ἐπιγόνους του.
Ὁ Θεὸς μᾶς χάρισε μία γλῶσσα ζωντανή, εὔρωστη, πεισματάρα καὶ χαριτωμένη, ποὺ
ἀντέχει ἀκόμη, μολονότι ἔχουμε ἐξαπολύσει ὅλα τὰ θεριὰ γιὰ νὰ τὴ φᾶνε· ἔφαγαν ὅσο
μπόρεσαν, ἀλλὰ ἀπομένει μαγιά. Ἔτσι θά ῾λεγα παραφράζοντας τὸν Μακρυγιάννη. Δὲν
ξέρω πόσο θὰ βαστάξει ἀκόμη αὐτό. Ἐκεῖνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι ἡ μαγιὰ λιγοστεύει καὶ
δὲ μένει πιὰ καιρὸς γιὰ νὰ μένουμε ἀμέριμνοι. Δὲν εἶναι καινούργια τὰ σημεῖα ποὺ
δείχνουν πὼς ἂν συνεχίσουμε τὸν ἴδιο δρόμο, ἂν ἀφεθοῦμε μοιρολατρικὰ στὴ δύναμη
τῶν πραγμάτων, θὰ βρεθοῦμε στὸ τέλος μπροστὰ σὲ μιὰ γλῶσσα ἐξευτελισμένη, πολύσπερμη
καὶ ἀσπόνδυλη. Αὐτὰ θὰ εἶχα νὰ πῶ στοὺς σημερινοὺς ὠτακουστές, ἂν πραγματικὰ ἔχουν
ἀφιερωθεῖ στὴν τέχνη τοῦ λόγου.
Πιστεύω νὰ φάνηκε ἀπὸ ὅσα εἶπα ὡς τώρα ὅτι δὲν ἔχω διάθεση νὰ κηρύξω κανένα δογματισμό.
Ὁ Κάλβος καὶ ὁ Καβάφης εἶναι φίλοι μου καὶ δὲν ἔχω τὴ ροπὴ νὰ τοὺς ἀποκηρύξω σὰν
κακὰ παραδείγματα. Τὸ ἀντίθετο μοῦ συμβαίνει καὶ γι᾿ αὐτὸ λυποῦμαι βλέποντας, ἀκόμη
σήμερα, πόσο λίγο ξέρουμε νὰ διδαχτοῦμε ἀπὸ τὰ ἔργα ποὺ μᾶς ἄφησαν· ἀπὸ τὰ χάσματα
τοῦ Σολωμοῦ, ἀπὸ τὶς διαλείψεις τοῦ Κάλβου, ἀπὸ τὸ ἀργοπορημένο καὶ ἐπίπονο ὡρίμασμα
τοῦ Καβάφη.
Καὶ τοῦτο: Λέμε κάποτε, ἡ λογοτεχνία κέρδισε πρώτη στὸν ἀγῶνα τοῦ δημοτικισμοῦ,
δὲ γράφεται πιὰ σὲ νεκρὰ σχήματα, δὲν τὴν ἐνδιαφέρει τί κάνουν οἱ ἄλλοι. Σ᾿ αὐτὸ
θ᾿ ἀπαντοῦσα: Ἡ λογοτεχνία ποὺ ἐνδιαφέρεται μόνο γιὰ τὴ λογοτεχνία εἶναι λίγη. Μιὰ
ἐνήλικη λογοτεχνία ἐνδιαφέρεται γιὰ ὅλους τοὺς κλάδους τῆς ζωῆς, κι ὅσο κλείνεται
στὸν ἑαυτό της τόσο θὰ μαραζώνει. Ἴσως νὰ νομιστεῖ πὼς μιλῶ γιὰ μάταια στολίδια,
ὅπως ὑποτίθεται ἀπὸ τοὺς ζηλωτὲς τῆς ἐπιφανειακῆς σοβαρότητας πὼς εἶναι ἡ τέχνη
τοῦ λόγου. Θὰ ἦταν ὡραῖα ἡ ζωὴ ἂν τὰ πράγματα εἴταν ἔτσι. Ὅμως ἡ ἔκφραση τοῦ ἀνθρώπου
δὲν εἶναι ἕνα σύνολο ἀπὸ θορύβους, ἀλλὰ εἶναι δείκτης τῆς ψυχολογικῆς συμπεριφορᾶς
μας. Κι ἂν μᾶς δείχνει τὴν ἐπιπολαιότητα, τὴν ἀσυνέπεια ἢ τὴν ἀκρισία, αὐτὸ σημαίνει
πὼς ἡ ἐπιπολαιότητα, ἡ ἀσυνέπεια ἢ ἡ ἀκρισία βρίσκουνται βαθύτερα κάπου μέσα μας.
Μιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία ἔλεγα. Ἂν ἀφήσουμε κατὰ μέρος παλαιότερα ἔργα ποὺ οἱ πολλοὶ
ἀπό μᾶς -ἐννοῶ τοὺς λογοτέχνες- μοιάζουν νὰ τὰ νομίζουν ξεπερασμένα καὶ χωρὶς ὀργανικὴ
ἐπιρροὴ στὴ ζωή τους· ἡ σημερινὴ ἑλληνικὴ λογοτεχνία εἶναι ὁ καρπὸς ἑνὸς κράτους
ἑκατὸν πενῆντα χρόνων. Μετρώντας μὲ τὰ μέτρα τῆς ζωῆς τῶν λαῶν, ὄχι τῶν ἀνθρώπων,
δὲν ξέρω ἂν τὰ λίγα αὐτὰ χρόνια εἶναι ἀρκετὰ γιὰ τὴν ἐνηλικίωσή της. Ὅμως τὸ πρᾶγμα
ποὺ θά ῾πρεπε νὰ μᾶς ἐνδιαφέρει ὅλους εἶναι πόσο ἡ λογοτεχνία αὐτὴ μπορεῖ ν᾿ ἀντισταθεῖ
στὸ νόμο τῆς ἀπορρόφησης ἀπὸ ἰσχυρότερες γλῶσσες καὶ λογοτεχνίες.
Κι ἂν μᾶς ἐνδιαφέρει αὐτό, θὰ πρέπει ἀναγκαστικὰ νὰ ποῦμε πὼς δὲν τῆς μένουν
διόλου περιθώρια γιὰ νὰ σπαταλᾷ δυνάμεις, ὅπως ὅταν ἀπαρνιέται τὴν παλαιὰ παράδοσή
της. Παράδοση δὲ σημαίνει ἀπαρίθμηση καὶ μνεῖες τίτλων, ἀλλὰ ἔργα ποὺ ζοῦν καὶ γονιμοποιοῦν
τὴ δημιουργικὴ φαντασία τῶν σημερινῶν ζωντανῶν ἀνθρώπων.
Βρισκόμαστε σ᾿ ἕνα σταυροδρόμι· δὲν εἴμασταν ποτὲ ἀπομονωμένοι· μείναμε πάντα
ἀνοιχτοὶ σ᾿ ὅλα τὰ ρεύματα -Ἀνατολὴ καὶ Δύση- καὶ τ᾿ ἀφομοιώναμε θαυμάσια τὶς ὧρες
ποὺ λειτουργούσαμε σὰν εὔρωστος ὀργανισμός. Εἴμαστε τώρα μέρος τῆς λογοτεχνίας τῆς
Εὐρώπης (ἐννοῶ μὲ τὴν πιὸ πλατιὰ ἔννοια) καὶ συνταραζόμαστε κι ἐμεῖς, δικαιολογημένα
ἢ ἀδικαιολόγητα, ἀπὸ διαδοχικὲς κρίσεις, ἀποκαλυπτικὲς ἐφευρέσεις καὶ φόβους, ποὺ
δὲν ἀφήνουν τὸν ἀνθρώπινο νοῦ νὰ ἠρεμήσει· σὰν τὴν καλαμιὰ στὸν κάμπο. Μπροστὰ σ᾿
αὐτὰ τί μᾶς μένει γιὰ νὰ βαστάξουμε ἂν ἀπαρνηθοῦμε τὸν ἑαυτό μας; Δὲ μένω τυφλὸς
στὰ ψεγάδια μας, ἀλλὰ ἔχω τὴν ἰδιοτροπία νὰ πιστεύω στὸν ἑαυτό μας. Σᾶς παρακαλῶ
νὰ μὲ συγχωρήσετε ποὺ μνημονεύω ἐδῶ προσωπικὲς ἐμπειρίες· δὲν ἔχω ἄλλο πειραματόζωο
ἀπὸ ἐμένα. Καὶ ἡ προσωπική μου ἐμπειρία μου δείχνει πὼς τὸ πρᾶγμα ποὺ μὲ βοήθησε,
περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο, δὲν εἴταν οἱ ἀφηρημένοι στοχασμοὶ ἑνὸς διανοουμένου,
ἀλλὰ ἡ πίστη καὶ ἡ προσήλωσή μου σ᾿ ἕναν κόσμο ζωντανῶν καὶ περασμένων ἀνθρώπων·
στὰ ἔργα τους, στὶς φωνές τους, στὸ ρυθμό τους, στὴ δροσιά τους. Αὐτὸς ὁ κόσμος,
ὅλος μαζί, μοῦ ἔδωσε τὸ συναίσθημα πὼς δὲν εἶμαι μία ἀδέσποτη μονάδα, ἕνα ἄχερο
στ᾿ ἁλῶνι. Μοῦ ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ κρατηθῶ ἀνάμεσα στοὺς χαλασμοὺς ποὺ εἴταν τῆς
μοίρας μου νὰ ἰδῶ. Κι ἀκόμη μ᾿ ἔκανε νὰ νιώσω, ὅταν ξαναεῖδα τὸ χῶμα ποὺ μὲ γέννησε,
πὼς ὁ ἄνθρωπος ἔχει ρίζες, κι ὅταν τὶς κόψουν πονεῖ, βιολογικά, ὅπως ὅταν τὸν ἀκρωτηριάσουν.
Ἐδῶ στοὺς πρόποδες τοῦ Ἁγίου Ὄρους δὲν εἶναι ἴσως ἄτοπο νὰ θυμηθῶ τὴν πόλη ποὺ
γοητεύει πάντα τὴ φαντασία μου, ὅταν συλλογίζομαι τὰ χρόνια ποὺ ταξίδευα στὴν ἀραβικὴ
ἔρημο· τὴ Σελεύκεια ἐπὶ τοῦ Τίγρη. Εἴταν ἡ τρίτη μεγάλη πολιτεία τοῦ ἀρχαίου κόσμου
ἔπειτα ἀπὸ τὴ Ρώμη καὶ τὴν Ἀλεξάνδρεια· ἕνας μεγάλος ἀγωγὸς τῶν ἰδεῶν τῆς Δύσης
πρὸς τὴν Ἀνατολὴ καὶ τῆς Ἀνατολῆς πρὸς τὴ Δύση. Πῆγα νὰ ἰδῶ τὴ θέση της καθὼς ἔπεφτε
ὁ ἥλιος. Δὲν ἀπομένει ἀπολύτως τίποτε σήμερα. Μόνο τὸ πράσινο στὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ
καὶ ὁ ἦχος μιᾶς φλογέρας. Ὅμως αὐτὸ τὸ τίποτε μοῦ ἔδωσε μία τέτοια εὐρυχωρία. Θὰ
αἰσθανόμουν ἄραγε ἔτσι ἂν εἴμουν ὁλότελα μόνος; Ἡ Ἑλλάδα εἶναι στενόχωρη, ἀκοῦμε
νὰ παραπονιοῦνται κάποτε· ἄραγε ἀναρωτηθήκαμε πόση στενοχώρια μπορεῖ νὰ ὑπάρξει
στὶς σύγχρονες κοσμοπόλεις, ὥς που νὰ βροῦν τὴν κάθαρση τῆς Σελεύκειας ἐπὶ τοῦ Τίγρη;
Κι ὅλα τοῦτα θὰ μποροῦσα νὰ τὰ ὀνομάσω μὲ τὴ λέξη παράδοση, ποὺ τὴν ἀκοῦμε κάποτε
ψυχρὰ καὶ μᾶς φαίνεται ὑπόδικη. Ἀλήθεια, ὑπάρχουν ροπὲς ποὺ νομίζουν πὼς ἡ παράδοση
μᾶς στρέφει σὲ ἔργα παρωχημένα καὶ ἀνθρώπους παρωχημένους· πὼς εἶναι πρᾶγμα τελειωμένο
καὶ ἄχρηστο γιὰ τὶς σημερινές μας ἀνάγκες· πὼς δὲν μπορεῖ νὰ βοηθήσει σὲ τίποτε
τὸ σημερινὸ τεχνοκρατικὸ ἄνθρωπο ποὺ γνώρισε φριχτοὺς πολέμους καὶ φριχτότερα στρατόπεδα
συγκεντρώσεως· αὐτὸ τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀμφιταλαντεύεται ἀνάμεσα στὴν κατάσταση τοῦ
θηρίου καὶ τὴν κατάσταση τοῦ ἀνδροειδοῦς. Ἡ παράδοση εἶναι λοιπὸν ἕνα περιττὸ βάρος
ποὺ πρέπει νὰ ἐξοβελιστεῖ. Μοῦ φαίνεται πὼς αὐτὲς οἱ ροπὲς ἐκπορεύονται ἀπὸ τὴ σύγχρονη
ἀπελπισία γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου. Εἶναι τὰ συμπτώματα ἑνὸς πανικοῦ ποὺ ἐν ὀνόματι
τοῦ ἀνθρώπου τείνουν νὰ κατακερματίσουν τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Ὅμως τί ἀπομένει
ἂν βγάλουμε ἀπὸ τὴ μέση τὸν ἄνθρωπο;
Ἂς ξαναγυρίσουμε καλύτερα στὴν παραβολὴ ποὺ μνημόνευα ἀρχίζοντας. Σ᾿ ἐκείνη τὴν
ἐσώτερη προσωπικότητα ποὺ ἔχει κάτι τὸ κοινό με τὶς βαθύτερες προσωπικότητες τῶν
ἄλλων, ποὺ βρίσκεται στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής μας. Χωρὶς ν᾿ ἀντλήσουμε
ἀπὸ αὐτὴ δὲν μποροῦμε νὰ δημιουργήσουμε ἔργο πρώτης ποιότητας, μᾶς ἔλεγε ὁ Forster.
Ἐκεῖ, στοὺς σκοτεινοὺς μυχοὺς τῆς ὕπαρξής μας, θὰ συναντήσουμε καὶ τὴν παράδοση
τοῦ ἀνθρώπου, θὰ πρόσθετα. Ἡ μάθηση εἶναι μέγα ἀγαθό· ἀσφαλῶς χρειάζεται μάθηση
πολλὴ γιὰ νὰ γίνει ἕνας ποιητής. Ὅμως ἂν δὲν πᾶνε ὡς ἐκεῖ, κι ἂν δὲν ἀγγίξουν ἐκείνη
τὴν καταποντισμένη μνήμη, τ᾿ ἀγαθὰ τῆς μάθησης θὰ μείνουν ἐξωτερικὰ στολίδια χωρὶς
ἀξία. Τὸ πρᾶγμα ποὺ προσπαθῶ κι ἐδῶ νὰ ἐκφράσω εἶναι μία λειτουργία ὅπως τὸ ὡρίμασμα
ἑνὸς καρποῦ. Εἶναι δύσκολο νὰ τὴν ξεχωρίσει ὁ καθένας αὐτὴ τὴν κίνηση τοῦ χυμοῦ
πρὸς τὸ κάρπισμα. Τὸ εὐαίσθητο ἔνστικτό του ποιητῆ μπορεῖ νὰ τὸ νιώσει σὲ στιγμὲς
ποὺ εἶναι ἐλεύθερος, καί, ὄντας ἐλεύθερος, κάνει ἐλεύθερους καὶ τοὺς ἄλλους ποὺ
τὸν ἀκοῦνε. Οἱ μαντατοφόροι, θὰ ἔλεγα, ποὺ θὰ μπορέσουν νὰ δείξουν στὴν ἀσκημένη
ἀκοὴ τοῦ ποιητῆ ὅτι ἕνα ἀντικείμενο ἄγγιξε τὸ βαθύτερο ἐγώ του, εἶναι οἱ λέξεις,
αὐτὲς οἱ ἀναδυόμενες, ποὺ ξαναβγαίνουν στὴν ἐπιφάνεια μ᾿ ἕνα ἰδιαίτερο χνούδι, ἕναν
ἰδιαίτερο φωτοστέφανο. Μπορεῖ νὰ εἶναι μεγαλοπρεπεῖς ἢ γυμνές, παλλόμενες ἢ ἀθόρυβες,
ὅμως ὅλες ἔχουν τὴν ἰδιαίτερη ἁφή τους.
Μαθαίνουμε τὴν τέχνη μας σὲ πολλὰ καὶ διάφορα ἐργαστήρια, εἴτε μέσα εἴτε ἔξω
ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα. Πῶς νὰ γίνει ἀλλιῶς; Ὅλοι μας πρέπει νὰ διδαχτοῦμε καὶ νὰ ἐπεξεργαστοῦμε
αὐτὸ ποὺ διδαχτήκαμε. Ἀλλὰ ὅ,τι καὶ νὰ κάνουμε, ὅσο καὶ νὰ μᾶς ἀπελπίζουν κάποτε
οἱ κακὲς πλευρὲς τῆς πολυμήχανης ἐφευρετικότητάς μας, δὲν μποροῦμε νὰ καταργήσουμε
τὸ γεγονὸς ὅτι εἴμαστε ἕνας λαὸς μὲ παλικαρίσια ψυχὴ ποὺ κράτησε τὰ βαθιὰ κοιτάσματα
τῆς μνήμης του σὲ καιροὺς ἀκμῆς καὶ σὲ αἰῶνες διωγμῶν καὶ ἄδειων λόγων. Τώρα ποὺ
ὁ τριγυρινός μας κόσμος μοιάζει νὰ θέλει νὰ μᾶς κάμει τρόφιμους ἑνὸς οἰκουμενικοῦ
πανδοχείου, θὰ τὴν ἀπαρνηθοῦμε ἄραγε αὐτὴ τὴ μνήμη; Θὰ τὸ παραδεχτοῦμε τάχα νὰ γίνουμε
ἀπόκληροι; Δὲ γυρεύω μήτε τὸ σταμάτημα, μήτε τὸ γύρισμα πρὸς τὰ πίσω· γυρεύω τὸ
νοῦ, τὴν εὐαισθησία καὶ τὸ κουράγιο τῶν ἀνθρώπων ποὺ προχωροῦν ἐμπρός.
Μοῦ ἔτυχε κάποτε νὰ κάνω ἕναν πειραματισμὸ μὲ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς μας. Νὰ
τοὺς κοιτάξω σὲ διάφορες ὧρες τῆς ἱστορίας, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸν καιρὸ τῶν Ἀλεξανδρινῶν.
Συλλογιζόμουν καὶ προσπαθοῦσα νὰ συναισθανθῶ, ὅσο μοῦ εἴταν δυνατό, πόσο ἄλλαζε
κάθε φορὰ ἡ παρουσία τους. Κι αὐτὴ ἡ ἀλλαγὴ δὲν εἴταν τόσο ἐξαρτημένη ἀπὸ τὸ πέρασμα
τοῦ καιροῦ, ἀλλὰ κυρίως, ἀπὸ τὴ δημιουργικὴ συμπεριφορὰ καὶ ἀπὸ τοὺς τρόπους τῆς
εὐαισθησίας σὲ κάθε διαφορετικὴ ἐποχὴ ἢ τόπο. Ὅταν λ.χ. ἕνας «περὶ τὴν κολακείαν
πολύς» -καθὼς μᾶς διηγεῖται ὁ Μιχαὴλ Ψελλός- ψιθυρίζει στὴ Σεβαστὴ Σκλήραινα τὴν
ἀρχὴ τοῦ περιώνυμου στίχου τῆς Ἰλιάδας γιὰ τὴν Ἑλένη: «οὗ νέμεσις ...», αἰσθάνομαι
τὴν παρουσία τοῦ Ὁμήρου πολὺ πιὸ ζωντανὴ στὰ χρόνια ἐκεῖνα, παρὰ στὴν Ἀθήνα τοῦ
1860, ὅπου, μολονότι γίνεται ἄπειρος θόρυβος γι᾿ αὐτούς, εἶναι ἄφαντοι οἱ ἀρχαῖοι.
Τώρα, ἂν προσέξουμε τὴ σημερινὴ συμπεριφορά μας ἐμπρὸς στ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα μας,
εἶναι εὔκολο νομίζω νὰ παρατηρήσουμε τὰ συμπτώματα μιᾶς νωχελικῆς αὐτοκολακείας,
σὰν ἐκεῖνα ποὺ παράγει ἡ τουριστικὴ βιομηχαία -οἰκονομικὴ ἀνάγκη ἀσφαλῶς- ποὺ ἔχει
ὡστόσο τὸ ἴδιο νὰ μοῦ προκαλεῖ ἐφιάλτες, ὅπως λ.χ. ἡ φωταγωγημένη Ἀκρόπολη. Ἡ παρατήρησή
μου -περιττὸ νὰ τὸ διευκρινίσω- δὲν μπορεῖ νὰ ἀφορᾷ ἀνθρώπους σὰν τοὺς ἔξοχους μελετητὲς
ποὺ τιμοῦν τὸ Πανεπιστήμιό σας ἢ ἀκόμη ἐκείνους, ὅποιοι καὶ νὰ εἶναι, ποὺ αὐτὰ τὰ
πράγματα ἀγγίζουν ἄμεσα στὴν εὐαισθησία τους καὶ τοὺς ἀλλοιώνουν. Ἀφορᾷ ἀντιλήψεις
ὁλοένα πλατύτερα διαδεδομένες, ἐπίσημες ἢ ἀνεπίσημες, ποὺ στομώνουν κάθε ζωντανὴ
αἴσθηση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ μὴ φέρουν ἀντιδράσεις· ποὺ προκαλοῦν μία συμπεριφορά,
κατὰ βάθος παραπλήσια μὲ τὴν κίβδηλη ἐκείνη τῶν ἀνθρώπων τοῦ 1860. Ἔτσι δὲ μὲ παραξενεύει
ἡ ἀποστροφὴ ὁρισμένων νέων συγγραφέων γι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα τῆς κληρονομιᾶς μας.
Ἐδῶ θὰ ἔπρεπε νὰ ἔλεγα πολλὰ περισσότερα. Ὅμως εἴτε ἔχουν δίκιο εἴτε ἄδικο, μένει
ἀκέραιο τοῦτο: πὼς μιὰ ἐνήλικη λογοτεχνία μετριέται καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχει ν᾿
ἀντιμετωπίζει τὶς ξένες λογοτεχνίες, ἀλλὰ προπάντων μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἀντιμετωπίζει
τὰ δικά της περασμένα· ἄλλωστε τὰ δυὸ τοῦτα πράγματα εἶναι ἀλληλένδετα. Γιατὶ ὅλα
στὸ βάθος καταλήγουν σ᾿ ἕναν κοινὸ τόπο: στὸ ἐρώτημα ἂν μία λογοτεχνία ἔχει εὔρωστους
συγγραφεῖς τόσο στὴν ποίηση ὅσο καὶ στὴν πρόζα, μείζονες καὶ ἥσσονες.
Σκοπός μου δὲν εἴταν ν᾿ ἀντιπαραβάλω αἰσθητικὲς θεωρίες ἢ ν᾿ ἀναπτύξω προτιμήσεις.
Ξέρω πὼς οἱ ποιητικοὶ τρόποι τρίβουνται καὶ ἀλλάζουν, ὅπως ἀλλάζουν καὶ περνοῦν
οἱ ψυχολογικὲς συμπεριφορὲς καὶ οἱ γλωσσικὲς ἐκφράσεις τῶν ἀνθρώπων, ἐκτὸς ἂν εἶναι
κανεὶς πολὺ μεγάλος, κι αὐτὸ τ᾿ ἀποφασίζουν, ὄχι μιὰ μόνο γενιά, ἀλλὰ πολλές. Ὅμως
ἔμαθα ἐπίσης ὅτι ἂν ἕνας λαὸς δὲν παράγει ἄξιους καὶ ζωντανοὺς ποιητές, ἄξιους καὶ
ζωντανοὺς συγγραφεῖς, οἱ παλαιότεροι θ᾿ ἀπομακρύνονται ὁλοένα ὅσο νὰ καταντήσουν
ἄδειοι ψιττακισμοί, καὶ ἡ λαλιά του θὰ ἐκφυλίζεται ὅσο νὰ γίνει ἕνα κούφιο πρᾶγμα.
Ἂν ἴσως καὶ τὰ χώματά μας πάψουν νὰ γεννοῦν τέτοιους ἀνθρώπους, μπορεῖ νὰ γεμίζουμε
ἀκόμη τ᾿ ἀρχαῖα θέατρά μας ὡς τὶς τελευταῖες κερκίδες, μπορεῖ νὰ τὰ κάνουμε ν᾿ ἀντηχοῦν
ἀκόμη ἀπὸ θρηνῳδίες ποὺ θὰ μᾶς φαίνουνται ἐξαίρετα σπαραχτικές, ὅμως ἡ ζωντανὴ παρουσία
τῶν ἔργων τῆς παράδοσής μας θὰ μᾶς ἀφήνει ὁλοένα πιὸ μακριά· καὶ τὸ χειρότερο, χωρὶς
νὰ τὸ καταλαβαίνουμε, γιατὶ ἡ συναίσθησή μας ἀνεπαίσθητα θὰ φυραίνει.
Προσπάθησα νὰ δείξω μόνο λίγες ὄψεις ἑνὸς θέματος δύσκολου, γιατὶ ξεφεύγει τὶς
διακρίσεις, ὑπερβαίνει, θὰ ἔλεγα, τὰ πλαίσια ποὺ ἐπιβάλλει ἡ σαφήνεια. Ὡστόσο μίλησα
περισσότερο γιὰ τὴ συνάρτηση τοῦ ποιητικοῦ ἔργου μὲ τὴν πνευματικὴ κατάσταση τοῦ
γύρω του κόσμου καὶ τὴ στάθμη τῆς παιδείας ποὺ ἀναπότρεπτα δέχεται. Ἔτσι ἄφησα σχεδὸν
ἀνέγγιχτη μίαν ἄλλη ἀξιοπρόσεχτη πλευρά. Αὐτὴ ποὺ θὰ προσπαθοῦσα νὰ κοιτάξω, ξεκινώντας
ἀπὸ τὴν ἀκόλουθη φράση ποὺ ἔγραψε ἕνας ἀληθινὸς ποιητής: «Τὰ ἔθνη ἔχουν μεγάλους
ἀνθρώπους παρὰ τὴ θέλησή τους. Ὁ μεγάλος ἄνθρωπος εἶναι λοιπὸν νικητὴς ὁλόκληρου
τοῦ ἔθνους του». Ἀλλὰ τώρα ἐξάντλησα τὴν κλεψύδρα.
Χαρακτηριστικά της Ποίησης του Γ. Σεφέρη
1.Κλίμα απαισιοδοξίας
Μια
πρώτη και γενική αίσθηση που έχει ο αναγνώστης της ποίησης του Σεφέρη
είναι η απαισιοδοξία, ένα κλίμα μελαγχολίας, η γεύση της φθοράς και της
στάχτης. Το κενό, ο αποκλεισμός, η στέρηση, η νοσταλγία μιας «άλλης
ζωής», όλ’ αυτά που επανέρχονται διαρκώς στην ποίηση του, συντελούν στη
δημιουργία αυτής της συννεφιασμένης ποίησης.
2. Ερμητισμός
Ποίηση κλειστή, σκοτεινή, δύσκολη, δυσνόητη.
3. Μύθος
Αντλεί
από ένα κοινόχρηστο υλικό, για να έχει μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας με
τον αναγνώστη. Εντονότερη είναι η παρουσία της ομηρικής και γενικότερα
της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας. Μυθολογικά πρόσωπα, που άλλοτε
αναφέρονται ονομαστικά, άλλοτε υπονοούνται, άλλοτε χρησιμεύουν ως η persona του ποιητή και γενικά λειτουργούν ως σήματα που εξασφαλίζουν έναν κοινό χώρο συνεννόησης.
4. Persona
Συχνά ο ποιητής κρύβεται πίσω από μια persona,
ένα προσωπείο. Εξ ονόματος του μιλούν άλλοτε μυθικά πρόσωπα (Τεύκρος),
άλλοτε πρόσωπα που επινοεί ο ίδιος. Η χρήση προσωπείου δημιουργεί
αληθοφάνεια, επιτρέπει την πιο ελεύθερη έκφραση ή υποδηλώνει ένα
ιδιαίτερο γνώρισμα του ποιητή.
5. Σκηνοθεσία
Σε
πλείστα ποιήματα του Σεφέρη είναι πολύ έντονη η αίσθηση του σκηνικού, η
περιγραφή ενός χώρου ή μιας χρονικής στιγμής, όπου τοποθετείται η δράση
και ένα ή περισσότερα πρόσωπα που μιλούν. Για παράδειγμα, στη Σαλαμίνα της Κύπρος έχουμε
τη σχεδόν φωτογραφική απεικόνιση του τοπίου. Συχνά ο χώρος αυτός είναι
το ελληνικό, μεσογειακό τοπίο, το κρυφό περιγιάλι, τα πεύκα, ένα λιμάνι,
τα καταστρώματα καραβιών, μια αρχαία ή σύγχρονη πόλη.
6. Ελληνικότητα
Η
ποίηση του Σεφέρη είναι βαθύτατα ελληνοκεντρική. α) Γλώσσα. Μελετά με
πάθος και χειρίζεται με τη μαστοριά ενός ικανότατου τεχνίτη τη μια,
ενιαία και αδιαίρετη ελληνική γλώσσα, από τον Όμηρο, τους Κλασικούς, ως
τα ιερά κείμενα, τον Ερωτόκριτο και το δημοτικό τραγούδι. β) Αφομοίωση
του ιστορικού παρελθόντος. Ο ίδιος ομολογεί πως σε όλη του τη ζωή δεν
πέρασε μέρα που να μη διαβάσει λίγες σελίδες, έστω, από το Μακρυγιάννη.
γ) Αγάπη για τον ελληνικό χώρο και τον Ελληνισμό. Ταξιδεύει, γνωρίζει
καλά τον ελληνικό χώρο και η αγάπη του γι’ αυτόν, μαζί με τη συναίσθηση
της τραγικής του μοίρας, του προκαλεί βαθιές, αθεράπευτες πληγές. δ)
Αίσθηση του βάρους μιας κληρονομιάς και ε) Αίσθηση της θλίψης για τη
μοίρα του Ελληνισμού.
7. Δραματικότητα
Με
τη διπλή έννοια του όρου, δράμα-δράση και σύγκρουση-τραγικότητα. Το
πρώτο φαίνεται ήδη με τη σκηνοθεσία και τους μονολόγους ή διαλόγους. Το
δεύτερο εκφράζεται ως σύγκρουση με κάτι που μας υπερβαίνει, όπως στην
αρχαία τραγωδία.
8.Υπαρξιακός τόνος
Το
ατομικό γίνεται καθολικό, πανανθρώπινο, ο ποιητής μιλά και
προβληματίζεται εξ ονόματος όλων μας για τον άνθρωπο, τη μοίρα, τη ζωή,
το νόημα της ύπαρξης, χρησιμοποιώντας συχνά το α΄ πληθυντικό πρόσωπο.
9. Ειρωνεία
Οι
ειρωνικοί και σατιρικοί τόνοι είναι συχνοί στην ποίηση του Σεφέρη,
αρκετά συγκαλυμμένοι στην εκδομένη από τον ίδιο ποίηση του.
10.Ερωτισμός
Ο
Σεφέρης είναι ποιητής έντονα ερωτικός και με τη στενότερη και πλατύτερη
σημασία του όρου. Πολλά ποιήματα του είναι ερωτικά, μ’ ένα πεσιμιστικό
χαρακτήρα. Είναι όμως και ερωτικός και με μια πλατύτερη σημασία. Η σχέση
του με τον κόσμο, με τα πράγματα είναι σχέση ερωτική.
11. Σύμβολα
Πολλές
λέξεις και έννοιες που λειτουργούν ως σύμβολα επανέρχονται διαρκώς στην
ποίηση του Σεφέρη και η εξοικείωση μαζί τους βοηθά πάρα πολύ τον
αναγνώστη παρά την πολυσημία τους.
Τέτοια σύμβολα είναι:
α) Από τον ομηρικό κόσμο: Το ταξίδι, ο νόστος, ο Οδυσσέας, οι σύντροφοι του, ο δόλος των Θεών, η Ελένη, ο Πρωτέας κλπ.
β) Η στέρνα, το πηγάδι (αλακάτι στην Κύπρο). Συμβολίζουν το βάθος, τη συσσωρευμένη μνήμη, μας «διδάσκουν τη σιγή», αλλά και η έλλειψη τους συμβολίζει και τη δίψα, τη στέρηση.
γ) Η θάλασσα. Είναι το ουσιαστικό που εμφανίζεται πιο συχνά από κάθε άλλο στο έργο του. Τρεις συλλογές ποιημάτων του ονομάζονται Ημερολόγια Καταστρώματος. Οι
μύθοι που χρησιμοποιεί πιο πολύ είναι η Αργοναυτική εκστρατεία και η
Οδύσσεια. Οι τυπικά σεφερικές καταστάσεις είναι δύο: το ταξίδι ή η
αναμονή κοντά στη θάλασσα. Η θάλασσα είναι ο χώρος της μνήμης και της
νοσταλγίας.
δ) Το σπίτι. Είναι ο χώρος της ευτυχίας, της νοσταλγίας, το σύμβολο του γενέθλιου χώρου, το βλέπει συχνά εμψυχωμένο.
ε) Πέτρες. Συμβολίζουν το βάρος της μνήμης, της ιστορίας, της παράδοσης.
στ) Το άγαλμα.
Από τα πιο συχνά και πολυσήμαντα σύμβολα του Σεφέρη. Κάποτε μπορεί να
είναι ό,τι και οι πέτρες, δηλ. το απομεινάρι του παρελθόντος, το σύμβολο
της παράδοσης, του βάρους της μνήμης. Είναι όμως ακόμα το σύμβολο της
αυθεντικότητας, παρά τον ακρωτηριασμό τους. Εκφράζουν την αντίθεση:
φθαρτό κορμί-άφθαρτο άγαλμα.
12. Πολιτική
Ο
Σεφέρης υπήρξε διπλωμάτης αλλά κρατήθηκε έξω από τον πολιτικό στίβο και
την κομματική διαμάχη. Η πολιτική περνά στην ποίηση του με την ευρύτερη
έννοια του όρου, δηλ. με την έντονη βίωση του ιστορικού γίγνεσθαι που
το αντικρίζει εθνικά και πανανθρώπινα.
13. Επιδράσεις
Ο
Σεφέρης δέχτηκε πολλές επιδράσεις που περνούν άλλοτε συνειδητά κι
άλλοτε υποσυνείδητα στο έργο του. Τέτοιες επιδράσεις δέχτηκε από τους
Γάλλους συμβολιστές, κυρίως το Βαλερύ, από τον Έλιοτ, αλλά και από όλη
την ελληνική γραμματεία, από τον Όμηρο ως τον Μακρυγιάννη και τον
Καβάφη.
Ο φωτογράφος Γ. Σεφέρης
Δεν ξέρω πόσοι γνωρίζατε ότι ο Γ. Σεφέρης εκτός από ποιητής υπήρξε και
φωτογράφος. Δεν εννοώ φωτογράφος απλά επειδή ήταν κάτοχος κάποιας
φωτογραφικής μηχανής ή γιατί φωτογράφιζε με αυτή την οικογένειά του και
τα ταξίδια του. Το έκανε βέβαια και αυτό, ή πιο σωστά έκανε κυρίως
αυτό. Από τα φοιτητικά του χρόνια στην Αγγλία μέχρι το τέλος της ζωής
του, ο Σεφέρης φωτογραφίζει συστηματικά πρόσωπα και τοπία. Αρχικά
χρησιμοποιεί μηχανές μεσαίου φορμά (δύο συνολικά), ενώ αργότερα
αποφάσισε να χρησιμοποιήσει 35mm. Ο φακός που χρησιμοποιεί είναι πάντοτε
νορμάλ. Ο υπόλοιπος φωτογραφικός εξοπλισμός του αποτελείτε από ένα
τρίποδο και ένα φωτόμετρο χειρός, αποφεύγει το φλας. Χρησιμοποιεί τις
φωτογραφίες του σαν αναμνήσεις, σαν εφαλτήριο πολλές φορές από ότι
γράφουν οι μελετητές του. Χαρακτηριστικά στα κείμενά του πολλές φορές
βρήκαν σημειωμένο ένα «Φ», όπου υπάρχει σχετική φωτογραφία. Όπως μας
πληροφορεί η Μάρω Σεφέρη (σύζυγός του και αγαπημένο θέμα φωτογράφησης)
«Τον ενδιέφερε πολύ η φωτογραφία ως τέχνη, ως μάθημα. Ξεχώριζε την ωραία
από την άσχημη ή την ωραιοπαθή φωτογραφία. Του άρεσε ο άνθρωπος με καλό
μάτι».
Δεν τυπώνει ο ίδιος τις φωτογραφίες του, κρατάει μόνο όσα
αρνητικά τον ενδιαφέρουν. Σημειώνει στο περιθώριό τους με μελάνι τον
κωδικό που τους δίνει και τα φυλάσσει προσεχτικά σε διαφάνειες και
ριζόχαρτο. Δεν νιώθω άνετα να εξηγώ, συχωρέστε με, φταίει ότι ούτε και
εγώ καταλαβαίνω απόλυτα. Αντί άλλων λόγων επιτρέψτε μου να παραθέσω
λόγια δικά του για την φωτογραφία που υπάρχουν σε λεύκωμα φωτογραφιών
του.
«Σταματήσαμε λίγο πιο κάτω από το Amshit και κοιτάξαμε
τον ήλιο να βουλιάζει την ήσυχη θάλασσα της Φοινίκης. Μα γιατί κάποτε
βλέπει κανείς τα πράγματα καθαρά – θέλω να πω όπως όταν η φωτογραφική
μηχανή είναι σωστά κανονισμένη – «
«Τριγυρνώντας τρία
χρόνια σε προσφυγικά στρατόπεδα της Αίγυπτος, της Παλαιστίνης, της
Συρίας, αλλάζοντας ψυχή καθώς μαυρίζει το φωτογραφικό χαρτί στον ήλιο.»
«…ο
άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ένα φόντο με πιτσούνια και με
λουλούδια δέχουνταν το χέρι του γέρο-φωτογράφου να του στρώνει τις
ρυτίδες που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του όλα τα πετεινά τ’ουρανού»
«Σήμερα
κρέμασα πάνω από το γραφείο μου τη μοναδική φωτογραφία ενός ελληνικού
τοπίου που βρέθηκε, ολωσδιόλου τυχαία, μέσα σε κάτι χαρτιά. Τη
φωτογραφία της μεγάλης άγκυρας του Πόρου. Την είχα κάνει ένα πρωί της
άνοιξης του 40. Καθώς την κοιτάζω τώρα αισθάνομαι την ψυχή μου
πλημμυρισμένη. Αλλά δεν είναι αυτά που μου χρειάζουνται: πελεκώντας τον
εαυτό μας, έτσι γράφουμε.»
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός»
Εργογραφία
Ποίηση
-1931: «Στροφή», με ποιήματα όπως η «Άρνηση», η «Στροφή» κ.α.
-1932: «Η Στέρνα», σύνθεση σύμφωνη με τις αρχές του Βαλερύ
-1935: «Μυθιστόρημα», ποιήματα γραμμένα στα 1933-34
-1940: «Τετράδιο Γυμνασμάτων», δοκιμές στις μορφές του ελευθέρου στίχου
-1944: «Ημερολόγιο καταστρώματος Β'»
-1955: «Ημερολόγιο καταστρώματος Γ'», όπου βρίσκεται το ποίημα Ελένη
-1966: «Τρία κρυφά ποιήματα»
-1974: «Ποιήματα»
-1976: «Τετράδιο Γυμνασμάτων, Β΄», όπου υπάρχει και το ποίημα «Επί Ασπαλάθων...» , κ.α.
Πεζογραφία
-1953: «Τρεις μέρες στα μοναστήρια της Καππαδοκίας», ταξιδιωτικό δοκίμιο
-1972: «Χειρόγραφο Σεπ. '41»
-1974: «Έξι νύχτες στην Ακρόπολη», μυθιστόρημα
-1975: «Μέρες Α΄, Μέρες Β΄»
-1977: «Μέρες Γ΄»
-1979: «Πολιτικό Ημερολόγιο, Α΄»
-1981: «Μέρες ΣΤ΄»
Αρθρογραφία
-1939: «Διάλογος πάνω στην ποίηση»
-1944: «Δοκιμές», συγκεντρωτική έκδοση άρθρων, μελετών, δοκιμίων κλπ.
-1969: «Δήλωση», καταγγελία της Δικτατορίας
-1973: Οι ώρες της «Κυρίας Έρσης»
Μεταφράσεις
-1936: «Έρημη χώρα»του Τ. Σ. Έλιοτ
-1963: «Φονικό στην εκκλησία»του Τ. Σ. Έλιοτ
-1965: «Αντιγραφές»μεταφράσεις διαφόρων ξένων ποιητών
-1966: «Άσμα ασμάτων», «Η αποκάλυψη του Ιωάννη»
-1979: «Μεταγραφές» μεταφράσεις από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς
Επιλογή από το ποιητικό του έργο
Ἄρνηση
Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ
κι ἄσπρο σὰν περιστέρι
διψάσαμε τὸ μεσημέρι
μὰ τὸ νερὸ γλυφό.
Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ
γράψαμε τ᾿ ὄνομά της
ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης
καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.
Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,
τί πόθους καὶ τί πάθος
πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!
κι ἀλλάξαμε ζωή.
|
Στροφή
Στιγμή,
σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι
ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει
μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση
σὰ μαῦρο περιστέρι.
Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,
ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου
στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...
Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,
ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη
τὴν τραγικὴ κλεψύδρα
βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα
στὸ οὐράνιο περιβόλι.
(συλλογή Στροφή, ὁμώνυμο ποίημα) |
Πρωί
Ἄνοιξε τὰ μάτια καὶ ξεδίπλωσε
τὸ μαῦρο πανὶ πλατιὰ καὶ τέντωσέ το
ἄνοιξε τὰ μάτια καλὰ στύλωσε τὰ μάτια
προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις
πὼς τὸ μαῦρο πανὶ ξεδιπλώνεται
ὄχι μέσα στὸν ὕπνο μήτε μέσα στὸ νερὸ
μήτε σὰν πέφτουνε τὰ βλέφαρα ρυτιδωμένα
καὶ βουλιάζουνε λοξὰ σὰν κοχύλια,
τώρα ξέρεις πὼς τὸ μαῦρο δέρμα τοῦ τυμπάνου
σκεπάζει ὁλόκληρο τὸν ὁρίζοντά σου
ὅταν ἀνοίξεις τὰ μάτια ξεκούραστος, ἔτσι.
Ἀνάμεσα στὴν ἰσημερία τῆς ἄνοιξης καὶ τὴν ἰσημερία
τοῦ φθινοπώρου
ἐδῶ εἶναι τὰ τρεχάμενα νερὰ ἐδῶ εἶναι ὁ κῆπος
ἐδῶ βουίζουν οἱ μέλισσες μὲς στὰ κλωνάρια
καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αὐτιὰ ἑνὸς βρέφους
καὶ ὁ ἥλιος νά! καὶ τὰ πουλιὰ τοῦ παραδείσου
ἕνας μεγάλος ἥλιος πιὸ μεγάλος ἀπ᾿ τὸ φῶς.
|
Περιστατικὰ Γ´
Χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα
τούτη ἡ ἀγάπη ποὺ πηγαίνει
σκορπισμένη, μαζεμένη,
σκορπισμένη πάλι-πάλι,
κι ὅμως σφύζει κι ὅμως πάλλει
στὴ δαγκωματιὰ τοῦ μήλου
στὴ χαραγματιὰ τοῦ σύκου
σ᾿ ἕνα βυσσινὶ κεράσι
σὲ μιὰ ρώγα ἀπὸ ροδίτη
τόση ἀνάερη Ἀφροδίτη,
θὰ διψάσει θὰ κεράσει
ἕνα στόμα κι ἄλλο στόμα
χωρὶς χρῶμα, χωρὶς σῶμα.
|
Ἀφήγηση
(μελοποίηση: Μίλτος Πασχαλίδης)
Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα
Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν
Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή
Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ
Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
|
Ἄνοιξη μ.Χ.
Πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτὰ
καὶ μὲ περπάτημα ἀλαφρὺ
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη
πάλι τὸ καλοκαίρι
χαμογελοῦσε.
Μέσα στοὺς φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνὸ ὡς τὶς φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τὴ νύχτα τὴ στεγνὴ
πέρα ἀπ᾿ τοὺς ἄσπρους γέροντες
ποὺ συζητοῦσαν σιγανὰ
τί θά ῾τανε καλύτερο
νὰ παραδώσουν τὰ κλειδιὰ
ἢ νὰ τραβήξουν τὸ σκοινὶ
νὰ κρεμαστοῦνε στὴ θηλιὰ
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ ποὺ οἱ ψυχὲς δὲν ἄντεχαν
ἐκεῖ ποὺ ὁ νοῦς δὲν πρόφταινε
καὶ λύγιζαν τὰ γόνατα.
Μὲ τοὺς καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τὰ παραδώσανε
ἀγγόνια καὶ δισέγγονα
καὶ τὰ χωράφια τὰ βαθιὰ
καὶ τὰ βουνὰ τὰ πράσινα
καὶ τὴν ἀγάπη καὶ τὸ βιός
τὴ σπλάχνιση καὶ τὴ σκεπὴ
καὶ ποταμοὺς καὶ θάλασσα
καὶ φύγαν σὰν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγὴ
ποὺ δὲν τὴν ἔκοψε σπαθὶ
ποὺ δὲν τὴν πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνὴ τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξιὰ
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζὶ μ᾿ αὐτὴ τὴν ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσὰν τὴν πάχνη τῆς αὐγῆς
καὶ πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλὰ κλαδιὰ
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ δέντρα γλίστρησε
καὶ τὴν ψυχή μας τύλιξε.
Μὰ ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτὰ
σὰν ἀνθισμένη ἀμυγδαλιὰ
μέσα σε φλόγες κίτρινες
καὶ περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στὸν οὐρανὸ ποὺ χαίρονταν
χωρὶς ἐμᾶς τοὺς ἄμοιρους.
Κι εἶδα τὸ στῆθος της γυμνὸ
τὴ μέση καὶ τὸ γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπὸ τὴν παιδωμὴ
νὰ πάει στὰ ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τὰ ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στὸν τσίρκο τὸν ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμὸ
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.
Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξιὰ
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.
16 Μαρτ. ῾39
|
Φωτιὲς τοῦ Ἅϊ-Γιάννη
Ἡ μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δὲν μπορεῖ ν᾿ ἀλλάξει
δὲν μπορεῖ νὰ γίνει τίποτε.
Ἔχυσαν τὸ μολύβι μέσα στὸ νερὸ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια κι ἂς ἀνάβουν οἱ
φωτιές.
Ἂν μείνεις γυμνὴ μπροστὰ στὸν καθρέφτη τὰ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τὸν ἄνθρωπο νὰ περνᾶ στὸ βάθος τοῦ καθρέφτη
τὸν ἄνθρωπο μέσα στὴ μοίρα σου ποὺ κυβερνᾶ τὸ κορμί σου,
μέσα στὴ μοναξιὰ καὶ στὴ σιωπὴ τὸν ἄνθρωπο
τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπής
κι ἂς ἀνάβουν οἱ φωτιές.
Τὴν ὥρα ποὺ τέλειωσε ἡ μέρα καὶ δὲν ἄρχισε ἡ ἄλλη
τὴν ὥρα ποὺ κόπηκε ὁ καιρός
ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τώρα καὶ πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ κυβερνοῦσε τὸ κορμί σου
πρέπει νὰ τὸν εὕρεις
πρέπει νὰ τὸν ζητήσεις γιὰ νὰ τὸν εὕρει τουλάχιστο
κάποιος ἄλλος, ὅταν θά ῾χεις πεθάνει.
Εἶναι τὰ παιδιὰ ποὺ ἀνάβουν τὶς φωτιὲς καὶ φωνάζουν μπροστὰ στὶς
φλόγες μέσα στὴ ζεστὴ νύχτα
(Μήπως ἔγινε ποτὲς φωτιὰ ποὺ νὰ μὴν τὴν ἄναψε κάποιο παιδί, ὦ Ἠρόστρατε)
καὶ ρίχνουν ἁλάτι μέσα στὶς φλόγες γιὰ νὰ πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικὰ τὰ σπίτια, τὰ χωνευτήρια τῶν ἀνθρώπων,
σὰν τὰ χαϊδέψει κάποια
ἀνταύγεια).
Μὰ ἐσὺ ποὺ γνώρισες τὴ χάρη τὶς πέτρας πάνω στὸ θαλασσόδαρτο βράχο
τὸ βράδυ ποὺ ἔπεσε ἡ γαλήνη
ἄκουσες ἀπὸ μακριὰ τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς μοναξιᾶς καὶ τῆς σιωπῆς
μέσα στὸ κορμί σου
τὴ νύχτα ἐκείνη τοῦ Ἅι-Γιάννη
ὅταν ἔσβησαν ὅλες οἱ φωτιές
καὶ μελέτησες τὴ στάχτη κάτω ἀπὸ τ᾿ ἀστέρια.
Λονδίνο, Ἰούλιος 1932
|
Ἔγκωμη
Ἦταν πλατὺς ὁ κάμπος καὶ στρωτός· ἀπὸ μακριὰ φαινόνταν
τὸ γύρισμα χεριῶν ποὺ σκάβαν.
Στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα πολλὲς καμπύλες, κάπου-κάπου
μιὰ σάλπιγγα χρυσὴ καὶ ρόδινη· τὸ δείλι.
Στὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ στ᾿ ἀγκάθια τριγυρίζαν
5
ψιλὲς ἀποβροχάρισσες ἀνάσες· θά ῾χε βρέξει
πέρα στὶς ἄκρες τὰ βουνὰ ποὺ ἔπαιρναν χρῶμα.
Κι ἐγὼ προχώρεσα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν,
γυναῖκες κι ἄντρες μὲ τ᾿ ἀξίνια σὲ χαντάκια.
Ἦταν μία πολιτεία παλιά· τειχιὰ δρόμοι καὶ σπίτια
10
ξεχώριζαν σὰν πετρωμένοι μυῶνες κυκλώπων,
ἡ ἀνατομία μιᾶς ξοδεμένης δύναμης κάτω ἀπ᾿ τὸ μάτι
τοῦ ἀρχαιολόγου τοῦ ναρκοδότη ἢ τοῦ χειρούργου.
φαντάσματα καὶ ὑφάσματα, χλιδὴ καὶ χείλια, χωνεμένα
καὶ τὰ παραπετάσματα τοῦ πόνου διάπλατα ἀνοιχτά
15
ἀφήνοντας νὰ φαίνεται γυμνὸς κι ἀδιάφορος ὁ τάφος.
Κι ἀνάβλεψα πρὸς τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δουλεύαν
τοὺς τεντωμένους ὤμους καὶ τὰ μπράτσα ποὺ χτυποῦσαν
μ᾿ ἕνα ρυθμὸ βαρὺ καὶ γρήγορο τούτη τὴ νέκρα
σὰ νὰ περνοῦσε στὰ χαλάσματα ὁ τροχὸς τῆς μοίρας.
20
Ἄξαφνα περπατοῦσα καὶ δὲν περπατοῦσα
κοίταζα τὰ πετούμενα πουλιά, κι εἴταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τὸν αἰθέρα τ᾿ οὐρανοῦ, κι εἴτανε θαμπωμένος
κοίταζα τὰ κορμιὰ ποὺ πολεμοῦσαν, κι εἶχαν μείνει
κι᾿ ἀνάμεσό τους ἕνα πρόσωπο τὸ φῶς ν᾿ ἀνηφορίζει.
25
Τὰ μαλλιὰ μαῦρα χύνουνταν στὴν τραχηλιά, τὰ φρύδια
εἴχανε τὸ φτερούγισμα τῆς χελιδόνας, τὰ ρουθούνια
καμαρωτὰ πάνω ἀπ᾿ τὰ χείλια, καὶ τὸ σῶμα
ἔβγαινε ἀπὸ τὸ χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
μὲ τ᾿ ἄγουρα βυζιὰ τῆς ὁδηγήτρας,
30
χορὸς ἀκίνητος.
Κι ἐγὼ χαμήλωσα τὰ μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, καὶ ζύμη δὲν ἀγγίζαν
γυναῖκες γνέθανε, τ᾿ ἀδράχτια δὲ γυρίζαν
ἀρνιὰ ποτίζουνταν, κι ἡ γλώσσα τους στεκόταν
35
πάνω ἀπὸ πράσινα νερὰ ποὺ ἔμοιαζαν κοιμισμένα
κι ὁ ζευγᾶς ἔμενε μ᾿ ἀνάερη τὴ βουκέντρα.
Καὶ ξανακοίταξα τὸ σῶμα ἐκεῖνο ν᾿ ἀνεβαίνει·
εἴχανε μαζευτεῖ πολλοί, μερμήγκια,
καὶ τὴ χτυποῦσαν μὲ κοντάρια καὶ δὲν τὴ λαβῶναν.
40
Τώρα ἡ κοιλιά της ἔλαμπε σὰν τὸ φεγγάρι
καὶ πίστευα πὼς ὁ οὐρανὸς ἦταν ἡ μήτρα
ποὺ τὴν ἐγέννησε καὶ τὴν ξανάπαιρνε, μάνα καὶ βρέφος.
Τὰ πόδια της μείναν ἀκόμη μαρμαρένια
καὶ χάθηκαν· μιὰ ἀνάληψη.
Ὁ κόσμος
45
ξαναγινόταν ὅπως ἦταν, ὁ δικός μας
μὲ τὸν καιρὸ καὶ μὲ τὸ χῶμα.
Ἀρώματα ἀπὸ σκίνο
πῆραν νὰ ξεκινήσουν στὶς παλιὲς πλαγιὲς τῆς μνήμης
κόρφοι μέσα στὰ φύλλα, χείλια ὑγρά·
κι᾿ ὅλα στεγνῶσαν μονομιᾶς στὴν πλατωσιὰ τοῦ κάμπου
50
στῆς πέτρας τὴν ἀπόγνωση στὴ δύναμη τὴ φαγωμένη
στὸν ἄδειο τόπο μὲ τὸ λιγοστὸ χορτάρι καὶ τ᾿ ἀγκάθια
ὅπου γλιστροῦσε ξέγνοιαστο ἕνα φίδι,
ὅπου ξοδεύουνε πολὺ καιρὸ γιὰ νὰ πεθάνουν.
|
Ἐπιτύμβιο στὴ Γάτα
μου τὴν Τούτη
Εἶχε τὸ χρῶμα τοῦ ἔβενου τὰ μάτια τῆς Σαλώμης
ἡ Τούτη ἡ γάτα ποὺ ἔχασα· διαβάτη, μὴ σταθεῖς.
Βγῆκε ἀπ᾿ τὸ χάσμα ποὺ ἔκοβε στῆς μέρας τὸ σεντόνι
τώρα νὰ σκίσει δὲν μπορεῖ τοῦ ζόφου τὸ πανί.
Ἄγκυρα 22. 8. 1949
|
Εὐριπίδης, Ἀθηναῖος
Γέρασε ἀνάμεσα στὴ φωτιὰ τῆς Τροίας
καὶ στὰ λατομεῖα τῆς Σικελίας.
Τοῦ ἄρεσαν οἱ σπηλιὲς στὴν ἀμμουδιὰ κι οἱ ζωγραφιὲς τῆς
θάλασσας.
Εἶδε τὶς φλέβες τῶν ἀνθρώπων
σὰν ἕνα δίχτυ τῶν θεῶν, ὅπου μᾶς πιάνουν σὰν τ᾿ ἀγρίμια·
5
προσπάθησε νὰ τὸ τρυπήσει.
Ἦταν στρυφνός, οἱ φίλοι του ἦταν λίγοι·
ἦρθε ὁ καιρὸς καὶ τὸν σπαράξαν τὰ σκυλιά.
|
Ἡ λυπημένη
Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς
κάθισες πρὸς τὸ βράδυ
μὲ τοῦ ματιοῦ σου τὸ μαυράδι
δείχνοντας πὼς πονεῖς·
κι εἶχες στὰ χείλια τὴ γραμμὴ
ποὺ εἶναι γυμνὴ καὶ τρέμει
σὰν ἡ ψυχὴ γίνεται ἀνέμη
καὶ δέουνται οἱ λυγμοί·
κι εἶχες στὸ νοῦ σου τὸ σκοπὸ
ποὺ ξεκινᾶ τὸ δάκρυ
κι ἤσουν κορμὶ ποὺ ἀπὸ τὴν ἄκρη
γυρίζει στὸν καρπό·
μὰ τῆς καρδιᾶς σου ὁ σπαραγμὸς
δὲ βόγκηξε κι ἐγίνη
τὸ νόημα ποὺ στὸν κόσμο δίνει
ἔναστρος οὐρανός.
|
Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου
- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.
- Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.
- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.
- Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.
- Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
- Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.
- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.
- Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.
Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38
|
Ὁ Δαίμων τῆς Πορνείας
«Nicosia e Famagosta per la lor bestia si lamenti e garra»
PARADISO
«ὡς γοιὸν ἠξεύρετε καὶ ὁ δαίμων τῆς πορνείας ὅλον τὸν κόσμον
πλημμελᾶ τὸν ἐκόμπωσε τὸν ρήγαν καὶ ἔππεσεν εἰς ἁμαρτίαν»
ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΟΥ ΜΑΧΑΙΡΑ
Ὁ Τζουὰν Βισκούντης εἶχε γράψει τὴν ἀλήθεια.
Πῶς πλέρωσε μαυλίστρες ὁ κούντη Τερουχᾶς
πῶς βρέθηκαν ἀντάμα αὐτὸς κι ἡ ρήγαινα
πῶς ἄρχισε τὸ πράμα, πῶς ξετέλειωσε,
ὅλα τῆς Λευκωσίας τὰ κοπέλια
τὸ διαλαλοῦσαν στὰ στενὰ καὶ στὶς πλατεῖες.
Πῶς ἦταν ἡ γραφὴ σωστὴ ποὺ ἔστειλε στὴ φραγκιὰ στὸ ρήγα
τὸ ξέραν οἱ συβουλατόροι.
Ὅμως τώρα
συνάχτηκαν καὶ συντυχαῖναν γιὰ νὰ συβουλέψουν
τὴν Κορόνα τῆς Κύπρου καὶ τῶν Ἱεροσολύμων·
τώρα ἦταν διαταμένοι γιὰ νὰ κρίνουν
τὴ ρήγαινα Λινόρα ποὺ κρατοῦσε
ἀπ᾿ τὴ μεγάλη τὴ γενιὰ τῶν Καταλάνων·
κι εἶναι ἀνελέημονες οἱ Καταλάνοι
κι ἂν τύχαινε κι ὁ ρήγας ἐκδικιοῦνταν
τίποτε δὲ θὰ τό ῾χαν ν᾿ ἀρματώσουν καὶ νὰ ῾ρθοῦνε
καὶ νὰ τοὺς ξολοθρέψουν αὐτοὺς καὶ τὸ βιό τους.
Εἶχαν εὐθύνες, τρομερὲς εὐθύνες·
ἀπὸ τὴ γνώμη τους κρέμουνταν τὸ ρηγάτο.
Πὼς ὁ Βισκούντης ἦταν τίμιος καὶ πιστὸς
βέβαια τὸ ξέραν· ὅμως βιάστηκε,
φέρθηκε ἀστόχαστα ἄμοιαστα ἄτσαλα.
Ἦταν ἁψὺς ὁ ρήγας, πῶς δὲν τὸ λογάριασε;
καὶ μπρούμυτα στὸν πόθο τῆς Λινόρας.
Πάντα μαζί του στὰ ταξίδια τὸ πουκάμισό της
καὶ τό ῾παιρνε στὴν ἀγκαλιά του σὰν κοιμοῦνταν·
καὶ πῆγε νὰ τοῦ γράψει ὁ ἀθεόφοβος
πῶς βρῆκαν μὲ τὴν ἄρνα του τὸ κριάρι·
γράφουνται τέτοια λόγια σ᾿ ἕναν ἄρχοντα;
Ἦταν μωρός. Τουλάχιστο ἂς θυμοῦνταν
πὼς ἔσφαλε κι ὁ ρήγας· ἔκανε τὸ λιγωμένο
μὰ εἶχε στὸ πισωπόρτι καὶ δυὸ καῦχες.
Ἀναστατώθη τὸ νησὶ σὰν ἡ Λινόρα
πρόσταξε καὶ τῆς ἔφεραν τὴ μιά, τὴ γκαστρωμένη
κι ἄλεθαν μὲ τὸ χερομύλι πάνω στὴν κοιλιά της
πινάκι τὸ πινάκι τὸ σιτάρι.
Καὶ τὸ χειρότερο - δὲν τὸ χωράει ὁ νοῦς -
ἀφοῦ τὸ ξέρει ὁ κόσμος ὅλος πὼς ὁ ρήγας
γεννήθηκε στὸ ζώδιο τοῦ Αἰγόκερω,
πῆρε στὰ χέρια του ὁ ταλαίπωρος καλάμι
τὴ νύχτα ποὺ ἦταν στὸν Αἰγόκερω ἡ σελήνη
νὰ γράψει τί; γιὰ κέρατα καὶ κριάρια!
Ὁ φρόνιμός τη μοίρα δὲν τηνε ξαγριεύει.
Ὄχι· δὲν εἴμαστε ταγμένοι γιὰ νὰ ποῦμε
ποῦ εἶναι τὸ δίκιο. Τὸ δικό μας χρέος
εἶναι νὰ βροῦμε τὸ μικρότερο κακό.
Κάλλιο ἕνας νὰ πεθάνει ἀπὸ τὸ ριζικό του
παρὰ σὲ κίντυνο νὰ μποῦμε ἐμεῖς καὶ τὸ ρηγάτο.
Ἔτσι συβουλευόντουσαν ὅλη τὴ μέρα
καὶ κατὰ τὸ βασίλεμα πῆγαν στὸ ρήγα
προσκύνησαν καὶ τοῦ εἶπαν πὼς ὁ Τζουὰν Βισκούντης
εἶναι ἕνας διαστρεμμένος ψεματάρης.
Κι ὁ Τζουᾶν Βισκούντης πέθανε ἀπ᾿ τὴν πείνα σὲ μιὰ γούφα.
Μὰ στὴν ψυχὴ τοῦ ρήγα ὁ σπόρος τῆς ντροπῆς του
ἅπλωνε τὰ πλοκάμια του καὶ τὸν ἐκίνα
τό ῾παθε νὰ τὸ πράξει καὶ στοὺς ἄλλους.
Κερὰ δὲν ἔμεινε ποὺ νὰ μὴ βουληθεῖ νὰ τὴν πορνέψει·
τὶς ντρόπιασε ὅλες. Φόβος κι ἔχτρα ζευγαρῶναν
καὶ γέμιζαν τὴ χώρα φόβο κι ἔχτρα.
Ἔτσι, μὲ τὸ «μικρότερο κακό», βάδιζε ἡ μοίρα
ὡς τὴν αὐγὴ τ᾿ Ἁγι᾿ Ἀντωνιοῦ, μέρα Τετάρτη
ποὺ ἦρθαν οἱ καβαλάρηδες καὶ τὸν ἐσύραν
ἀπὸ τῆς καύχας του τὴν ἀγκαλιὰ καὶ τὸν ἐσφάξαν.
«Καὶ τάπισα παρὰ οὕλους ὁ τουρκοπουλιέρης
ἧβρεν τὸν τυλιμένον τὸ αἵμαν» λέει ὁ χρονογράφος
«κι ἔβγαλεν τὴν μαχαίραν του καὶ κόβγει
τὰ λυμπά του μὲ τὸν αὐλὸν καὶ τοῦ εἶπε:
Γιὰ τοῦτα ἔδωκες θάνατον!».
Αὐτὸ τὸ τέλος
ὅρισε γιὰ τὸ ρήγα Πιὲρ ὁ δαίμων τῆς πορνείας.
|
[Προμετωπίδα
σὲ μιὰ ἀντιγραφὴ τῶν «Ὠδῶν»]
«Θλίβει ὁ καπνὸς τὸ διάστημα γαλάζιον τῶν ἀέρων»- διαβάζω
Κάλβο, ποὺ τύπωσε στὰ ῾26 καὶ τὸν γνωρίσαμε στὰ ῾88·
καὶ ποὺ ἔμεινε ἀξομολόγητος στὰ γεροντάματα, σὰν ἕνα «ραγισμένο βάζο»,
στὰ χέρια μιᾶς γριᾶς Ἐγγλέζας δασκάλας, σύμβολο ἀκατάλυτο καὶ φριχτὸ
γιὰ ὅσους ἐπιμένουν νὰ γράφουν στίχους ἢ πρόζα ποὺ κανεὶς δὲν καταλαβαίνει,
καὶ γυρεύουν νὰ δοξαστοῦν, οἱ τυχάρπαστοι, ἀπὸ τοὺς λογάδες καὶ τοὺς
σοφούς,
ἐνῶ θὰ νά ῾ταν χίλιες φορὲς προτιμότερο, καὶ ἡ τέχνη πολὺ πιὸ εὐτυχισμένη,
ἂν πήγαιναν στὴν Ἐκάλη νὰ μαζεύουν κούμαρα, ἢ στὴ Γλυφάδα νὰ ψαρεύουν
ροφούς.
Τράνσβααλ, 11. 12. 1941
|
Σχέδια γιὰ
ἕνα καλοκαίρι. [Ἄνθη τῆς πέτρας]
Ἄνθη τῆς πέτρας μπροστὰ στὴν πράσινη θάλασσα
μὲ φλέβες ποὺ μοῦ θύμιζαν ἄλλες ἀγάπες
γυαλίζοντας στ᾿ ἀργὸ ψιχάλισμα,
ἄνθη τῆς πέτρας φυσιογνωμίες
ποὺ ἦρθαν ὅταν κανένας δὲ μιλοῦσε καὶ μοῦ μίλησαν
ποὺ μ᾿ ἄφησαν νὰ τὶς ἀγγίξω ὕστερ᾿ ἀπ᾿ τὴ σιωπὴ
μέσα σε πεῦκα σὲ πικροδάφνες καὶ σὲ πλατάνια.
|
Τριζόνια
Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια
χτυποῦν σὰν ἄρρυθμα ρολόγια
λαχανιασμένα. Καὶ τὰ χρόνια
ποὺ ζοῦμε σὰν αὐτὰ χτυποῦν
καθὼς οἱ δίκαιοι σιωποῦν
5
σὰ νὰ μὴν εἶχαν τί νὰ ποῦν.
Κάποτε τ᾿ ἄκουσα στὸ Πήλιο
νὰ σκάβουνε γοργὰ ἕνα σπήλαιο
μέσα στὴ νύχτα. Ἀλλὰ τὸ φύλλο
τῆς μοίρας τώρα τὸ γυρίσαμε
10
καὶ μᾶς γνωρίσατε καὶ σᾶς γνωρίσαμε
ἀπὸ τοὺς ὑπερβόρειους ἴσαμε
τοὺς νέγρους τοῦ ἰσημερινοῦ
ποὺ ἔχουνε σῶμα χωρὶς νοῦ
καὶ ποὺ φωνάζουν σὰν πονοῦν. 15
Κι ἐγὼ πονῶ κι᾿ ἐσεῖς πονεῖτε
μὰ δὲ φωνάζουμε καὶ μήτε
κἂν ψιθυρίζουμε, γιατί
ἡ μηχανὴ εἶναι βιαστικὴ
στὴ φρίκη καὶ στὴν καταφρόνια 20
στὸ θάνατο καὶ στὴ ζωή,
Τὸ σπίτι γέμισε τριζόνια.
Πρετόρια, 16 Γενάρη ῾42
|
Φυγή
Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.
Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.
Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.
|
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός
«Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός, ὅλο βουνὰ ποὺ ἔχουν σκεπὴ τὸ χαμηλὸ
οὐρανὸ μέρα καὶ νύχτα. Δὲν ἔχουμε ποτάμια δὲν ἔχουμε πηγάδια δὲν ἔχουμε
πηγὲς μονάχα λίγες στέρνες, ἄδειες κι᾿ αὐτές, ποὺ ἠχοῦν καὶ ποὺ τὶς
προσκυνοῦμε. Ἦχος στεκάμενος κούφιος, ἴδιος με τὴ μοναξιά μας ἴδιος
με τὴν ἀγάπη μας, ἴδιος με τὰ σώματά μας. Μᾶς φαίνεται παράξενο ποὺ
κάποτε μπορέσαμε νὰ χτίσουμε τὰ σπίτια τὰ καλύβια καὶ τὶς στάνες μας.
Κι᾿ οἱ γάμοι μας, τὰ δροσερὰ στεφάνια καὶ τὰ δάχτυλα γίνουνται αἰνίγματα
ἀνεξήγητα γιὰ τὴ ψυχή μας. Πῶς γεννήθηκαν πῶς δυναμώσανε τὰ παιδιά μας;
Ὁ τόπος μας εἶναι κλειστός. Τὸν κλείνουν οἱ δυὸ μαῦρες Συμπληγάδες.
Στὰ λιμάνια τὴν Κυριακὴ σὰν κατεβοῦμε ν᾿ ἀνασάνουμε βλέπουμε νὰ φωτίζουνται
στὸ ἡλιόγερμα σπασμένα ξύλα ἀπὸ ταξίδια ποὺ δὲν τέλειωσαν σώματα ποὺ
δὲν ξέρουν πιὰ πῶς ν᾿ ἀγαπήσουν».
(Α. Ἡ Πέτρα)
|
|
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Παραμένομεν εἰς τὴν αὐτὴν θέσιν ἀναμένοντες διαταγάς - ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ
Στὸ μεταξὺ πολλὲς φορὲς μοῦ φαίνεται πὼς εἶναι πιὸ καλὰ νὰ κοιμηθεῖς
παρὰ νὰ βρίσκεσαι ἔτσι
χωρὶς σύντροφο καὶ νὰ ἐπιμένεις τόσο.
Καὶ τί νὰ κάνεις μέσα στὴν ἀναμονή, καὶ τί νὰ πεῖς;
Δὲν ξέρω. Κι οἱ ποιητὲς τί χρειάζονται σ᾿ ἕνα μικρόψυχο καιρό;
Φρειδερῖκος Χέλντερλιν, «Τὸ Ψωμὶ καὶ τὸ Κρασί»
* Ὁ ΜΑΘΙΟΣ ΠΑΣΧΑΛΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ Κορυτσά, καλοκαίρι 1938
* ΩΡΑΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ ΠΡΩΙ Κορυτσά, καλοκαίρι 1937
* PIAZZA SAN NICOLO Πήλιο-Κορυτσά, καλοκαίρι-φθινόπωρο 1938
* Ὁ ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΗΛΙΟΣ
* Η ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΑΧΩΡΗΤΟΥ
* ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΧΑΡΑΣ Πεντέλη, ἄνοιξη
* ΤΟ ΦΥΛΛΟ ΤΗΣ ΛΕΥΚΑΣ
* ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ
* Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ Ἀθήνα, Φέβ. ῾39
* ΑΝΟΙΞΗ Μ. Χ.
* ΤΟ ΓΙΑΣΕΜΙ
* ΠΡΩΙ
* ΑΦΗΓΗΣΗ
* LES ANGES SONT BLANCS
* Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ
Ὁ Μαθιὸς Πασχάλης ἀνάμεσα στὰ τριαντάφυλλα
Καπνίζω χωρὶς νὰ σταματήσω ἀπ᾿ τὸ πρωὶ
ἂν σταματήσω τὰ τριαντάφυλλα θὰ μ᾿ ἀγκαλιάσουν
μ᾿ ἀγκάθια καὶ μὲ ξεφυλλισμένα πέταλα θὰ μὲ πνίξουν
φυτρώνουν στραβὰ ὅλα μὲ τὸ ἴδιο τριανταφυλλὶ
κοιτάζουν περιμένουν νὰ ἰδοῦν κάποιον δὲν περνᾶ κανεὶς
πίσω ἀπ᾿ τὸν καπνὸ τῆς πίπας μου τὰ παρακολουθῶ
πάνω σ᾿ ἕνα κοτσάνι βαριεστισμένο χωρὶς εὐωδιά,
στὴν ἄλλη ζωὴ μία γυναίκα μοῦ ἔλεγε μπορεῖς ν᾿ ἀγγίξεις
αὐτὸ τὸ χέρι
κι εἶναι δικό σου αὐτὸ τὸ τριαντάφυλλο εἶναι δικό σου
μπορεῖς νὰ τὸ πάρεις
τώρα ἢ ἀργότερα, ὅταν θελήσεις.
Κατεβαίνω καπνίζοντας ὁλοένα, τὰ σκαλοπάτια
τὰ τριαντάφυλλα κατεβαίνουν μαζί μου ἐρεθισμένα
κι ἔχουνε κάτι στὸ φέρσιμό τους ἀπ᾿ τὴ φωνὴ
στὴ ρίζα τῆς κραυγῆς ἐκεῖ ποὺ ἀρχίζει
νὰ φωνάζει ὁ ἄνθρωπος: «μάννα» ἢ «βοήθεια»
ἢ τὶς μικρὲς ἄσπρες φωνὲς τοῦ ἔρωτα.
Εἶναι ἕνας μικρὸς κῆπος ὅλο τριανταφυλλιὲς
λίγα τεραγωνικὰ μέτρα ποὺ χαμηλώνουν μαζί μου
καθὼς κατεβαίνω τὰ σκαλοπάτια, χωρὶς οὐρανὸ
κι ἡ θεία της ἔλεγε: «Ἀντιγόνη ξέχασες σήμερα τὴ γυμναστική σου
στὴν ἡλικία σου δὲ φοροῦσα κορσὲ στὴν ἐποχή μου».
Ἡ θεία της ἦταν ἕνα θλιβερὸ κορμὶ μ᾿ ἀνάγλυφες φλέβες
εἶχε πολλὲς ρυτίδες γύρω στ᾿ αὐτιὰ μία ἑτοιμοθάνατη μύτη
ἀλλὰ τὰ λόγια της ἦταν γεμάτα φρόνηση πάντα.
Τὴν εἶδα μία μέρα νὰ ῾γγίζει τὸ στῆθος τῆς Ἀντιγόνης
σὰν τὸ μικρὸ παιδὶ ποὺ κλέβει ἕνα μῆλο.
Τάχα θὰ τὴ συναπαντήσω τὴ γριὰ γυναίκα ἔτσι ποὺ κατεβαίνω;
Μοῦ εἶπε σὰν ἔφυγα: «Ποιὸς ξέρει πότε θὰ ξαναβρεθοῦμε»
κι ἔπειτα διάβασα τὸ θάνατό της σὲ παλιὲς ἐφημερίδες
τὸ γάμο τῆς Ἀντιγόνης καὶ τὸ γάμο τῆς κόρης τῆς Ἀντιγόνης
χωρὶς νὰ τελειώσουν τὰ σκαλοπάτια μήτε ὁ καπνός μου
ποὺ μοῦ δίνει μία γέψη στοιχειωμένου καραβιοῦ
μὲ μιὰ γοργόνα σταυρωμένη τότες ποὺ εἴταν ὄμορφη, πάνω στὸ τιμόνι.
Κορυτσά, καλοκαίρι ῾37
Ὡραῖο φθινοπωρινὸ πρωί
γιὰ τὴν κυρία Ντονογκά
Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν ἐπὶ τέλους αὐτὰ τὰ βουνὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ φῶς
μὲ δέρμα ρυτιδωμένο σὰν τὴν κοιλιὰ τοῦ ἐλέφαντα
ὅταν τὰ μάτια του στενεύουν ἀπ᾿ τὰ χρόνια.
Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν αὐτὲς οἱ λεῦκες, δὲν εἶναι πολλὲς
σηκώνοντας τοὺς ὤμους μέσα στὸν ἥλιο.
Οἱ ἀψηλοὶ
γκέγκηδες οἱ κοντοὶ
τόσκηδες
τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ δρεπάνια καὶ τὸ χειμώνα μὲ τὰ τσεκούρια
κι ὅλο τὰ ἴδια ξανὰ καὶ ξανά, ἴδιες κινήσεις
στὰ ἴδια σώματα κόπηκε ἡ μονοτονία.
Τί λέει ὁ Μουεζίνης στὴν ἄκρη τοῦ μιναρέ; γιὰ πρόσεξε
Ἔσκυψε ν᾿ ἀγκαλιάσει μία ξανθὴ κούκλα στὸ πλαϊνὸ μπαλκόνι.
Αὐτὴ ἀνεμίζει δυὸ ρόδινα χεράκια στὸν οὐρανὸ
δὲν παραδέχεται νὰ τὴ βιάζουν
Ὡστόσο γέρνει ὁ μιναρὲς καὶ τὸ μπαλκόνι σὰν τὸν πύργο τῆς Πίζας
ἀκοῦς μονάχα ψιθυρίσματα, δὲν εἶναι τὰ φύλλα μήτε τὸ νερὸ
«ἀλλάχ! ἀλλάχ!» δὲν εἶναι μήτε τ᾿ ἀγεράκι, παράξενη προσευχὴ
ἕνας κόκορας λάλησε, πρέπει νά᾿ ναι ξανθὸς
ὢ ψυχὴ ἐρωτευμένη ποὺ πέταξες στὰ ὕψη!
Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν ἐπὶ τέλους αὐτὰ τὰ βουνά, ἔτσι κουλουριασμένα
τὸ γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ᾿ αὐτὲς τὶς ρυτίδες
σκέφτηκε κανεὶς νὰ πεῖ τὴ μοίρα ἑνὸς βουνοῦ ὅπως κοιτάζει μία παλάμη
σκέφτηκε κανείς;...
Ὢ ἐκείνη ἡ ἐπίμονη σκέψη
κλεισμένη σ᾿ ἕνα κουτὶ ἀδειανό, θεληματικὴ
χτυπώντας ἀδιάκοπα τὸ χαρτόνι, ὅλη τὴ νύχτα
σὰν ποντικὸς ποὺ ροκανίζει τὸ πάτωμα.
Κόπηκε ἡ μονοτονία, ὦ ἐσὺ ποὺ πέταξες στὰ ὕψη
νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσει
κι αὐτὸ τὸ βουβάλι τοῦ μακεδονίτικου κάμπου τόσο ὑπομονετικὸ
τόσο ἀβίαστο, σὰ νὰ τὸ ξέρει πὼς δὲν φτάνει κανεὶς πουθενὰ
θυμίζει τ᾿ ἀγέρωχο κεφάλι τοῦ πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ
Tel qu᾿en lui-même enfin l᾿éternité le change.
Κορυτσὰ 1937
Μέρες Γ´ 16 Ἀπρίλη 1934 - 14 Δεκέμβρη 1940
[ΑΘΗΝΑ-1977-ΙΚΑΡΟΣ]
Δευτέρα 28. Κοιμήθηκα δυὸ τὸ πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στὶς τρεῖς καὶ μισὴ
μία φωνὴ μέσα ἀπὸ τὸ τηλέφωνο μὲ ξύπνησε: «ἔχουμε πόλεμο». Τίποτε ἄλλο, ὁ κόσμος
εἶχε ἀλλάξει. Ἡ αὐγή, ποὺ λίγο ἀργότερα εἶδα νὰ χαράζει πίσω ἀπὸ τὸν Ὑμηττό, ἦταν
ἄλλη αὐγή: ἄγνωστη. Περιμένει ἀκόμη ἐκεῖ ποὺ τὴν ἄφησα. Δὲν ξέρω πόσο θὰ περιμένει,
ἀλλὰ ξέρω πὼς θὰ φέρει τὸ μεγάλο μεσημέρι. Ντύθηκα κι ἔφυγα ἀμέσως.
Στὸ Ὑπουργεῖο Τύπου δυό-τρεῖς ὑπάλληλοι. Ὁ Γκράτσι εἶχε δεῖ τὸν Μεταξᾶ στὶς τρεῖς.
Τοῦ ἔδωσε μία νότα καὶ τοῦ εἶπε πὼς στὶς 6 τὰ ἰταλικὰ στρατεύματα θὰ προχωρήσουν.
Ὁ πρόεδρος τοῦ ἀποκρίθηκε πὼς αὐτὸ ἰσοδυναμεῖ μὲ κήρυξη πολέμου, καὶ ὅταν ἔφυγε
κάλεσε τὸν πρέσβη τῆς Ἀγγλίας. Ἀμέσως μετὰ τὸν Νικολούδη στὸ Ὑπουργεῖο Ἐξωτερικῶν.
Ὁ πρόεδρος ἦταν μέσα μὲ τὸν πρέσβη τῆς Τουρκίας.
Στὸ γραφεῖο τοῦ Μαυρουδῆ, ὁ Μελᾶς ἔγραφε σπασμωδικὰ ἕνα τηλεγράφημα. Ὁ Μαυρουδῆς
μέσα στὸ παλτό του σὰν ἕνα μικρὸ σακούλι. Διάβασα τὴ νότα τοῦ Γκράτσι. Ὁ Γάφος κι
ὁ Παπαδάκης τηλεφωνοῦσαν. Καθὼς ἑτοίμαζα τὸ τηλεγράφημα τοῦ Ἀθηναϊκοῦ πρακτορείου,
μπῆκε ὁ Τοῦρκος πρέσβης γιὰ νὰ ἰδεῖ τὴ νότα καὶ σὲ λίγο ὁ πρόεδρος μὲ ὄψη πολὺ ζωντανή.
Ἔπειτα ἄρχισαν νὰ φτάνουν οἱ ὑπουργοί, χλωμοὶ περισσότερο ἢ λιγότερο, καθένας
κατὰ τὴν κράση του. Τὸ ὑπουργικὸ συμβούλιο κράτησε λίγο. Ὁ Μεταξᾶς πῆγε ἀμέσως στὸ
γραφεῖο του κι ἔγραψε τὸ διάγγελμα στὸ λαό. Τὸ πήραμε καὶ γυρίσαμε στὸ ὑπουργεῖο
τύπου. Μέσα ἀπὸ τὰ τζάμια τοῦ αὐτοκινήτου, ἡ αὐγὴ μ᾿ ἕνα παράξενο μυστήριο χυμένο
στὸ πρόσωπό της.
Ἔγραψα μαζὶ μὲ τὸ Νικολούδη τὸ διάγγελμα τοῦ βασιλιᾶ. Καμιὰ δακτυλογράφος ἀκόμη.
Πῆγα σπίτι μία στιγμὴ καὶ τὸ χτύπησα στὴ γραφομηχανή μου. Ἡ Μάρω μοῦ εἶχε ἑτοιμάσει
καφέ. Γύρισα στὸ Ὑπουργεῖο καθὼς σφύριζαν οἱ σειρῆνες. Στὴ γωνία Κυδαθηναίων μιὰ
φτωχὴ γυναίκα μὲ μιὰ ὑστερικὴ σύσπαση στὸ πρόσωπο. Τώρα ὅλοι μαζεμένοι στὰ ὑπόγεια
τῆς «Μεγάλης Βρετανίας».
Ὁ βασιλιᾶς μὲ ὕφος νέου ἀξιωματικοῦ. Ὑπόγραψε τὸ διάγγελμά του καὶ φύγαμε. Τηλεφώνησα
στὸ τηλεγραφεῖο νὰ σταματήσουν τὰ τηλεγραφήματα καὶ τῶν Γερμανῶν ἀνταποκριτῶν. Οἱ
ὑπάλληλοι ἐκεῖ εἶναι ἀκόμη οὐδέτεροι. Δὲν μποροῦν νὰ πιστέψουν τὴ φωνή μου:-εἶστε
βέβαιος; καὶ τῶν Γερμανῶν; -Καὶ τῶν Γερμανῶν εἶπα. -Τί δικαιολογία νὰ δώσουμε; Δὲν
ἔχω καιρὸ γιὰ συζητήσεις: -Πέστε τους πὼς τώρα εἶναι χαλασμένα τὰ σύρματα μὲ τὸ
Βερολίνο, κι ἂν φωνάζουν πολὺ στεῖλτε τους σ᾿ ἐμένα. Πῆρα καὶ ἔδωσα τὸ πρῶτο πολεμικὸ
ἀνακοινωθέν μας καὶ κατέβηκα στοὺς δρόμους γιὰ νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπα. Τὸ πλῆθος ἔσπαζε
τὰ τζάμια τῶν γραφείων τῆς «Ἄλα Λιτόρια».
Piazza San Nicolo
Longtemps je me suis couché de bonne heure
Τὸ σπίτι γεμάτο γρίλιες καὶ δυσπιστία
σὰν τὸ καλοκοιτάξεις στὶς σκοτεινὲς γωνιὲς
«γιὰ χρόνια πλάγιαζα νωρίς» ψιθυρίζει
«κοίταζα τὴν εἰκόνα τοῦ Ὕλα καὶ τὴν εἰκόνα τῆς Μαγδαληνῆς
προτοῦ καληνυχτίσω κοίταζα τὸ παλιὸ ἔλατο μὲ τ᾿ ἄσπρο φῶς
τὰ μέταλλα ποὺ γυάλιζαν καὶ δύσκολα ἄφηνα
τὶς τελευταῖες φωνὲς τῆς μέρας».
Τὸ σπίτι σὰν τὸ καλοκοιτάξεις μέσα ἀπὸ τὶς παλιὲς κορνίζες
ξυπνᾶ μὲ τὰ πατήματα τῆς μητέρας στὰ σκαλοπάτια
τὸ χέρι ποὺ φτιάνει σκεπάσματα ἢ διορθώνει τὴν κουνουπιέρα
τὰ χείλη ποὺ σβήνουν τὴ φλόγα τοῦ κεριοῦ.
Κι ὅλα τοῦτα εἶναι παλιὲς ἱστορίες ποὺ δὲν ἐνδιαφέρουν πιὰ κανέναν
δέσαμε τὴν καρδιά μας καὶ μεγαλώσαμε.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν κατεβαίνει ποτὲ χαμηλότερα ἀπὸ τὸ καμπαναριὸ
ποὺ μετρᾶ τὶς ὦρες μονολογώντας καὶ τὸ βλέπουμε
σὰν ἔρχεται τ᾿ ἀπόγευμα στὴν αὐλὴ
ἡ θεία Ντάρια Ντιμιετρόβνα τὸ γένος Τροφίμοβιτς.
Ἡ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ δὲν ἀγγίζει ποτὲ τὸ στιβαρὸ χέρι τοῦ Ἅη Νκόλα
μήτε τὸ φαρμακοποιὸ ποὺ κοιτάζει ἀνάμεσα σὲ μιὰ κόκκινη καὶ πράσινη σφαίρα
σὰν ὑπερωκεάνειο μαρμαρωμένο.
Γιὰ νὰ βρεῖς τὴ δροσιὰ τοῦ βουνοῦ πρέπει ν᾿ ἀνέβεις ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ
κι ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα
κάπου 70 ἢ 80 μέτρα δὲν εἶναι πολύ.
Κι ὅμως ἐκεῖ ψιθυρίζεις ὅπως σὰν πλάγιαζες νωρὶς
καὶ μέσα στὴν εὐκολία τοῦ ὕπνου χάνονταν ἡ πίκρα τοῦ ἀποχωρισμοῦ
ὄχι λέξεις πολλὲς δυό-τρεῖς μονάχα καὶ τοῦτο φτάνει
ἀφοῦ κυλᾶνε τὰ νερὰ καὶ δὲ φοβοῦνται μὴ σταματήσουν
ψιθυρίζεις ἀκουμπώντας τὸ κεφάλι στὸν ὦμο ἑνὸς φίλου
σὰ νὰ μὴν εἶχες μεγαλώσει μέσα στὸ σπίτι τὸ σιωπηλὸ
μὲ φυσιογνωμίες ποὺ βάρυναν καὶ μᾶς ἔκαναν ἀδέξιους ξένους.
Κι ὅμως ἐκεῖ, λίγο ψηλότερα ἀπ᾿ τὸ καμπαναριό, ἀλλάζει ἡ ζωή σου.
Δὲν εἶναι μεγάλο πράγμα ν᾿ ἀνεβεῖς μὰ εἶναι πολὺ δύσκολο ν᾿ ἀλλάξεις
σὰν εἶναι τὸ σπίτι μέσα στὴν πέτρινη ἐκκλησιὰ
κι ἡ καρδιά σου μέσα στὸ σπίτι ποὺ σκοτεινιάζει
κι ὅλες οἱ πόρτες κλειδωμένες ἀπὸ τὸ μεγάλο χέρι τοῦ Ἅη Νικόλα
Πήλιο-Κορυτσά, καλοκαίρι-φθινόπωρο ῾37
Διάλειμμα Χαρᾶς
Πεντέλη, ἄνοιξη
Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλοι ἐκεῖνο τὸ πρωὶ
θεέ μου πόσο χαρούμενοι.
Πρῶτα γυάλιζαν οἱ πέτρες τὰ φύλλα τὰ λουλούδια
ἔπειτα ὁ ἥλιος
ἕνας μεγάλος ἥλιος ὅλο ἀγκάθια μὰ τόσο ψηλὰ στὸν οὐρανό.
Μιὰ νύμφη μάζευε τὶς ἔνοιές μας καὶ τὶς κρεμνοῦσε στὰ δέντρα
ἕνα δάσος ἀπὸ δέντρα τοῦ Ἰούδα.
Ἐρωτιδεῖς καὶ σάτυροι παῖζαν καὶ τραγουδοῦσαν
κι ἔβλεπες ρόδινα μέλη μέσα στὶς μαῦρες δάφνες
σάρκες μικρῶν παιδιῶν.
Εἴμασταν χαρούμενοι ὅλο τὸ πρωΐ
ἡ ἄβυσσο κλειστὸ πηγάδι
ὅπου χτυποῦσε τὸ τρυφερὸ πόδι ἑνὸς ἀνήλικου φαύνου
θυμᾶσαι τὸ γέλιο του: πόσο χαρούμενοι!
Ἔπειτα σύννεφα βροχὴ καὶ τὸ νοτισμένο χῶμα
ἔπαψες νὰ γελᾶς σὰν ἔγειρες μέσα στὴν καλύβα
κι ἄνοιξες τὰ μεγάλα σου τὰ μάτια κοιτάζοντας
τὸν ἀρχάγγελο νὰ γυμνάζεται μὲ μία πύρινη ρομφαία-
«Ἀνεξήγητο» εἶπες
«ἀνεξήγητο
δὲν καταλαβαίνω τοὺς ἀνθρώπους
ὅσο καὶ νὰ παίζουν μὲ τὰ χρώματα
εἶναι ὅλοι τους μαῦροι».
Τὸ φύλλο τῆς λεύκας
Ἔτρεμε τόσο ποὺ τὸ πῆρε ὁ ἄνεμος
ἔτρεμε τόσο πῶς νὰ μὴν τὸ πάρει ὁ ἄνεμος
πέρα μακριὰ
μιὰ θάλασσα
πέρα μακριὰ
ἕνα νησὶ στὸν ἥλιο
καὶ τὰ χέρια σφίγγοντας τὰ κουπιὰ
πεθαίνοντας τὴν ὥρα ποὺ φάνηκε τὸ λιμάνι
καὶ τὰ μάτια κλειστὰ
σὰ θαλασσινὲς ἀνεμῶνες.
Ἔτρεμε τόσο πολὺ
τὸ ζήτησα τόσο πολὺ
στὴ στέρνα μὲ τοὺς εὐκαλύπτους
τὴν ἄνοιξη καὶ τὸ φθινόπωρο
σ᾿ ὅλα τὰ δάση γυμνὰ
θεέ μου τὸ ζήτησα.
Ἀλληλεγγύη
Εἶναι ἐκεῖ δὲν μπορῶ ν᾿ ἀλλάξω
μὲ δυὸ μεγάλα μάτια πίσω ἀπ᾿ τὸ κύμα
ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ φυσᾶ ὁ ἀγέρας
ἀκολουθώντας τὶς φτεροῦγες τῶν πουλιῶν
εἶναι ἐκεῖ μὲ δυὸ μεγάλα μάτια
μήπως ἄλλαξε κανεὶς ποτέ του.
Τί γυρεύετε; τὰ μηνύματά σας
ἔρχουνται ἀλλαγμένα ὡς τὸ καράβι
ἡ ἀγάπη σας γίνεται μίσος
ἡ γαλήνη σας γίνεται ταραχὴ
καὶ δὲν μπορῶ νὰ γυρίσω πίσω
νὰ ἰδῶ τὰ πρόσωπά σας στ᾿ ἀκρογιάλι.
Εἶναι ἐκεῖ τὰ μεγάλα μάτια
κι ὅταν μένω καρφωμένος στὴ γραμμή μου
κι ὅταν πέφτουν στὸν ὁρίζοντα τ᾿ ἀστέρια
εἶναι ἐκεῖ δεμένα στὸν αἰθέρα
σὰ μιὰ τύχη πιὸ δική μου ἀπ᾿ τὴ δική μου.
Τὰ λόγια σας συνήθεια τῆς ἀκοῆς
βουίζουν μέσα στὰ ξάρτια καὶ περνᾶνε
μήπως πιστεύω στὴν ὕπαρξή σας
μοιραῖοι σύντροφοι, ἀνυπόστατοι ἴσκιοι.
Ἔχασε τὸ χρῶμα του πιὰ αὐτὸς ὁ κόσμος
καθὼς τὰ φύκια στ᾿ ἀκρογιάλι τοῦ ἄλλου χρόνου
γκρίζα ξερὰ στὸ ἔλεος τοῦ ἀνέμου.
Ἕνα μεγάλο πέλαγο δυὸ μάτια
εὐκίνητα καὶ ἀκίνητα σὰν τὸν ἀγέρα
καὶ τὰ πανιά μου ὅσο κρατήσουν, κι ὁ θεός μου.
Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Β´
Κάποτε συλλογίζομαι πὼς ὅλα τοῦτα ἐδῶ ποὺ γράφω
δὲν εἶναι ἄλλο παρὰ εἰκόνες ποὺ κεντοῦν στὸ δέρμα τους
φυλακισμένοι ἢ πελαγίσιοι. Γ. Σ.
Στὴ Μάρω
* Μέρες τοῦ Ἰουνίου ῾41
* Ὑστερόγραφο
* Ἡ μορφὴ τῆς Μοίρας
* Kerk str. Oost. Pretoria, Transvaal
* Ὁ Στρατὴς Θαλασσινὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀγάπανθους
* Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιὰ
* Ὁ Στρατὴς Θαλασσινὸς στὴ Νεκρὴ Θάλασσα
* Καλλιγράφημα
* Μέρες τ᾿ Ἀπρίλη ῾43
* Θεατρίνοι, Μ. Α.
* Ἀνάμεσα στὰ κόκκαλα ἐδῶ
* Τελευταῖος σταθμός
Ἡμερολόγιο Καταστρώματος Γ´
Στὸν κόσμο τῆς Κύπρου, Μνήμη καὶ Ἀγάπη ...
Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν...
* ΑΓΙΑΝΑΠΑ Α´ (Τοποθεσία τῆς Κύπρου)
* ΟΝΕΙΡΟ
* ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ
* ΕΠΙΚΑΛΕΩ ΤOI ΤΗΝ ΘΕΟΝ
* ΕΛΕΝΗ
* ΑΓΙΑΝΑΠΑ Β´
* ΜΝΗΜΗ Α´
* Ὁ ΔΑΙΜΩΝ ΤΗΣ ΠΟΡΝΕΙΑΣ
* ΣΤΑ ΠΕΡΙΧΩΡΑ ΤΗΣ ΚΕΡΉΝΕΙΑΣ
* ΠΡΑΜΑΤΕΥΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΙΝΔΩΝΑ
* ΤΡΕΙΣ ΜΟΥΛΕΣ
* ΠΕΝΘΕΥΣ
* ΝΕΟΦΥΤΟΣ Ὁ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ ΜΙΛΑ
* ΜΝΗΜΗ Β´
* ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΣ
* ΕΥΡΥΠΙΔΗΣ Ὁ ΑΘΗΝΑΙΟΣ
* ΕΓΚΩΜΗ (Τοποθεσία τῆς Κύπρου)
Διάφορα ποιήματα
ἉγιαΝάπα, Α´
Καὶ βλέπεις τὸ φῶς τοῦ ἥλιου καθὼς ἔλεγαν οἱ παλαιοί.
Ὡστόσο νόμιζα πὼς ἔβλεπα τόσα χρόνια
περπατώντας ἀνάμεσα στὰ βουνὰ καὶ στὴ θάλασσα
συντυχαίνοντας ἀνθρώπους μὲ τέλειες πανοπλίες...
παράξενο, δὲν πρόσεχα πὼς ἔβλεπα μόνο τὴ φωνή τους.
Εἴταν τὸ αἷμα ποὺ τοὺς ἀνάγκαζε νὰ μιλοῦν, τὸ κριάρι
ποὺ ἔσφαζα κι ἔστρωνα στὰ πόδια τους...
μὰ δὲν εἴταν τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ κόκκινο χαλί.
Ὅ,τι μου λέγαν ἔπρεπε νὰ τὸ ψηλαφήσω
ὅπως ὅταν σὲ κρύψουν κυνηγημένο νύχτα σὲ στάβλο
ἢ φτάσεις τέλος τὸ κορμὶ βαθύκολπης γυναίκας
κι εἶναι γεμάτη ἡ κάμαρα πνιγερὲς μυρωδιές...
ὅ, τι μοῦ λέγαν δορὰ καὶ μετάξι.
Παράξενο, τὸ βλέπω ἐδῶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου... τὸ χρυσὸ δίχτυ
ὅπου τὰ πράγματα σπαρταροῦν σὰν τὰ ψάρια
ποὺ ἕνας μεγάλος ἄγγελος τραβᾶ
μαζὶ μὲ τὰ δίχτυα τῶν ψαράδων.
Ἐπικαλέω τοι τὴν Θεόν...
Λάδι στὰ μέλη,
ἴσως ταγγὴ μυρωδιὰ
ὅπως ἐδῶ στὸ λιόμυλο
τῆς μικρῆς ἐκκλησιᾶς
στοὺς χοντροὺς πόρους
τῆς σταματημένης πέτρας.
Λάδι στὴν κόμη
στεφανωμένη μὲ σχοινί,
ἴσως καὶ ἄλλα ἀρώματα
ποὺ δὲ γνωρίσαμε
φτωχὰ καὶ πλούσια
κι ἀγαλματάκια στὰ δάχτυλα
προσφέρνοντας μικροὺς μαστούς.
Λάδι στὸν ἥλιο
τρόμαξαν τὰ φύλλα
στοῦ ξένου τὸ σταμάτημα
καὶ βάρυνε ἡ σιγὴ
ἀνάμεσα στὰ γόνατα.
Ἔπεσαν τὰ νομίσματα
«Ἐπικαλέω τοι τὸν Θεόν...»
Λάδι στοὺς ὤμους
καὶ στὴ μέση ποὺ λύγισε
γρίβα σφυρὰ στὴ χλόη,
κι αὐτὴ ἡ πληγὴ στὸν ἥλιο
καθὼς σημαῖναν τὸν ἑσπερινὸ
καθὼς μιλοῦσα στὸν αὐλόγυρο
μ᾿ ἕνα σακάτη.
ΑΓΙΑΝΑΠΑ, Β´
Ἄνοιξη 1156
Στίχοι γιὰ μουσική
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
τρελὸς ὁ ἀγέρας ἔπαιζε
μὲ τὰ πουλιὰ μὲ τὰ κλωνιὰ
καὶ δὲ μᾶς ἔκραινε.
Ὥρα καλή σου ἀγέρα τῆς ψυχῆς
ἀνοίξαμε τὸν κόρφο μας
ἔλα νὰ μπεῖς ἔλα νὰ πιεῖς
ἀπὸ τὸν πόθο μας.
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
ὁ ἀγέρας σηκώθη κι ἔφυγε
κατὰ τὰ κάστρα τοῦ βοριὰ
καὶ δὲ μᾶς ἄγγιξε.
Θυμάρι μου καὶ δεντρολιβανιά,
δέσε γερὰ τὸ στῆθος σου
καὶ βρὲς σπηλιὰ καὶ βρὲς μονιὰ
κρύψε τὸ λύχνο σου.
Δὲν εἶναι ἀγέρας τοῦτος τοῦ Βαγιοῦ
δὲν εἶναι τῆς Ἀνάστασης
μὰ εἶναι τῆς φωτιᾶς καὶ τοῦ καπνοῦ
τῆς ζωῆς τῆς ἄχαρης.
Κάτω ἀπ᾿ τὴ γέρικη συκομουριὰ
στεγνὸς ὁ ἀγέρας γύρισε
ὀσμίζουνταν παντοῦ φλουριὰ
καὶ μᾶς ἐπούλησε.
ΜΝΗΜΗ Α´
καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι
Κι ἐγὼ στὰ χέρια μου μόνο μ᾿ ἕνα καλάμι
εἴταν ἔρημη ἡ νύχτα τὸ φεγγάρι στὴ χάση
καὶ μύριζε τὸ χῶμα ἀπὸ τὴν τελευταία βροχή.
Ψιθύρισα ἡ μνήμη ὅπου καὶ νὰ τὴν ἀγγίξεις πονεῖ.
ὁ οὐρανὸς εἶναι λίγος, θάλασσα δὲν ὑπάρχει,
ὅ, τι σκοτώνουν τὴν μέρα τ᾿ ἀδειάζουν μὲ κάρα πίσω ἀπ᾿ τὴ ράχη.
Τὰ δάχτυλά μου παίζανε ξεχασμένα μ᾿ αὐτὴ τὴ φλογέρα
ποὺ μοῦ χάρισε ἕνας γέροντας βοσκὸς ἐπειδὴ τοῦ εἶπα καλησπέρα
οἱ ἄλλοι ξέγραψαν κάθε χαιρετισμὸ
ξυπνοῦν, ξυρίζουνται κι ἀρχίζουν μεροκάματο τὸ σκοτωμό,
ὅπως κλαδεύεις ἢ χειρουργεῖς, μεθοδικά, χωρὶς πάθος
ὁ πόνος νεκρὸς σὰν τὸν Πάτροκλο καὶ κανεὶς δὲν κάνει λάθος.
Συλλογίστηκα νὰ φυσήξω ἕνα σκοπὸ κι ἔπειτα ντράπηκα τὸν ἄλλο κόσμο
αὐτὸν ποὺ μὲ βλέπει πέρ᾿ ἀπ᾿ τὴ νύχτα μὲς ἀπ᾿ τὸ φῶς μου
ποὺ ὑφαίνουν τὰ κορμιὰ ζωντανά, οἱ καρδιὲς γυμνὲς
κι ἡ ἀγάπη ποὺ ἀνήκει καὶ στὶς Σεμνὲς
καθὼς καὶ στὸν ἄνθρωπο καὶ στὴν πέτρα καὶ στὸ νερὸ καὶ στὸ χορτάρι
καὶ στὸ ζῶο ποὺ κοιτάει κατάματα τὸ θάνατο ποὺ ἔρχεται νὰ τὸ πάρει.
Ἔτσι προχώρησα στὸ σκοτεινὸ μονοπάτι
κι ἔστριψα στὸ περβόλι μου κι ἔσκαψα κι ἔθαψα τὸ καλάμι
καὶ πάλι ψιθύρισα θὰ γίνει ἀνάσταση μίαν αὐγή,
πὼς λάμπουν τὴν ἄνοιξη τὰ δέντρα θὰ ροδαμίσει τοῦ ὄρθρου ἡ μαρμαρυγή,
θὰ ξαναγίνει πέλαγο καὶ πάλι τὸ κύμα θὰ τινάξει τὴν Ἀφροδίτη
εἴμαστε ὁ σπόρος ποὺ πεθαίνει.
Καὶ μπῆκα στ᾿ ἀδειανό μου τὸ σπίτι.
Ψυχαμοιβός
Τετράδιο Γυμνασμάτων
Τετράδιο Γυμνασμάτων (1928-1937) Βig Image
(Ἀθήνα, Μάρτης 1940. 356 ἀντίτυπα ἀριθμημένα. Τυπογραφεῖο
Στεφ. Ν. Ταρουσόπουλου. Δημοσιεύτηκαν προηγουμένως σὲ περιοδικά).
* ΔΟΣΜΕΝΑ
***** Γράμμα τοῦ Μαθιοῦ Πασχάλη
***** ΠΑΝΤΟΥΜ Α´ Τίτλος Μία νύχτα στὴν ἀκρογιαλιά
(Α´ δημοσίευση 1932)
***** Λεωφόρος Συγγροῦ (Α´ δημοσίευση 1930)
***** Πάνω σ᾿ ἕναν ξερὸ στίχο (Α´ δημοσίευση 1932)
***** Δεκαέξι Χάι-Κάι
***** ΤΟΥΤΟ ΤΟ ΣΩΜΑ
***** ΦΥΓΗ
***** Περιγραφὴ
***** ΣΙΡΟΚΟ 7 ΛΕΒΑΝΤΕ
***** ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ. Σ.
***** Ὁ γέρος
* Ὁ κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ
ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. ΣΤΡΑΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ
***** Hampstead
***** Ψυχολογία
***** Ὅλα περνοῦν
***** Οἱ φωτιὲς τοῦ Ἅη Γιάννη
***** ΝΙΖΙΝΣΚΥ
* Ὁ κ. ΣΤΡΑΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΣ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
(Α´ δημοσίευση 1937)
***** 1
***** Παιδὶ
***** Ἔφηβος
***** Παληκάρι
***** Ἄντρας
* ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ
***** Δευτέρα
***** Πέμπτη
***** Παρασκευὴ
***** Σάββατο
***** Κυριακὴ
* ΣΧΕΔΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
***** (Α´ δημοσίευση 1937)
***** Ἕνας λόγος γιὰ τὸ καλοκαίρι
***** ΕΠΙΦΑΝΙΑ, 1937
***** Raven
***** Ἄνθη τῆς πέτρας
***** Τὸ ζεστὸ νερὸ
***** Ἐπιτύμβιο
***** Ἀνάμεσα σὲ δυὸ πικρὲς στιγμὲς
***** Μέσα στὶς θαλασσινὲς σπηλιὲς
***** Πάψε πιὰ νὰ γυρεύεις
Γράμμα τοῦ Μαθιοῦ Πασκάλη
Οἱ οὐρανοξύστες τῆς Νέας Ὑόρκης δὲ θὰ γνωρίσουν ποτὲ τὴ δροσούλα ποὺ κατεβαίνει
στὴν Κηφισιά
μὰ οἱ δυὸ καμινάδες ποὺ μ᾿ ἄρεσαν στὴν ξενιτιὰ πίσω ἀπ᾿ τὰ κέδρα, γυρίζουν πάλι
σὰ βλέπω τὰ
δυὸ κυπαρίσσια πάνω ἀπὸ τὴ γνώριμή σου τὴν ἐκκλησία
ποὺ ἔχει τοὺς κολασμένους ζωγραφιστοὺς νὰ τυραννιοῦνται μὲς στὴ φωτιὰ καὶ στὴν ἀθάλη.
Βερίνα μᾶς ἐρήμωσε ἡ ζωὴ κι οἱ ἀττικοὶ οὐρανοὶ κι οἱ διανοούμενοι ποὺ σκαρφαλώνουν
στὸ ἴδιο
τους κεφάλι
καὶ τὰ τοπία ποὺ κατάντησαν νὰ παίρνουν πόζες ἀπὸ τὴν ξεραΐλα κι ἀπὸ τὴν πεῖνα
σὰν τοὺς νέους ποὺ ξόδεψαν ὅλη τους τὴν ψυχὴ γιὰ νὰ φορέσουν ἕνα μονογυάλι
σὰν τὶς κοπέλες ἡλιοτρόπια ρουφώντας τὴν κορφή τους γιὰ νὰ γίνουν κρίνα.
Παντούμ
Τ᾿ ἀστέρια κρατοῦν ἕναν κόσμο δικό τους
στὸ πέλαγο σέρνουν φωτιὲς τὰ καράβια
ψυχή μου λυτρώσου ἀπ᾿ τὸν κρίκο τοῦ σκότους
πικρή, φλογισμένη ποὺ δέεσαι μὲ εὐλάβεια.
Στὸ πέλαγο σέρνουν φωτιὲς τὰ καράβια
ἡ νύχτα στενεύει καὶ στέκει σὰν ξένη
πικρή, φλογισμένη ποὺ δέεσαι μὲ εὐλάβεια
ψυχή μου γνωρίζεις ποιὸς νόμος σὲ δένει.
Ἡ νύχτα στενεύει καὶ στέκει σὰν ξένη
στὸ μαῦρο μετάξι τὰ φῶτα ἔχουν σβήσει
ψυχή μου γνωρίζεις ποιὸς νόμος σὲ δένει
καὶ τί θὰ σοῦ μείνει καὶ τί θὰ σ᾿ ἀφήσει.
Στὸ μαῦρο μετάξι τὰ φῶτα ἔχουν σβήσει
ἀκούγουνται μόνο τοῦ χρόνου τὰ σεῖστρα
καὶ τί θὰ σοῦ μείνει καὶ τί θὰ σ᾿ ἀφήσει
ἂν τύχει κι ἀστράψει βουβὴ πολεμίστρα.
Ἀκούγονται μόνο τοῦ χρόνου τὰ σεῖστρα
μετάλλινη στήλη στοῦ πόνου τὴν ἄκρη
ἂν τύχει κι ἀστράψει ἡ βουβὴ πολεμίστρα
οὔτε ὄνειρο θά ῾βρεις νὰ δώσει ἕνα δάκρυ.
Μετάλλινη στήλη στοῦ πόνου τὴν ἄκρη
ψηλώνει ἡ στιγμὴ σὰ μετέωρο λεπίδι
οὔτε ὄνειρο θά ῾βρεις νὰ δώσει ἕνα δάκρυ
στὸ πλῆθος σου τὸ ἄυλο ποὺ σφίγγει σὰ φίδι.
Ψηλώνει ἡ στιγμὴ σὰ μετέωρο λεπίδι
σὰν τί νὰ προσμένει νὰ πέσει ἡ γαλήνη;
στὸ πλῆθος σου τὸ ἄϋλο ποὺ σφίγγει σὰν φίδι
δὲν εἶναι ὁ οὐρανὸς μηδὲ ἀγγέλου εὐφροσύνη.
Σὰν τί νὰ προσμένει νὰ πέσει ἡ γαλήνη;
Σ᾿ ἀνθρώπους κλειστοὺς ποὺ μετροῦν τὸν καημό τους
δὲν εἶναι οὐρανὸς μηδὲ ἀγγέλου εὐφροσύνη
τ᾿ ἀστέρια κρατοῦν ἕναν κόσμο δικό τους.
Σιρόκο 7 Λεβάντε
Στὸν Δ. Ι. Ἀντωνίου
Πράγματα ποὺ ἀλλάξαν τὴ μορφή μας
βαθύτερα ἀπ᾿ τὴ σκέψη καὶ περισσότερο
δικά μας ὅπως τὸ αἷμα καὶ περισσότερο
βυθίσανε στὴν κάψα τοῦ μεσημεριοῦ
πίσω ἀπὸ τὰ κατάρτια
Μέσα στὶς ἁλυσίδες καὶ στὶς προσταγὲς
κανεὶς δὲ θυμᾶται
Οἱ ἄλλες μέρες οἱ ἄλλες νύχτες
σώματα, πόνος καὶ ἡδονὴ
ἡ πίκρα τῆς ἀνθρώπινης γύμνιας κομματιασμένη
πιὸ χαμηλὴ κι ἀπὸ τὶς πιπεριὲς σὲ σκονισμένους δρόμους
καὶ τόσες γοητεῖες καὶ τόσα σύμβολα
στὸ τελευταῖο κλωνάρι
στὸν ἴσκιο τοῦ μεγάλου καραβιοῦ
ἴσκιος ἡ μνήμη.
Τὰ χέρια ποὺ μᾶς ἄγγιξαν δὲ μᾶς ἀνήκουν, μόνο
βαθύτερα, ὅταν σκοτεινιάζουν τὰ τριαντάφυλλα
ἕνας ρυθμὸς στὸν ἴσκιο τοῦ βουνοῦ, τριζόνια
νοτίζει τὴ σιωπή μας μὲς στὴ νύχτα
γυρεύοντας τὸν ὕπνο τοῦ πελάγου
γλιστρώντας πρὸς τὸν ὕπνο τοῦ πελάγου.
Στὸν ἴσκιο τοῦ μεγάλου καραβιοῦ
τὴν ὥρα ποὺ σφύριξε ὁ ἐργάτης
ἄφησα τὴ στοργὴ στοὺς ἀργυραμοιβούς.
Πήλιο, 19 Αὐγούστου 1935
Μὲ τὸν τρόπο τοῦ Γ. Σ.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
Στὸ Πήλιο μέσα στὶς καστανιὲς τὸ πουκάμισο τοῦ Κενταύρου
γλιστροῦσε μέσα στὰ φύλλα γιὰ νὰ τυλιχτεῖ στὸ κορμί μου
καθὼς ἀνέβαινα τὴν ἀνηφόρα κι ἡ θάλασσα μ᾿ ἀκολουθοῦσε
ἀνεβαίνοντας κι αὐτὴ σὰν τὸν ὑδράργυρο θερμομέτρου
ὡς ποὺ νὰ βροῦμε τὰ νερὰ τοῦ βουνοῦ.
Στὴ Σαντορίνη ἀγγίζοντας νησιὰ ποὺ βουλιάζαν
ἀκούγοντας νὰ παίζει ἕνα σουραύλι κάπου στὶς ἀλαφρόπετρες
μοῦ κάρφωσε τὸ χέρι στὴν κουπαστὴ
μιὰ σαΐτα τιναγμένη ξαφνικὰ
ἀπὸ τὰ πέρατα μιᾶς νιότης βασιλεμένης.
Στὶς Μυκῆνες σήκωσα τὶς μεγάλες πέτρες καὶ τοὺς θησαυροὺς τῶν Ἀτρειδῶν
καὶ πλάγιασα μαζί τους στὸ ξενοδοχεῖο τῆς «Ὡραίας Ἑλένης τοῦ Μενελάου»
χάθηκαν μόνο τὴν αὐγὴ ποὺ λάλησε ἡ Κασσάντρα
μ᾿ ἕναν κόκορα κρεμασμένο στὸ μαῦρο λαιμό της.
Στὶς Σπέτσες στὸν Πόρο καὶ στὴ Μύκονο
μὲ χτίκιασαν οἱ βαρκαρόλες.
Τί θέλουν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ λένε
πὼς βρίσκουνται στὴν Ἀθήνα ἢ στὸν Πειραιά;
Ὁ ἕνας ἔρχεται ἀπὸ Σαλαμίνα καὶ ρωτάει τὸν ἄλλο μήπως
«ἔρχεται ἐξ Ὁμονοίας»
«Ὄχι ἔρχομαι ἐκ Συντάγματος» ἀπαντᾶ κι εἶν᾿ εὐχαριστημένος
«βρῆκα τὸ Γιάννη καὶ μὲ κέρασε ἕνα παγωτό».
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει
δὲν ξέρουμε τὴν πίκρα τοῦ λιμανιοῦ σὰν ταξιδεύουν ὅλα τὰ καράβια
περιγελᾶμε ἐκείνους ποὺ τὴ νιώθουν.
Παράξενος κόσμος ποὺ λέει πὼς βρίσκεται στὴν Ἀττικὴ
καὶ δὲ βρίσκεται πουθενὰ
ἀγοράζουν κουφέτα γιὰ νὰ παντρευτοῦνε
κρατοῦν «σωσίτριχα» φωτογραφίζουνται
ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἶδα σήμερα καθισμένος σ᾿ ἕνα φόντο μὲ πιτσούνια καὶ μὲ λουλούδια
δέχουνταν τὸ χέρι τοῦ γέρο φωτογράφου νὰ τοῦ στρώνει τὶς ρυτίδες
ποὺ εἶχαν ἀφήσει στὸ πρόσωπό του
ὅλα τὰ πετεινὰ τ᾿ οὐρανοῦ.
Στὸ μεταξὺ ἡ Ἑλλάδα ταξιδεύει ὁλοένα ταξιδεύει
κι ἂν
«ὁρῶμεν ἀνθοῦν πέλαγος Αἰγαῖον νεκροῖς»
εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ θέλησαν νὰ πιάσουν τὸ μεγάλο καράβι μὲ τὸ κολύμπι
ἐκεῖνοι ποὺ βαρέθηκαν νὰ περιμένουν τὰ καράβια ποὺ δὲν μποροῦν νὰ κινήσουν
τὴν
ΕΛΣΗ τὴ
ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τὸν
ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.
Σφυρίζουν τὰ καράβια τώρα ποὺ βραδιάζει στὸν Πειραιὰ
σφυρίζουν ὁλοένα σφυρίζουν μὰ δὲν κουνιέται κανένας ἀργάτης
καμμιὰ ἁλυσίδα δὲν ἔλαμψε βρεμένη στὸ στερνὸ φῶς ποὺ βασιλεύει
ὁ καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μὲς στ᾿ ἄσπρα καὶ στὰ χρυσά.
Ὅπου καὶ νὰ ταξιδέψω ἡ Ἑλλάδα μὲ πληγώνει
παραπετάσματα βουνῶν ἀρχιπέλαγα γυμνοὶ γρανίτες...
τὸ καράβι ποὺ ταξιδεύει τὸ λένε ΑΓΩΝΙΑ 937.
Α/Π Αὐλίς, περιμένοντας νὰ ξεκινήσει Καλοκαίρι 1936
Νιζίνσκι
Παρουσιάστηκε καθὼς κοίταζα στὸ τζάκι μου τ᾿ ἀναμμένα κάρβουνα.
Κρατοῦσε στὰ χέρια ἕνα μεγάλο κουτὶ κόκκινα σπίρτα. Μοῦ τὄ ῾δειξε σὰν τοὺς ταχυδακτυλουργοὺς
ποὺ βγάζουν ἀπὸ τὴ μύτη τοῦ διπλανοῦ μας ἕνα ἀβγό. Τράβηξε ἕνα σπίρτο, ἔβαλε φωτιὰ
στὸ κουτί, χάθηκε πίσω ἀπὸ μία πελώρια φλόγα, κι ὕστερα στάθηκε μπροστά μου.
Θυμᾶμαι τὸ βυσσυνί του χαμόγελο καὶ τὰ γυαλένια του μάτια. Ἕνα ὀργανέτο στὸ δρόμα
χτυποῦσε ὁλοένα τὴν ἴδα νότα. Δὲν ξέρω νὰ πῶ τί φοροῦσε. Μ᾿ ἔκανε νὰ συλλογιέμαι
ἐπίμονα ἕνα πορφυρὸ κυπαρίσσι. Σιγὰ σιγὰ τὰ χέρια του ἄρχισαν νὰ ξεχωρίζουν ἀπὸ
τὸ τεντωμένο του κορμὶ σὲ σταυρό. Ἀπὸ ποῦ μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θὰ ῾λεγες πὼς
τὰ εἶχε κρυμμένα κάτω ἀπὸ τὶς φτεροῦγες του.
Πετοῦσαν ἀδέξια, παλαβά, μὲ ὁρμὴ -χτυποῦσαν πάνω στοὺς τοίχους τῆς στενῆς κάμαρας,
πάνω στὰ τζάμια, καὶ στρώνανε τὸ πάτωμα σὰ χτυπημένα. Ἔνιωθα στὰ πόδια ἕνα ζεστὸ
στρῶμα ἀπὸ πούπουλα καὶ σφυγμοὺς νὰ φουσκώνει.
Τὸν κοίταζα μὲ μία παράξενη θέρμη ποὺ κυρίευε τὸ κορμί μου σὰν κυκλοφορία. Ὅταν
τέλειωσε νὰ ὑψώνει τὰ χέρια, ὅταν οἱ παλάμες του ἄγγιξαν ἡ μιὰ τὴν ἄλλη, ἔκανε ἕνα
ξαφνικὸ πήδημα, σὰ νὰ εἶχε σπάσει τὸ ἐλατήριο τοῦ ρολογιοῦ μπροστά μου. Χτύπησε
στὸ ταβάνι ποὺ ἤχησε μονοκόμματα μ᾿ ἕναν ἦχο κυμβάλου, τέντωσε τὸ δεξί του χέρι,
ἔπιασε τὸ σύρμα τῆς λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, ἀφέθηκε, κι ἄρχισε νὰ γράφει μέσα
στὸ σκοτεινὸ φῶς, μὲ τὸ κορμί του τὸν ἀριθμὸ 8.
Τὸ θέαμα αὐτὸ μὲ ζάλισε καὶ σκέπασα μὲ τὰ δυό μου χέρια τὸ πρόσωπό μου. Ἕσφιγγα
τὸ σκοτάδι πάνω στὰ βλέφαρά μου, ἀκούγοντας τὸ ὀργανέτο ποὺ ἐξακολουθοῦσε ἀκόμη
στὴν ἴδια νότα κι ἔπειτα σταμάτησε ἀπότομα. Ἕνας ξαφνικὸς ἀέρας μὲ χτύπησε, παγωμένος.
Ἔνιωσα τὰ πόδια μου ξυλιασμένα. Ἄκουσα ἀκόμη ἕνα χαμηλὸ καὶ βελουδένιο ἦχο φλογέρας,
κι ἀμέσως ἔπειτα, ἕνα στρωτὸ καὶ παχὺ πλατάγισμα. Ἄνοιξα τὰ μάτια. Τὸν εἶδα πάλι
νὰ πατᾶ μὲ τὰ νύχια σὲ μιὰ κρουσταλλλένια σφαίρα, στὴ μέση της κάμαρας, κρατώντας
στὸ στόμα ἕνα ἀλλόκοτο πράσινο σουραύλι, ποὺ τὸ κυβερνοῦσαν τὰ δάχτυλά του, σὰ νὰ
εἴταν ἑφτὰ χιλιάδες. Τὰ πουλιὰ τώρα ξαναζωντάνευαν μὲ μία ἐξωφρενικὴ τάξη, ὑψωνόντουσαν,
σμίγανε, σχηματίζανε μία χοντρὴ συνοδεία ποὺ θὰ μποροῦσες νὰ τὴν ἀγκαλιάσεις, καὶ
βγαίναν πρὸς τὴν νύχτα, ἀπὸ τὸ παράθυρο ποὺ δὲν ξέρω πῶς, βρέθηκε ἀνοιχτό.
Ὅταν δὲν ἀπόμεινε πιὰ οὔτε μισὴ φτερούγα, ἐκτὸς ἀπὸ μία πνιγερὴ μυρωδιὰ κυνηγιοῦ,
ἀποφάσισα νὰ τὸν κοιτάξω κατὰ πρόσωπο. Πρόσωπο δὲν ὑπῆρχε- πάνω ἀπὸ τὸ πορφυρὸ κορμί,
θἄ῾λεγες ἀκέφαλο, καμάρωνε μία μαλαματένια προσωπίδα, ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ βρέθηκαν στοὺς
μηκυναϊκοὺς τάφους, μ᾿ ἕνα μυτερὸ γένι ποὺ ἄγγιζε τὴν τραχηλιά. Προσπάθησα νὰ σηκωθῶ.
Δὲν εἶχα κάνει τὴν πρώτη κίνηση, κι ἕνας κατακλυσμιαῖος ἦχος, σὰν νὰ εἶχαν σωριαστεῖ
μία στίβα τάσια σὲ νεκρώσιμο ἐμβατήριο μὲ κάρφωσε στὴ θέση μου.
Εἶταν ἡ προσωπίδα. Τὸ πρόσωπό του φανερώθηκε πάλι, ὅπως τὸ εἶδα στὴν ἀρχή, τὰ
μάτια, τὸ χαμόγελο καὶ κάτι ποὺ τώρα παρατηροῦσα γιὰ πρώτη φορά: τὸ λευκὸ δέρμα
τεντωμένο ἀπὸ δυὸ κατάμαυρα τσουλούφια ποὺ τὸ δάγκωναν μπροστὰ στ᾿ αὐτί. Δοκίμασε
νὰ πηδήξει, μὰ δὲν εἶχε πιὰ τὴν εὐκινησία του τὴν πρώτη. Θαρρῶ μάλιστα πὼς σκόνταψε
σ᾿ ἕνα βιβλίο πεσμένο κατὰ τύχη καὶ γονάτισε μὲ τὸ ἕνα γόνατο. Μποροῦσα τώρα νὰ
τὸν κοιτάξω μὲ προσοχή. Ἔβλεπα τοὺς πόρους στὸ δέρμα του νὰ βγάζουν ψιλὲς στάλες
ἱδρώτα. Κάτι σὰ λαχάνιασμα μὲ βάραινε. Προσπάθησα νὰ ἐξηγήσω γιατί τὰ μάτια του
μοῦ εἶχαν φανεῖ τόσο περίεργα. Τἄ῾κλεισε. Ἔκανε νὰ σηκωθεῖ, μὰ θὰ εἴταν τρομερὰ
δύσκολο, γιατὶ φαινόταν ν᾿ ἀγωνίζεται νὰ μαζέψει ὅλη του τὴ δύναμη, χωρὶς νὰ μπορεῖ
νὰ καταφέρει τίποτε. Ἀπεναντίας γονάτισε καὶ μὲ τὸ ἄλλο γόνατο. Ἔβλεπα τὸ ἄσπρο
δέρμα τρομερὰ χλομό, πρὸς ἕνα κίτρινο φιλντισί, καὶ τὰ μαῦρα μαλλιὰ σὰ πεθαμένα.
Μολονότι βρισκόμουνα μπροστὰ σὲ μιὰν ἀγωνία, εἶχα τὸ συναίσθημα πὼς εἴμουν καλύτερα,
πὼς εἶχα κάτι νικήσει. Δὲν πρόφταξα νὰ ἀνασάνω καὶ τὸν εἶδα, ὁλότελα πεσμένω χάμω,
νὰ βυθίζεται μέσα σὲ μιὰ πράσινη παγόδα ποὺ εἶναι ζωγραφισμένη στὸ χαλί μου.
Ὁ κ. Στρατὴς Θαλασσινὸς
περιγράφει ἕναν ἄνθρωπο
1
Μὰ τί ἔχει αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος;
Ὅλο τὸ ἀπόγευμα (χτὲς προχτὲς καὶ σήμερα) κάθεται
μὲ τὰ μάτια καρφωμένα σὲ μία φλόγα
σκόνταψε πάνω μου τὸ βράδι καθὼς κατέβαινε τὴ σκάλα μου εἶπε:
«Τὸ κορμὶ πεθαίνει τὸ νερὸ θολώνει ἡ ψυχὴ διστάζει
κι ὁ ἀγέρας ξεχνάει ὅλο ξεχνάει
μὰ ἡ φλόγα δὲν ἀλλάζει».
Μοῦ εἶπε ἀκόμη:
«Ξέρετε ἀγαπῶ μία γυναίκα ποὺ ἔφυγε ἴσως στὸν κάτω κόσμο
δὲν εἶναι γι᾿ αὐτὸ ποὺ φαίνομαι τόσο ἐρημωμένος
προσπαθῶ νὰ κρατηθῶ ἀπὸ μία φλόγα γιατὶ δὲν ἀλλάζει».
Ὕστερα μοῦ διηγήθηκε τὴν ἱστορία του.
Ἐπιφάνια, 1937
Τ᾿ ἀνθισμένο πέλαγο καὶ τὰ βουνὰ στὴ χάση τοῦ φεγγαριοῦ
ἡ μεγάλη πέτρα κοντὰ στὶς ἀραποσυκιὲς καὶ τ᾿ ἀσφοδίλια
τὸ σταμνὶ ποὺ δὲν ἤθελε νὰ στερέψει στὸ τέλος τῆς μέρας
καὶ τὸ κλειστὸ κρεβάτι κοντὰ στὰ κυπαρίσσια καὶ τὰ μαλλιά σου
χρυσά· τ᾿ ἄστρα τοῦ Κύκνου κι ἐκεῖνο τ᾿ ἄστρο ὁ Ἀλδεβαράν.
Κράτησα τὴ ζωή μου κράτησα τὴ ζωή μου ταξιδεύοντας
ἀνάμεσα στὰ κίτρινα δέντρα κατὰ τὸ πλάγιασμα τῆς βροχῆς
σὲ σιωπηλὲς πλαγιὲς φορτωμένες μὲ τὰ φύλλα τῆς ὀξιᾶς,
καμιὰ φωτιὰ στὴν κορυφή τους· βραδιάζει.
Κράτησα τὴ ζωή μου· στ᾿ ἀριστερό σου χέρι μία γραμμὴ
μιὰ χαρακιὰ στὸ γόνατό σου, τάχα νὰ ὑπάρχουν
στὴν ἄμμο τοῦ περασμένου καλοκαιριοῦ τάχα
νὰ μένουν ἐκεῖ ποὺ φύσηξε ὁ βοριὰς καθὼς ἀκούω
γύρω στὴν παγωμένη λίμνη τὴν ξένη φωνή.
Τὰ πρόσωπα ποὺ βλέπω δὲ ρωτοῦν μήτε ἡ γυναίκα
περπατώντας σκυφτὴ βυζαίνοντας τὸ παιδί της.
Ἀνεβαίνω τὰ βουνά· μελανιασμένες λαγκαδιές· ὁ χιονισμένος
κάμπος, ὡς πέρα ὁ χιονισμένος κάμπος, τίποτε δὲ ρωτοῦν
μήτε ὁ καιρὸς κλειστός σε βουβὰ ἐρμοκλήσια μήτε
τὰ χέρια ποὺ ἀπλώνουνται γιὰ νὰ γυρέψουν, κι οἱ δρόμοι.
Κράτησα τὴ ζωή μου ψιθυριστὰ μέσα στὴν ἀπέραντη σιωπὴ
δὲν ξέρω πιὰ νὰ μιλήσω μήτε νὰ συλλογισθῶ· ψίθυροι
σὰν τὴν ἀνάσα τοῦ κυπαρισσιοῦ τὴ νύχτα ἐκείνη
σὰν τὴν ἀνθρώπινη φωνὴ τῆς νυχτερινῆς θάλασσας στὰ χαλίκια
σὰν τὴν ἀνάμνηση τῆς φωνῆς σου λέγοντας «εὐτυχία».
Κλείνω τὰ μάτια γυρεύοντας τὸ μυστικὸ συναπάντημα τῶν νερῶν
κάτω ἀπ᾿ τὸν πάγο τὸ χαμογέλιο τῆς θάλασσας τὰ κλειστὰ πηγάδια
ψηλαφώντας μὲ τὶς δικές μου φλέβες τὶς φλέβες ἐκεῖνες ποὺ μοῦ ξεφεύγουν
ἐκεῖ ποὺ τελειώνουν τὰ νερολούλουδα κι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος
ποὺ βηματίζει τυφλὸς πάνω στὸ χιόνι τῆς σιωπῆς.
Κράτησα τὴ ζωή μου, μαζί του, γυρεύοντας τὸ νερὸ ποὺ σ᾿ ἀγγίζει
στάλες βαρειὲς πάνω στὰ πράσινα φύλλα, στὸ πρόσωπό σου
μέσα στὸν ἄδειο κῆπο, στάλες στὴν ἀκίνητη δεξαμενὴ
βρίσκοντας ἕναν κύκνο νεκρὸ μέσα στὰ κάτασπρα φτερά του,
δέντρα ζωντανὰ καὶ τὰ μάτια σου προσηλωμένα.
Ὁ δρόμος αὐτὸς δὲν τελειώνει δὲν ἔχει ἀλλαγή, ὅσο γυρεύεις
νὰ θυμηθεῖς τὰ παιδικά σου χρόνια, ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
ἐκείνους
ποὺ χάθηκαν μέσα στὸν ὕπνο τοὺς πελαγίσιους τάφους,
ὅσο ζητᾶς τὰ σώματα ποὺ ἀγάπησες νὰ σκύψουν
κάτω ἀπὸ τὰ σκληρὰ κλωνάρια τῶν πλατάνων ἐκεῖ
ποὺ στάθηκε μία ἀχτίδα τοῦ ἥλιου γυμνωμένη
καὶ σκίρτησε ἕνας σκύλος καὶ φτεροκόπησε ἡ καρδιά σου,
ὁ δρόμος δὲν ἔχει ἀλλαγή· κράτησα τὴ ζωή μου.
Τὸ χιόνι
καὶ τὸ νερὸ παγωμένο στὰ πατήματα τῶν ἀλόγων.
Παρασκευή
Ἀπὸ τότες πόσες φορὲς πέρασε μπροστὰ στὰ μάτια μου μιὰ γυναίκα, ποὺ τῆς ἀπόμειναν
μονάχα τὰ μαλλιά, τὰ μάτια, τὸ στῆθος καὶ τίποτε ἄλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στὸ
πέλαγο, κι ἀνάμεσό τους κυκλοφοροῦσε τὸ φρέσκο ἀεράκι, σὰ γαλάζιο αἷμα.
Τὸ Σῶμα
Τοῦτο τὸ σῶμα ποὺ ἔλπιζε σὰν τὸ κλωνὶ ν᾿ ἀνθίσει
καὶ νὰ καρπίσει καὶ στὴν παγωνιὰ νὰ γίνει αὐλὸς
ἡ φαντασία τὸ βύθισε σ᾿ ἕνα βουερὸ μελίσσι
γιὰ νὰ περνᾶ καὶ νὰ τὸ βασανίζει ὁ μουσικὸς καιρός.
Σαντορίνη Α´
Ἡ Θήρα γεωλογικῶς συνίσταται ἐξ ἐλαφρόπετρας καὶ πορσελάνης
ἐν τῷ κόλπῳ δὲ αὐτῆς...
ἐφάνησαν καὶ κατεβυθίσθησαν νῆσοι.
Ὑπῆρξε κέντρον ἀρχαιοτάτης θρησκείας
ἔνθα ἐτελοῦντο λυρικοὶ χοροὶ αὐστηροῦ καὶ βαρέος ρυθμοῦ
καλούμενοι γυμνοπαιδιαί.
(ὁδηγὸς τῆς Ἑλλάδος)
Σκύψε ἂν μπορεῖς στὴ θάλασσα τὴ σκοτεινὴ ξεχνώντας
τὸν ἦχο μιᾶς φλογέρας πάνω σὲ πόδια γυμνὰ
ποὺ πάτησαν τὸν ὕπνο σου στὴν ἄλλη ζωὴ βυθισμένη
Γράψε ἂν μπορεῖς στὸ τελευταῖο σου ὄστρακο
τὴ μέρα τ᾿ ὄνομα τὸν τόπο
καὶ ρίξε το στὴ θάλασσα γιὰ νὰ βουλιάξει
Βρεθήκαμε γυμνοὶ πάνω στὴν ἁλαφρόπετρα
κοιτάζοντας τὰ ἀναδυόμενα νησιὰ
κοιτάζοντας τὰ κόκκινα νησιὰ νὰ βυθίζουν
στὸν ὕπνο τους, τὸν ὕπνο μας
Ἐδῶ βρεθήκαμε γυμνοὶ κρατώντας
τὴ ζυγαριὰ ποὺ βάραινε κατὰ τὸ μέρος τῆς ἀδικίας.
Φτέρνα τῆς δύναμης θέληση ἀνίσκιωτη λογαριαμένη ἀγάπη
στὸν ἥλιο τοῦ μεσημεριοῦ σχέδια ποὺ ὡριμάζουν
δρόμος τῆς μοίρας μὲ τὸ χτύπημα τῆς νέας παλάμης στὴν ὠμοπλάτη
στὸν τόπο ποὺ σκορπίστηκε δὲν ἀντέχει
στὸν τόπο ποὺ ἦταν κάποτε δικός μας
βουλιάζουν τὰ νησιὰ σκουριὰ καὶ στάχτη.
Βωμοὶ γκρεμισμένοι
κι οἱ φίλοι ξεχασμένοι
φύλλα τῆς φοινικιᾶς στὴ λάσπη.
Ἄφησε τὰ χέρια σου ἂν μπορεῖς νὰ ταξιδέψουν
ἐδῶ στὴν κόχη τοῦ καιροῦ μὲ τὸ καράβι
ποὺ ἄγγιξε τὸν ὁρίζοντα.
Ὅταν ὁ κύβος χτύπησε τὴν πλάκα
ὅταν ἡ λόγχη χτύπησε τὸ θώρακα
ὅταν τὸ μάτι γνώρισε τὸν ξένο
καὶ στέγνωσε ἡ ἀγάπη μέσα σὲ τρύπιες ψυχὲς
ὅταν κοιτάζεις γύρω σου καὶ βρίσκεις
κύκλο τὰ πόδια θερισμένα
κύκλο τὰ χέρια πεθαμένα
κύκλο τὰ μάτια σκοτεινὰ ὅταν δὲ μένει πιὰ οὔτε νὰ διαλέξεις
τὸ θάνατο ποὺ γύρευες δικό σου
ἀκούγοντας μία κραυγὴ
ἀκόμη καὶ τοῦ λύκου τὴν κραυγή, τὸ δίκιο σου
ἄφησε τὰ χέρια σου ἂν μπορεῖς νὰ ταξιδέψουν
ξεκόλλησε ἀπ᾿ τὸν ἄπιστο καιρὸ καὶ βούλιαξε,
βουλιάζει ὅποιος σηκώνει τὶς μεγάλες πέτρες.
Ἑλένη
ΤΕΥΚΡΟΣ : ... ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ᾿ ἐθέσπισεν
οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικὸν
Σαλαμίνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας.
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΕΛΕΝΗ : Οὐκ ἦλθον ἐς γῆν Τρωάδ᾿, ἀλλ᾿ εἴδωλον ἣν
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
ΑΓΓΕΛΟΣ : Τί φῆς;
Νεφέλης ἀρ᾿ ἄλλως εἴχομεν πόνους πέρι;
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες.»
Ἀηδόνι ντροπαλό, μὲς στὸν ἀνασασμὸ τῶν φύλλων,
σὺ ποὺ δωρίζεις τὴ μουσικὴ δροσιὰ τοῦ δάσους
στὰ χωρισμένα σώματα καὶ στὶς ψυχὲς
αὐτῶν ποὺ ξέρουν πὼς δὲ θὰ γυρίσουν.
Τυφλὴ φωνὴ ποὺ ψηλαφεῖς μέσα στὴ νυχτωμένη μνήμη
βήματα καὶ χειρονομίες. Δὲ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ φιλήματα,
καὶ τὸ πικρὸ τρικύμισμα τῆς ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ᾿ ἀηδόνια δὲ σ᾿ ἀφήνουνε νὰ κοιμηθεῖς στὶς Πλάτρες».
Ποιὲς εἶναι οἱ Πλάτρες; Ποιὸς τὸ γνωρίζει τοῦτο τὸ νησί;
Ἔζησα τὴ ζωή μου ἀκούγοντας ὀνόματα πρωτάκουστα:
καινούργιους τόπους, καινούργιες τρέλες τῶν ἀνθρώπων
ἢ τῶν θεῶν.
Ἡ μοίρα μου ποὺ κυματίζει
ἀνάμεσα στὸ στερνὸ σπαθὶ ἑνὸς Αἴαντα
καὶ μίαν ἄλλη Σαλαμίνα
μ᾿ ἔφερε ἐδῶ σ᾿ αὐτὸ τὸ γυρογιάλι.
Τὸ φεγγάρι
βγῆκε ἀπ᾿ τὸ πέλαγο σὰν Ἀφροδίτη,
σκέπασε τὴν καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ, κι ὅλα τ᾿ ἀλλάζει.
Ποῦ εἶν᾿ ἡ ἀλήθεια;
Ἤμουν κι ἐγὼ στὸν πόλεμο τοξότης.
τὸ ριζικό μου ἑνὸς ἀνθρώπου ποὺ ξαστόχησε.
Ἀηδόνι ποιητάρη,
σὰν καὶ μία τέτοια νύχτα στ᾿ ἀκροθαλλάσι τοῦ Πρωτέα
σ᾿ ἄκουσαν σκλάβες Σπαρτιάτισσες κι ἔσυραν τὸ θρῆνο,
κι ἀνάμεσό τους - ποιὸς θὰ τὄ᾿ λέγε; - ἡ Ἑλένη!
... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ... ...
Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη
ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,
ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,
ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν
τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.
ἂν εἶναι ἀλήθεια
πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,
ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη
ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο
εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,
δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει
μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε
πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ
πῆγαν στὴν ἄβυσσο
γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.
Ἐπὶ Ἀσπαλάθων...
Εἶναι τὸ τελευταῖο ποίημα τοῦ Σεφέρη καὶ δημοσιεύτηκε στὸ
Βῆμα (23. 9. 71) τρεῖς μέρες μετὰ τὸ θάνατό του στὴν περίοδο τῆς δικτατορίας. Τὸ
ποίημα βασίζεται σὲ μία περικοπῆ τοῦ Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ. ἑ.) ποὺ ἀναφέρεται
στὴ μεταθανάτια τιμωρία τῶν ἀδίκων καὶ ἰδιαίτερα τοῦ Ἀρδιαίου. Ὁ Ἀρδιαῖος, τύραννος
σὲ μία πόλη, εἶχε σκοτώσει τὸν πατέρα του καὶ τὸν μεγαλύτερό του ἀδερφό του. Γι᾿
αὐτὸ καὶ ἡ τιμωρία του, καθὼς καὶ τῶν ἄλλων τυράννων, στὸν ἄλλο κόσμο στάθηκε φοβερή.
Ὅταν ἐξέτισαν τὴν καθιερωμένη ποινὴ ποὺ ἐπιβαλλόταν στοὺς ἀδίκους καὶ ἑτοιμαζόταν
νὰ βγοῦν στὸ φῶς, τὸ στόμιο δὲν τοὺς δεχόταν ἀλλὰ ἔβγαζε ἕνα μουγκρητό. «Τὴν ἴδια
ὥρα ἄντρες ἄγριοι καὶ ὅλο φωτιὰ ποὺ βρισκόταν ἐκεῖ καὶ ἤξεραν τί σημαίνει αὐτὸ τὸ
μουγκρητό, τὸν Ἀρδιαῖο καὶ μερικοὺς ἄλλους ἀφοῦ τοὺς ἔδεσαν τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια
καὶ τὸ κεφάλι, ἀφοῦ τοὺς ἔριξαν κάτω καὶ τοὺς ἔγδαραν, ἄρχισαν νὰ τοὺς σέρνουν ἔξω
ἀπὸ τὸ δρόμο καὶ νὰ τοὺς ξεσκίζουν ἐπάνω στ᾿ ἀσπαλάθια καὶ σὲ ὅλους ὅσοι περνοῦσαν
ἀπὸ ἐκεῖ ἐξηγοῦσαν τὶς αἰτίες ποὺ τὰ παθαίνουν αὐτὰ καὶ ἔλεγαν πὼς τοὺς πηγαίνουν
νὰ τοὺς ρίξουν στὰ Τάρταρα». (Πλ. Πολιτεία 616).
Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.
πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.
Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες
τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι
δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια
καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.
Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν
ἀκόμη...
Γαλήνη
-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;
Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ
τ᾿ αὐλάκια.
Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου
δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.
Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:
«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει
«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν
τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν
ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους
καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».
Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του
Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος
31 τοῦ Μάρτη 1971
Ὁ Στρατὴς ὁ θαλλασινὸς ἀνάμεσα στοὺς ἀγάπανθους
Δὲν ἔχει ἀσφοδίλια, μενεξέδες, μήτε ὑάκινθους-
πῶς νὰ μιλήσεις μὲ τοὺς πεθαμένους.
Οἱ πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τὴ γλώσσα τῶν λουλουδιῶν-
γι᾿ αὐτὸ σωπαίνουν
ταξιδεύουν καὶ σωπαίνουν, ὑπομένουν καὶ σωπαίνουν
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων.
Ἂν ἀρχίσω νὰ τραγουδῶ θὰ φωνάξω
κι ἂ φωνάξω-
Οἱ ἀγάπανθοι προστάζουν σιωπὴ
σηκώνοντας ἕνα χεράκι μαβιοῦ μωροῦ τῆς Ἀραβίας
ἢ ἀκόμη τὰ πατήματα μιᾶς χήνας στὸν ἀέρα.
Εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο, δέ μου φτάνουν οἱ ζωντανοὶ-
πρῶτα γιατὶ δὲ μιλοῦν, κι ὕστερα
γιατὶ πρέπει νὰ ρωτήσω τοὺς νεκροὺς
γιὰ νὰ μπορέσω νὰ προχωρήσω παρακάτω.
Ἀλλιῶς δὲ γίνεται, μόλις μὲ πάρει ὁ ὕπνος
οἱ σύντροφοι κόβουνε τοὺς ἀσημένιους σπάγκους
καὶ τὸ φλασκὶ τῶν ἀνέμων ἀδειάζει.
Τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει, τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει-
ξυπνῶ
σὰν τὸ χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στὰ χάσματα τῆς ἀστραπῆς,
κι ὁ ἀγέρας κι ὁ κατακλυσμὸς καὶ τ᾿ ἀνθρώπινα σώματα,
κι οἱ ἀγάπανθοι καρφωμένοι σὰν τὶς σαΐτες τῆς μοίρας
στὴν ἀξεδίψαστη γῆς
συγκλονισμένοι ἀπὸ σπασμωδικὰ νοήματα,
Θἄ῾λεγες εἶναι φορτωμένοι σ᾿ ἕνα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σὲ χαλασμένους δρόμους, σὲ παλιὰ καλντερίμια,
οἱ ἀγάπανθοι τ᾿ ἀσφοδίλια τῶν νέγρων:
Πῶς νὰ τὴ μάθω ἐτούτη τὴ Θρησκεία;
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη
ἔπειτα ἔρχεται τὸ αἷμα
κι ἡ δίψα γιὰ τὸ αἷμα
ποὺ τὴν κεντρίζει
τὸ σπέρμα τοῦ κορμιοῦ καθὼς τ᾿ ἁλάτι.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι τὸ μακρινὸ ταξίδι-
ἐκεῖνο τὸ σπίτι περιμένει
μ᾿ ἕνα γαλάζιο καπνὸ
μ᾿ ἕνα σκυλὶ γερασμένο
περιμένοντας γιὰ νὰ ξεψυχήσει τὸ γυρισμό.
Μὰ πρέπει νὰ μ᾿ ἀρμηνέψουν οἱ πεθαμένοι-
εἶναι οἱ ἀγάπανθοι ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀμίλητους,
ὅπως τὰ βάθη τῆς Θάλασσας ἢ τὸ νερὸ μὲς στὸ ποτήρι.
Κι οἱ σύντροφοι μένουν στὰ παλάτια τῆς Κίρκης-
ἀκριβέ μου Ἐλπήνωρ! Ἠλίθιε, φτωχέ μου Ἐλπήνωρ!
Ἤ, δὲν τοὺς βλέπεις;
-«Βοηθῆστε μας!»-
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη.
Τράνσβααλ, 14 Γενάρη ῾42
Σαλαμίνα τῆς Κύπρος
... Σαλαμίνα τε
τὰς νῦν ματρόπολις τῶνδ᾿
αἰτία στεναγμῶν.
ΠΕΡΣΑΙ
Κάποτε ὁ ἥλιος τοῦ μεσημεριοῦ, κάποτε φοῦχτες ἡ ψιλὴ
βροχὴ
καὶ τ᾿ ἀκρογιάλι γεμάτο Θρύψαλα παλιὰ πιθάρια.
Ἀσήμαντες οἱ κολόνες- μονάχα ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος
δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τὴ δύναμη τῆς πολύχρυσης
αὐτοκρατορίας.
Τὰ νέα κορμιὰ περάσαν ἀπ᾿ ἐδῶ, τὰ ἐρωτεμένα-
παλμοὶ στοὺς κόλπους, ρόδινα κοχύλια καὶ τὰ σφυρὰ
τρέχοντας ἄφοβα πάνω στὸ νερὸ
κι ἀγκάλες ἀνοιχτὲς γιὰ τὸ ζευγάρωμα τοῦ πόθου.
Κύριος ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν,
πάνω σ᾿ αὐτὸ τὸ πέρασμα.
Τότες ἄκουσα βήματα στὰ χαλίκια.
Δὲν εἶδα πρόσωπα- σὰ γύρισα εἶχαν φύγει.
Ὅμως βαριὰ ἡ φωνὴ σὰν τὸ περπάτημα καματεροῦ,
ἔμεινε ἐκεῖ στὶς φλέβες τ᾿ οὐρανοῦ στὸ κύλισμά της
θάλασσας
μέσα στὰ βότσαλα πάλι καὶ πάλι:
«Ἡ γῆς δὲν ἔχει κρικέλια
γιὰ νὰ τὴν πάρουν στὸν ὦμο καὶ νὰ φύγουν
μήτε μποροῦν, ὅσο κι ἂν εἶναι διψασμένοι
νὰ γλυκάνουν τὸ πέλαγο μὲ νερὸ μισὸ δράμι.
Καὶ τοῦτα τὰ κορμιὰ
πλασμένα ἀπὸ ἕνα χῶμα ποὺ δὲν ξέρουν,
ἔχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα γιὰ νὰ τὶς ἀλλάξουν,
δὲ θὰ μπορέσουν- μόνο θὰ τὶς ξεκάμουν
ἂν ξεγίνουνται οἱ ψυχές.
Δὲν ἀργεῖ νὰ καρπίσει τ᾿ ἀστάχυ
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
γιὰ νὰ φουσκώσει τῆς πίκρας τὸ προζύμι,
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
τὸ κακὸ γιὰ νὰ σηκώσει τὸ κεφάλι,
κι ὁ ἄρρωστος νοῦς ποὺ ἀδειάζει
δὲ χρειάζεται μακρὺ καιρὸ
γιὰ νὰ γεμίσει μὲ τὴν τρέλα,
νῆσος τίς ἐστι... «.
Φίλοι τοῦ ἄλλου πολέμου,
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη συννεφιασμένη ἀκρογιαλιὰ
σᾶς συλλογίζομαι καθὼς γυρίζει ἡ μέρα -
Ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν πολεμώντας κι ἐκεῖνοι ποὺ
ἔπεσαν χρόνια μετὰ τὴ μάχη-
ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὴν αὐγὴ μὲς ἀπ᾿ τὴν πάχνη
τοῦ Θανάτου
ἤ, μὲς στὴν ἄγρια μοναξιὰ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄστρα,
νιώσανε πάνω τους μαβιὰ μεγάλα
τὰ μάτια τῆς ὁλόκληρης καταστροφῆς-
κι ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχουνταν
ὅταν τὸ φλογισμένο ἀτσάλι πριόνιζε τὰ καράβια:
«Κύριε, βόηθα νὰ θυμόμαστε
πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ φονικὸ-
τὴν ἁρπαγὴ τὸ δόλο τὴν ἰδιοτέλεια,
τὸ στέγνωμα τῆς ἀγάπης-
Κύριε, βόηθα νὰ τὰ ξεριζώσουμε... ».
-Τώρα καλύτερα νὰ λησμονήσουμε πάνω σὲ τοῦτα τὰ
χαλίκια-
δὲ φελᾶ νὰ μιλᾶμε-
τὴ γνώμη τῶν δυνατῶν ποιὸς θὰ μπορέσει νὰ τὴ γυρίσει;
ποιὸς θὰ μπορέσει ν᾿ ἀκουστεῖ;
Καθένας χωριστὰ ὀνειρεύεται καὶ δὲν ἀκούει τὸ βραχνὰ
τῶν ἄλλων.
-Ναὶ- ὅμως ὁ μαντατοφόρος τρέχει
κι ὅσο μακρὺς κι ἂν εἶναι ὁ δρόμος του, θὰ φέρει
σ᾿ αὐτοὺς ποὺ γύρευαν ν᾿ ἁλυσοδέσουν τὸν Ἑλλήσποντο
τὸ φοβερὸ μήνυμα τῆς Σαλαμίνας.
Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων.
Νῆσος τίς ἐστι.
Σαλαμίνα, Κύπρoς, Νοέμβρης ῾53
Εισαγωγή Το
ποίημα είναι παρμένο από τη συλλογή «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ», που
εκδόθηκε το 1955. Αρχικός τίτλος της συλλογής «...Κύπρον ου μ’
θέσπισεν». Η φράση αυτή είναι παρμένη από την τραγωδία «Ελένη», του
Ευρυπίδη. Την προσφέρει ένας από τους ήρωες της τραγωδίας, ο Τεύκρος,
αδελφός του Αίαντα, που μετά την άλωση της Τροίας ο Απόλλων του όρισε να
πάει να εγκατασταθεί στην Κύπρο: «...ες γην εναλίαν Κύπρον, ου μ’
θέσπισεν οικείν Απόλλων ...» Τη φράση αυτή χρησιμοποιεί για λογαριασμό
του ο Σεφέρης, θέλοντας να δείξει πως του ήταν σαν από τη μοίρα γραμμένο
να γνωρίσει την Κύπρο και να την αισθανθεί σαν ένα θαύμα (μια ακόμη όψη
του ελληνικού θαύματος), όπως αναφέρει ο ίδιος σ’ ένα επεξηγηματικό
σημείωμα του στο τέλος της συλλογής: «Τα ποιήματα της συλλογής αυτής μου
δόθηκαν το φθινόπωρο του 53 όταν ταξίδεψα πρώτη φορά στην Κύπρο. Ήταν η
αποκάλυψη ενός κόσμου και ήταν ακόμη η εμπειρία ενός ανθρώπινου
δράματος, που όποιες και να’ ναι οι σκοπιμότητες της καθημερινής
συναλλαγής, μετρά και κρίνει την ανθρωπιά μας. Ξαναπήγα στο νησί το 54.
Αλλά και τώρα ακόμη που γράφω τούτο σ’ ένα πολύ παλιό αρχοντικό στα
Βαρώσια – ένα σπίτι που πάει να γίνει φυτό – μου φαίνεται πως όλα
κρυσταλλώθηκαν γύρω από τις πρώτες, τις νωπές αισθήσεις εκείνου του
αργοπορημένου φθινοπώρου. Η μόνη διαφορά είναι που έγινε από τότε
περισσότερο οικείος, περισσότερο ιδιωματικός. Και συλλογιζόμουν πως αν
έτυχε να βρω στην Κύπρο τόση χάρη, ίσως γιατί το νησί αυτό μου έδωσε
ό,τι είχε να μου δώσει σ’ ένα πλαίσιο αρκετά περιορισμένο για να μην
εξατμίζεται, όπως στις πρωτεύουσες του μεγάλου κόσμου, η κάθε αίσθηση
και αρκετά πλατύ για να χωρέσει το θαύμα. Είναι περίεργο να το λέει
κανείς σήμερα. Η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί
ακόμα».
Μέσα από το
ποίημα «Σαλαμίνα της Κύπρος» ο Σεφέρης κάνει πατριωτική ποίηση, όχι με
ρητορισμούς και δημοκοπίες, αλλά με το απλό μίλημα, με τους υπαινιγμούς –
με την κουβέντα – και με το χρησμοδοτικό λόγο, με το ύφος δηλαδή της
προφητείας που προμηνάει την τελική επικράτηση του δικαίου στην Κύπρο
και την απελευθέρωση του νησιού από τους Άγγλους κατακτητές.
Ο ποιητής
παραπέμπει στην τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσαι», παραθέτοντας κάτω από
τον τίτλο ένα χωρίο: Σαλαμίνα τε τας νυν ματρόπολις των δ’ αιτία
στεναγμών (και η Σαλαμίνα, που η μητρόπολη της σήμερα σ’ αυτούς τους
στεναγμούς μας έχει βάλει).
Ανάλυση Ποιήματος
Ενότητα 1(Στίχοι 1-4) Το σκηνικό
Επιγραφή από την τραγωδία του Αισχύλου «Πέρσαι».
(...Και τη Σαλαμίνα που η μητρόπολη της σήμερα σ’ αυτούς τους στεναγμούς μας έχει βάλει». (Μετάφραση Γρυπάρη)
Βρισκόμαστε σε
κάποιο ακρογιάλι. Πότε ήλιος, πότε ψιλή βροχή. Είναι φθινόπωρο
(Νοέμβριος 1953 τέλος ποιήματος). Γύρω τριγύρω θρύψαλα από παλιά
πιθάρια, κάποιες κολώνες, χωρίς σημασία πια έτσι όπως στέκονται χωρίς να
υποβαστάζουν κάτι ή γέρνουν στο έδαφος. Το τοπίο συμπληρώνεται μ’ ένα
εκκλησάκι, τον Άγιο Επιφάνιο που θυμίζει την ακμή μιας αυτοκρατορίας που
έχει πια χαθεί. Επειδή πρόκειται για βυζαντινό κτίσμα, ο νους μας πάει
οπωσδήποτε στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Το επίθετο όμως «πολύχρυση»
πλαταίνει την ιστορική αναφορά σε κάθε αυτοκρατορία που πέρασε απ’ εδώ.
Μυκηναϊκή, Περσική, Ρωμαϊκή, Βρετανική κ.λ.π. (Το στήσιμο των σκηνικών
είναι συνηθισμένη τεχνική στην ποίηση του Σεφέρη).
Ενότητα 2 (Στίχοι 5-15) Ο ποιητής
Στίχος 5: Με τη
λέξη εδώ ο ποιητής μπαίνει στη σκηνή. Το φανταζόμαστε να στέκεται εδώ
σ’ αυτό το ακρογιάλι και να περιφέρει εξεταστικά τη ματιά του οδηγώντας
μας κι εμάς μαζί του. Απ’ εδώ λοιπόν πέρασαν τα νέα κορμιά. Είναι ο
έρωτας, η ζωή, η έντονη αντίθεση με την προηγούμενη εικόνα των ερειπίων.
Το ρήμα «πέρασαν» μας σταματά. Πότε; Κάποτε σ’ένα μακρινό παρελθόν τότε
που αυτή η πολιτεία έσφυζε από ζωή ή τώρα μόλις, τώρα που στέκεται εκεί
ο ποιητής; Ίσως και τα δύο. Δηλαδή δεν αποκλείεται ο ποιητής στην
επίσκεψή του να είδε στα ερείπια την ίδια τη ζωή, συντροφιές νέων
ανθρώπων που απολάμβαναν τη θάλασσα, το ωραίο τοπίο κι η σκέψη του έτσι
να οδηγήθηκε στην αντίθεση. Ναι, ερείπια τριγύρω η ζωή συνεχίζεται. Η
ζωή δεν έσβησε σ’ αυτό τον τόπο και με τον ίδιο τρόπο θα συνεχιστεί.
Το «Κύριος επί
υδάτων πολλών» που ακολουθεί είναι από τον ψαλμόν 28ον ψαλμό, του οποίου
ο πρώτος στίχος «Φωνή Κυρίου επί των υδάτων» θα χρησιμοποιηθεί στο
τέλος του ποιήματος. Η σχέση του ψαλμού με τη Σαλαμίνα είναι εξωτερική
και εσωτερική. Εξωτερική: Ο Σεφέρης στο ημερολόγιο του γράφει για τον
Άγιο Επιφάνιο, τα ερείπια της Σαλαμίνας και παραθέτει και τρεις
επιγραφές που βρέθηκαν στη Σαλαμίνα παραπέμποντας σ’ ένα περιοδικό
αρχαιολογικό απ’ όπου άντλησε τις πληροφορίες για τις επιγραφές που
είχαν βρεθεί το 1933. Ανάμεσα στις επιγραφές ήταν κι ο ψαλμός. Σίγουρα
όμως πρέπει να υπάρχει και μια εσωτερική σύνδεση. Δηλαδή παίρνοντας
αφορμή από την επιγραφή της στέρνας και ενσωματώνοντας την μέσα στο
ποίημα φαίνεται να δηλώνει : «Ο Θεός βρίσκεται πάντα σ’ αυτό τον τόπο,
σ’ αυτό το πέρασμα. Ο Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, ο δημιουργός της ζωής,
αλλά και ο κύριος της Δικαιοσύνης που θα ταυτιστεί έτσι με το θεό του
Αισχύλου (Τραγωδία του Αισχύλου, Πέρσαι), τον τιμωρό της Ύβρης.
Μέσα σ’ αυτή τη
μυστηριακή ώρα, μέσα σ’ αυτό το βύθισμα στο οποίο οδήγησε τον ποιητή
παρελθόν και παρόν φυσικά έρχεται η εντύπωση πως κάποιος είναι πλάι του.
«Βήματα στα χαλίκια». Μα δεν είναι κανείς. Μονάχα μια ασώματη φωνή που
δεν είναι σίγουρα άλλη από την ενδιάθετη φωνή, από τη σκέψη του ποιητή,
τόσο έντονη ώστε να γεμίζει το χώρο. (Οι ασώματες κι απόκοσμες φωνές
είναι χαρακτηριστικό της Σεφερικής ποίησης).
Ενότητα 3 (Στίχοι 16-34) Η προφητική φωνή
Η ενότητα
αρχίζει μ’ ένα στίχο από το Μακρυγιάννη: «Η γης δεν έχει κρικέλια για να
την πάρουν στον ώμο και να φύγουν». Βέβαια το νόημα δεν επαναλαμβάνεται
αυτούσιο. Ο Μακρυγιάννης αναφέρει αυτή τη φράση στην εισαγωγή του
θέλοντας να τονίσει τη συλλογικότητα. Γράφει: «Ότι κρικέλια δεν έχει η
γης να την πάρει κανείς εις την πλάτη του, ούτε ο δυνατός, ούτε ο
αδύνατος κι όταν είναι ο καθείς αδύνατος εις ένα πράγμα και μόνος του
δεν μπορεί να πάρει το βάρος και παίρνει και τους άλλους και βοηθούν,
τότε να μη φαντάζεται να λέγει ο αίτιος εγώ, αλλά να λέγει εμείς».
Ο Σεφέρης
προσθέτοντας το «να φύγουν» δίνει ένα ελαφρώς διαφοροποιημένο νόημα. Ότι
οι ξένοι κατακτητές ό,τι και να κάνουν δεν μπορούν να πάρουν και τη γη
μαζί τους και να φύγουν. Οι κατακτητές έρχονται και παρέρχονται αλλά η
γη μας θα είναι πάντα εκεί.
Η συνέχεια
είναι επίσης από το Μακρυγιάννη, ο οποίος στο Α΄ κεφ. Του Β΄ βιβλίου των
Απομνημονευμάτων του, μιλώντας για τον Καποδίστρια γράφει: Ο κυβερνήτης
δε θέλει να ακούγει από τους Έλληνες σωτήρα και δεύτερον Θεόν τους,
θέλει να είναι δούλος μιας δύναμης, να της κάμει δούλεψη – να χύσει ένα
φλυντζάνι γλυκό νερό να γλυκάνει τη θάλασσα».
Στους στίχους
του Σεφέρη η ιδέα που προβάλλεται είναι: οι κατακτητές δεν μπορούν όποια
μέσα κι αν χρησιμοποιήσουν να ξεγελάσουν τη δίψα των κατακτημένων για
ελευθερία. Δεν μπορούν με τα λίγα πράγματα που τους παρέχουν, με κάποια
ίσως προνόμια, με κάποια καλοπιάσματα να τους δελεάσουν. Η λαχτάρα των
Κυπρίων για ελευθερία είναι μεγάλη και πλατιά σαν τη θάλασσα. Μπορεί να
τη σβήσει νερό μισό δράμι;
Στους επόμενους
στίχους «Και τούτα ... οι ψυχές», η έμφαση πέφτει στην αντίθεση
σώμα-ψυχή, ύλη-πνεύμα. Το σώμα υποφέρει, η ύλη φθείρεται, η ψυχή είναι
κάτι που ξεφεύγει απ’ την όποια προσπάθεια του κατακτητή να την αλλάξει ή
να την ξεκάμει. Τα σύνεργα είναι ασφαλώς τα μέσα που χρησιμοποίησαν
όλοι οι κατά καιρούς κατακτητές. Εξισλαμισμός, προνόμια, επέμβαση στο
έργο της παιδείας (ας θυμηθούμε τα αυστηρά, μέτρα των Άγγλων μετά τα
Οκτωβριανά). Μα η ψυχή, η εθνική συνείδηση δεν άλλαξε.
Ο στίχος
«πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν» παρουσιάζει κάποια ερμηνευτική
δυσκολία. Το υποκείμενο του ξέρουν μήπως είναι τα κορμιά ή οι
κατακτητές. Η δεύτερη ερμηνεία είναι πιο πιθανή, (ότι δηλ. οι κατακτητές
δεν ξέρουν από ποιο χώμα είναι πλασμένοι οι άνθρωποι αυτού του τόπου,
ποιο είναι το παρελθόν, ποια η ιστορία τους), όμως η ερμηνεία σύμφωνα με
την οποία οι άνθρωποι αυτού του τόπου μπορεί να είναι αμόρφωτοι, μπορεί
να μην ξέρουν ποιοι κατακτητές πέρασαν απ’ αυτό τον τόπο, αλλά η
συνείδηση τους είναι πέρα για πέρα ελληνική, είναι το ίδιο συναρπαστική.
Αποτέλεσμα
αυτής της εθνικής συνείδησης είναι οι επόμενοι στίχοι. Στο στ. «δεν
αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ», κάποιος σχολιαστής διακρίνει την ανάλυση
μιας εικόνας του Αισχύλου μ’ ένα χρώμα μακρυγιάννικο. Επίδραση απ’ το
στίχο του Αισχύλου «γιατί η περηφάνια μεστώνοντας καρποφοράει ολέθρου
στάχυ». Το δε μακρυγιάννικο χρώμα το δίνει ο τύπος «αστάχυ». Ο
Μακρυγιάννης χρησιμοποιεί συχνά ουσιαστικά με α μπροστά (ασκούντημα).
Σ’ αυτή την
Αισχύλεια εικόνα ο Σεφέρης προσθέτει μια παρόμοια «να φουσκώσει της
πίκρας το προζύμι». Η πίκρα, η αγανάκτηση θα φουσκώσει, θα ξεχειλίσει,
θα ξεσπάσει. Είναι ο μόνος στίχος του αποσπάσματος που αναφέρεται στους
κατακτημένους. Οι άλλοι έχουν το μοτίβο της ύβρης που δίνει καρπό στην
άτη. Άρα αυτή η ύβρις είναι το κακό που σηκώνει κεφάλι, αυτή η ύβρη
είναι που γεμίζει τον άρρωστο νου με την τρέλα. «Πώς δεν ήταν του νου
βλάβη που έπιασε το γιο μου;» Ρωτά ο Δαρείος αναλογιζόμενος τη μεγάλη
τρέλα του γιου του Ξέρξη ν’ αλυσοδέσει τον Ελλήσποντο και να τα βάλει μ’
όλους τους Θεούς (Πέρσαι 748-750). Βέβαια κι η ερμηνεία που δέχεται πως
«το κακό που σηκώνει κεφάλι» είναι ο ξεσηκωμός των σκλάβων και πως η
τρέλα είναι η ιερή τρέλα κάθε επανάστασης δεν είναι χωρίς βάση. Ο κόσμος
μας έλεγε τρελούς... λέει κάπου στ’ απομνημονεύματα του ο Κολοκοτρώνης.
Η πρώτη ερμηνεία όμως είναι πιο πιθανή. Η ενότητα κλείνει με το «νήσος
τις έστι...(στ.447)». Και πάλι ο Αισχύλος : «Είναι στη Σαλαμίνα εμπρός
ένα νησάκι...» εξιστορεί ο αγγελιαφόρος στη βασίλισσα την καταστροφή του
άνθους των Περσών που είχαν αποβιβαστεί στο μικρό αυτό νησί για να
αποτελειώσουν τους Έλληνες που θα έφταναν ως εκεί μετά την ήττα τους στη
ναυμαχία όπως λογάριαζε ο Ξέρξης. Οι Έλληνες όμως νίκησαν κι εδώ. Στο
στ. νήσος τις έστι υπάρχει συμπύκνωση νοημάτων. Ο Σεφέρης βρίσκεται στην
Κύπρο (νησί), μιλά για την Κύπρο. Νησί είναι και η Σαλαμίνα όπου βρήκαν
οικτρό τέλος οι υπερήφανοι Πέρσες. Σαλαμίνα είναι κι η πόλη όπου
στέκεται τώρα ο ποιητής κι ακούει τη μυστική φωνή. Θα επαναληφθεί άραγε η
ιστορία; Ο ποιητής το πιστεύει.
Ενότητα 4 (Στίχοι 35-49) Μνήμες του πολέμου-αντίφαση διακηρύξεων και έργων
Η σκέψη του
ποιητή μεταπηδά απ’ τους αλλοτινούς εχθρούς, τους Πέρσες στους τωρινούς,
τους Άγγλους. Κανένας απ’ τους δύο φυσικά δεν αναφέρεται ονομαστικά. Μα
καμιά αμφιβολία δεν έχουμε ότι πρόκειται γι’ αυτούς όταν μιλά για τους
«φίλους του άλλου πολέμου». Υπενθυμίζει ξανά ο ποιητής τον τόπο που
βρίσκεται «σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά» ενώ η σκέψη του
πάει αντιθετικά σ’ αυτούς που έπεσαν πολεμώντας για κάποιες αρχές κι
είναι ο ίδιος λαός που καταπατώντας αυτές τις αρχές κρατά υπόδουλη την
Κύπρο. Οι εικόνες που ακολουθούν είναι όλες εικόνες θανάτου και
καταστροφής.
Στην ίδια
ενότητα ο ποιητής ενσωματώνει σχεδόν αυτούσια την προσευχή που είχε
φτιάξει για το καράβι του ο αντιπλοίαρχος λόρδος Hugh Beresford την
οποία ο Σεφέρης είχε διαβάσει (βλ. Σχόλια του βιβλίου). Η ποιητική της
απόδοση έχει βέβαια τη σφραγίδα του Σεφέρη «την αρπαγή, το δόλο κι απάτη
ή ακόμα ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων». Θυμίζοντας μας πάλι
το Μακρυγιάννη: «γιατί τα τραβήξαμε αυτά; Γι’ αυτεινή την πατρίδα. Και
τώρα δικαιοσύνη δε βρίσκουμε από κανένα. Όλο δόλο κι απάτη». «Το
στέγνωμα της αγάπης» επανέρχεται συχνά στην ποίηση του Σεφέρη.
Ενότητα 5 (Στίχοι 49-60) Ο δραματικός διάλογος
Μια καινούρια
φωνή μπαίνει στο ποίημα. Είναι η φωνή της σύνεσης, της υποταγής στη
μοίρα. Σαν ν’ ακούεται χορός γερόντων να υποδεικνύει το αδύνατο κι
ανέφικτο της πάλης με τους ισχυρούς. «Καθένας...άλλων». Δεν υπάρχει
επικοινωνία, δεν υπάρχει έγνοια για τους άλλους, άτομα και λαούς. Ο
καθένας κλείνεται στον κόσμο του.
Η συνετή φωνή
είναι και πολλών άλλων, αλλά και του ίδιου του ποιητή. Ο Σεφέρης δεν
ήταν άνθρωπος επαναστάτης, δε φώναζε το δίκαιο του. Υπηρέτησε τη
δικτατορία του Μεταξά και προφανώς να υπηρετούσε και την πρόσφατη αν δεν
είχε αποσυρθεί. Η δήλωση που έκανε κατόπιν πιέσεως εναντίον της
δικτατορίας καταδίκαζε καταστάσεις κι όχι πρόσωπα. Πίστευε πως το τέλος
της θα ήταν δραματικό, μια οδυνηρή κάθαρση όπως και στους Πέρσες του
Αισχύλου. Η στάση του αυτή δεν μειώνει την ποίηση του. Αντίθετα δείχνει
τη μεγάλη του ειλικρίνεια και την πίστη πως η αδικία θα καταπατηθεί αργά
ή γρήγορα. Το Ναι έρχεται σαν απάντηση στη φωνή της σύνεσης και δείχνει
τη σύμφωνη γνώμη του ποιητή με τους προηγούμενους στίχους έστω κι αν
δεν εκφράζουν την άποψη του.
«Ο μαντατοφόρος
τρέχει». Σύνδεση με τον Αισχύλο. Αυτοί που ήθελαν ν’ αλυσοδέσουν τον
Ελλήσποντο, οι Πέρσες, γίνονται τώρα οι Άγγλοι, γίνονται όποιοι
ξεπερνούν το μέτρο, όποιοι φτάνουν στην ύβρη. Όπως εκείνοι έτσι κι αυτοί
θ’ ακούσουν μια μέρα, όσος καιρός κι αν χρειαστεί, το φοβερό μήνυμα της
Σαλαμίνας (της Σαλαμίνας του 480 π.Χ. και της Σαλαμίνας της Κύπρου του
1953).
Το ποίημα
τελειώνει με το συσχετισμό Παλαιάς Διαθήκης και Αισχύλου. Το κοινό
ανάμεσα τους είναι η ιδέα της δικαιοσύνης, της αποκατάστασης της ηθικής
τάξης, της κάθαρσης. Στο ποίημα κυριαρχεί η τιμωρία της Ύβρης. Ο Σεφέρης
κάπου λέει πως ο Ξέρξης νικήθηκε επειδή θέλησε να μαστιγώσει τη
θάλασσα.
Όταν ξέσπασε η
επανάσταση στην Άρτα, ο Μακρυγιάννης άκουσε ένα μπέη να λέει: «πασάδες
και μπέηδες θα χαθούμε, θα χαθούμε!... Αδικήσαμε το ραγιά και από πλούτη
κι από τιμή και τον αφανίσαμε και μαύρισαν τα μάτια του και μας σήκωσε
ντουφέκι». Την αιτία της ελληνικής επανάστασης και του ολέθρου των
Τυράννων τη διατυπώνει ο Μακρυγιάννης με μια λέξη στο στόμα ενός
αντίπαλου, όπως ο Αισχύλος βάζει τους εχθρούς να μιλούν για την
καταστροφή της Σαλαμίνας. «Θα χαθούμε γιατί αδικήσαμε».
Αυτή είναι και η
γραμμή που διέπει τη Σαλαμίνα της Κύπρου. Η Κύπρος θα ελευθερωθεί γιατί
αυτό επιβάλλει η αποκατάσταση του μέτρου και της δικαιοσύνης στα οποία
με τόσο πάθος πιστεύει ο Σεφέρης.
Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀσίνης
Ἀσίνην τε...
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε ὅλο τὸ πρωὶ γύρω-γύρω τὸ κάστρο
ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἴσκιου ἐκεῖ ποὺ ἡ θάλασσα
πράσινη καὶ χωρὶς ἀναλαμπή, τὸ στῆθος σκοτωμένου παγωνιοῦ
Μᾶς δέχτηκε ὅπως ὁ καιρὸς χωρὶς κανένα χάσμα.
Οἱ φλέβες τοῦ βράχου κατέβαιναν ἀπὸ ψηλὰ
στριμμένα κλήματα γυμνὰ πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ ἄγγιγμα τοῦ νεροῦ, καθὼς τὸ μάτι ἀκολουθώντας τις
πάλευε νὰ ξεφύγει τὸ κουραστικὸ λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ὁλοένα.
Ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἥλιου ἕνας μακρὺς γιαλὸς ὁλάνοιχτος
καὶ τὸ φῶς τρίβοντας διαμαντικὰ στὰ μεγάλα τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανὸ τ᾿ ἀγριοπερίστερα φευγάτα
κι ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ποὺ τὸν γυρεύουμε δυὸ χρόνια τώρα
ἄγνωστος λησμονημένος ἀπ᾿ ὅλους κι ἀπὸ τὸν Ὅμηρο
μόνο μία λέξη στὴν Ἰλιάδα κι ἐκείνη ἀβέβαιη
ριγμένη ἐδῶ σὰν τὴν ἐντάφια χρυσὴ προσωπίδα.
Τὴν ἄγγιξες, θυμᾶσαι τὸν ἦχο της; κούφιο μέσα στὸ φῶς
σὰν τὸ στεγνὸ πιθάρι στὸ σκαμμένο χώμα-
κι ὁ ἴδιος ἦχος μὲς στὴ θάλασσα μὲ τὰ κουπιά μας.
Ὁ βασιλιὰς τῆς Ἀσίνης ἕνα κενὸ κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα
παντοῦ μαζί μας παντοῦ μαζί μας, κάτω ἀπὸ ἕνα ὄνομα:
«Ἀσίνην τε... Ἀσίνην τε...»
καὶ τὰ παιδιά του ἀγάλματα
κι οἱ πόθοι του φτερουγίσματα πουλιῶν κι ὁ ἀγέρας
στὰ διαστήματα τῶν στοχασμῶν του καὶ τὰ καράβια του
ἀραγμένα σ᾿ ἄφαντο λιμάνι-
κάτω ἀπ᾿ τὴν προσωπίδα ἕνα κενό.
Πίσω ἀπὸ τὰ μεγάλα μάτια τὰ καμπύλα χείλια τοὺς βοστρύχους
ἀνάγλυφα στὸ μαλαματένιο σκέπασμα τῆς ὕπαρξής μας
ἕνα σημεῖο σκοτεινὸ ποὺ ταξιδεύει σὰν τὸ ψάρι
μέσα στὴν αὐγινὴ γαλήνη τοῦ πελάγου καὶ τὸ βλέπεις:
ἕνα κενὸ παντοῦ μαζί μας.
Καὶ τὸ πουλὶ ποὺ πέταξε τὸν ἄλλο χειμώνα
μὲ σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωῆς,
κι ἡ νέα γυναίκα ποὺ ἔφυγε νὰ παίξει
μὲ τὰ σκυλόδοντα τοῦ καλοκαιριοῦ
κι ἡ ψυχὴ ποὺ γύρεψε τσιρίζοντας τὸν κάτω κόσμο
κι ὁ τόπος σὰν τὸ μεγάλο πλατανόφυλλο ποὺ παρασέρνει
ὁ χείμαρρος τοῦ ἥλιου
μὲ τ᾿ ἀρχαῖα μνημεῖα καὶ τὴ σύγχρονη θλίψη.
Κι ὁ ποιητὴς ἀργοπορεῖ κοιτάζοντας τὶς πέτρες κι ἀνα-
ρωτιέται
ὑπάρχουν ἄραγε
ἀνάμεσα στὶς χαλασμένες τοῦτες γραμμὲς τὶς ἀκμὲς τὶς
αἰχμὲς τὰ κοῖλα καὶ τὶς καμπύλες
ὑπάρχουν ἄραγε
ἐδῶ ποὺ συναντιέται τὸ πέρασμα τῆς βροχῆς τοῦ ἀγέρα
καὶ τῆς φθορᾶς
ὑπάρχουν, ἡ κίνηση τοῦ προσώπου τὸ σχῆμα τῆς στοργῆς
ἐκείνων ποὺ λιγόστεψαν τόσο παράξενα μὲς στὴ ζωή μας
αὐτῶν ποὺ ἀπόμειναν σκιὲς κυμάτων καὶ στοχασμοὶ μὲ
τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάγου
ἢ μήπως ὄχι δὲν ἀπομένει τίποτε παρὰ μόνο τὸ βάρος
ἡ νοσταλγία τοῦ βάρους μιᾶς ὕπαρξης ζωντανῆς
ἐκεῖ ποὺ μένουμε τώρα ἀνυπόστατοι λυγίζοντας
σὰν τὰ κλωνάρια τῆς φριχτῆς ἰτιᾶς σωριασμένα μέσα στὴ
διάρκεια τῆς ἀπελπισίας
ἐνῶ τὸ ρέμα κίτρινο κατεβάζει ἀργὰ βοῦρλα ξεριζωμένα
μὲς στὸ βοῦρκο
εἰκόνα μορφῆς ποὺ μαρμάρωσε μὲ τὴν ἀπόφαση μιᾶς πί-
κρας παντοτινῆς.
Ὁ ποιητὴς ἕνα κενό.
Ἀσπιδοφόρος ὁ ἥλιος ἀνέβαινε πολεμώντας
κι ἀπὸ τὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς μία νυχτερίδα τρομαγμένη
χτύπησε πάνω στὸ φῶς σὰν τὴ σαΐτα πάνω στὸ σκουτάρι:
«Ἀσίνην τε Ἀσίνην τε...». Νἄ ῾ταν αὐτὴ ὁ βασιλιὰς τῆς
Ἀσίνης
ποὺ τὸν γυρεύουμε τόσο προσεχτικὰ σὲ τούτη τὴν ἀκρό-
πόλη
ἀγγίζοντας κάποτε μὲ τὰ δάχτυλά μας τὴν ὑφή του πάνω
στὶς πέτρες.
Ἀσίνη, καλοκαίρι ῾38 - Ἀθήνα, Γεν. ῾40
Τελευταῖος Σταθμός
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσαν.
Τ᾿ ἀλφαβητάρι τῶν ἄστρων ποὺ συλλαβίζεις
ὅπως τὸ φέρει ὁ κόπος τῆς τελειωμένης μέρας
καὶ βγάζεις ἄλλα νοήματα κι ἄλλες ἐλπίδες,
πιὸ καθαρὰ μπορεῖς νὰ τὸ διαβάσεις.
Τώρα ποὺ κάθομαι ἄνεργος καὶ λογαριάζω
λίγα φεγγάρια ἀπόμειναν στὴ μνήμη-
νησιά, χρῶμα Θλιμμένης Παναγίας, ἀργὰ στὴ χάση
ἢ φεγγαρόφωτα σὲ πολιτεῖες τοῦ βοριὰ ρίχνοντας κάποτε
σὲ ταραγμένους δρόμους ποταμοὺς καὶ μέλη ἀνθρώπων
βαριὰ μία νάρκη.
Κι ὅμως χτὲς βράδυ ἐδῶ, σὲ τούτη τὴ στερνή μας σκάλα
ὅπου προσμένουμε τὴν ὥρα τῆς ἐπιστροφῆς μας νὰ χα-
ράξει
σὰν ἕνα χρέος παλιό, μονέδα ποὺ ἔμεινε γιὰ χρόνια
στὴν κάσα ἑνὸς φιλάργυρου, καὶ τέλος
ἦρθε ἡ στιγμὴ τῆς πλερωμῆς κι ἀκούγονται
νομίσματα νὰ πέφτουν πάνω στὸ τραπέζι-
σὲ τοῦτο τὸ τυρρηνικὸ χωριό, πίσω ἀπὸ τὴ Θάλασσα τοῦ
Σαλέρνο
πίσω ἀπὸ τὰ λιμάνια τοῦ γυρισμοῦ, στὴν ἄκρη
μιᾶς φθινοπωρινῆς μπόρας, τὸ φεγγάρι
ξεπέρασε τὰ σύννεφα, καὶ γίναν
τὰ σπίτια στὴν ἀντίπερα πλαγιὰ ἀπὸ σμάλτο.
Σιωπὲς ἀγαπημένες τῆς σελήνης.
Εἶναι κι αὐτὸς ἕνας εἱρμὸς τῆς σκέψης, ἕνας τρόπος
ν᾿ ἀρχίσεις νὰ μιλᾶς γιὰ πράγματα ποὺ ὁμολογεῖς
δύσκολα, σὲ ὧρες ὅπου δὲ βαστᾶς, σὲ φίλο
ποὺ ξέφυγε κρυφὰ καὶ φέρνει
μαντάτα ἀπὸ τὸ σπίτι κι ἀπὸ τοὺς συντρόφους,
καὶ βιάζεσαι ν᾿ ἀνοίξεις τὴ καρδιά σου
μὴ σὲ προλάβει ἡ ξενιτιὰ καὶ τὸν ἀλλάξει.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν Ἀραπιά, τὴν Αἴγυπτο τὴν Παλαιστίνη
τὴ Συρία
τὸ κρατίδιο
τῆς Κομμαγηνῆς πού ῾σβησε σὰν τὸ μικρὸ λυχνάρι
πολλὲς φορὲς γυρίζει στὸ μυαλό μας,
καὶ πολιτεῖες μεγάλες ποὺ ἔζησαν χιλιάδες χρόνια
κι ἔπειτα ἀπόμειναν τόπος βοσκῆς γιὰ τὶς γκαμοῦζες
χωράφια γιὰ ζαχαροκάλαμα καὶ καλαμπόκια.
Ἐρχόμαστε ἀπ᾿ τὴν ἄμμο τῆς ἔρημος ἀπ᾿ τὶς Θάλασσες τοῦ
Πρωτέα,
ψυχὲς μαραγκιασμένες ἀπὸ δημόσιες ἁμαρτίες,
καθένας κι ἕνα ἀξίωμα σὰν τὸ πουλὶ μὲς στὸ κλουβί του.
Τὸ βροχερὸ φθινόπωρο σ᾿ αὐτὴ τὴ γούβα
κακοφορμίζει τὴν πληγὴ τοῦ καθενός μας
ἢ αὐτὸ ποὺ θἄ ῾λεγες ἀλλιῶς, νέμεση μοίρα
ἢ μοναχὰ κακὲς συνήθειες, δόλο καὶ ἀπάτη,
ἢ ἀκόμη ἰδιοτέλεια νὰ καρπωθεῖς τὸ αἷμα τῶν ἄλλων.
Εὔκολα τρίβεται ὁ ἄνθρωπος μὲς στοὺς πολέμους-
ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακός, ἕνα δεμάτι χόρτο-
χείλια καὶ δάχτυλα ποὺ λαχταροῦν ἕνα ἄσπρο στῆθος
μάτια ποὺ μισοκλείνουν στὸ λαμπύρισμα τῆς μέρας
καὶ πόδια ποὺ θὰ τρέχανε, κι ἂς εἶναι τόσο κουρασμένα,
στὸ παραμικρὸ σφύριγμα τοῦ κέρδους.
Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μαλακὸς καὶ διψασμένος σὰν τὸ χόρτο,
ἄπληστος σὰν τὸ χόρτο, ρίζες τὰ νεῦρα του κι ἀπλώνουν-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
προτιμᾶ νὰ σφυρίξουν τὰ δρεπάνια στ᾿ ἄλλο χωράφι-
σὰν ἔρθει ὁ Θέρος
ἄλλοι φωνάζουνε γιὰ νὰ ξορκίσουν τὸ δαιμονικὸ
ἄλλοι μπερδεύουνται μὲς στ᾿ ἀγαθά τους, ἄλλοι ρητο-
ρεύουν.
Ἀλλὰ τὰ ξόρκια τ᾿ ἀγαθὰ τὶς ρητορεῖες,
σὰν εἶναι οἱ ζωντανοὶ μακριά, τί θὰ τὰ κάνεις;
Μήπως ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἄλλο πράγμα;
Μὴν εἶναι αὐτὸ ποὺ μεταδίνει τὴ ζωή;
Καιρὸς τοῦ σπείρειν, καιρὸς τοῦ θερίζειν.
Πάλι τὰ ἴδια καὶ τὰ ἴδια, θὰ μοῦ πεῖς, φίλε.
Ὅμως τὴ σκέψη τοῦ πρόσφυγα τὴ σκέψη τοῦ αἰχμάλωτου
τὴ σκέψη
τοῦ ἀνθρώπου σὰν κατάντησε κι αὐτὸς πραμάτεια
δοκίμασε νὰ τὴν ἀλλάξεις, δὲν μπορεῖς.
Ἴσως καὶ νἄ ῾θελε νὰ μείνει βασιλιὰς ἀνθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις ποὺ κανεὶς δὲν ἀγοράζει,
νὰ σεργιανᾶ μέσα σὲ κάμπους ἀγαπάνθων
ν᾿ ἀκούει τὰ τουμπελέκια κάτω ἀπ᾿ τὸ δέντρο τοῦ μπαμποῦ,
καθὼς χορεύουν οἱ αὐλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Ὅμως ὁ τόπος ποὺ τὸν πελεκοῦν καὶ ποὺ τοῦ καῖνε σὰν
τὸ πεῦκο, καὶ τὸν βλέπεις
εἴτε στὸ σκοτεινὸ βαγόνι, χωρὶς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες καὶ νύχτες
εἴτε στὸ πυρωμένο πλοῖο ποὺ θὰ βουλιάξει καθὼς τὸ δεί-
χνουν οἱ στατιστικές,
ἐτοῦτα ρίζωσαν μὲς στὸ μυαλὸ καὶ δὲν ἀλλάζουν
ἐτοῦτα φύτεψαν εἰκόνες ἴδιες με τὰ δέντρα ἐκεῖνα
ποὺ ρίχνουν τὰ κλωνάρια τους μὲς στὰ παρθένα δάση
κι αὐτὰ καρφώνουνται στὸ χῶμα καὶ ξαναφυτρώνουν-
ρίχνουν κλωνάρια καὶ ξαναφυτρώνουν δρασκελόντας
λεῦγες καὶ λεῦγες-
ἕνα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων τὸ μυαλό μας.
Κι ἂ σου μιλῶ μὲ παραμύθια καὶ παραβολὲς
εἶναι γιατὶ τ᾿ ἀκοῦς γλυκότερα, κι ἡ φρίκη
δὲν κουβεντιάζεται γιατὶ εἶναι ζωντανὴ
γιατὶ εἶναι ἀμίλητη καὶ προχωράει-
στάζει τὴ μέρα, στάζει στὸν ὕπνο
μνησιπήμων πόνος.
Νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες νὰ μιλήσω γιὰ ἥρωες: ὁ Μιχάλης
ποὺ ἔφυγε μ᾿ ἀνοιχτὲς πληγὲς ἀπ᾿ τὸ νοσοκομεῖο
ἴσως μιλοῦσε γιὰ ἥρωες ὅταν, τὴ νύχτα ἐκείνη
ποὺ ἔσερνε τὸ ποδάρι του μὲς στὴ συσκοτισμένη πολιτεία,
οὔρλιαζε ψηλαφώντας τὸν πόνο μας- «Στὰ σκοτεινὰ
πηγαίνουμε, στὰ σκοτεινὰ προχωροῦμε...»
Οἱ ἥρωες προχωροῦν στὰ σκοτεινά.
Λίγες οἱ νύχτες μὲ φεγγάρι ποὺ μ᾿ ἀρέσουν.
Cava dei Tirreni, 5 Ὀκτωβρίου ῾44
Ανάλυση του ποιήματος
3. Ανάλυση του ποιήματος
Ι. Εισαγωγικά:
• Ο Τελευταίος σταθμός κλείνει, σε θεματικό και βιογραφικό επίπεδο, το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β΄.
• Το συγκεκριμένο ποίημα αθροίζει συνολικά την εμπειρία του πολέμου αλλά και τις αντίστοιχες επιπτώσεις πάνω στον άνθρωπο.
• Χαρακτηρίστηκε ως το πιο σεφερικό ποίημα του ποιητή (Τίμος Μαλάνος).
•
Θεωρείται ως ένα από τα ανοιχτά ποιήματα της πιο πάνω συλλογής, γιατί
εμφανίζει σαφή και καθαρά νοήματα, ενώ δεν απουσιάζει και ο
εξομολογητικός τόνος του ποιητή για τις προσωπικές του εμπειρίες σε όλα
τα χρόνια του πολέμου που ζούσε σε αναγκαστική εξορία.
• Βέβαια
χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο ποιητής δε βίωσε τη φοβερή εμπειρία του
πολέμου και των συνεπειών του με τόσο οδυνηρά, όπως το ανώνυμο πλήθος.
•
Οι δικές του δραματικές εμπειρίες θα μπορούσαν να συνοψισθούν στα εξής:
βίαιος εκπατρισμός, πικρή γεύση του ξενιτεμού, η πολεμική ατμόσφαιρα
και το γενικό πολεμικό κλίμα εκεί που βρισκόταν με την εξόριστη
κυβέρνηση, η θλίψη του για τα δεινά που περνούσαν οι άνθρωποι στην
Ελλάδα σε συνδυασμό με τις μικροπρέπειες και τις μηχανορραφίες των
πολιτικών στο εξωτερικό. Επίσης η αίσθηση του γενικού παραλογισμού και
της σύγχυσης που προκάλεσε ο φρικαλέος πόλεμος.
• Ο ποιητής δεν έζησε το δράμα της Ελλάδας και των ανθρώπων της από κοντά.
•
Δεν απέκτησε άμεση εμπειρία της πείνας, της στέρησης, του θρήνου των
μανάδων που έχαναν τα παιδιά τους, της δυστυχίας, των εικόνων γύρω από
εκτελέσεις, κρεμάλες, δολοφονίες κ.λπ.
• Παρ’ όλα αυτά στον
Τελευταίο Σταθμό παρουσιάζει μια συνολική εικόνα της ανθρώπινης
τραγωδίας, αλλά και της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε εκείνες τις στιγμές
που λόγω του πολέμου κυριαρχεί απόλυτη ταραχή και αβεβαιότητα.
• Την παρουσιάζει μάλιστα υπό τη μορφή μιας άμεσα βιωμένης τραγικότητας και δραματικότητας.
•
Το ποίημα δεν παρουσιάζει ένα μόνο θέμα από πολλές απόψεις, αλλά πολλά
θέματα υπό έναν ενιαίο ειρμό, υπό μια αδιαίρετη νοηματική συνοχή, υπό
ένα κεντρικό άξονα.
• Αυτός ο κεντρικός άξονας είναι ο πόλεμος.
• Σύνολο στίχων: 96. Διακρίνονται για μεγάλο ποιητικό ανάπτυγμα: περιέχουν πολλές λέξεις.
• Ποιητικές ενότητες:
– Πρώτη ενότητα: στ. 1-22.
– Δεύτερη ενότητα: στ. 24-63.
– Τρίτη ενότητα: στ. 64-88.
– Τέταρτη ενότητα: στ. 89-95.
– Υπάρχουν και δύο στίχοι: 23 και 96 που έχουν δική τους νοηματική αυτονομία.
• Το ποιητικό υποκείμενο εμφανίζεται να ομιλεί με διαφορετικά γραμματικά πρόσωπα.
• Τα πιο συχνά είναι: το πρώτο ενικό και το πρώτο πληθυντικό.
•
Άλλοτε ομιλεί το ατομικό Εγώ και άλλοτε το συλλογικό εμείς ή με άλλα
λόγια: άλλοτε το ατομικό υποκείμενο και άλλοτε το συλλογικό υποκείμενο.
•
Ορισμένες φορές απαντά το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Τότε το υποκείμενο
απευθύνεται σε έναν υποθετικό ακροατή ή αποδέκτη της ποιητικής του
σκέψης και του ποιητικού του λόγου ή θέλει να απευθυνθεί στον εαυτό του:
(εσωτερικός) διάλογος με τον εαυτό του (π.χ. στ. 4-6 ή στ. 64).
•
Επίσης παρατηρείται και χρήση του τρίτου ενικού προσώπου, όταν ο
ποιητικός λόγος εκφέρεται αποφθεγματικά και με πνεύμα καθολικής ισχύος.
• Στο ποίημα ακούγονται και ορισμένες άλλες φωνές εν είδει φράσεων ή στίχων που ανήκουν σε άλλους δημιουργούς.
• Στ. 6 και 44: φωνή-΄εκφραση του Μακρυγιάνη.
• Στ. 23: Βιργίλιος.
• Στ. 87-88: Αισχύλος Αγαμένων (στ. 179-180).
• Υπάρχουν βέβαια και άλλοι στίχοι, οι οποίοι άμεσα ή έμμεσα παραπέμπουν στον Όμηρο ή στον Εκκλησιαστή ή στον Καβάφη.
•
Άλλο χαρακτηριστικό του ποιήματος: αρχίζει και κλείνει με τον ίδιο
στίχο, την ίδια στιγμή που ο κορμός του κύριου ποιήματος παρουσιάζει
κλιμακούμενες δραματικές εντάσεις.
• Η γλώσσα που χρησιμοποιεί είναι πειθαρχημένη, ακριβής, βιωματική.
• Ο λόγος του είναι πυκνός: με ένα στίχο εκφράζει πολλά νοήματα, εμπειρίες ή καταστάσεις.
• Το ποίημα σκηνοθετείται με ή πάνω σε εικόνες, στις οποίες δεσπόζει ο συμβολισμός και η ομηρική παρομοίωση.
• Το ύφος του είναι εξομολογητικό, στοχαστικό και διδακτικό.
ΙΙ. Ερμηνεία:
• Στην πρώτη ενότητα κυριαρχεί το μοτίβο του φεγγαριού και η εικόνα της επικείμενης επιστροφής.
•
Ο ποιητής εμφανίζεται να περνάει ώρες μοναξιάς και να γίνεται
εξομολογητικός σε μια υποτιθέμενη συνομιλία με κάποιον φίλο, στην ουσία
με τον εαυτό του.
• Η δική του οδυνηρή περιπέτεια μοιάζει να φτάνει
στο τέλος της και του δημιουργεί την ανάγκη για έναν απολογισμό σχετικά
με εμπειρίες και εκτιμήσεις του.
• Το θέμα που τον απασχολεί είναι ο αναμενόμενος νόστος.
• Η νύχτα στο ιταλικό λιμάνι, όπου ο ποιητής προσμένει την ώρα της επιστροφής, είναι φεγγαρόλουστη.
•
Ανάμειχτα συναισθήματα εν όψει των νέων συμφορών που ίσως διαβλέπει
να ενσκήπτουν στην Ελλάδα, γνωρίζοντας ήδη τις μηχανορραφίες πολλών
πολιτικών.
• Φεγγάρι και αλφαβητάρι: ο ποιητής προσλαμβάνει ή βιώνει αντιθετικά μέσα του αυτές τις δύο έννοιες.
•
Η πρώτη τον γαληνεύει, τον ηρεμεί, τον φέρνει πιο κοντά στην ευαισθησία
και στη γλυκύτητα της φύσης, του ανακαλεί ωραίες εικόνες αισθητικής
ικανοποίησης και ψυχικής ευφορίας.
• Και αυτά συγκριτικά με τις
τρικυμίες που επιφέρουν και θα συνεχίσουν να επιφέρουν οι πολιτικοί και
οι περί αυτούς με τον καιροσκοπισμό και την ιδιοτέλειά τους.
• Η
δεύτερη υποδηλώνει ότι ο ποιητής διαβάζει τα άστρα, δηλαδή κάνει έναν
απολογισμό των πρόσφατων εμπειριών, αποκρυπτογραφεί τα συμβάντα και τα
συμβαίνοντα και οδηγείται σε άλλα νοήματα και ελπίδες.
• Αυτά τα νοήματα δεν αφήνουν περιθώρια για αναπόληση και ρέμβη.
•
Έτσι το φεγγάρι δείχνεται για τον ποιητή να του κρύβει την πραγματική
όψη των πραγμάτων, να του θολώνει τον ορίζοντα της υπάρχουσας
πραγματικότητας.
• Άραγε να λειτουργεί με δόλο για τον ποιητή, να
τον εξαπατά; Αυτό μάλλον αισθάνεται ο ίδιος σε σχέση με την τωρινή
κατάσταση, γι’ αυτό και είναι λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που του
αρέσουν.
• Ο Σεφέρης δεν αναθεματίζει τις φεγγαρόλουστες νύχτες, αλλά αντίθετα τις θεωρεί ως τις κατ’ εξοχήν αισθηματολογικές στιγμές.
•
Τέτοιες όμως στιγμές σε αυτές τις αβέβαιες χρονικές περιόδους μπορεί να
λειτουργούν απατηλά, όπως εκείνοι οι πολιτικοί που κατεβαίνουν στην
Ελλάδα ως σωτήρες, ως φωτοδότες, αλλά πίσω από το φωταδιστικό τους
βλέμμα κρύβεται ο σκοταδιστικός τους ρόλος.
• Χρησιμοποιούν δόλο για να εξαπατήσουν και να καρπωθούν τον αγώνα που έκαναν οι πολλοί.
• Γι’ αυτό τώρα αγαπά τον έναστρο ουρανό.
•
Στ. 6: όσο είναι άνεργος, στοχάζεται αναμένοντας. Τι στοχάζεται; Αφήνει
τον νου του ελεύθερο εν αγωνία να προβαίνει σε απολογισμούς και
υπολογισμούς
• Η λέξη μέρας (στ. 3) παραπέμπει στη διάσταση του χρόνου και δεν πρέπει να λαμβάνεται μόνο στην ονομαστική της τιμή.
•
Το ίδιο και η λέξη φεγγάρια: υποδηλώνει περιόδους ζωής που
ξαναζωντανεύουν μέσα του και χαρακτηρίζονται είτε από κατάνυξη και
ρεμβασμό (στ. 8) είτε από χαλασμούς και εγκατάλειψη (στ. 10-11).
• Στ. 12-14: γίνεται μετάβαση από παλαιές νοσταλγίες της άμεσης ή προσωπικής ζωής στην παρούσα νοσταλγία της Ελλάδας.
•
Η επιστροφή για πολλούς ανθρώπους αποτελεί εξόφληση χρέους με τη θετική
ή την αρνητική σημασία, ανάλογα με την ποιότητα και την αρετή του
ανθρώπου.
• Για τον ποιητή π.χ. η επιστροφή είναι η εξόφληση του
χρέους που οφείλει ο ίδιος στην πατρίδα, μετά από τόσα χρόνια
αναγκαστικής εξορίας.
• Στ. 15-17: Για άλλους, σαν τους πολιτικούς
που ετοιμάζονται να επιστρέψουν, η επιστροφή λογίζεται ως είδος
συναλλαγής προς ίδιον όφελος.
• Αισθάνονται πως η Ελλάδα τους οφείλει και όχι αυτοί στην Ελλάδα.
•
Τις ταπεινώσεις, την αδράνειά τους, ίσως και τους ποικίλους ευτελισμούς
που υπέστησαν στην ξένη χώρα προτίθενται τώρα να τις αναπληρώσουν ή να
τις ανταλλάξουν με κάθε είδους –θεμιτή ή αθέμιτη– ανταμοιβή.
•
Πρόκειται για καθαρή περίπτωση αμοραλιστικής συμπεριφοράς από ανθρώπους
που δεν γνωρίζουν άλλη αρχή έξω από εκείνη της αρχομανίας.
• Στ. 18-22: επανέρχεται στον ποιητικό ρεμβασμό, με τον οποίο είχε ξεκινήσει, περιγράφοντας το τοπίο, έστω και ελλειπτικά.
• Στ. 23: μας γνωρίζει με μια εικόνα, όπου είναι εμφανής κάποια μελαγχολική διάθεση:
•
Παρεμβάλλεται η σιωπή, η οποία ως προς την πρώτη ενότητα υποδηλώνει
περισυλλογή, αναστοχασμό και ως προς την δεύτερη που ακολουθεί πιο
συγκεκριμένα, ορατά βήματα ποιητικής πρόσληψης περιεχομένων.
• Στην δεύτερη ενότητα ο ποιητικός λόγος γίνεται ουσιαστικά διάλογος του ποιητή με τον εαυτό του.
• Αυτός ο διάλογος παρουσιάζεται να γίνεται με έναν υποθετικό φίλο που ήρθε κρυφά από την Ελλάδα.
•
Στ. 24-25: ο ποιητής δικαιολογείται για την μακρά εισαγωγή που
προηγήθηκε. Θεωρεί πως ήταν ένας ειρμός της σκέψης που χρειαζόταν να
συμβεί, προκειμένου να μιλήσει για πράγματα που τα χαρακτηρίζει δύσκολα.
• Στ. 25-30: Γιατί δύσκολα; Επειδή δεν μπορεί να βρεθεί κανένας
έμπιστος, μέσα στη γενική φθορά και διαφθορά των δημόσιων προσώπων που
υποτίθεται αποτελούσαν την εξόριστη κυβέρνηση, να του εκμυστηρευθεί όσα
είδε και έζησε.
• Γι’ αυτό βιάζεται να εξωτερικεύσει όλα του τα
βιώματα σε ένα φίλο που έρχεται από την Ελλάδα, πριν τον αλλάξει η
ξενιτιά, προτού δηλαδή προλάβουν και τον εξαγοράσουν ή τον διαφθείρουν
οι άνθρωποι της πολιτικής και των άνομων συναλλαγών.
• Ο ποιητής δεν
είχε καλή γνώμη ούτε για τα πολιτικά πρόσωπα που ζούσαν στην ξενιτιά
και έπαιρναν εντολές από τους ξένους για το τι και πώς πρέπει να πράξουν
στα ζητήματα διακυβέρνησης της Ελλάδας ούτε για αυτούς που τους
επισκέπτονταν από την Ελλάδα ως συνομιλητές τους.
• Γι’ αυτό και ο υποτιθέμενος διάλογος στο βάθος είναι δραματικός μονόλογος.
•
Η δραματικότητα αυτή εκφράζεται και με τη βιασύνη του ποιητή να
ταξινομήσει τον όγκο των πληροφοριών που τον βασανίζουν και με βάση
αυτές να απαντήσει σε εύλογες ερωτήσεις, που δεν του έχουν τεθεί αλλά
εγείρονται μέσα του κατά την εξέλιξη του δραματικού του μονόλογου και
συνέχουν νοηματικά το όλο ποιητικό σώμα.
• Έτσι αυτές οι ερωτήσεις λογίζονται λανθάνουσες ερωτήσεις ενός λανθάνοντος διαλόγου και έχουν αντικειμενική αξία.
•
Στ. 31-48: στην υποτιθέμενη ερώτηση λοιπόν από πού έρχονται ο Σεφέρης
απαντά, αναφέροντας όλα τα μέρη που επισκέφτηκε ή αναγκάστηκε να ζήσει
μαζί με την εξόριστη κυβέρνηση.
• Όλοι αυτοί οι στίχοι απηχούν μια
αίσθηση διασποράς, διασκορπισμού, ακόμη και ανεστιότητας με κοινό
παρονομαστή το θέμα της ξενιτιάς.
• Από την άλλη πλευρά οι εν λόγω
στίχοι παραπέμπουν και σε μια γεωγραφική εξάπλωση του Ελληνισμού σε
αντίστοιχες ιστορικές περιόδους.
• Συγχρόνως, όπως αφήνει να
διαφαίνεται στο στ. 33, ο ποιητής συγκλονίζεται σύγκορμα από το φόβο
μήπως οι μικρότητες και οι μηχανορραφίες ξένων και ντόπιων παραγόντων
οδηγήσουν την πατρίδα του σε πλήρη εξαφανισμό, όπως συνέβη με το
ελληνικό κρατίδιο της Κομμαγηνής.
• Αλλά ποια είναι η αληθινή
ταυτότητα των εξόριστων, αυτών δηλαδή που περιμένουν στο τυρρηνικό χωριό
να γυρίσουν πίσω; Ποια είναι η συμπεριφορά τους;
• Στ. 39-42: οι
εξόριστοι πολιτικοί και στρατιωτικοί που ασχολούνται με τα δημόσια
πράγματα εκεί στην ξενιτιά, άκαπνοι συγκριτικά με τους αγωνιζόμενους
στην Ελλάδα Έλληνες, είναι άνθρωποι φθαρμένοι ψυχικά από τον πόλεμο και
διεφθαρμένοι από τις δικές τους δολοπλοκίες και πολιτικές βλέψεις.
•
Αυτό που τους ενδιαφέρει πρωτίστως είναι πώς θα καταλάβουν αξιώματα,
αυτοπαγιδευόμενοι έτσι «σαν το πουλί μες στο κλουβί του», χωρίς να
εμπνέονται από άλλα, ανώτερα πολιτικά ιδεώδη.
• Ο ίδιος ο ποιητής
γράφει σχετικά με το περιβάλλον των αξιωματούχων στην Cava: « … διόλου
ευχαριστημένος που είμαι εδώ• είμαι σαν το ξένο παραμύθι μέσα σε τούτη
εδώ τη σκηνοθεσία και τους κουμπάρσους» (Μέρες Δ΄).
• Σε άλλο σημείο του κειμένου του Μέρες Δ΄, ο ποιητής χαρακτηρίζει τους συντρόφους «πληγή, σαν τις αράπικες μύγες».
• Αυτοί οι σύντροφοι είναι πράγματι η ηθική πληγή που κακοφορμίζει:
•
Στ. 43-63: τους έχει μάθει από κοντά, ξέρει όλες τους τις συνήθειες,
μπορεί να διαβάσει τη συμπεριφορά τους, δεν πέφτει έξω στους
χαρακτηρισμούς του γι’ αυτούς.
• Η ανθρώπινη αδυναμία και συναφώς η
μικρότητα, η ποταπότητα, η ευτέλεια περιγράφονται με δωρική λιτότητα, με
ζωηρές εικόνες, γεμάτες ένταση και χρώμα, με παραδειγματική
παραστατικότητα.
• Έτσι ο ποιητής μιλάει για ερωτικές επιθυμίες (στ.
48-49), για απληστία (53), έμμονη διάθεση ή τάση για το κακώς
εννοούμενο συμφέρον, για κερδοσκοπία (50-51), για καθετί που υποβιβάζει
τον άνθρωπο σε πράγμα, σε αντικείμενο.
• Για τον στίχο 45
χαρακτηριστικά είναι όσα αναφέρει ο Μ. Vitti (Φθορά και Λόγος• εισαγωγή
στην ποίηση του Γιώργου Σεφέρη, σ. 161) για τον ποιητή: «τον κυνηγά η
σκέψη για τους πολιτικούς τυχοδιώκτες, που αύριο θα επιδιώξουν αδίστακτα
να πιάσουν ένα πόστο στην εξουσία και θα σφετεριστούν το αίμα που άλλοι
έχυσαν για την πατρίδα».
• Γενικότερα ο άνθρωπος παρουσιάζει μια
ευμετάβλητη συμπεριφορά, ανάλογα με τις περιστάσεις και με τους
πειρασμούς που τον καθιστούν ευάλωτο (στ. 46-47, 52-53).
• Στους στ.
54-60 συναντούμε το μοτίβο της φθοράς κατά την σεφερική ποιητική –η
εικόνα του θανάτου και πώς αντιδρούν οι άνθρωποι– διατυπωμένο με λεπτή
ειρωνεία.
• Με δραματικό τόνο παρουσιάζεται η αγάπη για τη ζωή,
ιδιοτελώς εκδηλωνόμενη από τους ανθρώπους: ο καθένας κοιτάζει πώς να
σώσει τον εαυτό του.
• Εύστοχα ο ποιητής παριστά την εικόνα του
πανικού που παρατηρείται συνήθως, όταν απουσιάζει η οργανωμένη δράση και
αλληλεγγύη του συλλογικού μας Είναι.
• Ο πανικός αυτός υποδηλώνεται πολύ ηχηρά με τα ρήματα: φωνάζουνε, μπερδεύονται, ρητορεύουν:
• Φωνάζουνε: μια κατηγορία ανθρώπων καταφεύγει σε μεταφυσικές λύσεις ή δυνάμεις (=για να ξορκίσουν).
•
Μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους: μια άλλη κατηγορία ανθρώπων κλείνεται
στον κόσμο του υλικού του πλούτου, ελπίζοντας να βρει ασφάλεια και
σιγουριά. Ουσιαστικά αυτοί οι άνθρωποι καλλιεργούν ψευδαισθήσεις και
αυταπάτες.
• Ρητορεύουν: μια τρίτη κατηγορία ανθρώπων αναλώνεται σε
ρητορικές–ιδεοληπτικές εξηγήσεις και επεξηγήσεις, σε κενολογίες τις
οποίες προβάλλει ως περισσή αλήθεια, έχοντας ανύποπτη αυτοπεποίθηση για
την ικανότητα και το ταλέντο της.
• Τι νόημα όμως έχουν όλα τούτα, όταν δεν μπορούν να αποτρέψουν τον χαμό των ανθρώπων (στ. 60);
•
Στους τρεις τελευταίους στίχους της ενότητας (στ. 61-63), ο ποιητής
οδηγείται σε ένα καθολικό συμπέρασμα, το οποίο προκύπτει ως μια φυσική
κατάληξη της έσχατης κατάπτωσης του ανθρώπου που μας περιέγραψε στους
προηγούμενους στίχους.
• Με ερωτηματική μορφή ή με τρόπους
διερώτησης εν τέλει αποφαίνεται: μήπως ο άνθρωπος δεν έχει ανυψωθεί ποτέ
πάνω από το επίπεδο του φυτικού και ζωικού όντος, αλλά η μόνη του
δραστηριότητα είναι η απλή αναπαραγωγή και διαιώνιση του είδους;
•
Σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς της ολικής κατάπτωσης της ανθρώπινης
ουσίας, της έκπτωσης των ανθρώπινων αξιών, οι ρητορείες και τα λόγια
είναι όχι μόνο περιττά αλλά και επικίνδυνα, γιατί οι καιροί άλλα
επιτάσσουν.
• Τις επιταγές των καιρών ο ποιητής τις συνοψίζει στο καίριο νόημα του στ. 63:
•
Οι καιροί επιβάλλουν, ο καθένας να αρθεί πάνω από ιδιοτελείς βλέψεις,
από κοντόθωρες πολιτικές και άλλες φιλοδοξίες, από αναξιοπρεπείς
συμπεριφορές, προκειμένου να πράξει τα δέοντα.
• Τότε η ιστορία και η ουσία της ανθρώπινης ζωής δεν θα περιορίζεται μόνο στις δύο στιγμές της γέννησης και του θανάτου.
•
Στ. 64-88: στην παρούσα ενότητα ο ποιητής σκηνοθετεί με τον στ. 64 μια
ποιητική συνομιλία με τον φίλο, για να μιλήσει για τους άλλους
ανθρώπους:
• τον πρόσφυγα, τον αιχμάλωτο και όλους εκείνους που μέσα
στη δίνη του πολέμου οι συνθήκες και οι δημόσιες αμαρτίες των
επιτήδειων τους μεταποίησαν σε εμπορεύσιμο είδος, σε αντικείμενο
αγοροπωλησίας.
• Αυτούς τους άλλους ο Σεφέρης τους τοποθετεί
απέναντι στους ανθρώπους της κερδοσκοπίας, της πολιτικής ματαιοδοξίας,
της δολοπλοκίας, της φιληδονίας που μας παρουσίασε στην προηγούμενη
ενότητα.
• Περαιτέρω δεν μπορεί να ξεχάσει το αποτρόπαιο θέαμα της κατεστραμμένης πατρίδας:
• ξένα συμφέροντα και ντόπιοι υπήκοοί τους συνεχίζουν να την πελεκούν και να την καίνε σαν το πεύκο.
•
Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει χώρο για μια πιο αισιόδοξη προοπτική:
επιτείνει τον πόνο του ποιητή και δι’ αυτού του κάθε υποψιασμένου και
ακέραιου ανθρώπου.
• Χρονικά βέβαια δεν άργησαν να επαληθευτούν
στην πράξη τα παραπάνω λόγια του ποιητή: δυο μήνες μετά τη σύνθεση του
ποιήματος η Ελλάδα αιματοκυλίστηκε ξανά με τα Δεκεμβριανά και αργότερα
με τον Εμφύλιο.
• Πώς μπορεί λοιπόν ο ποιητικός νους να ξεχάσει τους σκοτωμένους φίλους (στ. 82) και όλες τις άλλες φρικιαστικές εικόνες;
• Η φρίκη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο ποιητής προτιμά να την απεικονίζει με παραβολές (στ. 83), γενικότερα με ποιητικά σχήματα.
• Τώρα (στ. 83-88) ο ποιητικός λόγος γίνεται πιο εύηχος, πιο γενικευμένος και περισσότερο στοχαστικός.
• Η φρίκη όμως σε κάθε περίπτωση παραμένει ζωντανή και προχωράει:
• εκφεύγει των ορίων του καθημερινού λόγου και των δυνατοτήτων μιας καλοπροαίρετης συνομιλίας.
•
προχωρεί ασταμάτητα: απλώνεται ολοένα και σε περισσότερα επίπεδα ζωής•
νέα έργα και ημέρες της φρίκης βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
• Το αποκορύφωμα αυτής της δηλητηριασμένης ατμόσφαιρας είναι ο καημός της συμφοράς (στ. 87-88).
• Αυτός ο καημός φαρμακώνει την ψυχή του ποιητή, όχι ως ενός απομονωμένου Εγώ αλλά ως του συμπαντικού Εμείς.
• Στην τελευταία ενότητα (στ. 89-95) το ποιητικό θέμα δικαιούται και δύναται να αναφέρεται σε ήρωες:
•
Οι ήρωες έρχονται να ολοκληρώσουν το σκηνικό μιας προηγούμενης
ποιητικής ανάδειξης από τη μια πλευρά των ιδιοτελών ανθρώπων και από την
άλλη πλευρά των αδύνατων, των ακούσιων θυμάτων του πολέμου και της
φθαρμένης ή διεφθαρμένης δημόσιας ζωής.
• Η ιστορία του Μιχάλη έχει πραγματική βάση.
• Αλλά και η παρουσία της ηρωικής εκδοχής δεν μεταβάλλει ουσιαστικά τη γενική κατάσταση.
• Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά: δρουν ανώνυμα, ανυστερόβουλα και όχι για να κερδίσουν μια θέση στα έδρανα της δημοσιότητας.
•
Παράλληλα οι ηρωικές πράξεις και στάσεις είναι ξεχωριστές περιπτώσεις
και δεν αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της συλλογικής δράσης. Γι’ αυτό και
αδυνατούν συνήθως να ανατρέψουν ή να εξαλείψουν την κατάσταση της
οδύνης, της φρίκης και του παραλογισμού.
• Στον τελευταίο στίχο, ο
οποίος είναι επανάληψη του πρώτου στίχου σε χρόνο ενεστώτα: στ. 1: μ’
αρέσαν, στ. 96: μ’ αρέσουν, ο ποιητής εκφράζει μια συγκρατημένη
αισιοδοξία.
• Μετά από αυτά που έζησε, με νωπές τις μνήμες από τις
φοβερές εμπειρίες του πολέμου και από τη φθορά του ανθρώπου μέσα στην
πολεμική δίνη καταλήγει σε «άλλα νοήματα και άλλες ελπίδες».
• Ο Μ.
Vitti (ό.π., σ. 168) δίνει την εξής εξήγηση: «ύστερα από όσα
μεσολάβησαν, μοιάζει να διατυπώνει σε τόνο σκοτεινό το προαίσθημα ότι
άλλες νύχτες με φεγγάρι που θα έρθουν στη ζωή του δεν θα είναι καλύτερες
από αυτές που θυμάται τούτη τη νύχτα, προσμένοντας να χαράξει η ώρα της
επιστροφής».
Oι σημειώσεις προέρχονται από διδακτικές επισημάνσεις του Δημητρίου Τζωρτζόπουλου
Δρ. Φιλοσοφίας, Σχολικού Συμβούλου Φιλολόγων και στάλθηκαν στους νομούς Βοιωτίας, Ευρυτανίας & Φθιώτιδας.
Ἕνας γέροντας στὴν ἀκροποταμιά
Στὸν Νάνη Παναγιωτόπουλο
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε πῶς προχωροῦμε.
Νὰ αἰσθάνεσαι δὲ φτάνει μήτε νὰ σκέπτεσαι μήτε νὰ
κινεῖσαι
μήτε νὰ κινδυνεύει τὸ σῶμα σου στὴν παλιὰ πολεμίστρα,
ὅταν τὸ λάδι ζεματιστὸ καὶ τὸ λιωμένο μολύβι αὐλακώ-
νουνε τὰ τειχιά.
Κι ὅμως πρέπει νὰ λογαριάσουμε κατὰ ποῦ προχωροῦμε,
ὄχι καθὼς ὁ πόνος μας τὸ θέλει καὶ τὰ πεινασμένα παι-
διά μας
καὶ τὸ χάσμα τῆς πρόσκλησης τῶν συντρόφων ἀπὸ τὸν
ἀντίπερα γιαλὸ-
μήτε καθὼς τὸ ψιθυρίζει τὸ μελανιασμένο φῶς στὸ πρό-
χειρο νοσοκομεῖο,
τὸ φαρμακευτικὸ λαμπύρισμα στὸ προσκέφαλο τοῦ παλι-
καριοῦ ποὺ χειρουργήθηκε τὸ μεσημέρι-
ἀλλὰ μὲ κάποιον ἄλλο τρόπο, μπορεῖ νὰ θέλω νὰ πῶ
καθὼς
τὸ μακρὺ ποτάμι ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὶς μεγάλες λίμνες τὶς
κλειστὲς βαθιὰ στὴν Ἀφρικὴ
καὶ ἤτανε κάποτε Θεὸς κι ἔπειτα γένηκε δρόμος καὶ δω-
ρητὴς καὶ δικαστὴς καὶ δέλτα-
ποὺ δὲν εἶναι ποτές του τὸ ἴδιο, κατὰ ποὺ δίδασκαν οἱ πά-
λαιοὶ γραμματισμένοι,
κι ὡστόσο μένει πάντα τὸ ἴδιο σῶμα, τὸ ἴδιο στρῶμα, καὶ
τὸ ἴδιο Σημεῖο,
ὁ ἴδιος προσανατολισμός.
Δὲ θέλω τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ μιλήσω ἁπλά, νὰ μοῦ δοθεῖ
ἐτούτη ἡ χάρη.
Γιατὶ καὶ τὸ τραγούδι τὸ φορτώσαμε μὲ τόσες μουσικὲς
ποὺ σιγὰ-σιγά, βουλιάζει
καὶ τὴν τέχνη μας τὴ στολίσαμε τόσο πολὺ ποὺ φαγώθηκε
ἀπὸ τὰ μαλάματα τὸ πρόσωπό της
κι εἶναι καιρὸς νὰ ποῦμε τὰ λιγοστά μας λόγια γιατὶ ἡ
ψυχή μας αὔριο κάνει πανιά.
Ἂν εἶναι ἀνθρώπινος ὁ πόνος δὲν εἴμαστε ἄνθρωποι μόνο
γιὰ νὰ πονοῦμε
γι᾿ αὐτὸ συλλογίζομαι τόσο πολύ, τοῦτες τὶς μέρες, τό με-
γάλο ποτάμι
αὐτὸ τὸ νόημα ποὺ προχωρεῖ ἀνάμεσα σὲ βότανα καὶ σὲ
χόρτα
καὶ ζωντανὰ ποὺ βόσκουν καὶ ξεδιψοῦν κι ἀνθρώπους ποὺ
σπέρνουν καὶ ποὺ θερίζουν
καὶ σὲ μεγάλους τάφους ἀκόμη καὶ μικρὲς κατοικίες τῶν
νεκρῶν.
Αὐτὸ τὸ ρέμα ποὺ τραβάει τὸ δρόμο του καὶ ποὺ δὲν εἶναι
τόσο διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν ἀνθρώπων
κι ἀπὸ τὰ μάτια τῶν αὐθρώπων ὅταν κοιτάζουν ἴσια-πέρα
χωρὶς τὸ φόβο μὲς στὴν καρδιά τους,
χωρὶς τὴν καθημερινὴ τρεμούλα γιὰ τὰ μικροπράματα ἢ
ἔστω καὶ γιὰ τὰ μεγάλα-
ὅταν κοιτάζουν ἴσια- πέρα καθὼς ὁ στρατοκόπος ποὺ συν-
ήθισε ν᾿ ἀναμετρᾶ τὸ δρόμο του μὲ τ᾿ ἄστρα,
ὄχι ὅπως ἐμεῖς, τὴν ἄλλη μέρα, κοιτάζοντας τὸ κλειστὸ
περιβόλι στὸ κοιμισμένο ἀράπικο σπίτι,
πίσω ἀπὸ τὰ καφασωτά, τὸ δροσερὸ περιβολάκι ν᾿ ἀλλά-
ζει σχῆμα, νὰ μεγαλώνει καὶ νὰ μικραίνει-
ἀλλάζοντας καθὼς κοιτάζαμε, κι ἐμεῖς, τὸ σχῆμα τοῦ πό-
θου μας καὶ τῆς καρδιᾶς μας,
στὴ στάλα τοῦ μεσημεριοῦ, ἐμεῖς τὸ ὑπομονετικὸ ζυμάρι
ἑνὸς κόσμου ποὺ μᾶς διώχνει καὶ ποὺ μᾶς πλάθει,
πιασμένοι στὰ πλουμισμένα δίχτυα μιᾶς ζωῆς ποὺ ἤτανε
σωστὴ κι ἔγινε σκόνη καὶ βούλιαξε μέσα στὴν ἄμμο
ἀφήνοντας πίσω της μονάχα ἐκεῖνο τὸ ἀπροσδιόριστο
λίκνισμα ποὺ μᾶς ζάλισε μιᾶς ἀψηλῆς φοινικιᾶς.
Κάϊρο, 20 Ἰουνίου ῾42
Ἐπὶ σκηνῆς
Δ´
Ἡ θάλασσα- πῶς ἔγινε ἔτσι ἡ θάλασσα;
Ἄργησα χρόνια στὰ βουνὰ-
μὲ τύφλωσαν οἱ πυγολαμπίδες.
Τώρα σὲ τοῦτο τ᾿ ἀκρογιάλι περιμένω
ν᾿ ἀράξει ἕνας ἄνθρωπος
ἕνα ὑπόλειμμα, μιὰ σχεδία.
Μὰ μπορεῖ νὰ κακοφορμίσει ἡ θάλασσα;
Ἕνα δελφίνι τὴν ἔσκισε μία φορὰ
κι ἀκόμη μιὰ φορὰ
ἡ ἄκρη τοῦ φτεροῦ ἑνὸς γλάρου.
Κι ὅμως ἦταν γλυκὸ τὸ κύμα
ὅπου ἔπεφτα παιδὶ καὶ κολυμποῦσα
κι ἀκόμη σὰν ἤμουν παλικάρι
καθὼς ἔψαχνα σχήματα στὰ βότσαλα,
γυρεύοντας ρυθμούς,
μοῦ μίλησε ὁ Θαλασσινὸς Γέρος:
«Ἐγὼ εἶμαι ὁ τόπος σοὺυ
ἴσως νὰ μὴν εἶμαι κανεὶς
ἀλλὰ μπορῶ νὰ γίνω αὐτὸ ποὺ θέλεις».
Ἡ άπόφαση τῆς λησμονιᾶς
Ποιὸς θὰ μᾶς λογαριάσει τὴν ἀπόφαση τῆς λησμονιᾶς;...
Γ. Σ.
Στάσου διαβάτη μπροστὰ στὴν ἥσυχη λίμνη-
ἡ σγουρὴ θάλασσα καὶ τὰ βασανισμένα καράβια
οἱ δρόμοι ποὺ τυλίγαν βουνὰ καὶ γεννοῦσαν ἄστρα
ὅλα τελειώνουν ἐδῶ στὴν πλατιὰ ἐπιφάνεια.
Τώρα μπορεῖς νὰ κοιτάξεις μὲ γαλήνη τοὺς κύκνους
δές τους, εἶναι κατάσπροι σὰν τὸν ὕπνο τῆς νύχτας
χωρὶς νὰ ῾γγίξουν πουθενὰ γλιστροῦν σ᾿ ἕνα λιγνὸ λεπίδι
ποὺ τοὺς ὑψώνει ἐλάχιστα πάνω ἀπὸ τὰ νερά.
Σοῦ μοιάζουν ξένε, τὰ ἥσυχα φτερὰ καὶ τὰ καταλαβαίνεις
ἐνῶ σὲ κοιτάζουν μαρμαρωμένα τὰ μάτια τῶν λιονταριῶν
καὶ τὸ φύλλο τοῦ δέντρου μένει ἄγραφο στὰ ἐπουράνια
καὶ τὸ κοντύλι τρύπησε τὸν τοῖχο τῆς φυλακῆς.
Κι ὅμως δὲν ἦταν ἄλλα τὰ πουλιὰ ποὺ σφάξαν τὶς χωρια-
τοποῦλες
τὸ αἷμα κοκκίνιζε τὸ γάλα πάνω στὶς πλάκες τοῦ δρόμου
καὶ τ᾿ ἄλογά τους ἀθόρυβα σὰν τὸ λιωμένο μολύβι
ρίχναν ἀδιάβαστα σχήματα μέσα στὶς γοῦρνες.
Κι ἔσφιγγε ἡ νύχτα ὁλοένα τὸν κυρτὸ λαιμό τους
ποὺ δὲν τραγουδοῦσε γιατὶ δὲν ἦταν τρόπος νὰ πεθάνει
ἀλλὰ χτυποῦσε θερίζοντας τὰ κόκαλα τῶν ἀνθρώπων
τυφλά. Καὶ δρόσιζαν τὰ φτερά τους τὴ φρίκη.
Κι αὐτὰ ποὺ γίνονταν εἶχαν τὴν ἴδια γαλήνη μὲ τοῦτα ποὺ
βλέπεις
εἶχαν τὴν ἴδια γαλήνη γιατὶ δὲν περίσσευε ψυχὴ νὰ συλ-
λογιστοῦμε
ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴ δύναμη νὰ χαράξουμε λίγα σημάδια στὶς πέτρες
ποὺ ἄγγιξαν τώρα πιὰ τὸ βυθὸ κάτω ἀπ᾿ τὴ μνήμη.
Μαζί τους κι ἐμεῖς μακριὰ πολὺ μακριά, στάσου διαβάτη
μπροστὰ στὴν ἥσυχη λίμνη μὲ τοὺς ἄσπιλους κύκνους
ποὺ ταξιδεύουν σὰν ἄσπρα κουρέλια μέσα στὸ νοῦ σου
καὶ σὲ ξυπνᾶνε σὲ πράγματα ποὺ ἔζησες καὶ
ποὺ δὲ
θυμᾶσαι.
Μήτε θυμᾶσαι διαβάζοντας τὰ ψηφιά μας πάνω στὶς πέτρες-
ὡστόσο μένεις ἐκστατικὸς μαζὶ μὲ τ᾿ ἀρνιά σου
ποὺ μεγαλώνουν τὸ σῶμα σου μὲ τὸ μαλλί τους
τώρα ποὺ νιώθεις στὶς φλέβες σου μιὰ βοὴ θυσίας.
Ἡ τελευταία μέρα
Ἦταν ἡ μέρα συννεφιασμένη. Κανεὶς δὲν ἀποφάσιζε
φυσοῦσε ἕνας ἀγέρας ἀλαφρύς: «Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι
σιρόκος» εἶπε κάποιος.
Κάτι λιγνὰ κυπαρίσσια καρφωμένα στὴν πλαγιὰ κι ἡ
θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιὸ πέρα.
Οἱ στρατιῶτες παρουσίαζαν ὅπλα σὰν ἄρχισε νὰ ψιχαλίζει.
«Δὲν εἶναι γρέγος εἶναι σιρόκος» ἡ μόνη ἀπόφαση ποὺ
ἀκούστηκε.
Κι ὅμως τὸ ξέραμε πὼς τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε
τίποτε πιά, μήτε ἡ γυναίκα πίνοντας πλάι μας τὸν ὕπνο
μήτε ἡ ἀνάμνηση πὼς ἤμασταν κάποτες ἄντρες,
τίποτε πιὰ τὴν ἄλλη αὐγή.
«Αὐτὸς ὁ ἀγέρας φέρνει στὸ νοῦ τὴν ἄνοιξη» ἔλεγε ἡ
φίλη
περπατώντας στὸ πλευρό μου κοιτάζοντας μακριὰ «τὴν
ἄνοιξη
ποὺ ἔπεσε ξαφνικὰ τὸ χειμώνα κοντὰ στὴν
κλειστὴ
θάλασσα.
Τόσο ἀπροσδόκητα. Πέρασαν τόσα χρόνια. Πῶς θὰ
πεθάνουμε;»
Ἕνα νεκρώσιμο ἐμβατήριο τριγύριζε μὲς στὴν ψιλὴ βροχή.
Πῶς πεθαίνει ἕνας ἄντρας; Παράξενο κανένας δὲν τὸ
συλλογίστηκε.
Κι ὅσοι τὸ σκέφτηκαν ἦταν σὰν ἀνάμνηση ἀπὸ παλιὰ
χρονικὰ
τῆς ἐποχῆς τῶν Σταυροφόρων ἢ τῆς ἐν - Σαλαμίνι - ναυ-
μαχίας.
Κι ὅμως ὁ θάνατος εἶναι κάτι ποὺ γίνεται- πῶς πεθαίνει
ἕνας ἄντρας;
Κι ὅμως κερδίζει κανεὶς τὸ θάνατό του, τὸ δικό του θά-
νατο, ποὺ δὲν ἀνήκει σὲ κανέναν ἄλλον
καὶ τοῦτο τὸ παιχνίδι εἶναι ἡ ζωή.
Χαμήλωνε τὸ φῶς πάνω ἀπὸ τὴ συννεφιασμένη μέρα, κα-
νεὶς δὲν ἀποφάσιζε.
Τὴν ἄλλη αὐγὴ δὲ θὰ μᾶς ἔμενε τίποτε- ὅλα παραδομένα-
μήτε τὰ χέρια μας-
κι οἱ γυναῖκες μας ξενοδουλεύοντας στὰ κεφαλόβρυσα καὶ
τὰ παιδιά μας
στὰ λατομεῖα.
Ἡ φίλη μου τραγουδοῦσε περπατώντας στὸ πλευρό μου
ἕνα τραγούδι σακατεμένο:
«Τὴν ἄνοιξη, τὸ καλοκαίρι, ραγιάδες...»
Θυμότανε κανεὶς γέροντες δασκάλους ποὺ μᾶς ἄφησαν
ὀρφανούς.
Ἕνα ζευγάρι πέρασε κουβεντιάζοντας:
«Βαρέθηκα τὸ δειλινό, πᾶμε στὸ σπίτι μας
πᾶμε στὸ σπίτι μας ν᾿ ἀνάψουμε τὸ φῶς».
Ἀθήνα, Φεβ. ῾39
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα
Μιλοῦσες γιὰ πράγματα ποὺ δὲν τἄ ῾βλεπαν κι αὐτοὶ γελοῦσαν
Ὅμως νὰ λάμνεις στὸ σκοτεινὸ ποταμὸ
Πάνω νερὰ
Νὰ πηγαίνεις στὸν ἀγνοημένο δρόμο
Στὰ τυφλά, πεισματάρης
Καὶ νὰ γυρεύεις λόγια ριζωμένα
Σὰν τὸ πολύροζο λιόδεντρο
Ἄφησε κι ἂς γελοῦν
Καὶ νὰ ποθεῖς νὰ κατοικήσει κι ὁ ἄλλος κόσμος
Στὴ σημερινὴ πνιγερὴ μοναξιὰ
Στ᾿ ὀρφανισμένο του ὁ πάρο
Ἄφησέ τους
Ὁ θαλασσινὸς ἄνεμος κι ἡ δροσιὰ τῆς αὐγῆς
Ὑπάρχουν χωρὶς νὰ τὸ ζητήσει κανένας.
Ἐρωτικὸς Λόγος
(ἀπὸ τὴν ἔκδοση «Γιῶργος Σεφέρης, Ποιήματα», Ἴκαρος, 1989)
Ἔστι δὲ φύλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον,
ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τὰ πόρσω,
μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν.
ΠΙΝΔΑΡΟΣ
Α´
Ρόδο τῆς μοίρας, γύρευες νὰ βρεῖς νὰ μᾶς πληγώσεις
μὰ ἔσκυβες σὰν τὸ μυστικὸ ποὺ πάει νὰ λυτρωθεῖ
κι ἦταν ὡραῖο τὸ πρόσταγμα ποὺ δέχτηκες νὰ δώσεις
κι ἦταν τὸ χαμογέλιο σου σὰν ἕτοιμο σπαθί.
Τοῦ κύκλου σου τὸ ἀνέβασμα ζωντάνευε τὴ χτίση
ἀπὸ τ᾿ ἀγκάθι σου ἔφευγε τὸ δρόμου ὁ στοχασμὸς
ἡ ὁρμή μας γλυκοχάραζε γυμνὴ νὰ σ᾿ ἀποχτήσει
ὁ κόσμος ἦταν εὔκολος. Ἕνας ἁπλὸς παλμός.
Β´
Τὰ μυστικὰ τῆς θάλασσας ξεχνιοῦνται στ᾿ ἀκρογιάλια
ἡ σκοτεινάγρα τοῦ βυθοῦ ξεχνιέται στὸν ἀφρό.
Λάμπουνε ξάφνου πορφυρὰ τῆς μνήμης τὰ κοράλλια...
Ὦ μὴν ταράξεις... πρόσεξε ν᾿ ἀκούσεις τ᾿ ἀλαφρὸ
ξεκίνημά της... τ᾿ ἄγγιξες τὸ δέντρο μὲ τὰ μῆλα
τὸ χέρι ἁπλώθη κι ἡ κλωστὴ δείχνει καὶ σὲ ὁδηγεῖ...
Ὦ σκοτεινὸ ἀνατρίχιασμα στὴ ρίζα καὶ στὰ φύλλα
νἄ ῾σουν ἐσὺ ποὺ θἄ ῾φερνες τὴν ξεχασμένη αὐγή!
Στὸν κάμπο τοῦ ἀποχωρισμοῦ νὰ ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν᾿ ἀνοίγουνται ὥριμες, οἱ ἀγκάλες τ᾿ οὐρανοῦ,
νὰ φέγγουν στὸ ἀντηλάρισμα τὰ μάτια μόνο ἐκεῖνα
ἁγνὴ ἡ ψυχὴ νὰ γράφεται σὰν τὸ τραγούδι αὐλοῦ...
Ἡ νύχτα νἄ ῾ταν ποὺ ἔκλεισε τὰ μάτια; Μένει ἀθάλη,
σὰν ἀπὸ δοξαριοῦ νευρὰ μένει πνιχτὸ βουητό,
μιὰ στάχτη κι ἕνας ἴλιγγος στὸ μαῦρο γυρογιάλι
κι ἕνα πυκνὸ φτερούγισμα στὴν εἰκασία κλειστό.
Ρόδο τοῦ ἀνέμου, γνώριζες μὰ ἀνέγνωρους μᾶς πῆρες
τὴν ὥρα ποὺ θεμέλιωνε γιοφύρια ὁ λογισμὸς
νὰ πλέξουνε τὰ δάχτυλα καὶ νὰ διαβοῦν δυὸ μοῖρες
καὶ νὰ χυθοῦν στὸ χαμηλὸ κι ἀναπαμένο φῶς.
Γ´
Ὦ σκοτεινὸ ἀνατρίχιασμα στὴ ρίζα καὶ στὰ φύλλα!
Πρόβαλε ἀνάστημα ἄγρυπνο στὸ πλῆθος τῆς σιωπῆς
σήκωσε τὸ κεφάλι σου ἀπὸ τὰ χέρια τὰ καμπύλα
τὸ θέλημά σου νὰ γενεῖ καὶ νὰ μοῦ ξαναπεῖς
τὰ λόγια ποὺ ἄγγιζαν καὶ σμίγαν τὸ αἷμα σὰν ἀγκάλη
κι ἂς γείρει ὁ πόθος σου βαθὺς σὰν ἴσκιος καρυδιᾶς
καὶ νὰ μᾶς πλημμυράει μὲ τῶν μαλλιῶν σου τὴ σπατάλη
ἀπὸ τὸ χνούδι τοῦ φιλιοῦ στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.
Χαμήλωναν τὰ μάτια σου κι εἶχες τὸ χαμογέλιο
ποὺ ἀνιστοροῦσαν ταπεινὰ ζωγράφοι ἀλλοτινοί.
Λησμονημένο ἀνάγνωσμα σ᾿ ἕνα παλιὸ εὐαγγέλιο
τὸ μίλημά σου ἀνάσαινε κι ἡ ἀνάλαφρη φωνή:
«Εἶναι τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου σιγαλὸ κι ἀπόκοσμο
κι ὁ πόνος ἀπαλὰ μὲς στὴν ψυχή μου λάμνει
χαράζει ἡ αὐγὴ τὸν οὐρανό, τ᾿ ὄνειρο μένει ἀπόντιστο
κι εἶναι σὰν νὰ διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.
Μὲ τοῦ ματιοῦ τ᾿ ἀλάφιασμα, μὲ τοῦ κορμιοῦ τὸ ρόδισμα
ξυπνοῦν καὶ κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
μὲ περιπλέκει χαμηλὸ τὸ κυκλωτὸ φτερούγισμα
ἀνθρώπινο ἄγγιγμα στὸ κόρφο μου τ᾿ ἀστέρια.
Τὴν ἀκοή μου ὡς νὰ ῾σμιξε κοχύλι βουίζει ὁ ἀντίδικος
μακρινὸς κι ἀξεδιάλυτος τοῦ κόσμου ὁ θρῆνος
μὰ εἶναι στιγμὲς καὶ σβήνουνται καὶ βασιλεύει δίκλωνος
ὁ λογισμὸς τοῦ πόθου μου, μόνος ἐκεῖνος.
Λὲς κι εἶχα ἀναστηθεῖ γυμνή σε μία παρμένη θύμηση
σὰν ἦρθες γνώριμος καὶ ξένος, ἀκριβέ μου
νὰ μοῦ χαρίσεις γέρνοντας τὴν ἀπέραντη λύτρωση
ποὺ γύρευα ἀπὸ τὰ γοργὰ σεῖστρα τοῦ ἀνέμου...»
Τὸ ραγισμένο ἡλιόγερμα λιγόστεψε κι ἐχάθη
κι ἔμοιαζε πλάνη νὰ ζητᾶς τὰ δῶρα τ᾿ οὐρανοῦ.
Χαμήλωναν τὰ μάτια σου. Τοῦ φεγγαριοῦ τ᾿ ἀγκάθι
βλάστησε καὶ φοβήθηκες τοὺς ἴσκιους τοῦ βουνοῦ.
... Μὲς στὸν καθρέφτη ἡ ἀγάπη μας, πῶς πάει καὶ λιγοστεύει
μέσα στὸν ὕπνο τὰ ὄνειρα, σκολειὸ τῆς λησμονιᾶς
μέσα στὰ βάθη τοῦ καιροῦ, πῶς ἡ καρδιὰ στενεύει
καὶ χάνεται στὸ λίκνισμα μιᾶς ξένης ἀγκαλιᾶς...
Δ´
Δυὸ φίδια ὡραῖα κι ἀλαργινά, τοῦ χωρισμοῦ πλοκάμια
σέρνουνται καὶ γυρεύουνται στὴ νύχτα τῶν δεντρῶν,
γιὰ μίαν ἀγάπη μυστικὴ σ᾿ ἀνεύρετα θολάμια
ἀκοίμητα γυρεύουνται δὲν πίνουν καὶ δὲν τρῶν.
Μὲ γύρους καὶ λυγίσματα κι ἡ ἀχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, ἁπλώνει κρίκους στὸ κορμὶ
ποὺ κυβερνοῦν ἀμίλητοι τοῦ ἔναστρου θόλου οἱ νόμοι
καὶ τοῦ ἀναδεύουν τὴν πυρὴ κι ἀσίγαστη ἀφορμή.
Τὸ δάσος στέκει ριγηλὸ τῆς νύχτας ἀντιστύλι
κι εἶναι ἡ σιγὴ τάσι ἀργυρὸ ὅπου πέφτουν οἱ στιγμὲς
ἀντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ὁλόκληροι, μιὰ σμίλη
προσεχτικὴ ποὺ δέχουνται πελεκητὲς γραμμές...
Αὐγάζει ξάφνου τὸ ἄγαλμα. Μὰ τὰ κορμιὰ ἔχουν σβήσει
στὴ θάλασσα στὸν ἄνεμο στὸν ἥλιο στὴ βροχή.
Ἔτσι γεννιοῦνται οἱ ὀμορφιὲς ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ φύση
μὰ ποιὸς ξέρει ἂν πέθανε στὸν κόσμο μία ψυχή.
Στὴ φαντασία θὰ γύριζαν τὰ χωρισμένα φίδια
(Τὸ δάσος λάμπει μὲ πουλιὰ βλαστοὺς καὶ ροδαμούς)
μένουν ἀκόμη τὰ σγουρὰ γυρέματά τους, ἴδια
τοῦ κύκλου τὰ γυρίσματα ποὺ φέρνουν τοὺς καημούς.
Ε´
Ποῦ πῆγε ἡ μέρα ἡ δίκοπη ποὺ εἶχε τὰ πάντα ἀλλάξει;
Δὲ θὰ βρεθεῖ ἕνας ποταμὸς νἆ᾿ ναι γιὰ μᾶς πλωτός;
Δὲ θὰ βρεθεῖ ἕνας οὐρανὸς τὴ δρόσο νὰ σταλάξει
γιὰ τὴν ψυχὴ ποὺ νάρκωσε κι ἀνάθρεψε ὁ λωτός;
Στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς προσμένουμε τὸ θάμα
ποὺ ἀνοίγει τὰ ἐπουράνια κι εἶν᾿ ὅλα βολετὰ
προσμένουμε τὸν ἄγγελο σὰν τὸ πανάρχαιο δράμα
τὴν ὥρα ποὺ τοῦ δειλινοῦ χάνουνται τ᾿ ἀνοιχτὰ
τριαντάφυλλα... Ρόδο ἄλικο τοῦ ἀνέμου καὶ τῆς μοίρας,
μόνο στὴ μνήμη ἀπέμεινες, ἕνας βαρὺς ρυθμὸς
ρόδο τῆς νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα τῆς θάλασσας... Ὁ κόσμος εἶναι ἁπλός.
Ἀθήνα, Ὀχτώβρης ῾29 - Δεκέμβρης ῾30
Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος Μιλᾶ
... τῷ δὲ βασιλεῖ Ἰσσακίῳ κατακλείει ἐν καστελλίῳ καλουμένῳ Μαρκάππω. Κατὰ
δὲ τοῦ ὁμοίου αὐτῷ Σαλαχαντίνου ἀνύσας μηδὲν ὁ ἀλιτήριος, ἤνυσε τοῦτο καὶ μόνον,
διαπράσας τὴν χῶραν Λατίνοις, χρυσίου χιλιάδων λιτρῶν διακοσίων. Διὸ καὶ πολὺς ὁ
ὀλολυγμός, καὶ ἀφόρητος ὁ καπνός, ὡς προείρηται, ὁ ἐλθῶν ἐκ τοῦ βορρᾶ...
NEOΦYTOY EΓKΛEIΣTOY
ΠEPI TΩN KATA THN XΩPAN KYΠPON ΣKAIΩN
Ὑπέρογκες ἀρχιτεκτονικές· Λαρίων φαμαγκούστα Μπουφαβέντο· σχεδὸν σκηνικά.
Ἤμασταν συνηθισμένοι νὰ τὸ στοχαζόμαστε ἀλλιῶς τὸ «Ἰησοῦς Χριστὸς Νικᾶ»
ποὺ εἴδαμε κάποτε στὰ τείχη τῆς Βασιλεύουσας, τὰ φαγωμένα ἀπὸ γυφτοτσάντιρα καὶ
στεγνὰ χορτάρια,
μὲ τοὺς μεγάλους πύργους κατάχαμα σὰν ἑνὸς δυνατοῦ ποὺ ἔχασε, τὰ ριγμένα ζάρια.
Γιὰ μᾶς ἦταν ἄλλο πράγμα ὁ πόλεμος γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ
καὶ γιὰ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου καθισμένη στὰ γόνατα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ,
ποὺ εἶχε στὰ μάτια ψηφιδωτὸν τὸν καημὸ τῆς Ρωμιοσύνης, ἐκείνου τοῦ πελάγου τὸν καημὸ
σὰν ἧβρε τὸ ζύγιασμα τῆς καλοσύνης.
Ἂς παίζουν τώρα μελοδράματα στὰ σκηνικὰ τῶν σταυροφόρων Λουζινιᾶ
κι ἂς φλομώνουμε μὲ τὸν καπνὸ ποὺ μᾶς κουβάλησαν ἀπὸ τὸ βοριά.
Ἄσ᾿ τους νὰ τρώγουνται καὶ ν᾿ ἀνεμοδέρνουνται ὡσὰν τὸ κάτεργο ποὺ δένει
μοῦδες·
Καλῶς μᾶς ἤρθατε στὴν Κύπρο, ἀρχόντοι. Τράγοι καὶ μαϊμοῦδες!
Ἐγκλείστρα, 21 Νοεμ. ῾53
Θεατρίνοι, Μ. Α.
Στήνουμε θέατρα καὶ τὰ χαλνοῦμε
ὅπου σταθοῦμε κι ὅπου βρεθοῦμε
στήνουμε θέατρα καὶ σκηνικά,
ὅμως ἡ μοίρα μας πάντα νικᾶ.
Καὶ τὰ σαρώνει καὶ μᾶς σαρώνει
καὶ τοὺς θεατρίνους καὶ τὸ θεατρώνη
ὑποβολέα καὶ μουσικοὺς
στοὺς πέντε ἀνέμους τοὺς βιαστικούς.
Σάρκες, λινάτσες, ξύλα, φτιασίδια,
ρίμες αἰσθήματα, πέπλα στολίδια,
μάσκες, λιογέρματα, γόοι καὶ κραυγὲς
κι ἐπιφωνήματα καὶ χαραυγὲς
ριγμένα ἀνάκατα μαζὶ μ᾿ ἐμᾶς
(πές μου ποῦ πᾶμε; πές μου ποῦ πᾶς;)
Πάνω ἀπ᾿ τὸ δέρμα μας γυμνὰ τὰ νεῦρα
σὰν τὶς λουρίδες ὀνάγρου ἢ ζέβρα
γυμνὰ κι ἀνάερα, στεγνὰ στὴν κάψα
(πότε μᾶς γέννησαν; πότε μᾶς θάψαν!)
Καὶ τεντωμένα σὰν τὶς χορδὲς
μιᾶς λύρας ποὺ ὁλοένα βουίζει. Δὲς
καὶ τὴν καρδιά μας ἕνα σφουγγάρι,
στὸ δρόμο σέρνεται καὶ στὸ παζάρι
πίνοντας τὸ αἷμα καὶ τὴ χολὴ
καὶ τοῦ τετράρχη καὶ τοῦ ληστῆ.
Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο
Γιῶργος Σεφέρης, «Πάνω σ᾿ ἕναν ξένο στίχο», Ποιήματα, Ἀθήνα, ἔκδ. Ἴκαρος, 1985,
σσ. 87-89
Στὴν Ἕλλη, Χριστούγεννα 1931
Εὐτυχισμένος ποὺ ἔκανε τὸ ταξίδι τοῦ Ὀδυσσέα.
Εὐτυχισμένος ἂν στὸ ξεκίνημα, ἔνιωθε γερὴ τὴν ἁρμα-
τωσιὰ μιᾶς ἀγάπης, ἁπλωμένη μέσα στὸ κορμί του,
σὰν τὶς φλέβες ὅπου βουίζει τὸ αἷμα.
Μιᾶς ἀγάπης μὲ ἀκατέλυτο ρυθμό, ἀκατανίκητης σάν τὴ
μουσικὴ καὶ παντοτινῆς
γιατὶ γεννήθηκε ὅταν γεννηθήκαμε καὶ σὰν πεθαίνουμε,
ἂν πεθαίνει, δὲν τὸ ξέρουμε οὔτε ἐμεῖς οὔτε ἄλλος
κανείς.
Παρακαλῶ τὸ θεὸ νὰ μὲ συντρέξει νὰ πῶ, σὲ μιὰ στιγμὴ
μεγάλης εὐδαιμονίας, ποιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀγάπη·
κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος ἀπὸ τὴν ξενιτιά, κι ἀκούω
τὸ μακρινὸ βούισμά της, σὰν τὸν ἀχὸ τῆς θάλασσας
ποὺ ἔσμιξε μὲ τὸ ἀνεξήγητο δρολάπι.
Καὶ παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι καὶ πάλι, τὸ φάν-
τασμα τοῦ Ὀδυσσέα, μὲ μάτια κοκκινισμένα ἀπὸ τοῦ
κυμάτου τὴν ἁρμύρα
κι ἀπὸ τὸ μεστωμένο πόθο νὰ ξαναδεῖ τὸν καπνὸ ποὺ
βγαίνει ἀπὸ τὴ ζεστασιὰ τοῦ σπιτιοῦ του καὶ τὸ σκυλί
του ποὺ γέρασε προσμένοντας στὴ θύρα.
Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ἀνάμεσα στ᾿ ἀσπρισμένα
του γένια, λόγια τῆς γλώσσας μας, ὅπως τὴ μιλοῦσαν
πρὶν τρεῖς χιλιάδες χρόνια.
Ἁπλώνει μία παλάμη ροζιασμένη ἀπὸ τὰ σκοινιὰ καὶ τὸ
δοιάκι, μὲ δέρμα δουλεμένο ἀπὸ τὸ ξεροβόρι ἀπὸ τὴν
κάψα κι ἀπὸ τὰ χιόνια.
Θἄ ῾λεγες πὼς θέλει νὰ διώξει τὸν ὑπεράνθρωπο Κύκλωπα
ποὺ βλέπει μ᾿ ἕνα μάτι, τὶς Σειρῆνες ποὺ σὰν τὶς ἀ-
κούσεις ξεχνᾶς, τὴ Σκύλλα καὶ τὴ Χάρυβδη ἀπ᾿ ἀνά-
μεσό μας·
τόσο περίπλοκα τέρατα, ποὺ δὲν μᾶς ἀφήνουν νὰ στοχα-
στοῦμε πὼς ἦταν κι αὐτὸς ἕνας ἄνθρωπος ποὺ πά-
λεψε μέσα στὸν κόσμο, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Εἶναι ὁ μεγάλος Ὀδυσσέας· ἐκεῖνος ποὺ εἶπε νὰ γίνει τὸ
ξύλινο ἄλογο καὶ οἱ Ἀχαιοὶ κερδίσανε τὴν Τροία.
Φαντάζομαι πῶς ἔρχεται νὰ μ᾿ ἀρμηνέψει πῶς νὰ φτιάξω
κι ἐγὼ ἕνα ξύλινο ἄλογο γιὰ νὰ κερδίσω τὴ δική μου
Τροία.
Γιατὶ μιλᾶ ταπεινὰ καὶ μὲ γαλήνη, χωρὶς προσπάθεια,
λὲς μὲ γνωρίζει σὰν πατέρας
εἴτε σὰν κάτι γέρους θαλασσινούς, ποὺ ἀκουμπισμένοι στὰ
δίχτυα τους, τὴν ὥρα ποὺ χειμώνιαζε καὶ θύμωνε ὁ
ἀγέρας,
μοῦ λέγανε, στὰ παιδικά μου χρόνια, τὸ τραγούδι τοῦ
Ἐρωτόκριτου, μὲ τὰ δάκρυα στὰ μάτια·
τότες ποὺ τρόμαζα μέσα στὸν ὕπνο μου ἀκούγοντας τὴν
ἀντίδικη μοίρα τῆς Ἀρετῆς νὰ κατεβαίνει τὰ μαρμα-
ρένια σκαλοπάτια.
Μοῦ λέει τὸ δύσκολο πόνο νὰ νιώθεις τὰ πανιὰ τοῦ καρα-
βιοῦ σου φουσκωμένα ἀπὸ τὴ θύμηση καὶ τὴν ψυχή
σου νὰ γίνεται τιμόνι.
Καὶ νἄ ῾σαι μόνος, σκοτεινὸς μέσα στὴ νύχτα καὶ ἀκυβέρ-
νητος σὰν τ᾿ ἄχερο στ᾿ ἁλώνι.
Τὴν πίκρα νὰ βλέπεις τοὺς συντρόφους σου καταποντι-
σμένους μέσα στὰ στοιχεῖα, σκορπισμένους: ἕναν-
ἕναν.
Καὶ πόσο παράξενα ἀντρειεύεσαι μιλώντας μὲ τοὺς πεθα-
μένους, ὅταν δὲ φτάνουν πιὰ οἱ ζωντανοὶ ποὺ σοῦ
ἀπομέναν.
Μιλᾶ... βλέπω ἀκόμη τὰ χέρια του ποὺ ξέραν νὰ δοκιμά-
σουν ἂν ἦταν καλὰ σκαλισμένη στὴν πλώρη ἡ γορ-
γόνα
νὰ μοῦ χαρίζουν τὴν ἀκύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα
στὴν καρδιὰ τοῦ χειμῶνα.
Λίγο ἀκόμα
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.
Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε
τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,
νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο
κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.
Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε
λίγο ψηλότερα.
Πάνω σὲ μιὰ χειμωνιάτικη ἀχτῖνα
«Εἶπες ἐδῶ καὶ χρόνια:
«Κατὰ βάθος εἶμαι ζήτημα φωτός».
Καὶ τώρα ἀκόμη σὰν ἀκουμπᾷς
στὶς φαρδιὲς ὠμοπλάτες τοῦ ὕπνου
ἀκόμη κι ὅταν σὲ ποντίζουν
στὸ ναρκωμένο στῆθος τοῦ πελάγου
ψάχνεις γωνιὲς ὅπου τὸ μαῦρο
ἔχει τριφτεῖ καὶ δὲν ἀντέχει
ἀναζητᾷς ψηλαφητὰ τὴ λόγχη
τὴν ὁρισμένη νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου
γιὰ νὰ τὴν ἀνοίξει στὸ φῶς.
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.
Μᾶς βαραίνουν οἱ φίλοι
ποὺ δὲν ξέρουν πιὰ πῶς νὰ πεθάνουν.
Κι ἂν ὁ ἀγέρας φυσᾷ, δὲ μᾶς δροσίζει
κι ὁ ἴσκιος μένει στενὸς κάτω ἀπ᾿ τὰ κυπαρίσσια
κι ὅλο τριγύρω ἀνηφόρι στὰ βουνά.
Τὰ χέρια
Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕνα μεγάλον ἴσκιο
τὸ χρῶμα τῆς αὐγῆς τὸ αἰσθάνομαι στὰ δάχτυλά σου.
Ξέχασε τὸ ψέμα ποὺ σὲ βοήθησε νὰ ζήσεις
γύμνωσε τὰ πόδια σου, γύμνωσε τὰ μάτια σου,
μᾶς μένουν λίγα πράγματα ὅταν γυμνωθοῦμε
ἀλλὰ τὰ βλέπουμε στὸ τέλος πιστά.
Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι πάντα σ᾿ ἕνα μονοπάτι,
τ᾿ αὐλάκια χαλασμένα δεξιὰ κι ἀριστερά, στὴν ἄκρη
τὸ σπίτι μὲ γυαλιὰ ποὺ τὸ χτυπάει ὁ ἥλιος, ἄδειο.
Σκέφτηκα τὰ δάχτυλά σου νὰ χτυποῦν τὰ τζάμια
σκέφτηκα τὴν καρδιά σου νὰ χτυπᾷ πίσω ἀπ᾿ τὰ τζάμια
καὶ πόσο λίγα πράγματα χωρίζουν ἕναν ἄνθρωπο
ποῦ δὲν τὰ ξεπερνᾷ.
Δὲν ξέρεις τίποτα γιατὶ κοίταξες τὸν ἥλιο.
Τὸ αἷμα σου στάλαξε στὰ μαῦρα φύλλα τῆς δάφνης
τ᾿ ἀηδόνι, περασμένες νύχτες, μάρμαρα στὸ φεγγάρι
καὶ στὸ ποτάμι τό ῾συρα κι ἔβαψε τὸ ποτάμι.
Συλλογίζομαι, ὅταν συλλογίζομαι, συλλογίζομαι
τὶς φλέβες μου καὶ τὸ μυστήριο τῶν χεριῶν σου ποὺ ὁδηγοῦν
κατεβαίνοντας προσεχτικὰ σκαλοπάτι τὸ σκαλοπάτι.
Τὰ μάτια ἂν κλείσω βρίσκομαι σ᾿ ἕναν μεγάλο κῆπο
Τὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα
Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν.
Ἔτυχε νά ῾ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει τὸ κυνῆγι
εἴταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾷς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χαθῆκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεββάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει
ἢ μία γυναῖκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πῶς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.
Μποτίλια στὸ πέλαγο
Τρεῖς βράχοι λίγα καμένα πεῦκα κι ἕνα ρημοκλῆσι
καὶ παραπάνω
τὸ ἴδιο τοπίο ἀντιγραμμένο ξαναρχίζει.
τρεῖς βράχοι σὲ σχῆμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεῦκα, μαῦρα καὶ κίτρινα
κι ἕνα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στὸν ἀσβέστη.
καὶ παραπάνω ἀκόμη πολλὲς φορὲς
τὸ ἴδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτὰ
ὡς τὸν ὁρίζοντα ὡς τὸν οὐρανὸ ποὺ βασιλεύει.
Ἐδῶ ἀράξαμε τὸ καράβι νὰ ματίσουμε τὰ σπασμένα κουπιά,
νὰ πιοῦμε νερὸ καὶ νὰ κοιμηθοῦμε.
Ἡ θάλασσα ποὺ μᾶς πίκρανε εἶναι βαθιὰ κι ἀνεξερεύνητη
καὶ ξεδιπλώνει μίαν ἀπέραντη γαλήνη.
Ἐδῶ μέσα στὰ βότσαλα βρήκαμε ἕνα νόμισμα
καὶ τὸ παίξαμε στὰ ζάρια.
Τὸ κέρδισε ὁ μικρότερος καὶ χάθηκε.
Ξαναμπαρκάραμε μὲ τὰ σπασμένα μας κουπιά.
Ὑστερόγραφο
Ἀλλὰ ἔχουν μάτια κάτασπρα χωρὶς ματόκλαδα
καὶ τὰ χέρια τοὺς εἶναι λιγνὰ σὰν τὰ καλάμια.
Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Γνώρισα
τὴ φωνὴ τῶν παιδιῶν τὴν αὐγὴ
πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ροβολώντας
χαρούμενα σὰ μέλισσες καὶ σὰν
τὶς πεταλοῦδες μὲ τόσα χρώματα.
Κύριε ὄχι μ᾿ αὐτούς, ἡ φωνή τους
δὲ βγαίνει κἂν ἀπὸ τὸ στόμα τους.
Στέκεται κεῖ κολλημένα σὲ κίτρινα δόντια.
Δική σου ἡ θάλασσα κι ὁ ἀγέρας
μ᾿ ἕνα ἄστρο κρεμασμένο στὸ στερέωμα,
Κύριε, δὲ ξέρουνε πῶς εἴμαστε
ὅ,τι μποροῦμε νὰ εἴμαστε
γιατρεύοντας τὶς πληγές μας μὲ τὰ βότανα
ποῦ βρίσκουμε πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς
ὄχι ἄλλες, τοῦτες τὶς πλαγιὲς κοντά μας,
πῶς ἀνασαίνουμε ὅπως μποροῦμε ν᾿ ἀνασαίνουμε
μὲ μιὰ μικρούλα δέηση κάθε πρωὶ
ποῦ βρίσκει τ᾿ ἀκρογιάλι ταξιδεύοντας
στὰ χάσματα τῆς μνήμης.
Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς.
Ἂς γίνει ἀλλιῶς τὸ θέλημά Σου.
Ἀλληλογραφία (Γ. Θεοτοκᾶ-Γ. Σεφέρη 1930-1966) (1975)
Ἀλληλογραφία (Ἄδ. Διαμαντή-Γ. Σεφέρη 1953-1970) (1988)
Ἀλληλογραφία (Γ. Σεφέρη-Ἀ. Καραντώνη 1931-1960) (1989)
Ἀλληλογραφία (Σεφέρης καὶ Μαρὼ 1936-1940) (1989)
Ἀλληλογραφία (Γ. Σεφέρη-Λορεντζάτου 1948-1968) (1990)
Χειρόγραφο Σεπτ. 41 (1972)
Μέρες τοῦ 1945-51 (1973)
Μέρες Α (16-2-1925 ὡς 17-8-1931) (1975)
Μέρες Β (24-8-1931 ὡς 12-2-1934) (1975)
Μέρες Γ (16-4-1934 ὡς 14-12-1940) (1977)
Μέρες Δ (1977)
Μέρες Ε (1977)
Μέρες ΣΤ (1986)
Μέρες Ζ (1990)
Πολιτικὸ Ἡμερολόγιο Α (1973)
Πολιτικὸ Ἡμερολόγιο Β (1973)
Τ. Σ. Ἐλιοτ (1936)
Ἡ ἔρημη χώρα - Τ. Σ. Ἐλιοτ (1940)
Φονικὸ στὴν Ἐκκλησιὰ (1963)
Ἀντιγραφὲς - Yeats, Gide, Valery (1965)
Ἆσμα Ἀσμάτων (1965)
Ἡ Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννη (1966)
Γιῶργος Σεφέρης (1900 - 1971)