Στην σημερινή τους ανακοίνωση οι ενεργοί πολίτες Πάρου, ανιστορούνται
τα γεγονότα της 30ης Μαίου 1941, όταν οι νεαροί τότε Μανώλης Γλέζος και
Λάκης Σάντας, κατέβαζαν τη ναζιστική σβάστικα από την Ακρόπολη,
μεταφέροντας το μήνυμα της έναρξης της Εθνικής αντίστασης στο ναζισμό.
"Το πρωί της 30ης Μαΐου 1941, ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν από
το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν
για το κατόρθωμά τους. Οι δύο νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ.
Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 9:30 το βράδυ.
Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του
Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που
είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση
ολίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό
και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του
ναζισμού. Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 μ. Είχαν φθάσει πια
μεσάνυχτα.
Οι δύο «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και
ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς
και πάλι να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη
διασκέδασή τους.
Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα
έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές αρχές πανικοβλημένες διέταξαν
ανακρίσεις. Μόλις στις 11 το πρωί ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό
ιστό.
Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι έλληνες διοικητές
των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά
τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο
ενοχοποιητικό στοιχείο.
Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την
πρώτη αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με
συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων
Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς ιδρύθηκαν οι δύο μεγάλες
αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη τρεις φορές
από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο
Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ. Σημείωση: Στα σημερινά αφιερώματα γράφεται ότι εκτελέστηκαν οι Γερμανοί φρουροί. Κανένας δεν εκτελέστηκε, ούτε Γερμανός,ούτε Έλληνας.
Επίσης να σημειωθεί ότι όπως τονίζει ο Μανώλης Γλέζος, πρώτη πράξη
αντίστασης, ήταν αυτή τού Μάθιου Πόταγα, στις 2 Μαιού στην Βυτίνα.
Ο ύμνος δημιουργήθηκε το 1992 και η επιρροή του ξαφνιάζει ακόμα και
τον δημιουργό του, τον Τόνι Μπρίτεν. «Πρέπει να πω ότι εκπλήσσομαι
σχετικά με το πόσο έχει αντέξει στο χρόνο και πόσο δημοφιλής έχει
γίνει», δηλώνει και συνεχίζει: «Για να είμαι ειλικρινής όταν ανέλαβα τη
δημιουργία του ύμνου, ήταν απλώς άλλη μια δουλειά για μένα. Η όλη
διαδικασία κράτησε περίπου ένα μήνα».
Ο Μπρίτεν εμπνεύστηκε τον ύμνο από ένα κομμάτι ηλικίας 300 περίπου ετών, το «Ζάντοκ, ο
Πάπας», έναν από τους τέσσερις ύμνους που είχαν γραφτεί για την
ενθρόνιση του Αγγλου βασιλιά Γεωργίου του δεύτερου το 1727. Ενός βασιλιά
γνωστού για τις πολλές εξωσυζυγικές του σχέσεις και το οξύθυμο του
χαρακτήρα του.
Ο Μπρίτεν πήρε την εισαγωγή του παλιού ύμνου κι άρχισε
να δουλεύει προσθέτοντας τους στίχους που - σύμφωνα με τις προσταγές
της UEFA - θα... ψάλλονταν από χορωδία. Ο ύμνος έπρεπε να γραφτεί σε
τρεις γλώσσες. Αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Αυτό που έκανε ο Μπρίτεν,
λοιπόν, ήταν να γράψει μια λίστα με επίθετα, να τα μεταφράσει στις
άλλες δύο γλώσσες και να δει αν το αποτέλεσμα ταιριάζει. Επειτα από
μελέτη κατέληξε στο ρεφρέν. Το γνωστό πια The Champions. Ακούστε το.
Ενα ατόφιο κομμάτι της ταυτότητας των Ελλήνων και της μοναδικής
εξέλιξης της σύγχρονης ιστορίας καταγράφουν οι φωτογραφίες του
Κωνσταντίνου Μάνου, που περιηγήθηκε σε χωριά και νησιά της Ελλάδας και
κατέγραψε τη σπάνια ανθρωπογεωγραφία τους. Μεγάλο μέρος αυτών των
φωτογραφιών εκτίθενται από σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη στο Κολωνάκι.
Στις φωτογραφίες του αποκρυσταλλώνονται εφήμερες καθημερινές στιγμές,
με λιτό και αυστηρό ύφος, αλλά και με τρυφερότητα, χωρίς ρητορικά
σχήματα. Το πολυβραβευμένο έργο του ξεχωρίζει από την έως τότε
φωτογραφική απεικόνιση της χώρας και λειτουργεί ως εφαλτήριο στους νέους
φωτογράφους για μια διαφορετική προσέγγιση της ελληνικής υπαίθρου. Πέρα
από το εθνολογικό-ιστορικό ενδιαφέρον που απέκτησε το έργο αυτό με την
πάροδο του χρόνου και ιδιαίτερα μετά τις καταλυτικές αλλαγές που επέφερε
η ανάπτυξη του τουρισμού τις τελευταίες δεκαετίες, η ποιητική ικανότητα
του φακού του Μάνου δημιουργεί εικόνες διαχρονικές που αποπνέουν τη
μοναδικότητα του τοπίου και των κατοίκων του, προσφέροντάς μας έτσι «ένα
κομμάτι της ταυτότητάς μας». Ακόμη, όπως τα έργα των μεγάλων ποιητών,
καθώς αναφέρει ο διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη Αγγελος Δεληβοριάς,
«παραπέμπουν στις αναλλοίωτες αξίες, τις ανιχνεύσιμες ακόμα και στα πιο
ταπεινά φαινόμενα της ζωής και στην επική διάσταση την ενυπάρχουσα στη
σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον».
Με αφορμή τη συμπλήρωση των 50 χρόνων από τη δημιουργία της
πολυβραβευμένης ενότητας φωτογραφιών A Greek Portfolio, ο Κωνσταντίνος
Μάνος επανεξετάζει τις λήψεις που πραγματοποίησε κατά το διάστημα
1961-1964 (και συμπληρώθηκαν το 1967), όταν περιηγήθηκε τη γη των γονιών
του από άκρη σε άκρη, «ως ένας φιλικός παρατηρητής, δίχως βιασύνη και
συγκεκριμένο σχέδιο» και μας προσφέρει μια διαφορετική ανάγνωση του
υλικού του. Στο πρώτο μέρος της έκθεσης παρουσιάζεται ένα σύνολο
πρωτότυπων εκτυπώσεων από τις φωτογραφίες που επέλεξε ο ίδιος το 1972
για να εικονογραφήσει το ομότιτλο λεύκωμά του. Στο δεύτερο μέρος, τα
θέματα σταχυολογήθηκαν από τα 219 πρωτότυπα τυπώματα που πρόσφατα δώρισε
ο δημιουργός στο Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη και τα οποία
δεν συμπεριέλαβε κατά τη σύνθεση του βιβλίου A Greek Portfolio. Οι δύο
αυτές ενότητες έρχονται σε διάλογο καθώς στο σύνολό τους αποτελούν
αξιόλογα δείγματα της γραφής του. Μολονότι δεν είχαν την ίδια προβολή,
οι εικόνες που για πρώτη φορά μας αποκαλύπτει ο Μάνος αποπνέουν χάρη
στην ποιητική του ικανότητα τη μοναδικότητα του τοπίου και των κατοίκων
του. Η προσέγγιση των θεμάτων του ξεχωρίζει από την έως τότε φωτογραφική
απεικόνιση της χώρας και λειτουργεί ως εφαλτήριο στους νέους
φωτογράφους για μια διαφορετική απόδοση της ελληνικής υπαίθρου.
Ποιος είναι ο Κωνσταντίνος Μάνος
Ο Κωνσταντίνος Μάνος γεννήθηκε στην πόλη Κολούμπια της Νότιας
Καρολίνας των ΗΠΑ από Ελληνες γονείς. Με τη φωτογραφία ήρθε σε επαφή για
πρώτη φορά στα δεκατρία του χρόνια, ως μέλος της φωτογραφικής λέσχης
του σχολείου του. Στο πανεπιστήμιο ανακάλυψε τον Henri Cartier-Bresson
και το έργο του. Έχοντας βρει τον μέντορά του, απέκτησε αμέσως την πρώτη
του μηχανή Leica με την οποία πραγματοποίησε τις πρώτες του λήψεις σ'
ένα μικρό νησί απέναντι από τα παράλια της Νότιας Καρολίνας, όπου
κατοικούν απόγονοι σκλάβων που εργάζονταν σε φυτείες. Σε ηλικία μόλις
δεκαεννέα ετών προσλήφθηκε ως επίσημος φωτογράφος της Συμφωνικής
Ορχήστρας της Βοστόνης για το καλοκαιρινό της φεστιβάλ. Η συνεργασία του
αυτή οδήγησε το 1961 στην έκδοση του πρώτου του βιβλίου με τίτλο
Portrait of Α Symphony που περιλαμβάνει στιγμιότυπα από πρόβες και
παραστάσεις της ορχήστρας στο ωδείο της πόλης. Αποφοίτησε από το
πανεπιστήμιο της Νότιας Καρολίνας το 1954 με πτυχίο στην αγγλική
λογοτεχνία και για τα επόμενα δύο χρόνια υπηρέτησε στον αμερικανικό
στρατό. Μετά τη λήξη της στρατιωτικής του θητείας εγκαταστάθηκε στη Νέα
Υόρκη και εργάστηκε ως επαγγελματίας φωτογράφος για τα περιοδικά
Esquire, Life και Look. Από το 1961 έως το 1963 ο Μάνος έζησε στην
Ελλάδα όπου και φωτογράφησε για το λεύκωμα A Greek Portfolio το οποίο
κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1972. Το βιβλίο απέσπασε διακρίσεις στο
φωτογραφικό φεστιβάλ της Arles και στο φεστιβάλ βιβλίου της Λειψίας. Το
1999 το επανεκδόθηκε με αφορμή την έκθεση των φωτογραφιών του στο
Μουσείο Μπενάκη. Εικόνες από τη σειρά αυτή έχουν παρουσιαστεί εκτός των
άλλων στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου και στην Εθνική Βιβλιοθήκη του
Παρισιού.
Επιστρέφοντας στις ΗΠΑ εγκαταστάθηκε στη Βοστόνη και συνεργάστηκε με
τις εκδόσεις Time-Life συμβάλλοντας μάλιστα στην εικονογράφηση του
βιβλίου τους για την Αθήνα. Το 1974 εργάστηκε ως κύριος φωτογράφος του
Where's Boston, μιας παραγωγής πολυμέσων με θέμα τη ζωή της πόλης 200
χρόνια μετά την Αμερικανική Ανεξαρτησία. Με το πρόγραμμα αυτό συνδέθηκε
τόσο η έκδοση του βιβλίου του Bostonians όσο και μια υπαίθρια έκθεση με
152 ασπρόμαυρες φωτογραφίες στις οποίες αποτυπώνεται η ποικιλομορφία των
κατοίκων της πόλης.
Από το 1963 ο Μάνος είναι μέλος του διεθνούς πρακτορείου Magnum
Photos. Φωτογραφίες του συμπεριλαμβάνονται στις μόνιμες συλλογές
σημαντικών ιδρυμάτων όπως του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης,
του Μουσείου Καλών Τεχνών της Βοστόνης, του Ινστιτούτου Τέχνης του
Σικάγου, του Μουσείου Καλών Τεχνών του Χιούστον, της Εθνικής Βιβλιοθήκης
του Παρισιού, του Μουσείου Τέχνης Chrysler στο Νόρφολκ, του George
Eastman House στο Ρότσεστερ, του Μουσείου Τέχνης της Ατλάντα καθώς και
του Μουσείου Μπενάκη.
Το 1982 ο Μάνος πέρασε από την ασπρόμαυρη φωτογραφία στην έγχρωμη.
Τα πρώτα δείγματα από το εν εξελίξει έργο του American Color
δημοσιεύτηκαν στο ομότιτλο βιβλίο το 1995. Το 2000 δημοσιεύτηκε η
συνέχεια αυτής της δουλείας με τον τίτλο American Color 2. To 2003
απέσπασε το βραβείο Leica Medal of Excellence ανάμεσα σε 250 συναδέλφους
για την έγχρωμη δουλειά του.
Εδώ και τρεις ημέρες κυκλοφορεί στο διαδίκτυο μια
συγκλονιστική φωτογραφία με ένα κοριτσάκι που έχει ξαπλώσει στην
ζωγραφισμένη με κιμωλία μητέρα της, έχοντας αφήσει έξω από αυτή τα
παπούτσια της.
Η ιστορία που λέγεται πως υπάρχει πίσω
από αυτή τη φωτογραφία είναι πως το κοριτσάκι έχει χάσει τη μητέρα της
στον πόλεμο και πως φιλοξενείται σε κάποιο ίδρυμα. Το κοριτσάκι έχει
χάσει τη διάθεσή της, δεν τρώει, δεν κοιμάται, δεν παίζει… Ένα βράδυ που
οι υπέυθυνοι την έψαχναν τη βρήκαν στον προάυλιο χώρο σε αυτή την
κατάσταση. Υποτίθεται πως εκείνη ζωφγράφισε τη μητέρα της και ξάπλωσε
μέσα της, αφήνοντας από σεβασμό τα παπουτσάκια της έξω από αυτή.
Ναι, θα μπορούσε να είναι πραγματική αυτή η ιστορία… Ναι, κι από μόνη
της σαν σκέψη συγκλονίζει… Άλλωστε δεν είναι λίγα τα παιδιά που έχουν
χάσει τους γονείς τους στον πόλεμο και που έχουν στερηθεί την αγάπη
τους.
Απλά στη συγκεκριμένη φωτογραφία τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά…
Προέρχεται από τον 24χρονο Ιρανό φωτογράφο Bahareh Bisheh. Ένα από τα
θέματά του στις συλλογές των φωτογραφιών του, λέγεται “I have a mother”
με το κοριτσάκι σε διάφορες πόζες. Μάλιστα ακούγεται πως είναι η ανιψιά
του…
O ίδιος έχει αναρτήσει τις φωτογραφίες από τον Ιούλιο του 2012 και
είναι αρκετές στο ίδιο ύφος… Τώρα όμως είναι πολλοί που τον ρωτούν γι’
αυτό το κοριτσάκι κι από ποιο ορφανοτροφείο προέρχεται. Η λάθος ιστορία
ξεκίνησε από ένα κινέζικο tweet και μετά από χιλιάδες retweets φτάσαμε
στην αλήθεια.
Είναι η πιο εμβληματική φιγούρα της μοντέρνας τέχνης. Είναι ο
ζωγράφος που δήλωσε και εφάρμοσε στην πράξη το ρητό του: «το ζήτημα δεν
είναι να μιμηθεί κανείς τη φύση, αλλά να εργαστεί όπως αυτή». Έφτιαξε
εκατοντάδες έργα μέσα σε ένα πέραν κάθε ανθρώπινου μέτρου δημιουργικό
οίστρο.
Στο βίντεο-απόσπασμα που ακολουθεί, μπορεί κανείς να παρακολουθήσει
την πράξη ιεροτελεστίας που αποτελούσε για τον Πικάσο η δημιουργία ενός
έργου, μέσα σε ένα κλίμα σιωπής, όπου την αφήγηση την αναλαμβάνει ο
χρωστήρας και η παλέτα.
Εντοπίσαμε το βίντεο στην ιστοσελίδα Open Culture: είναι μέρος της
υπέροχης ταινίας του 1956 με τίτλο «Το μυστήριο ονόματι Πικάσο» («Le
mystère Picasso»), σε λιτή αλλά απίστευτα ουσιαστική σκηνοθεσία του
Ανρί-Ζορζ Κλουζό.
Η ταινία έχει χαρακτηριστεί από τη γαλλική κυβέρνηση «εθνικός θησαυρός».
Ο Δημόκριτος (~460 π.Χ.- 370 π.Χ) ήταν προσωκρατικός φιλόσοφος, ο οποίος
γεννήθηκε στα Άβδηρα της Θράκης. Ήταν μαθητής του Λεύκιππου. Πίστευε
ότι η ύλη αποτελoύνταν από αδιάσπαστα, αόρατα στοιχεία, τα άτομα. Επίσης
ήταν ο πρώτος που αντιλήφθηκε ότι ο Γαλαξίας είναι το φως από μακρινά
αστέρια. Ήταν ανάμεσα στους πρώτους που ανέφεραν ότι το σύμπαν έχει και
άλλους "κόσμους" και μάλιστα ορισμένους κατοικημένους. Ο Δημόκριτος
ξεκαθάριζε ότι το κενό δεν ταυτίζεται με το τίποτα ("μη ον"), είναι
δηλαδή κάτι το υπαρκτό.
"Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΚΑΙ Η ΖΩΗ ΠΕΡΑΣΜΑ ΑΠ' ΑΥΤΗ. ΗΛΘΕΣ, ΕΙΔΕΣ ΚΑΙ ΑΠΗΛΘΕΣ"
Ο Σωκράτης έζησε στην Αθήνα (το 470 π.Χ. ή 469 π.Χ. - 399 π.Χ.) ήταν
Έλληνας Αθηναίος φιλόσοφος και μία από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες
του ελληνικού και παγκόσμιου πνεύματος και πολιτισμού και ένας από τους
ιδρυτές της Δυτικής φιλοσοφίας. Ενδεικτικό της σημασίας του για την
Αρχαία ελληνική φιλοσοφία είναι ότι όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι πριν από
αυτόν ονομάστηκαν Προσωκρατικοί. Αναρίθμητοι είναι οι μελετητές που
έχουν ασχοληθεί με τον Σωκράτη, στους αιώνες που ακολούθησαν το θάνατό
του, πολλοί από τους οποίους είναι ιδιαίτερα φημισμένοι. Είχε έναν
πολυάριθμο κύκλο πιστών φίλων, κυρίως νέων από αριστοκρατικές
οικογένειες, απ' όλη την Ελλάδα. Ορισμένοι από αυτούς έγιναν γνωστοί ως
ιδρυτές φιλοσοφικών σχολών διαφόρων κατευθύνσεων. Οι γνωστότεροι ήταν ο
Πλάτωνας και ο Αντισθένης στην Αθήνα, ο Ευκλείδης στα Μέγαρα, ο Φαίδωνας
στην Ηλεία και ο Αρίστιππος στην Κυρήνη. Οι κυριότερες πηγές για τη ζωή
του είναι κατ' αρχάς ο μαθητής του Πλάτων, ο ιστορικός Ξενοφών, ο
φιλόσοφος Αριστοτέλης και ο συγγραφέας κωμωδιών Αριστοφάνης.
ANIMATED ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Ο
Σωκράτης, ο Πλάτων ή ο Νίτσε είναι μερικοί μόνο από τους φιλοσόφους που
«αυτοσυστήνονται» μέσα από τη νέα ψυχαγωγική, αλλά και επιμορφωτική
σειρά ντοκιμαντέρ «Animated...Φιλόσοφοι». Για πρώτη φορά η ιστορία της
Φιλοσοφίας αποτυπώνεται τηλεοπτικά μέσα από μία πρωτότυπη παραγωγή που
θα συνδυάζει το animation με συνεντεύξεις καθηγητών Φιλοσοφίας. Κάθε
επεισόδιο της σειράς, το σενάριο και τη σκηνοθεσία της οποίας υπογράφει ο
Γιώργος Χατζηβασιλείου, παρουσιάζει με τρόπο απλουστευμένο, προσιτό
αλλά και... χιουμοριστικό τις βασικές γραμμές από τη σκέψη ενός
φιλοσόφου - σταθμού για την ιστορία της δυτικής σκέψης. Ποια ήταν τα
ερωτήματα που απασχόλησαν τον φιλόσοφο; Ποιες οπτικές άνοιξε η σκέψη
του; Σε ποια περίοδο έζησε; Πώς επηρεάζει πρακτικά τον σημερινό κόσμο
ένας άνθρωπος που έζησε ίσως πριν από 2.000 χρόνια; Είναι μερικά μόνο
από τα ζητήματα που η εκπομπή αναδεικνύει. Το animation, κατέχοντας τον
μισό χρόνο του προγράμματος, βρίσκεται σε ένα διαρκή «διάλογο» με τα
αποσπάσματα των συνεντεύξεων. Όσον αφορά τις συνεντεύξεις, η εκπομπή
φιλοξενεί ορισμένους από τους κορυφαίους Έλληνες ειδήμονες (καθηγητές
& διδάκτορες Φιλοσοφίας) πάνω στον εκάστοτε φιλόσοφο.
Αποποίηση:
Το βίντεο δεν προορίζεται για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων. Το
ακουστικό και οπτικό περιεχόμενο δεν ανήκει σε εμένα δεν κάνω κέρδος από
αυτό το βίντεο, δεν είμαι κύριος πνευματικών δικαιωμάτων των
φωτογραφιών, είναι από το διαδίκτυο. Αυτό είναι καθαρά για Διασκέδαση.
Σαν σήμερα, στις 12 Μαΐου του 1992, έφυγε από τη ζωή ο ποιητής της «Αμοργού»
Ο Νίκος Γκάτσος γεννήθηκε το 1911 στα Χάνια Φραγκόβρυσης(Κάτω Ασέα) της Αρκαδίας, όπου και τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο.
Τις
γυμνασιακές του σπουδές έκανε στην Τρίπολη, όπου γνώρισε τα λογοτεχνικά
βιβλία, αλλά και τις μεθόδους αυτοδιδασκαλίας ξένων γλωσσών. Στη
συνέχεια πήγε στην Αθήνα όπου φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του
Πανεπιστημίου Αθηνών.
Ήξερε
ήδη αρκετά καλά αγγλικά και γαλλικά και είχε μελετήσει τον Παλαμά, τον
Σολωμό, το δημοτικό τραγούδι, όπως και τις νεωτεριστικές τάσεις στην
ευρωπαϊκή ποίηση.
Στην Αθήνα, όπου εγκαταταστάθηκε με την οικογένειά του, άρχισε να έρχεται σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής.
Πρωτοδημοσίευσε
ποιήματά του, μικρά σε έκταση και με κλασικό ύφος, στα περιοδικά "Νέα
Εστία" το 1931 και "Ρυθμός" το 1933. Την ίδια περίοδο έγραψε κριτικά
σημειώματα στα περιοδικά "Μακεδονικές Ημέρες", "Ρυθμός" και "Τα Νέα
Γράμματα" (για τον ποιητή Κωστή Μπαστιά, την ποιήτρια Μυρτιδιώτισσα και
τον Θ. Καστανάκη αντίστοιχα).
Το 1943 εξέδωσε από τις εκδόσεις "Αετός" (σε 308 αντίτυπα) το βιβλίο του "Αμοργός"με
το ομώνυμο ποίημα, που έμελε να σημαδέψει τη σύγχρονη ελληνική ποίηση.
Αυτό ήταν και το μοναδικό βιβλίο του. Το έργο, που αποτελείται από μόνον
20 μόνον σελίδες,εκφράζει τις διαθέσεις της νεότερης ποίησης και
θεωρείται σαν κορυφαίο ποιητικό έργο του ελληνικού υπερρεαλισμού. Στην
πρώτη κυκλοφορία του μάλιστα προκάλεσε δυσμενείς κριτικές και
αντιδράσεις, αλλά πολύ σύντομα,το 1947, το κλίμα αντιστράφηκε και η
"Αμοργός"με τις ευμενείς ελληνικές και ξένες κριτικές κατατάχτηκε στην
κορυφή της ελληνικής ποίησης.
Η "Αμοργός" επανεκδόθηκε το 1963, το 1969 και το 1987. Από τότε ο ποιητής εδημοσίευσε μόνον τρία ακόμη ποιήματα: το"Ελεγείο" (1946, "Φιλολογικά Χρονικά"), το "Ο Ιππότης και ο Θάνατος" ( 1947, "Μικρό Τετράδιο") και το "Τραγούδι του παλιού καιρού" (1963, "Ο Ταχυδρόμος"), αφιερωμένο στο Γ. Σεφέρη.
Έγραψε επίσης πολλές μελέτες και σχόλια πάνω στην ποίηση.
Με
το τέλος του πολέμου ο Ν. Γκάτσος συνεργάστηκε με την "Αγγλοελληνική
Επιθεώρηση" ως μεταφραστής και με το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας ως ραδιοσκηνοθέτης,
για βιοποριστικούς λόγους. Παράλληλα άρχισε να γράφει στίχους πάνω στη
μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, ανοίγοντας έτσι μια λαμπρή θητεία στο
σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Αργότερα θα συνεργαζόταν και με άλλους
αξιόλογους συνθέτες, όπως με τον Θεοδωράκη και τον Ξαρχάκο.
Ο Ν. Γκάτσος, εκμεταλευόμενος την εκφραστική του δεινότητα, ασχολήθηκε διεξοδικά με τημετάφρασηέργων,
κύρια για λογαριασμό του Εθνικού Θεάτρου, του Θεάτρου Τέχνης και του
Λαϊκού Θεάτρου. Πολλές μεταφράσεις του θα παραμείνουν έκτοτε κλασικές με
πρώτη αυτή του "Ματωμένου Γάμου". Μετέφρασε πολλούς συγγραφείς και
συγκεκριμένα από τα ισπανικά τους Λόρκα, Λοπε δε Βέγα και Ραμόν δελ
Βάλιε-Ινκλάν,από τα γαλλικά, τον Ζενέ και από τα αγγλικά τον Τ.
Ουιλλιαμς, Ε. Ο΄Νηλ, Α.Μακ Λης, Σων Ο΄Κέιζυ, Αύγουστο Στρίντμπεργκ,
Κρίστοφερ Φράυ και άλλους. Το 1944 μετέφρασε ("Φιλολογικά Χρονικά") το
ποίημα "Νυχτερινό Τραγούδι" του Λόρκα.
Μετέφρασε
επίσης τα έργα: "Ματωμένος Γάμος" (1948), "Το σπίτι της Μπερνάντα
Αλμπα" (1945) του Φ. Λόρκα, "Ο πατέρας" του Στρίνμπεργκ (1962) και
"Ταξίδι μακριάς ημέρας μέσα στη νύχτα" του Ο' Νηλ (1965). Ολα τα έργα
αυτά ανεβάστηκαν από το Εθνικό Θέατρο και το Θέατρο Τέχνης. Συνεργάστηκε
επίσης με τα περιοδικά "Νέα Εστία", "Τράμ", "Μακεδονικές Ημέρες",
"Μικρό Τετράδιο", "Τα Νέα Γράμματα", "Φιλολογικά Χρονικά", "Ρυθμός" και
"Καλλιτεχνικά Νέα". Επίσης, σε συνεργασία του με την ελληνική
ραδιοφωνία, σκηνοθέτησε διάφορα θεατρικά έργα.
Μεγάλη προσφορά έχει ο ποιητής σανστιχουργός στο ελληνικό τραγούδι, στο οποίο αφιερώθηκε σε μεγάλο βαθμό μετά την "Αμοργό".
Συνεργάστηκε
στενά με κορυφαίους Ελληνες συνθέτες. Στίχους του μελοποίησαν οι Μ.
Χατζιδάκις, Μ. Θεοδωράκης, Στ. Ξαρχάκος, Δ. Μούτσης, Λ. Κελαηδόνης, Χ.
Χάλαρης κ.α. σε κορυφαίες δημιουργίες και επιτυχίες ("Αθανασία", "Της
γής το χρυσάφι", "Ρεμπέτικο", "Αρχιπέλαγος", "Πήρες το μεγάλο δρόμο",
"Πορνογραφία", "Λαϊκή Αγορά", "Η μικρή Ραλλού", "Μια γλώσσα μια
πατρίδα", "Αν θυμηθείς τ' όνειρό μου", "Η νύχτα", "Στο Σείριο υπάρχουνε
παιδιά","Αντικατοπτρισμοί", "Τα κατά Μάρκον", "America America" κ.ά.).
Ιδιαίτερη
σχέση και συνεργασία ανέπτυξε ο ποιητής με τον Μ. Χατζιδάκι και μάλιστα
για μεγάλο διάστημα μέχρι και το θανατό του ήταν επίλεκτο μέλος της
ομάδας Xατζιδάκι, Eλύτη, Tσαρούχη, Mποσταντζόγλου και Αργυράκη.
Με της υψηλής ποιότητας και μεστή ποίησή του, ο Ν. Γκάτσος καθιερώθηκε σαν κορυφαίος στιχουργός της ελληνικής έντεχνης μουσικής.
Χαρακτηριστικά, αξέχαστοι θα μείνουν οι στίχοι του, που μελοποιήθηκαν από τον Μ. Χατζηδάκη, από το"Ματωμένο Γάμο", "Χάρτινο το Φεγγαράκι" και "Πάει ο καιρός":
"Πάει ο καιρός πάει ο καιρός
που ήταν ο κόσμος δροσερός
και καθ' αυγή ξεκινούσε μια πληγή
για να ποτίσει όλη τη γη..."
Μάλιστα,
το γεμάτο νόημα αυτό τραγούδι, απαγορεύτηκε από τη δικτατορία. Μετά την
πτώση της, το 1974, ο ποιητής όμως θα απαντήσει:
"Ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός
πάνου στου κόσμου την πληγή
ήρθε ο καιρός ήρθε ο καιρός
να ξαναχτίσετε τη γη..."
Ο Ν. Γκάτσος πέθανε στις 12 Μαϊου 1992 και τάφηκε στην Ασέα. Θα μείνει για πάντα σαν ο κατ' εξοχήνεκφραστής του ελληνικού ποιητικού υπερρεαλισμούκαι σαν μια εξέχουσα μορφή του ελληνικού ποιοτικού τραγουδιού. Left Αριστερά
«Αμοργός», Νίκου Γκάτσο Επιλογή
Με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα
Οι ναυαγοί κοιμήθηκαν ήμεροι σαν αγρίμια νεκρά μέσα στων σφουγγαριών τα σεντόνια
Αλλά τα μάτια των φυκιών είναι στραμμένα στη θάλασσα
Μήπως τους ξαναφέρει ο νοτιάς με τα φρεσκοβαμμένα λατίνια
Κι ένας χαμένος ελέφαντας αξίζει πάντοτε πιο πολύ από δυο στήθια κοριτσιού που σαλεύουν
Μόνο ν’ ανάψουνε στα βουνά οι στέγες των ερημοκκλησιών με το μεράκι του αποσπερίτη
Να κυματίσουνε τα πουλιά στης λεμονιάς τα κατάρτια
Με της καινούργιας περπατησιάς το σταθερό άσπρο φύσημα
Και τότε θα ‘ρθουν αέρηδες σώματα κύκνων που μείνανε άσπιλοι τρυφεροί και ακίνητοι
Μες στους οδοστρωτήρες των μαγαζιών μέσα στων λαχανόκηπων τους κυκλώνες
Όταν τα μάτια των γυναικών γίναν κάρβουνα κι έσπασαν οι καρδιές των καστανάδων
Όταν ο θερισμός εσταμάτησε κι άρχισαν οι ελπίδες των γρύλων
Γι’ αυτό λοιπόν κι εσείς παλληκάρια μου με το κρασί τα φιλιά και τα φύλλα στο στόμα σας
Θέλω να βγείτε γυμνοί στα ποτάμια
Να τραγουδήστε τη Μπαρμπαριά όπως ο ξυλουργός κυνηγάει τους σκίνους
Όπως περνάει η όχεντρα μες απ’ τα περιβόλια των κριθαριών
Με τα περήφανα μάτια της οργισμένα
Κι όπως οι αστραπές αλωνίζουν τα νιάτα.
Και μη γελάς και μην κλαις και μη χαίρεσαι
Μη σφίγγεις άδικα τα παπούτσια σου σα να φυτεύεις πλατάνια
Μη γίνεσαι ΠEΠPΩMENON
Γιατί δεν είναι ο σταυραητός ένα κλεισμένο συρτάρι
Δεν είναι δάκρυ κορομηλιάς ούτε χαμόγελο νούφαρου
Ούτε φανέλα περιστεριού και μαντολίνο Σουλτάνου
Ούτε μεταξωτή φορεσιά για το κεφάλι της φάλαινας.
Είναι πριόνι θαλασσινό που πετσοκόβει τους γλάρους
Είναι προσκέφαλο μαραγκού είναι ρολόι ζητιάνου
Είναι φωτιά σ’ ένα γύφτικο που κοροϊδεύει τις παπαδιές και νανουρίζει τα κρίνα
Είναι των Τούρκων συμπεθεριό των Αυστραλών πανηγύρι
Είναι λημέρι των Ούγγρων
Που το χινόπωρο οι φουντουκιές πάνε κρυφά κι ανταμώνουνται
Βλέπουν τους φρόνιμους πελαργούς να βάφουν μαύρα τ’ αυγά τους
Και τόνε κλαίνε κι αυτές
Καίνε τα νυχτικά τους και φορούν το μισοφόρι της πάπιας
Στρώνουν αστέρια καταγής για να πατήσουν οι βασιλιάδες
Με τ’ ασημένια τους χαϊμαλιά με την κορώνα και την πορφύρα
Σκορπάνε δεντρολίβανο στις βραγιές
Για να περάσουν οι ποντικοί να πάνε σ’ άλλο κελάρι
Να μπούνε σ’ άλλες εκκλησιές να φαν τις Άγιες Τράπεζες
Κι οι κουκουβάγιες παιδιά μου
Οι κουκουβάγιες ουρλιάζουνε
Κι οι πεθαμένες καλογριές σηκώνουνται να χορέψουν
Με ντέφια τούμπανα και βιολιά με πίπιζες και λαγούτα
Με φλάμπουρα και με θυμιατά με βότανα και μαγνάδια
Με της αρκούδας το βρακί στην παγωμένη κοιλάδα
Τρώνε τα μανιτάρια των κουναβιών
Παίζουν κορώνα-γράμματα το δαχτυλίδι τ’ Άη-Γιαννιού και τα φλουριά του Αράπη
Περιγελάνε τις μάγισσες
Κόβουν τα γένια ενός παπά με του Κολοκοτρώνη το γιαταγάνι
Λούζονται μες στην άχνη του λιβανιού
Κι ύστερα ψέλνοντας αργά μπαίνουν ξανά στη γη και σωπαίνουν
Όπως σωπαίνουν τα κύματα όπως ο κούκος τη χαραυγή όπως ο λύχνος το βράδυ.
Έτσι σ’ ένα πιθάρι βαθύ το σταφύλι ξεραίνεται και στο καμπαναριό μιας συκιάς κιτρινίζει το μήλο
Έτσι με μια γραβάτα φανταχτερή
Στην τέντα της κληματαριάς το καλοκαίρι ανασαίνει
Έτσι κοιμάται ολόγυμνη μέσα στις άσπρες κερασιές μία τρυφερή μου αγάπη
Ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι
Με το κεφάλι στον αγκώνα της γερτό και την παλάμη πάνω στο φλουρί της
Πάνω στην πρωινή του θαλπωρή όταν σιγά σιγά σαν τον κλέφτη
Από το παραθύρι της άνοιξης μπαίνει ο αυγερινός να την ξυπνήσει!
Λένε πως τρέμουν τα βουνά και πως θυμώνουν τα έλατα
Όταν η νύχτα ροκανάει τις πρόκες των κεραμιδιών να μπουν οι καλικάντζαροι μέσα
Όταν ρουφάει η κόλαση τον αφρισμένο μόχθο των χειμάρρων
Η όταν η χωρίστρα της πιπεριάς γίνεται του βοριά κλωτσοσκούφι.
Μόνο τα βόδια των Αχαιών μες στα παχιά λιβάδια της Θεσσαλίας
Βόσκουν ακμαία και δυνατά με τον αιώνιο ήλιο που τα κοιτάζει
Μυρίζουν τον ιδρώτα της γης κι ύστερα πέφτουνε βαριά κάτω απ’ τον ίσκιο της ιτιάς να κοιμηθούνε.
Πετάτε τους νεκρούς είπ’ ο Ηράκλειτος κι είδε τον ουρανό να χλομιάζει
Κι είδε στη λάσπη δυο μικρά κυκλάμινα να φιλιούνται
Κι έπεσε να φιλήσει κι αυτός το πεθαμένο σώμα του μες στο φιλόξενο χώμα
Όπως ο λύκος κατεβαίνει απ’ τους δρυμούς να δει το ψόφιο σκυλί και να κλάψει.
Τι να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο μέτωπό σου;
Το ξέρω πάνω στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός τ’ όνομά του
Το ξέρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις
Πρέπει στο αίμα να βουτηχτείς πριν ο καιρός σε προφτάσει
Και να διαβείς αντίπερα να ξαναβρείς τους συντρόφους σου
Άνθη πουλιά ελάφια
Να βρεις μίαν άλλη θάλασσα μίαν άλλη απαλοσύνη
Να πιάσεις από τα λουριά του Αχιλλέα τ’ άλογα
Αντί να κάθεσαι βουβή τον ποταμό να μαλώνεις
Τον ποταμό να λιθοβολείς όπως η μάνα του Κίτσου.
Γιατί κι εσύ θα χεις χαθεί κι η ομορφιά σου θα χει γεράσει.
Μέσα στους κλώνους μιας λυγαριάς βλέπω το παιδικό σου πουκάμισο να στεγνώνει
Παρ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο
Κι ας μη λυγίσει η καρδιά σου
Κι ας μην κυλήσει το δάκρυ σου πάνω στην αδυσώπητη τούτη γη
Όπως εκύλησε μια φορά στην παγωμένη ερημιά το δάκρυ του πιγκουίνου
Δεν ωφελεί το παράπονο
Ίδια παντού θα ναι η ζωή με το σουραύλι των φιδιών στη χώρα των φαντασμάτων
Με το τραγούδι των ληστών στα δάση των αρωμάτων
Με το μαχαίρι ενός καημού στα μάγουλα της ελπίδας
Με το μαράζι μιας άνοιξης στα φυλλοκάρδια του γκιώνη
Φτάνει ένα αλέτρι να βρεθεί κι ένα δρεπάνι κοφτερό σ’ ένα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν’ ανθίσει μόνο
Λίγο στάρι για τις γιορτές λίγο κρασί για τη θύμηση λίγο νερό για τη σκόνη...
Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει
Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα
Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές
Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.
Στου πικραμένου την αυλή δε βασιλεύει η νύχτα
Μόνο ξερνάν οι φυλλωσιές ένα ποτάμι δάκρυα
Όταν περνάει ο διάβολος να καβαλήσει τα σκυλιά
Και τα κοράκια κολυμπάν σ’ ένα πηγάδι μ’ αίμα.
Στου πικραμένου την αυλή το μάτι έχει στερέψει
Έχει παγώσει το μυαλό κι έχει η καρδιά πετρώσει
Κρέμονται σάρκες βατραχιών στα δόντια της αράχνης
Σκούζουν ακρίδες νηστικές σε βρυκολάκων πόδια.
Στου πικραμένου την αυλή βγαίνει χορτάρι μαύρο
Μόνο ένα βράδυ του Μαγιού πέρασε ένας αγέρας
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Κι αν θα διψάσεις για νερό θα στύψουμε ένα σύννεφο
Κι αν θα πεινάσεις για ψωμί θα σφάξουμε ένα αηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμή ν’ ανοίξει ο πικραπήγανος
N’ αστράψει ο μαύρος ουρανός να λουλουδίσει ο φλόμος.
Μα είταν αγέρας κι έφυγε κορυδαλλός κι εχάθη
Είταν του Μάη το πρόσωπο του φεγγαριού η ασπράδα
Ένα περπάτημα ελαφρύ σα σκίρτημα του κάμπου
Ένα φιλί της θάλασσας της αφροστολισμένης.
Ξύπνησε
γάργαρο νερό από τη ρίζα του πεύκου να βρεις τα μάτια των σπουργιτιών
και να τα ζωντανέψεις ποτίζοντας το χώμα με μυρωδιά βασιλικού και με
σφυρίγματα σαύρας. Το ξέρω είσαι μία φλέβα γυμνή κάτω από το φοβερό
βλέμμα του ανέμου είσαι μία σπίθα βουβή μέσα στο λαμπερό πλήθος των
άστρων. Δε σε προσέχει κανείς κανείς δε σταματά ν’ ακούσει την ανάσα σου
μα συ με το βαρύ σου περπάτημα μες στην αγέρωχη φύση θα φτάσεις μία
μέρα στα φύλλα της βερυκοκιάς θ’ ανέβεις στα λυγερά κορμιά των μικρών
σπάρτων και θα κυλήσεις από τα μάτια μιας αγαπητικιάς σαν εφηβικό
φεγγάρι.
Υπάρχει
μία πέτρα αθάνατη που κάποτε περαστικός ένας ανθρώπινος άγγελος έγραψε
τ’ όνομά του επάνω της κι ένα τραγούδι που δεν το ξέρει ακόμα κανείς
ούτε τα πιο τρελά παιδιά ούτε τα πιο σοφά τ’ αηδόνια. Είναι κλεισμένη
τώρα σε μια σπηλιά του βουνού Ντέβι μέσα στις λαγκαδιές και στα φαράγγια
της πατρικής μου γης μα όταν ανοίξει κάποτε και τιναχτεί ενάντια στη
φθορά και στο χρόνο αυτό το αγγελικό τραγούδι θα πάψει ξαφνικά η βροχή
και θα στεγνώσουν οι λάσπες τα χιόνια θα λιώσουν στα βουνά θα κελαηδήσει
ο άνεμος τα χελιδόνια θ’ αναστηθούν οι λυγαριές θα ριγήσουν κι οι
άνθρωποι με τα κρύα μάτια και τα χλωμά πρόσωπα όταν ακούσουν τις
καμπάνες να χτυπάν μέσα στα ραγισμένα καμπαναριά μοναχές τους θα βρουν
καπέλα γιορτινά να φορέσουν και φιόγκους φανταχτερούς να δέσουν στα
παπούτσια τους.
Γιατί
τότε κανείς δε θ’ αστιεύεται πια το αίμα των ρυακιών θα ξεχειλίσει τα
ζώα θα κόψουν τα χαλινάρια τους στα παχνιά το χόρτο θα πρασινίσει στους
στάβλους στα κεραμίδια θα πεταχτούν ολόχλωρες παπαρούνες και μάηδες και
σ’ όλα τα σταυροδρόμια θ’ ανάψουν κόκκινες φωτιές τα μεσάνυχτα. Τότε θα
‘ρθούν σιγά-σιγά τα φοβισμένα κορίτσια για να πετάξουν το τελευταίο
τους ρούχο στη φωτιά κι ολόγυμνα θα χορέψουν τριγύρω της όπως την εποχή
ακριβώς που είμασταν κι εμείς νέοι κι άνοιγε ένα παράθυρο την αυγή για
να φυτρώσει στο στήθος τους ένα φλογάτο γαρύφαλο.
Παιδιά
ίσως η μνήμη των προγόνων να είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη
συντροφιά από μία χούφτα ροδόσταμο και το μεθύσι της ομορφιάς τίποτε
διαφορετικό από την κοιμισμένη τριανταφυλλιά του Ευρώτα. Καληνύχτα
λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν τα όνειρα μα εγώ κρατώ
στα δάχτυλά μου τη μουσική για μία καλύτερη μέρα. Οι ταξιδιώτες των
Ινδιών ξέρουνε περισσότερα να σας πουν απ’ τους Βυζαντινούς
χρονογράφους.
O άνθρωπος κατά τον ρουν της μυστηριώδους ζωής του
Κατέλιπεν εις τους απογόνους του δείγματα πολλαπλά και αντάξια της αθανάτου καταγωγής του
Όπως επίσης κατέλιπεν ίχνη των ερειπίων του λυκαυγούς χιονοστιβάδας ουρανίων ερπετών χαρταετούς αδάμαντας και βλέμματα υακίνθων
Εν μέσω αναστεναγμών δακρύων πείνης οιμωγών και τέφρας υπογείων φρεάτων.
Πόσο πολύ σε αγάπησα εγώ μονάχα το ξέρω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη θάλασσα με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Ένα καράβι μπαίνει στο γιαλό ένα μαγγανοπήγαδο σκουριασμένο βογγάει
Μια τούφα γαλανός καπνός μες στο τριανταφυλλί του ορίζοντα
Ίδιος με τη φτερούγα του γερανού που σπαράζει
Στρατιές χελιδονιών περιμένουνε να πουν στους αντρειωμένους το καλωσόρισες
Μπράτσα σηκώνουνται γυμνά με χαραγμένες άγκυρες στη μασχάλη
Μπερδεύουνται κραυγές παιδιών με το κελάδημα του πουνέντε
Μέλισσες μπαινοβγαίνουνε μες στα ρουθούνια των αγελάδων
Μαντήλια καλαματιανά κυματίζουνε
Και μία καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι
Σαν τη φωνή κάποιου σήμαντρου που ταξιδεύει μέσα στ’ αστέρια
Τόσους αιώνες φευγάτο
Από των Γότθων την ψυχή κι από τους τρούλους της Βαλτιμόρης
Κι απ’ τη χαμένη Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι.
Μα πάνω στ’ αψηλὰ βουνά ποιοί να ναι αυτοί που κοιτάνε
Με την ακύμαντη ματιά και το γαλήνιο πρόσωπο;
Ποιάς πυρκαγιάς να ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;
Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;
Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;
Ουδ’ Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης
Ούτε κι αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.
Πύργοι φυλάνε σιωπηλοί μία στοιχειωμένη πριγκίπισσα
Κορφές κυπαρισσιών συντροφεύουνε μία πεθαμένη ανεμώνη
Τσοπαναρέοι ατάραχοι μ’ ένα καλάμι φλαμουριάς λένε το πρωινό τους τραγούδι
Ένας ανόητος κυνηγός ρίχνει μία ντουφεκιά στα τρυγόνια
Κι ένας παλιός ανεμόμυλος λησμονημένος απ’ όλους
Με μία βελόνα δελφινιού ράβει τα σάπια του πανιά μοναχός του
Και κατεβαίνει απ’ τις πλαγιές με τον καράγιαλη πρίμα
Όπως κατέβαινε ο Άδωνις στα μονοπάτια του Χελμού να πει μία καλησπέρα της Γκόλφως.
Χρόνια και χρόνια πάλεψα με το μελάνι και το σφυρί βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλιάς
Μίαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνω στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
Το Αρχείο της ΕΡΤ τιμώντας τη μνήμη του ποιητή Νίκου Γκάτσου (12 Μαΐου 1992) ψηφιοποίησε και παρουσιάζει μέσω των ιστοσελίδων www.ert-archives.gr και www.ert.gr το σχετικό επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ «Παρασκήνιο», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Δημογεροντάκη.
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος, η σύντροφος του ποιητή Αγαθή Δημητρούκα
μιλά για την ξεχωριστή παρέα καλλιτεχνών που σύχναζε στο πατάρι του
«Λουμίδη», με μέλη της τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο, τον Νίκο
Εγγονόπουλο, τον Μάνο Χατζιδάκι κ.α., στην οποία εντάχθηκε και ο Νίκος
Γκάτσος, όταν έφτασε στην Αθήνα να σπουδάσει.
Η Αγαθή Δημητρούκα, περιγράφει σημεία-σταθμούς στη ζωή και την
καλλιτεχνική πορεία του ποιητή, τη σχέση του με τον Οδυσσέα Ελύτη και το
Μάνο Χατζιδάκι, τον τρόπο με τον οποίο προσέγγιζε την ποίηση και τη
στιχουργία, ενώ αναφέρεται και στην περίοδο των 16 ετών που έζησαν μαζί
ως ζευγάρι.
Κατά τη διάρκεια της εκπομπής, παρεμβάλλονται αποσπάσματα συνεντεύξεων
συνεργατών και φίλων του Νίκου Γκάτσου, αλλά και μελετητών του έργου
του, όπως του Μίκη Θεοδωράκη, του Νάνου Βαλαωρίτη, της Νάνας Μούσχουρη
και του Κώστα Γεωργουσοπουλου, οι οποίοι μιλούν για την προσωπικότητά
του, την καλλιτεχνική παρουσία του, την «Αμοργό» και τη μετάφραση του
έργου του Φεντερίκο Γκαρσία Λόρκα «Ο ματωμένος γάμος».
Στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται αποσπάσματα από ποιητικές του συλλογές,
ενώ ο Σταύρος Ξαρχάκος, η Νάνα Μούσχουρη, ο Λουκιανός Κηλαηδόνης, ο
Διονύσης Σαββόπουλος, ο Σωτήρης Μουστάκας και ο Γιώργος Σταθόπουλος
περιγράφουν την προσωπικότητα του Νίκου Γκάτσου και θυμούνται στιγμές
που έζησαν κοντά του. Η Αγαθή Δημητρούκα, μιλά για τη φιλία του ποιητή
με τον Μάνο Χατζιδάκι. Ακόμα παρουσιάζονται αποσπάσματα ερασιτεχνικών
λήψεων στο σπίτι του Νίκου Γκάτσου, από γεύμα με τον Μάνο Χατζιδάκι και
άλλους φίλους, ενώ παρεμβάλλονται και πλάνα με γνωστούς τραγουδιστές που
ερμηνεύουν τραγούδια σε στίχους του ποιητή.
Κ. Καρυωτάκη: «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων»
Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι. Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νά ‘σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νά ‘σαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλέν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι,
και αν οι Μποντλέρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγική απάτη τους δοσμένοι
που κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι.
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ‘ναι;»
Ερωτήσεις
1. Ποιο είναι το κοινό θέμα και των δύο ποιημάτων; Ποιο χρησιμοποιεί πιο
μοντέρνα γραφή; Αιτιολογείστε την απάντησή σας.
2. Το στοιχείο
της θεατρικότητας σε ένα ποίημα
προσδίδει ενίοτε και το στοιχείο της δραματικότητας.
Σε ποιο από τα δύο ποιήματα εντοπίζετε τα παραπάνω στοιχεία; Αιτιολογήστε σε
μια αποδεικτική παράγραφο την επιλογή σας.
3. Ο συμβολισμός
ως ρεύμα στην ποίηση έδινε μεγάλη βαρύτητα στην επεξεργασία του στίχου με
αποτέλεσμα ο στίχος να αποκτά μουσικότητα. Σε ποιο από τα δύο ποιήματα παρατηρείται
αυτή η τάση; Στην απάντησή σας να αναφέρετε στοιχεία, μέσα από το ποίημα, που
να αιτιολογούν την επιλογή σας .
4. Το ποίημα, «Το
πρώτο σκαλί», είναι σύνθεση που αποκαλύπτει ένα μέρος της ποιητικής του Κ.
Καβάφη. Εντοπίστε μέσα στο ποίημα στοιχεία της ποιητικής «κουζίνας» του.