Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος (1939-1945) έχει καταγραφεί στην Ιστορία ως η πιο καταστροφική σύρραξη. Τα εκατομμύρια των νεκρών, οι ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές, οι πολύχρονες μάχες, η πάλη του «καλού» ενάντια στο «κακό», ο αγώνας για την επιβίωση στα μετόπισθεν και η υπέρβαση των ανθρώπινων ορίων δημιούργησαν ένα σκηνικό τραγωδίας. Της Σταυρούλας Μαυρογένη
Θα πρέπει αρχικά να επισημανθεί ότι τα έργα που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια του πολέμου ήταν κατ’ εξοχήν στρατευμένα. Αποτελούσαν ουσιαστικά μια πτυχή του προπαγανδιστικού μηχανισμού που είχαν αναπτύξει διάφορες χώρες και μετέτρεψαν την τέχνη σε πεδίο ανταγωνισμού ανάμεσα στις δύο βασικές και ιδεολογικά ανταγωνιστικές δυνάμεις της εποχής. Επρόκειτο στην ουσία για έναν πόλεμο που είχε αρχίσει ήδη από τον Μεσοπόλεμο.
Η διατήρηση της μνήμης εκείνων των γεγονότων αποτέλεσε «καθήκον» πρώτα απ’ όλα της Ιστορίας. Ωστόσο, σημαντικός ήταν και ο ρόλος της τέχνης και της λογοτεχνίας στην εξιστόρηση προσωπικών εμπειριών και πολεμικών γεγονότων. Το σκηνικό του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν φυσικό να αποτελέσει πηγή έμπνευσης για χιλιάδες καλλιτέχνες σε ολόκληρο τον κόσμο, οι οποίοι επεδίωξαν να μεταφέρουν τα συναισθήματα όσων βίωσαν τον όλεθρο του πολέμου. Με τον τρόπο αυτό οι καλλιτέχνες συνέβαλαν στη διατήρηση της μνήμης του πολέμου.
Χαρακτηριστική από την άποψη αυτή ήταν η έκθεση που οργανώθηκε στο Παρίσι, το 1937. Στις δύο πλευρές του Σηκουάνα τοποθετήθηκε το σοβιετικό και το γερμανικό περίπτερο. Το σοβιετικό οικοδόμημα έγινε με βάση τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού με τη ρχήση πολλυεπίπεδων παραλληλόγραμμων και με λιτές και δυναμικές φόρμες. Αντίθετα, το ναζιστικό περίπτερο παρουσιάστηκε ως σύμβολο δύναμης και υπερηφάνειας του γερμανικού λαού.
Στη διάρκεια του πολέμου, καλλιτέχνες από διάφορες χώρες σχεδίασαν σειρά προπαγανδιστικών αφισσών. Οι στοχεύσεις ήταν διαφορετικές και πολυεπίπεδες. Στόχευαν στην ενίσχυση του προφίλ των ηγετών του πολέμου, στην ανάδειξη του κοινωνικού συστήματος (φασισμός, κομμουνισμός, δημοκρατία), στην υπόδειξη των φίλων και τον εξευτελισμό των εχθρών. Επιζητούσαν ακόμη την κινητοποίηση των λαών ενάντια στον εχθρό (επιστράτευση), την ενίσχυση της βιομηχανικής παραγωγής, τη διατήρηση του ηθικού (εμψύχωση), την ενίσχυση της ασφάλειας, τη λιτότητα και την υγεία. Μέσα από φόρμες απλές, με εικονικό τρόπο, ρεαλιστικό και άμεσο είχαν ως στόχος να γίνουν εύληπτες από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Φυσικά, εκτός από τη μαζική παραγωγή των προπαγανδιστικών αφισσών, οι καλλιέχνες αποτύπωσαν τη μνήμη του πολέμου και σε διάφορα έργα. Το κύριο χαρακτηριστικό των έργων αυτών ήταν το αντιναζιστικό και αντιφασιστικό μήνυμα. Προπομπός των έργων αυτών ήταν η Γκουέρνικα του Πικάσσο, που παρουσιάστηκε στην έκθεση του Παρισιού, το 1937. Πρόκειται για το γνωστό έργο που αναφέρεται στην πολύνεκρη αεροπορική επίθεση κατά της βασκικής πόλης Γκουέρνικα από γερμανούς και ιταλούς εθελοντές αεροπόρους, που συνεργάζονταν με τους εθνικιστές του στρατηγού Φράνκο κατά τη διάρκεια του Ισπανικού Εμφύλιου Πολέμου (1936-1939). Το έργο του Πικάσσο περιγράφει την απανθρωπιά, τη βιαιότητα, τη φρίκη και την απόγνωση του πολέμου. Δείχνει ένα σκηνικό θανάτου, με διαμελισμένα ζώα και ανθρώπους, γυναίκες να κλαίνε, κρατώντας νεκρά μωρά και κατεστραμμένα κτίρια. Αρχικά, ο Πικάσο πειραματίστηκε με χρώμα, αλλά τελικά κατέληξε στο άσπρο, το μαύρο και το γκρι, καθώς θεώρησε ότι έτσι δίνει μεγαλύτερη ένταση στο θέμα.
Στη διάρκεια του πολέμου οι καλλιτέχνες στρατεύονται στην υπόθεση του έθνους. Αποτύπωσαν τη φρίκη του πολέμου στα πεδία των μαχών. Θα πρέπει ωστόσο να επισημανθεί η διαφορετική οπτική με την οποία αντιμετωπίσαν τα πολεμικά θέματα οι καλλιτέχνες που δημιούργησαν στα δυτικά και στα ανατολικά κράτη. Ενώ στη Δύση τα έργα στοχεύουν στην ανάδειξη του πόνου του ανθρώπου, του στρατιώτη είτε του άμαχου.
Σε αρκετές περιπτώσεις παρουσιάζεται η ζωή στα μετόπισθεν
Στις σοσιαλιστικές χώρες προβάλλεται η δύναμη του λαού, των εργατών και των αγροτών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σοβιετικής τέχνης αποτελούν οι πίνακες του Γιον για την «παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία» και του Σαμσόνωφ «Αδελφή».
Αντίστοιχος ήταν ο ρόλος της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου. Το πιο γνωστό και πλέον προβεβλημένο έργο είναι η Πανούκλα του Καμύ. Εκδόθηκε μετά τον πόλεμο, το 1947 και περιγράφει τη νοσηρότητα του αποκλεισμού, τον περιορισμό των ανθρώπων και την αλλαγή νοοτροπίας λόγω της απελπισίας του. Αν και δεν αναφέρεται ρητά στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εντούτοις συνδέεται μ’ αυτόν. Σε ό,τι αφορά τον κινηματογράφο χαρακτηριστικές είναι οι ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν Ο δικτάτορας και του Ντίσνεϋ Education for Death: The Making of the Nazi.
Η τέχνη στα βαλκανικά κράτη ακολουθεί ανάλογη πορεία. Στην Ελλάδα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αλέξανδου Αλεξανδράκη. Πήρε μέρος στον Ελληνο-ιταλικό πόλεμο και τον απεικόνισε με έντονα ρεαλιστικό τρόπο μέσα από τη ζωγραφική και τη χαρακτική. Αντίθετα στη Γιουγκοσλαβία κυριαρχεί ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Το Κομμουνιστικό Κόμμα προσπαθούσε να καθυποτάξει την τέχνη στις ανάγκες της επανάστασης. Στη ζωγραφική κυριαρχούν τα σχέδια και οι αφίσσες (λόγω και της έλλειψης υλικών), η έκφραση είναι απλουστευτική. Περιγράφεται η εξέλιξη της επανάστασης, καταγγέλεται ο «έχθρος» και προβάλλεται η θέληση του λαού στον αγώνα για εθνική και κοινωνική απελευθέρωση. Στο ίδιο πλαίσιο κινείται και η λογοτεχνία για τον Εθνικοαπελευθερωτικό Πόλεμο. Γράφηκαν περισσότερα από 20.000 παρτιζάνικα τραγούδια και ποιήματα, ενώ το πιο γνωστό διήγημα ήταν το Daleko je sunce του Ντόμπριτσα Τσόσιτς.
Μετά τον πόλεμο, ακολούθησε μία περίοδος κατά την οποία υπήρξε μια σιωπή σε ό,τι αφορούσε τη θεματογραφία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 το θέμα άρχισε να επανέρχεται στην ευρωπαϊκή τέχνη και λογοτεχνία. Τα απλουστευτικά σχήματα της πρώτης περιόδου δίνουν τη θέση τους σε περισσότερο εξεζητημένες προσεγγίσεις. Ο πόλεμος δεν παρουσιάζεται πλέον σαν μια «φυσική» κατάσταση. Χάνει την αίγλη και το ήθος του και παρουσιάζεται σαν ένα δολοφονικό, απάνθρωπο γεγονός. Οι πρωταγωνιστές είναι φιγούρες που είτε σκοτώνονται στον πόλεμο ή υποφέρουν από τα αποτελέσματά του, είναι θύματα της καταστροφής και δεν συνδέονται πλέον με τις ηρωικές, θαρραλέες φιγούρες του παρελθόντος.
Οι συγγραφείς πάνε όμως ακόμα παραπέρα και θεωρούν πλέον τον πόλεμο σαν μια πολιτική πράξη. Σε αυτά τα πλαίσια ασχολούνται με το βασικό ερώτημα των ενόχων και ρίχνουν την ευθύνη στους εκάστοτε φορείς της πολιτικής εξουσίας. Ταυτόχρονα αναζητούν τα αίτια που οδηγούν σε πόλεμο καθώς επίσης και τα παρασκήνια. Ετσι παρατηρείται και η μεταφορά του σκηνικού του τόπου της διαμάχης από το πεδίο μάχης στην κοινωνία, καθώς οι πόλεμοι δεν κερδίζονται σήμερα στο πεδίο μάχης, αλλά σε διπλωματικό και πολιτικό επίπεδο. Αναφορά πρέπει να γίνει στο σημείο αυτό και στη νέα ποιότητα του πολέμου, που λόγω των όλο και περισσότερο τεχνολογικά εξελιγμένων όπλων μειώνει την ανάγκη της μάχης σώμα με σώμα.
Υπάρχουν ακόμη αναφορές σε θέματα ταμπού, όπως η ρήψη της ατομικής βόμβας, ο βιασμός των γυναικών από συμμαχικούς στρατούς, οι αναγκαστικές μετακινήσεις λόγω του πολέμου.
Γίνεται από τα παραπάνω σαφές ότι πριν από τον πόλεμο και κατά τη διάρκεια του πολέμου η Τέχνη τέθηκε λίγο έως πολύ στην υπηρεσία της προπαγάνδας που διεξήγαγαν οι αντιμαχόμενες πλευρές. Αυτά τα διπολικά χαρακτηριστικά αρχίσουν να φθίνουν μετά το τέλος του πολέμου. Σταδιακά η θεματολογία εμπλουτίστηκε με λιγότερο ή περισσότερο «ευαίσθητες» πτυχές του πολέμου.
Η Σταυρούλα Μαυρογένη είναι Λέκτορας του τμήματος ΒΣΑΣ του ΠΑΜΑΚ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου