Η στρατιωτική εισβολή της φασιστικής Ιταλίας εναντίον της
Ελλάδας, σχεδόν ταυτόχρονα με την απόρριψη του ιταλικού τελεσιγράφου από
τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά τα ξημερώματα της 28/10/1940, προκάλεσε μια
άνευ προηγουμένου συσπείρωση του ελληνικού λαού, έναν πρωτοφανή
πατριωτικό ξεσηκωμό.
Ο πατριωτικός ενθουσιασμός, ο οποίος γιγαντώθηκε μετά τις πρώτες
στρατιωτικές νίκες, κατέκλυσε τις σελίδες των εφημερίδων, τις συχνότητες
των ραδιοφώνων και τις θεατρικές επιθεωρήσεις. Το χιούμορ, η
γελοιοποίηση και ο εξευτελισμός του εχθρού υπήρξαν τα πλέον ισχυρά όπλα
του ψυχολογικού πολέμου, που έλαβε χώρα στα μετόπισθεν της πολεμικής
αναμέτρησης των αλβανικών βουνών.
Στην κατεύθυνση αυτή, της περιπαικτικής διάθεσης του ελληνικού λαού απέναντι στην ιταλική επίθεση που δέχτηκε η χώρα στις 28 Οκτωβρίου 1940, κινήθηκε από την πρώτη στιγμή η επίσημη ελληνική προπαγάνδα. Από όλα τα είδη προπαγάνδας που επιστρατεύτηκαν, εξαιρετικά αποτελεσματική αποδείχθηκε η τέχνη της γελοιογραφίας.
Πρόκειται για ένα είδος το οποίο στην Ελλάδα είχε ήδη γνωρίσει μεγάλη άνθηση, ήδη από τον 19ο αιώνα και αυτό, για τους εξής λόγους:
α. Εξαιτίας της λαϊκότητάς του, δηλαδή της δυνατότητας να επικοινωνεί με το κοινό με άμεσο τρόπο.
β. Στην πρόσληψη του μηνύματος δεν απαιτείται καν δυνατότητα ανάγνωσης και μπορεί να απευθύνεται σε αναλφάβητους.
γ. Τέλος, σε σχέση με άλλα δημοσιογραφικά είδη, το σκίτσο συχνότερα στοχεύει στο θυμικό και σπανιότερα στη λογική.
Η 28η Οκτωβρίου υπήρξε ο καταλύτης για την αναγέννηση της ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας, η οποία είχε περιπέσει σε λήθη μετά την επιβολή λογοκρισίας από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Οι σκιτσογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων έβγαλαν στην κυριολεξία το άχτι τους κατά του Ντούτσε και του ιταλικού φασισμού, χτυπώντας παράλληλα με έμμεσο τρόπο και τον εγχώριο, για τον οποίο η μεταξική λογοκρισία απαγόρευε κάθε κριτική.
Σπουδαία ονόματα σκιτσογράφων που μεταπολεμικά κοσμούσαν τις ελληνικές προδικτατορικές εφημερίδες, όπως του Φ. Δημητριάδη, του Ν. Καστανάκη, του Στ. Πολενάκη, του Π. Παυλίδη και άλλων, συνδέθηκαν άμεσα με τις αρχικές τους εμπνεύσεις κατά τη διάρκεια του αλβανικού έπους. Οι σκιτσογράφοι αυτοί, μαζί με άλλους, δημιούργησαν εξαιρετικής έμπνευσης γελοιογραφίες για τον πρόσθετο λόγο ότι η Ελλάδα τους μήνες εκείνους είχε πετύχει κάτι, το οποίο δε μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως «ελληνικό θαύμα».
Οι γελοιογραφίες που δημοσιεύονταν στον ελληνικό Τύπο καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν έπαψαν στιγμή να εξυμνούν τις νίκες του ελληνικού στρατού στην Αλβανία γελοιοποιώντας με κάθε ευκαιρία τους «κοκορόφτερους» του Μουσολίνι και τη νεορωμαϊκή φασιστική μεγαλομανία του.
Το ότι επιβίωσαν στη συλλογική μνήμη αποδεικνύει ακριβώς ότι αποτύπωσαν με μαζικό τρόπο την ψυχολογία ενός ολόκληρου λαού. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη εικόνα που έρχεται υποσυνείδητα στο νου της πλειονότητας του ελληνικού λαού, όταν ακούει το όνομα «Μουσολίνι», είναι η γελοιοποιημένη αναπαράσταση του Ιταλού Ντούτσε από την πένα των Ελλήνων σκιτσογράφων της εποχής…
Τα προηγηθέντα
Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940. Ο Ιωάννης Μεταξάς δέχεται μια ξαφνική επίσκεψη στο σπίτι του στην Κηφισιά. Ο μεταμεσονύχτιος «επισκέπτης» είναι ο πρέσβης της Ιταλίας, Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος επιδίδει στον Έλληνα δικτάτορα ένα χαρτί. Πρόκειται για το τελεσίγραφο του υπ. Εξ. της Ιταλίας κόμη Γκαλεάτσο Τσιάνο, σύμφωνα με το οποίο η γειτονική χώρα απαιτεί από την Ελλάδα την παραχώρηση αεροδρομίων και λιμανιών, καθώς και της εδαφικής της κυριαρχίας. Ο Μεταξάς, δέσμιος της βρετανικής πολιτικής, απορρίπτει το ιταλικό τελεσίγραφο με τη γαλλική φράση “Alors, c’ est la guerre” («Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο»), ταυτιζόμενος για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του με τον ελληνικό λαό.
Το ελληνικό «ΟΧΙ» στις φασιστικές αξιώσεις για παραχώρηση «γης και ύδατος» θα πραγματωθεί ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν δεκάδες χιλιάδες φαντάροι απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της επικράτειας αρχίζουν να σπεύδουν σε απόκρουση των Ιταλών εισβολέων.
Οι Ιταλοί έχουν και αυτοί ξεκινήσει να προελαύνουν σε ελληνικά εδάφη, σχεδόν παράλληλα με την επίδοση του πολεμικού τελεσιγράφου. Ο Φωκίων Δημητριάδης σαρκάζει την ιταλική επίθεση με το «τραγούδι του Ιταλού αεροπόρου», ο οποίος απεικονίζεται στο παρακάτω σκίτσο να τραγουδάει:
«Θαρθώ μια νύχτα με φεγγάρι να σε γκρεμίσω…»
Το αναμενόμενο ξέσπασμα του «πολέμου - αστραπή» που προετοίμαζε επί
μήνες ο Μπενίτο Μουσολίνι κατά της Ελλάδας είναι γεγονός. Η επιλογή της
ημερομηνίας καθόλου τυχαία: στις 28/10/1940 συμπληρώνονταν 17 χρόνια από
την «πορεία προς τη Ρώμη» με την οποία το 1923 είχε εγκαθιδρυθεί το
φασιστικό καθεστώς. Η εντός ολίγων ημερών κατάληψη της Ελλάδας ήταν
ζήτημα γοήτρου για τον αμετροεπή Ντούτσε, ο οποίος ήθελε να στείλει ένα
μήνυμα στους συμμάχους του Γερμανούς: ότι είναι και αυτός ισάξιος και
ισότιμος κατακτητής με τον Φύρερ, διόλου ευκαταφρόνητος.
Στην κατεύθυνση αυτή, της περιπαικτικής διάθεσης του ελληνικού λαού απέναντι στην ιταλική επίθεση που δέχτηκε η χώρα στις 28 Οκτωβρίου 1940, κινήθηκε από την πρώτη στιγμή η επίσημη ελληνική προπαγάνδα. Από όλα τα είδη προπαγάνδας που επιστρατεύτηκαν, εξαιρετικά αποτελεσματική αποδείχθηκε η τέχνη της γελοιογραφίας.
Πρόκειται για ένα είδος το οποίο στην Ελλάδα είχε ήδη γνωρίσει μεγάλη άνθηση, ήδη από τον 19ο αιώνα και αυτό, για τους εξής λόγους:
α. Εξαιτίας της λαϊκότητάς του, δηλαδή της δυνατότητας να επικοινωνεί με το κοινό με άμεσο τρόπο.
β. Στην πρόσληψη του μηνύματος δεν απαιτείται καν δυνατότητα ανάγνωσης και μπορεί να απευθύνεται σε αναλφάβητους.
γ. Τέλος, σε σχέση με άλλα δημοσιογραφικά είδη, το σκίτσο συχνότερα στοχεύει στο θυμικό και σπανιότερα στη λογική.
Η 28η Οκτωβρίου υπήρξε ο καταλύτης για την αναγέννηση της ελληνικής πολιτικής γελοιογραφίας, η οποία είχε περιπέσει σε λήθη μετά την επιβολή λογοκρισίας από την δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936. Οι σκιτσογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων έβγαλαν στην κυριολεξία το άχτι τους κατά του Ντούτσε και του ιταλικού φασισμού, χτυπώντας παράλληλα με έμμεσο τρόπο και τον εγχώριο, για τον οποίο η μεταξική λογοκρισία απαγόρευε κάθε κριτική.
Σπουδαία ονόματα σκιτσογράφων που μεταπολεμικά κοσμούσαν τις ελληνικές προδικτατορικές εφημερίδες, όπως του Φ. Δημητριάδη, του Ν. Καστανάκη, του Στ. Πολενάκη, του Π. Παυλίδη και άλλων, συνδέθηκαν άμεσα με τις αρχικές τους εμπνεύσεις κατά τη διάρκεια του αλβανικού έπους. Οι σκιτσογράφοι αυτοί, μαζί με άλλους, δημιούργησαν εξαιρετικής έμπνευσης γελοιογραφίες για τον πρόσθετο λόγο ότι η Ελλάδα τους μήνες εκείνους είχε πετύχει κάτι, το οποίο δε μπορεί παρά να χαρακτηριστεί ως «ελληνικό θαύμα».
Οι γελοιογραφίες που δημοσιεύονταν στον ελληνικό Τύπο καθ’ όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν έπαψαν στιγμή να εξυμνούν τις νίκες του ελληνικού στρατού στην Αλβανία γελοιοποιώντας με κάθε ευκαιρία τους «κοκορόφτερους» του Μουσολίνι και τη νεορωμαϊκή φασιστική μεγαλομανία του.
Το ότι επιβίωσαν στη συλλογική μνήμη αποδεικνύει ακριβώς ότι αποτύπωσαν με μαζικό τρόπο την ψυχολογία ενός ολόκληρου λαού. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη εικόνα που έρχεται υποσυνείδητα στο νου της πλειονότητας του ελληνικού λαού, όταν ακούει το όνομα «Μουσολίνι», είναι η γελοιοποιημένη αναπαράσταση του Ιταλού Ντούτσε από την πένα των Ελλήνων σκιτσογράφων της εποχής…
Τα προηγηθέντα
Ξημερώματα 28ης Οκτωβρίου 1940. Ο Ιωάννης Μεταξάς δέχεται μια ξαφνική επίσκεψη στο σπίτι του στην Κηφισιά. Ο μεταμεσονύχτιος «επισκέπτης» είναι ο πρέσβης της Ιταλίας, Εμανουέλε Γκράτσι, ο οποίος επιδίδει στον Έλληνα δικτάτορα ένα χαρτί. Πρόκειται για το τελεσίγραφο του υπ. Εξ. της Ιταλίας κόμη Γκαλεάτσο Τσιάνο, σύμφωνα με το οποίο η γειτονική χώρα απαιτεί από την Ελλάδα την παραχώρηση αεροδρομίων και λιμανιών, καθώς και της εδαφικής της κυριαρχίας. Ο Μεταξάς, δέσμιος της βρετανικής πολιτικής, απορρίπτει το ιταλικό τελεσίγραφο με τη γαλλική φράση “Alors, c’ est la guerre” («Λοιπόν, αυτό σημαίνει πόλεμο»), ταυτιζόμενος για πρώτη και μοναδική φορά στη ζωή του με τον ελληνικό λαό.
Το ελληνικό «ΟΧΙ» στις φασιστικές αξιώσεις για παραχώρηση «γης και ύδατος» θα πραγματωθεί ήδη από τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν δεκάδες χιλιάδες φαντάροι απ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη της επικράτειας αρχίζουν να σπεύδουν σε απόκρουση των Ιταλών εισβολέων.
Οι Ιταλοί έχουν και αυτοί ξεκινήσει να προελαύνουν σε ελληνικά εδάφη, σχεδόν παράλληλα με την επίδοση του πολεμικού τελεσιγράφου. Ο Φωκίων Δημητριάδης σαρκάζει την ιταλική επίθεση με το «τραγούδι του Ιταλού αεροπόρου», ο οποίος απεικονίζεται στο παρακάτω σκίτσο να τραγουδάει:
«Θαρθώ μια νύχτα με φεγγάρι να σε γκρεμίσω…»
Του Νομικού
Εδώ, ο Χέρμαν Γκέρινγκ κρατάει την υδρόγειο σφαίρα, στην
οποία ο «βαφεύς» Αδόλφος Χίτλερ σχεδιάζει το σύμβολο της σβάστικας.
Σαφής αναφορά στην (αποτυχημένη) καλλιτεχνική διαδρομή του «φύρερ» κατά
τα νεανικά του χρόνια.
Η νικηφόρα πορεία των σιδηρόφρακτων στρατιών του ναζιστικού Ράιχ που
εκπλήρωναν το όνειρο του Αδόλφου Χίτλερ για μια ευρωπαϊκή «Νέα Τάξη»,
είχε θίξει τη μεγαλομανία του Μουσολίνι, ο οποίος από τον Ιούνιο του
1940 είχε εισέλθει στην πολεμική σύρραξη επιδιώκοντας αυτοκρατορικά
οφέλη. Στο παρακάτω σκίτσο, ο Ντούτσε ως «Ψευδοναπολέων»: