Ο Ρενέ Μαγκρίτ γεννήθηκε το 1898 στη Λεσίν του Βελγίου και πέθανε το 1967.«Αυτό δεν είναι πίπα», ζωγράφισε o Ρενέ Μαγκρίτ στο έργο του «Η προδοσία των εικόνων», φέρνοντας τον θεατή αντιμέτωπο με την απεικόνιση ενός αντικειμένου που αρνείται τον εαυτό του. Σε άλλα έργα του οι απρόσωποι εικονιζόμενοι αρνούνται το πρόσωπό τους. Κι όμως το νόημα δεν είναι κρυμμένο πίσω από τα πράγματα αλλά επάνω στην επιφάνεια όσων βλέπουμε, το περίφημο «μυστήριο της πραγματικότητας» όπως το αποκαλούσε.
Ο μεγάλος βέλγος σουρεαλιστής ζωγράφιζε φορώντας πάντα ένα παλιό
κοστούμι με γιλέκο, σαν τους κοστουμαρισμένους άντρες με καπέλα που
εμφανίζονται στους πίνακές του. Απλός, εγκρατής, πνευματώδης, ζούσε σε
ένα μικρό ισόγειο στις Βρυξέλλες.
Ο άνθρωπος με το καπέλο είναι ο Κος Μέσος Όρος σε όλη την ανωνυμία του […] Κι εγώ φοράω καπέλο. Δεν έχω καμιά ιδιαίτερη επιθυμία να ξεχωρίσω από το πλήθος.
Αντίθετα από την εμφάνισή του, η κριτική του στρεφόταν κατά των κλισέ
και προκαταλήψεων, που κάνουν αφόρητο τον καθημερινό μικροαστικό βίο,
όπως έλεγε.
Η επίδραση του στα ρεύματα της σύγχρονης τέχνης θεωρείται δεδομένη
παγκοσμίως. Πάντως, δεδομένης της απέχθειάς του για κάθε κλισέ, ο
χαρακτηρισμός που του αποδόθηκε «Πάπας της ποπ αρτ» δεν θεωρήθηκε
κολακευτικός από τον ίδιο τον Μαγκρίτ.
Πράγματι, δεν είμαστε παρά οι υπήκοοι αυτού του κόσμου, του τάχα πολιτισμένου, όπου η ευφυΐα και η χαμέρπεια, ο ηρωισμός και η βλακεία, βολεύοντάς τα μια χαρά μεταξύ τους, βρίσκονται εναλλάξ στο προσκήνιο.
Ως χαρακτήρας διαπνεόταν από ένα πνεύμα ανεξιθρησκίας, αμφισβήτησης
και σατιρικής διάθεσης, που συχνά φτάνει στην αυτοειρωνεία, τυπικά
χαρακτηριστικά της βελγικής ψυχής, σύμφωνα με τον βέλγο καθηγητή των
Καλών Τεχνών του Παρισιού, Πιερ Στερξ.
Χωρίς μια επαναστατική σκέψη ενάντια στους λίγο πολύ αυθαίρετους κανόνες που προσπαθούν να μας επιβάλουν, ο σουρεαλισμός δεν θα μπορούσε να αποδώσει μια υπέρτατη αξία στην ιδέα ότι η ανθρώπινη ζωή πρέπει ανυπερθέτως να είναι άξια να τη ζει κανείς.
Τα αινιγματικό μήνυμα «αυτό δεν είναι πίπα» αποτελεί ενδεικτικό της
θέσης του Μαγκρίτ για τη ζωγραφική: Το έργο τέχνης δεν διαχωρίζεται από
τη σκέψη, αλλά αντιθέτως είναι το ίδιο μια οπτικοποιημένη σκέψη.
Πρόκειται λοιπόν για πραγματικότητες και όχι όνειρα. Παράλληλα,
συνδέοντας μεταξύ τους ετερόκλητες πραγματικότητες θέτει υπό αίρεση τον
συνήθη τρόπο αντίληψης των πραγμάτων και τις καθιερωμένες έννοιες που τα
συνοδεύουν.
Κάθε στιγμή είναι μια απρόοπτη ανακάλυψη, κάθε στιγμή φανερώνεται το απόλυτο μυστήριο του παρόντος [...] Για μένα ο κόσμος είναι η αμφισβήτηση της κοινής γνώμης.
Για τον Μαγκρίτ δεν είχε σημασία η ομοιότητα του αντιγράφου με το
πρωτότυπο (αντίγραφο = έργο τέχνης) όπως συμβαίνει στη φωτογραφική
απεικόνιση. Το σημαντικότερο ήταν το πρότυπο να έχει το κουράγιο να
μοιάζει στο αντίγραφό του. Γι’ αυτό επομένως «αυτό δεν είναι πίπα»,
επειδή η τέχνη δεν περιέχει την ήδη υπάρχουσα σημασία του εκάστοτε
αντικειμένου ή προσώπου.
Στον Μαγκρίτ δεν άρεσαν οι εξηγήσεις οι οποίες κατέστρεφαν το
μυστήριο των έργων του. «Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και
το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι - είναι απλά άγνωστο» δήλωνε ο Μαγκρίτ,
παραμένοντας πιστά αινιγματικός.
Η ζωγραφική μου είναι ορατές εικόνες που δεν κρύβουν κάτι -προκαλούν μυστήριο και, πράγματι, όταν κάποιος βλέπει έναν από τους πίνακές μου, θέτει στον εαυτό του αυτήν την απλή ερώτηση: «Tι σημαίνει αυτό;» Οι πίνακές μου δεν σημαίνουν κάτι, επειδή και το μυστήριο δεν σημαίνει κάτι- είναι απλά άγνωστο».
Τα ζωγραφικά αινίγματα του Μαγκρίτ είχαν βέβαια στέρεο θεωρητικό
υπόβαθρο. Ο μεγάλος σουρεαλιστής είχε στενή επαφή με τους κορυφαίους
θεωρητικούς της σημειολογίας και γλωσσολογίας, όπως τον Μισέλ Φουκώ.
Στο «Αυτό δεν είναι πίπα» ο Φουκώ γράφει:
«Με βάση όλα αυτά, μπορούμε να αντιληφθούμε την τελευταία εκδοχή του
Μαγκρίτ στο Αυτό δεν είναι πίπα. Τοποθετώντας το σχέδιο της πίπας και τη
διατύπωση που του χρησιμεύει ως λεζάντα στην καλά οριοθετημένη
επιφάνεια ενός πίνακα πάνω σε ένα ξύλινο τρίεδρο χοντρό και στέρεο, ο
Μαγκρίτ κάνει ό,τι χρειάζεται για να ανασυστήσει [...] τον κοινό τόπο
στην εικόνα και τη γλώσσα. Όμως, αυτή η επιφάνεια αμφισβητείται πάραυτα:
διότι η πίπα, την οποία ο Μαγκρίτ, με τόσες προφυλάξεις, είχε
προσεγγίσει στο κείμενο, είχε εγκλείσει μαζί με αυτό το θεσμικό
ορθογώνιο του πίνακα, να την που πέταξε: είναι εκεί ψηλά, σε μια
επίπλευση χωρίς σημείο αναφοράς, μην αφήνοντας ανάμεσα στο κείμενο και
το σχέδιο, του οποίου θα έπρεπε να είναι ο σύνδεσμος και το σημείο
σύγκλισης στον ορίζοντα, παρά μόνο ένα μικρό κενό χώρο, τη στενή αυλακιά
της απουσίας της -κάτι σαν σημάδι χωρίς φυσική περιγραφή της διαφυγής
της.
Και τότε, πάνω στους λοξότμητους, και τόσο φανερά ασταθείς,
ορθοστάτες του, δεν απομένει στο καβαλέτο τίποτε άλλο παρά να ανατραπεί,
στο πλαίσιο να διαλυθεί, στον πίνακα και την πίπα να κυλήσει καταγής,
στα γράμματα να σκορπιστούν: ο κοινός τόπος -ένα τετριμμένο ή καθημερινό μάθημα- έχει χαθεί [...]».
*****
Ο Μαγκρίτ σπούδασε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών των Βρυξελλών
από το 1916 ως το 1918. Το 1926 ζωγράφισε τον πρώτο του σουρεαλιστικό
πίνακα, τον «χαμένο αναβάτη». Μετά την πρώτη του έκθεση στις Βρυξέλλες
ένα χρόνο αργότερα η επιθετική στάση των κριτικών τέχνης στο έργο του
τον απογοήτευσαν και μετακόμισε για λίγο στο Παρίσι. Εκεί ήρθε σε επαφή
με τον Αντρέ Μπρετόν και έγινε μέλος της ομάδας των σουρεαλιστών, όχι
όμως για πολύ. Πέθανε από καρκίνο στις 15 Αυγούστου του 1967, και τάφηκε
στο νεκροταφείο Σααρμπέκ των Βρυξελλών.