Δευτέρα 8 Ιουλίου 2013

Ρενέ Μαγκρίτ

«Αυτό δεν είναι πίπα», ζωγράφισε o Ρενέ Μαγκρίτ στο έργο του «Η προδοσία των εικόνων», φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο με την απεικόνιση ενός αντικειμένου που αρνείται τον εαυτό του. Σε άλλα έργα του οι απρόσωποι εικονιζόμενοι αρνούνται το πρόσωπό τους. Κι όμως το νόημα δεν είναι κρυμμένο πίσω από τα πράγματα αλλά επάνω στην επιφάνεια όσων βλέπουμε, το περίφημο «μυστήριο της πραγματικότητας» όπως το αποκαλούσε.
Ο Ρενέ Μαγκρίτ γεννήθηκε το 1898 στη Λεσίν του Βελγίου και πέθανε το 1967.




Ο μεγάλος βέλγος σουρεαλιστής ζωγράφιζε φορώντας πάντα ένα παλιό κοστούμι με γιλέκο, σαν τους κοστουμαρισμένους άντρες με καπέλα που εμφανίζονται στους πίνακές του. Απλός, εγκρατής, πνευματώδης, ζούσε σε ένα μικρό ισόγειο στις Βρυξέλλες.
Ο άνθρωπος με το καπέλο είναι ο Κος Μέσος Όρος σε όλη την ανωνυμία του […] Κι εγώ φοράω καπέλο. Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να ξεχωρίσω από το πλήθος.
Αντίθετα από την εμφάνισή του, η κριτική του στρεφόταν κατά των κλισέ και προκαταλήψεων, που κάνουν αφόρητο τον καθημερινό μικροαστικό βίο, όπως έλεγε.



Η επίδραση του στα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης θεωρείται δεδομένη παγκοσμίως. Πάντως, δεδομένης της απέχθειάς του για κάθε κλισέ, ο χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε «Πάπας της ποπ αρτ» δεν θεωρήθηκε κολακευτικός από τον ίδιο τον Μαγκρίτ.
Πράγματι, δεν είμαστε παρά οι υπήκοοι αυτού του κόσμου, του τάχα πολιτισμένου, όπου η ευφυΐα και η χαμέρπεια, ο ηρωισμός και η βλακεία, βολεύοντάς τα μια χαρά μεταξύ τους, βρίσκονται εναλλάξ στο προσκήνιο.
Ως χαρακτήρας διαπνεόταν από ένα πνεύμα ανεξιθρησκίας, αμφισβήτησης και σατιρικής διάθεσης, που συχνά φτάνει στην αυτοειρωνεία, τυπικά χαρακτηριστικά της βελγικής ψυχής, σύμφωνα με τον βέλγο καθηγητή των Καλών Τεχνών του Παρισιού, Πιερ Στερξ.
Χωρίς μια επαναστατική σκέψη ενάντια στους λίγο πολύ αυθαίρετους κανόνες που προσπαθούν να μας επιβάλουν, ο σουρεαλισμός δεν θα μπορούσε να αποδώσει μια υπέρτατη αξία στην ιδέα ότι η ανθρώπινη ζωή πρέπει ανυπερθέτως να είναι άξια να τη ζει κανείς.
Τα αινιγματικό μήνυμα «αυτό δεν είναι πίπα» αποτελεί ενδεικτικό της θέσης του Μαγκρίτ για τη ζωγραφική: Το έργο τέχνης δεν διαχωρίζεται από τη σκέψη, αλλά αντιθέτως είναι το ίδιο μια οπτικοποιημένη σκέψη. Πρόκειται λοιπόν για πραγματικότητες και όχι όνειρα. Παράλληλα, συνδέοντας μεταξύ τους ετερόκλητες πραγματικότητες θέτει υπό αίρεση τον συνήθη τρόπο αντίληψης των πραγμάτων και τις καθιερωμένες έννοιες που τα συνοδεύουν.
Κάθε στιγμή είναι μια απρόοπτη ανακάλυψη, κάθε στιγμή φανερώνεται το απόλυτο μυστήριο του παρόντος [...] Για μένα ο κόσμος είναι η αμφισβήτηση της κοινής γνώμης.
Για τον Μαγκρίτ δεν είχε σημασία η ομοιότητα του αντιγράφου με το πρωτότυπο (αντίγραφο = έργο τέχνης) όπως συμβαίνει στη φωτογραφική απεικόνιση. Το σημαντικότερο ήταν το πρότυπο να έχει το κουράγιο να μοιάζει στο αντίγραφό του. Γι’ αυτό επομένως «αυτό δεν είναι πίπα», επειδή η τέχνη δεν περιέχει την ήδη υπάρχουσα σημασία του εκάστοτε αντικειμένου ή προσώπου.



Στον Μαγκρίτ δεν άρεσαν οι εξηγήσεις οι οποίες κατέστρεφαν το μυστήριο των έργων του.  «Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι - είναι απλά άγνωστο» δήλωνε ο Μαγκρίτ, παραμένοντας πιστά αινιγματικός.
Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι -προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Tι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι- είναι απλά άγνωστο».
Τα ζωγραφικά αινίγματα του Μαγκρίτ είχαν βέβαια στέρεο θεωρητικό υπόβαθρο. Ο μεγάλος σουρεαλιστής είχε στενή επαφή με τους κορυφαίους θεωρητικούς της σημειολογίας και γλωσσολογίας, όπως τον Μισέλ Φουκώ.



Στο «Αυτό δεν είναι πίπα» ο Φουκώ γράφει:
«Με βάση όλα αυτά, μπορούμε να αντιληφθούμε την τελευταία εκδοχή του Μαγκρίτ στο Αυτό δεν είναι πίπα. Τοποθετώντας το σχέδιο της πίπας και τη διατύπωση που του χρησιμεύει ως λεζάντα στην καλά οριοθετημένη επιφάνεια ενός πίνακα πάνω σε ένα ξύλινο τρίεδρο χοντρό και στέρεο, ο Μαγκρίτ κάνει ό,τι χρειάζεται για να ανασυστήσει [...] τον κοινό τόπο στην εικόνα και τη γλώσσα. Όμως, αυτή η επιφάνεια αμφισβητείται πάραυτα: διότι η πίπα, την οποία ο Μαγκρίτ, με τόσες προφυλάξεις, είχε προσεγγίσει στο κείμενο, είχε εγκλείσει μαζί με αυτό το θεσμικό ορθογώνιο του πίνακα, να την που πέταξε: είναι εκεί ψηλά, σε μια επίπλευση χωρίς σημείο αναφοράς, μην αφήνοντας ανάμεσα στο κείμενο και το σχέδιο, του οποίου θα έπρεπε να είναι ο σύνδεσμος και το σημείο σύγκλισης στον ορίζοντα, παρά μόνο ένα μικρό κενό χώρο, τη στενή αυλακιά της απουσίας της -κάτι σαν σημάδι χωρίς φυσική περιγραφή της διαφυγής της.
Και τότε, πάνω στους λοξότμητους, και τόσο φανερά ασταθείς, ορθοστάτες του, δεν απομένει στο καβαλέτο τίποτε άλλο παρά να ανατραπεί, στο πλαίσιο να διαλυθεί, στον πίνακα και την πίπα να κυλήσει καταγής, στα γράμματα να σκορπιστούν: ο κοινός τόπος -ένα τετριμμένο ή καθημερινό μάθημα- έχει χαθεί [...]».

*****


Ο Μαγκρίτ σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών από το 1916 ως το 1918. Το 1926 ζωγράφισε τον πρώτο του σουρεαλιστικό πίνακα, τον «χαμένο αναβάτη».  Μετά την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες ένα χρόνο αργότερα η επιθετική στάση των κριτικών τέχνης στο έργο του τον απογοήτευσαν και μετακόμισε για λίγο στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή με τον Αντρέ Μπρετόν και έγινε μέλος της ομάδας των σουρεαλιστών, όχι όμως για πολύ. Πέθανε από καρκίνο στις 15 Αυγούστου του 1967, και τάφηκε στο νεκροταφείο Σααρμπέκ των Βρυξελλών.











Τρίτη 18 Ιουνίου 2013

Ζοζέ ντε Σόζα Σαραμάγκου




Στις 18 Ιουνίου του 2010 φεύγει από τη ζωή ο Πορτογάλος Ζοζέ ντε Σόζα Σαραμάγκου. Γεννήθηκε στις 16 Νοεμβρίου 1922. Ο Σαραμάγκου καταπιάνεται με τη συγγραφή λογοτεχνικών κειμένων, ποιημάτων, με τη δημοσιογραφία και τη σεναριογραφία. Τα έργα του περιγράφουν ιστορικά γεγονότα με κέντρο τον άνθρωπο, με ανατρεπτικό και αλληγορικό τρόπο. Το 1998 του απονέμεται το  Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.
 
Ο Πορτογάλος Νομπελίστας είναι εγγονός χωρικών που ζουν στο χωριό Αζινιάγκα της Πορτογαλίας. Ο πατέρας του ονομάζεται Ζοζέ ντε Σόζα και η μητέρα του Μαρία ντε Πιεδάδε. Το «σαραμάγκου», είναι το ψευδώνυμο της οικογένειας του πατέρα του, το οποίο τυχαία ενσωματώνεται στο επώνυμό του, όταν καταγράφεται επισήμως στα μητρώα γέννησης.  Το 1924, η οικογένειά του μετακομίζει στη Λισσαβώνα. Ο πατέρας του ξεκινά να εργάζεται ως αστυνομικός. Λίγους μήνες μετά τη μετακόμισή τους στη  Λισσαβώνα, ο κατά δύο χρόνια μεγαλύτερος αδερφός του συγγραφέα, Φρανσίσκο, πεθαίνει.
Ο συγγραφέας περνά τα καλοκαίρια του στο χωριό των γονιών του, συντροφιά με τους παππούδες του. Εξαιτίας ενός σοβαρού προβλήματος υγείας του παππού του, ο οποίος αναγκάζεται να πάει στη Λισσαβώνα για θεραπεία, ο Σαραμάγκου. «Πήγε στην αυλή του σπιτιού, όπου υπήρχαν λίγα δέντρα, μερικές ελιές και συκιές. Και πέρασε από όλα αγκαλιάζοντάς τα με τη σειρά, κλαίγοντας, λέγοντάς τους αντίο μιας και ήξερε πως δε θα επέστρεφε». Το να βλέπεις και να ζεις κάτι τέτοιο, αν αυτό δε σε σημαδεύει για την υπόλοιπη ζωή σου, τότε δεν έχεις αισθήματα, σημειώνει ο Σαραμάγκου.
Ως μαθητής, ο μελλοντικός Νομπελίστας, έχει καλές επιδόσεις. Οι γονείς τους ωστόσο δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να τον στείλουν στο κλασσικό γυμνάσιο. Έτσι ο Ζοζέ τελειώνοντας το δημοτικό σχολείο και σε ηλικία 12 ετών, γράφεται σε τεχνικό γυμνάσιο. Μετά την αποφοίτησή του, εργάζεται για δύο χρόνια ως μηχανικός αυτοκινήτων. Στη συνέχεια κάνει τα πρώτα του βήματα σε μία εκδοτική επιχείρηση όπου σταδιακά ασχολείται με μεταφράσεις και έπειτα αναλαμβάνει καθήκοντα δημοσιογράφου. Αργότερα βρίσκεται στην εφημερίδα Diário de Notícias ως διευθυντής έκδοσης, θέση την οποία αναγκάζεται να εγκαταλείψει εξαιτίας των πολιτικών γεγονότων του 1974 – 1975  (Επανάσταση των Γαρυφάλλων) αλλά και της ελεγχόμενης από τη συντηρητική παράταξη δημοκρατία που εγκαθιδρύεται στην Πορτογαλία. Επιστρέφει στο μεταφραστικό έργο έως ότου είναι σε θέση να συντηρήσει τον εαυτό του ως συγγραφέας.
Το πρώτο του μυθιστόρημα έχει τίτλο "Γη της Αμαρτίας" (1947) και εκδίδεται κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Αντόνιο Σαλαζάρ. Η πρώτη του λογοτεχνική απόπειρα περνά απαρατήρητη. «Το χρονικό του Μοναστηριού» ωστόσο κεντρίζει το ενδιαφέρον του παγκόσμιου αναγνωστικού κοινού. Με το έργο αυτό ο Σαραμάγκου αποκτά παγκόσμια φήμη.
Το 1969 συμμετέχει στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Πορτογαλίας, δηλώνει άθεος και περιγράφει τον εαυτό του ως  πεσιμιστή. Οι απόψεις του, σε συνδυασμό με την κυκλοφορία του μυθιστορήματος «Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» το 1992, στο οποίο παρουσιάζει τον Ιησού ως σφαλερό ανθρώπινο ον, προκαλούν έντονο κύμα αμφισβήτησης στην Πορτογαλία αλλά και την οργή μελών της Καθολικής Κοινότητας της πατρίδας του. Η τότε συντηρητική κυβέρνηση της Πορτογαλίας μάλιστα, απορρίπτει την υποψηφιότητα του Σαραμάγκου για το Ευρωπαϊκό Βραβείο Λογοτεχνίας εξαιτίας του γεγονότος ότι «Το Κατά Ιησούν Ευαγγέλιον» είναι προσβλητικό για την Καθολική Εκκλησία και τους πιστούς της. Επηρεασμένος και στεναχωρημένος από αυτή την εξέλιξη ο Σαραμάγκου προκειμένου να ξεπεράσει το πλήγμα που έχει δεχθεί, μετακομίζει με τη σύζυγό του στο Λανθαρότε, νησί του συμπλέγματος των Κανάριων Νήσων, το 1993.
Το 1998 τού απονέμεται το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας ενώ το Νοέμβριο του 2009 κυκλοφορεί το τελευταίο του μυθιστόρημα με τίτλο "Κάιν", το οποίο αφηγείται με ειρωνικό τρόπο τη  βιβλική ιστορία της δολοφονίας του Άβελ από τον αδερφό του Κάιν.
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου παραμένει έως σήμερα γνωστός εξαιτίας του πειραματικού στυλ γραφής που υιοθέτησε, χαρακτηριστικό του οποίου είναι οι μακριές προτάσεις, που σε ορισμένες περιπτώσεις ξεπερνούν τη μία σελίδα.
Στις 18 Ιουνίου 2010 ο Πορτογάλος Νομπελίστας Ζοζέ  ντε Σόζα Σαραμάγκου αφήνει την τελευταία του πνοή στην κατοικία του στη νήσο Λανθαρότε. Σύμφωνα με ανακοίνωση του εκδότη του, Αλφαγκιάρα, ο θάνατος του Σαραμάγκου οφείλεται στη βεβαρυμμένη του υγεία.

ΘΕΜΑΤΑ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΣΤΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΑ ΣΧΟΛΕΙΑ